15/7/17

Σεξισμός και πολιτική ορθότητα δι’ αρχαρίους

(Εφημερίδα των συντακτών 15 Ιουλ. 2017)


Πάτμος, πριν από δεκαετίες, χαρακτηριστική ατραξιόν ο Παναγιώτης ο βαρκάρης, κορμί άγαλμα σωστό, Ποσειδώνας πολλά βαρύς, περιφέρεται όλη μέρα ξυπόλυτος και ημίγυμνος, πίσσα κατράμι απ’ τον ήλιο, χρυσαφένιες μπούκλες, από τα πρώτα καμάκια, εννοείται. Βράδυ αργά, στο μοναδικό τότε στέκι, τον Αρίωνα, ο Παναγιώτης στο παραδιπλανό τραπέζι έχει πιάσει κουβέντα με μια γλυκύτατη Δανέζα, παλιά γνώριμη του νησιού. Ξαφνικά σούσουρο, φωνές, «όχι, ρε Παναγιώτη, δε γίνονται αυτά!» πέσαμε όλοι απάνω του, ο Παναγιώτης είχε δώσει ένα ξεγυρισμένο χαστούκι στην κοπέλα, και μούγκριζε κάτι ακατάληπτα. «Ε δε γουστάρω να μου την πέφτει πρώτη η γυναίκα» καταφέραμε και του βγάλαμε με τα πολλά. Ώστε είχε παραβεί τον Κώδικα η γυναίκα!

Τη θυμήθηκα τώρα τελευταία την ιστορία αυτή, όταν κατηγορήθηκε για σεξισμό, μάλλον: όταν σχολιάστηκε ο σεξισμός του γνωστού τσολιά της τηλεοπτικής Ελληνοφρένειας, που σε μια εκπομπή κυνηγούσε τις γυναίκες στον δρόμο και τους κολλούσε στα οπίσθια ή στα στήθη κάτι στρογγυλά αυτοκόλλητα του ΣΥΡΙΖΑ. Πολλές γελούσαν, κάποιες ενοχλούνταν: «Σταμάτα, μην κάνεις σαν τρελή, δεν είναι και πούτσα, καταλαβαίνω, για τις πούτσες κάνετε σαν τρελές…» είπε σε μία, ενώ σε άλλη το κλασικό: «Έλα που δε σ’ άρεσε!» Γράφτηκαν και ειπώθηκαν πολλά και διάφορα τότε, ιδίως για τη «φασιστική πολιτική ορθότητα», για τη σάτιρα και τα (μη) όριά της, όπως μας την παρέδωσε άλλωστε γονιδιακώς ο πρόγονός μας ο Αριστοφάνης.

Δεν σταμάτησε η κουβέντα αυτή στη ραδιοφωνική Ελληνοφρένεια, είναι το αγαπημένο τους ανέκδοτο: «ο σεξιστής τσολιάς», ώσπου ήρθε και δευτέρωσε το πράγμα, με τρόπο που πολλοί τον θεώρησαν υπερβολικό. Βιντεάκι με τίτλο «Ένα στα γρήγορα» δείχνει στη Βουλή κάποιον που σηκώνεται να βγει από την αίθουσα συνεδριάσεων, και στο πέρασμά του σκύβει και κάτι λέει σε μια υπάλληλο: «Πού ’σαι, γλυκιά μου, πάω τουαλέτα, τον λουστράρω, κι έλα σε λίγο» είναι τα λόγια που του έβαλε στο στόμα η εκπομπή. Αυτήν τη φορά 25 βουλευτές και βουλεύτριες του ΣΥΡΙΖΑ έκαναν καταγγελία στο ΕΣΡ, και πια σηκώθηκε βοή μεγάλη ότι ιδού, λογοκρισία, φίμωση «της μόνης ανεξάρτητης φωνής», «και από ποιους; από αυτούς που ψηφίζουνε μνημόνια», ή σε παραλλαγή απαράμιλλης διαλεκτικής: «μιλάνε για σεξισμό αυτοί που ψηφίζουν αβέρτα μνημόνια».

Ας πούμε πως είναι όντως υπερβολική η αντίδραση, δηλαδή η καταγγελία στο ΕΣΡ. Ταυτόχρονα όμως ας δούμε μήπως αυτό το άκομψο έτσι κι αλλιώς μα πάντως χιούμορ είναι και στη δεύτερη περίπτωση σεξιστικό, μολονότι γράφτηκε και ότι, ίσα ίσα, εδώ διαπομπεύεται ο άντρας, καθώς εμφανίζεται «λιγούρης και γαμίκουλας» –λες και δεν αποτελεί τίτλο τιμής ο γαμίκουλας, ενώ είναι γνωστό πώς χαρακτηρίζεται μια γυναίκα με αντίστοιχες ορέξεις και επιδόσεις!

Δεν θα σταθούμε τώρα στην πολιτική ευπρέπεια (ή ορθότητα), προσφιλή στόχο της επίσημης δεξιάς και της λούμπεν καφενεδολογίας αλλά και κατά τεκμήριο σοβαρών νεοφιλελεύθερων δημοσιολόγων κ.ά., παρόλο που δεν συνιστά τίποτα παραπάνω από βασικούς κώδικες κοινωνικής συνύπαρξης και σεβασμού του άλλου, όσο κι αν φτάνει κάποτε σε ακρότητες. Και ούτε πρόκειται επιτέλους για κάτι καινοφανές, αν σκεφτεί κανείς ότι από χρόνια πια δεν μιλάμε λόγου χάρη για αράπηδες και γύφτους –χωρίς φυσικά να προγράφονται οι «Αραπίνες λάγνες, ερωτιάρες» του Τσιτσάνη και ο Δωδεκάλογος του Γύφτου του Παλαμά, όπως ανοηταίνουν οι πολέμιοι τέτοιων αλλαγών.

Αλλά ούτε και για τον σεξισμό χρειάζονται αναλύσεις. Ένα απλό πειραματάκι μόνο, με βάση τον περίφημο τσολιά, που συστατικό της περσόνας του και του χιουμοριστικού κώδικά του είναι το μπαλαμούτι με τις γυναίκες. Ας δοκιμάσουμε την εξής απλή (!) αντιστροφή: όλα τα σχετικά αστεία, όλες τις σχετικές ατάκες και χειρονομίες να τις αναλάβει η εντυπωσιακή, πανέμορφη Κυπρία της εκπομπής, είτε με το υπερπαίξιμό της και τα υπερκυπριακά της είτε με όποιον άλλον τρόπο επιλέξουν. Να βγει δηλαδή στους δρόμους και να ζητάει φιλάκι απ’ τους περαστικούς, και να τους κολλάει αυτοκόλλητα στα πίσω και στα μπρος τους. Βάρδα μην πέσει πάνω σε κάναν Παναγιώτη απ’ την Πάτμο.

Με αναμνήσεις ξεκίνησα, με αναμνήσεις θα τελειώσω, δύο μάλιστα.

Η μία ήταν η πρόταση της Σκούπας, αν θυμάμαι καλά, του ιστορικού πια φεμινιστικού περιοδικού της μεταπολίτευσης, όπου προτεινόταν ακριβώς η αντιστροφή των σεξιστικών πειραγμάτων, φυσικά και των πιο χυδαίων. Να πει λόγου χάρη η γυναίκα στον άντρα: «Παίδαρέ μου εσύ!», «Αχ και να ’χυνα στα μπούτια σου!» κ.ο.κ.

Η άλλη, όταν η φίλη μου τότε η Μαρία, απ’ το τιμόνι μάλιστα ενός ταπεινού Ντεσεβώ, άνοιγε στο φανάρι το παράθυρο και φώναζε στον ταξιτζή που της έκανε ταρζανιές: «Βρε άντε πλύνε κάνα πιάτο!» Μοναδικό το θέαμα, ο ταξιτζής στα όρια του εγκεφαλικού, να χάνει τα λόγια του, και με βλέμμα δολοφονικό.

Μας έσωζε το φανάρι που άναβε. Και την Κυπρία θα τη σώσει το συνεργείο της εκπομπής. Τις άλλες όμως;

buzz it!

2/7/17

στον Δημήτρη Παπαϊωάννου

(Εφημερίδα των συντακτών 1 Ιουλ. 2017)



Όταν μου έδωσε ο Οδυσσέας Ελύτης για επιμέλεια τα σπαραχτικά Ελεγεία της Οξώπετρας, είχε προηγηθεί αρκετών χρόνων συνεργασία, με αντικείμενο όμως πεζά του κείμενα. Διαβάζοντας πια στο δαχτυλόγραφο τα Ελεγεία, και σ’ όλη την εκδοτική διαδικασία έπειτα, που την παρακολουθούσε πάντοτε ο ποιητής από πολύ κοντά, συχνά έλεγα να τον ρωτήσω για κάποιον στίχο, κάποια εικόνα κτλ. Δεν το ’κανα ποτέ, ενστικτωδώς, θαρρείς, παρά από απόφαση, όσο κι αν σε τέτοιες περιπτώσεις σκέφτεται κανείς: «μου ’λαχε να βρεθώ κοντά στον πιο αγαπημένο μου ποιητή· τι ευκαιρία! να ρωτήσω, να μάθω…»

Κι όμως, ήταν εξαιρετικά γενναιόδωρος ο ποιητής, σε ιστορίες, ακόμα και προσωπικές. Δεν ήταν θέμα άνεσης λοιπόν. Έκανα απλούστατα, μάλλον δεν έκανα ό,τι δεν είχα κάνει ποτέ ώς τότε ούτε κι έπειτα, δεν ρώτησα ποτέ φίλους ποιητές και φίλες ποιήτριες που είχα την τύχη, στο πλαίσιο ακριβώς της στενής προσωπικής σχέσης, να διαβάζω σε πρώιμη μορφή τα ποιήματά τους –αφού, ως γνωστόν, και η ποίηση, όπως η φύση, κρύπτεσθαι φιλεί.

Ας μένουν ανερμήνευτα λοιπόν, στίχοι και εικόνες, να τα προσεγγίσει με τον δικό του τρόπο ο καθένας, προβάλλοντας δικά του βιώματα –για να μη θίξουμε εδώ άλλο κεφάλαιο μεγάλο, ότι πολλές φορές η προσωπική (η αυθεντική!) εκδοχή του ποιητή ενδέχεται να περιορίζει, ακόμα ακόμα και να συρρικνώνει, τις διαστάσεις του ίδιου του του έργου. Ώστε μπορεί να μας συγκινεί ένα ποίημα και να μας συνταράζει, ακόμα κι αν πολλές φορές δεν ξεκλειδώνουμε όλα του τα στοιχεία, όλα του τα συστατικά.

Έπειτα από την ποίηση, που είναι μάλιστα λόγος αρθρωμένος, είναι νομίζω περιττό να συνεχίσουμε με τις άλλες τέχνες, από την πιο αφηρημένη, τη μοντέρνα ζωγραφική, αλλά και τον μοντέρνο χορό, ώς την πιο προσιτή καταρχήν σε όλους τέχνη, τη μουσική: από το τραγούδι, όπου μας συγκινούν τραγούδια ξένα που δεν ξέρουμε τα λόγια τους, ώς την κλασική μουσική, που προφανώς εκφράζει και αυτή κάτι συγκεκριμένο κάθε φορά, το οποίο όμως μόνο να το εικάσει μπορεί ο ακροατής και να το προσεγγίσει (δι)αισθητικά –ακόμα και τη λεγόμενη «προγραμματική» μουσική, τη μουσική που δηλώνει η ίδια το θέμα της, όπως η Θάλασσα του Ντεμπυσσύ, οι Εικόνες από μια έκθεση του Μουσόργκσκι κ.ά.

Ενώ, ακόμα παραπέρα, υπάρχουν και μας αρέσουν τραγούδια εξαιρετικά αλλά με φαιδρούς στίχους, τραγούδια με υπέροχο κουπλέ και καταστροφικό ρεφρέν, όπερες με αφελή λιμπρέτα, συμφωνίες με άνισα μέρη ή όπου το σκέρτσο, όσο κι αν αποτελεί σύμβαση του είδους, πέφτει συχνά ταφόπλακα πάνω στο αντάτζιο.

Το θέμα είναι ότι σε όλες τις τέχνες, απέναντι σε όλα τα έργα τέχνης, η πρόσβασή μας ούτε άμεση είναι πάντοτε ούτε εύκολη, ακόμα κι όταν κατέχουμε ερμηνευτικά κλειδιά από τον ίδιο τον δημιουργό, ή από κριτικές αναλύσεις –που πάλι ωστόσο θα σταθούν σε μία από τις πιθανότατα πολλές αναγνώσεις του έργου. Η «εγκυκλοπαιδική», ας την πω έτσι, γνώση δεν είναι αναγκαίος όρος για την πραγματική απόλαυση και τη συγκίνηση που μπορεί να μας προσφέρει ένα μεγάλο έργο, ένας μεγάλος δημιουργός.

Γιατί ένας μεγάλος δημιουργός δημιουργεί έναν ολόκληρο κόσμο, τον δικό του κόσμο –όταν δεν αναδημιουργεί τον υπάρχοντα (επίτευγμα, θα έλεγα, ισάξιο, όπου μόνο οι προθέσεις του δημιουργού αλλάζουν). Και σ’ έναν ολόκληρο, εντελή κόσμο δεν είναι πάντα εύκολο ή καν δυνατόν να ξεκλειδώσουμε τη λογική που τον συνέχει, το νόημα και προπαντός τη λειτουργία κάθε επιμέρους στοιχείου, την ισορροπία λοιπόν όλων των επιμέρους στοιχείων, όσων μας μαγεύουν κι όσων μας αφήνουν αμήχανους ή και μας απωθούν, είτε γιατί δεν τα κατανοούμε, είτε γιατί συγκρούονται με την εκάστοτε κυρίαρχη αισθητική και την κουλτούρα διαφορετικών λαών, ολόκληρων εποχών κ.ο.κ. Νά, έτσι όπως δεν ξέρουμε λ.χ. τι θέλει πλάι στην κοινά αναγνωρισμένη ομορφιά του τριαντάφυλλου το γαϊδουράγκαθο, πλάι στο κουταβάκι η κατσαρίδα κ.ο.κ.

Έτσι, είναι εντέλει μάταιο και άγονο, για να μην πω άτοπο, να επιδιώκουμε σ’ ένα μεγάλο έργο τέχνης να ανακρίνουμε κάθε του στοιχείο, να το βάλουμε σώνει και καλά να ομολογήσει ποιος ο σκοπός του κι οι προθέσεις του.

Ο Δημήτρης Παπαϊωάννου, αφορμή γι’ αυτές εδώ τις σκέψεις για την πρόσληψη της τέχνης, και πέρα από κάθε είδους κριτική προσέγγιση, ο Δημήτρης Παπαϊωάννου λοιπόν, όπως κάθε γνήσιος δημιουργός, με κάθε του μεμονωμένο έργο καταρχήν, κι έπειτα με το σύνολο του έργου του, αναδημιουργεί τον κόσμο ή δημιουργεί έναν δικό του κόσμο, έναν κόσμο πάντως εντελή, άλλοτε με την προφανή γοητεία του, άλλοτε με εικόνες δυσπροσπέλαστες, κι όμως αναγκαίες στο σχέδιο του Δημιουργού –με κεφαλαίο τώρα.

Γενικότερα πια, αν δεν θέλουμε να χάνουμε την ουσία, την απόλαυση και τη συγκίνηση μπροστά στο θαύμα της δημιουργίας, αρκεί μια στοχαστική πάντως ματιά στον ήδη κόσμο μας. Τον αλλού ωραίο κι αλλού άσκημο. Τον καταληπτό και τον ακατάληπτο. Τον μικρό και μέγα, μια και μνημονεύσαμε Οδυσσέα Ελύτη.

buzz it!