27/2/16

Λαζόπουλος, Σεραφείμ και η θεία τάξη πραγμάτων

(Εφημερίδα των συντακτών 27 Φεβρ. 2016)


Αντιευρωπαϊστής, Μακεδονομάχος και Σκοπιανοφάγος, υμνητής της «μεγάλης Ελληνίδας» Λιάνας Κανέλλη στις εθνικιστικές κορόνες της, χειροκροτητής του «φίλου του» του Θέμου, όταν στηλίτευε την κυβέρνηση Σημίτη που «κατέβασε τη σημαία από τα Ίμια», πρόθυμος καταναλωτής αστικών μύθων, όπως η υποτιθέμενη δήλωση Κίσσινγκερ για τον εξανδραποδισμό του αδούλωτου γένους μας με την καταστροφή θρησκείας και γλώσσας, και προπαντός εθνικών μύθων, όπως το Κρυφό Σχολειό, αφού την Ιστορία, λέει, δεν τη μαθαίνουμε απ’ τα βιβλία, αλλά απ’ τους παππούδες μας και τις γιαγιάδες μας.

Έχω επανειλημμένα αναφερθεί σ’ αυτά και σ’ άλλα τόσα του Λάκη Λαζόπουλου, ιδίως από τότε που συρρίκνωσε τη σάτιρα σε συνεχή πορδολογία και πέρασε στη σκέτη και ρηχή πολιτικολογία, η οποία οργανώνεται πάντοτε γύρω από έναν κραυγαλέο λαϊκισμό. Μπορώ έτσι, πιστεύω, με αφορμή τις τελευταίες του δηλώσεις για την καθηλωμένη σκέψη του Σόιμπλε λόγω της καθήλωσής του στο αναπηρικό καροτσάκι, να σταθώ σε κάποιες όψεις της κριτικής που καταρχήν ορθώς, ορθότατα, του ασκήθηκε –και δεν συμπεριλαμβάνω φυσικά στην κριτική τις υλακές του ιερατείου του ρατσισμού, π.χ. Πρώτου Θέματος και Μακελειού. Αναντίλεκτα ρατσιστική η συγκεκριμένη δήλωση του Λαζόπουλου, όπως και η μόνιμη αναφορά στα σαρδάμ και τις κρεατοελιές (!) του «αχώνευτου κοντού» Σημίτη, όμως ρατσιστή, κακά τα ψέματα, δεν τον λες.  Όπως επίσης δεν τον λες ρατσιστή και ειδικότερα ομοφοβικό, παρότι συχνά διακωμωδεί τους ομοφυλόφιλους, και με τον πιο φτηνό επιθεωρησιακό τρόπο, ένα μόλις βήμα (ή ούτε;) από τον Σεφερλή.

Χάνεται έτσι η ουσία της κριτικής. Όπως και όταν ο πρόεδρος του Πειραϊκού Συλλόγου Κινητικά Αναπήρων δεν δέχεται τη συγνώμη του Λαζόπουλου, επειδή τη θεωρεί υπαναχώρηση (!), και επιμένει πως θα προσφύγει στη δικαιοσύνη (ενώ θα μπορούσε κάλλιστα να δει ρατσισμό και στην εν λόγω συγνώμη, καθώς ο Λ. δηλώνει πως δεν αναφερόταν γενικά στους αναπήρους αλλά αποκλειστικά στον Σόιμπλε).

Αντίθετα, και για να προχωρήσω στο κυρίως θέμα μου, το Σωματείο Κινητικά Αναπήρων Νομού Μαγνησίας, μαζί με συναφείς συλλόγους και σωματεία από τον ίδιο νομό, είχε αναρωτηθεί εύστοχα αν ο Λαζόπουλος θα έλεγε τα ίδια για τον Στήβεν Χώκινγκ.

Εδώ, εξίσου εύστοχα, αναρωτιέται ο Άρης Χατζηστεφάνου (Infowar, 19/2): «Αν ο Λαζόπουλος ήταν μητροπολίτης, θα μίλαγε κανείς;» Και υπενθυμίζει κάποιες από τις παροιμιωδώς αμετροεπείς δηλώσεις του Πειραιώς Σεραφείμ, ακριβώς για τον Χώκινγκ, όταν πριν από λίγα χρόνια ο άγιος μιλούσε για τη «συμπλεγματικότητα» των αθεϊστικών απόψεων του κορυφαίου επιστήμονα, αναγνωρίζοντάς του εντέλει «το ελαφρυντικό της συγχύσεως του νοός του, από την αφόρητο σωματική δυστυχία του».

Όμως κανένα σωματείο ή σύλλογος (πόσο μάλλον Πειραϊκός!) δεν διανοείται να τα βάλει με την πανίσχυρη εξουσία, με εκπρόσωπο του Θεού, ειδικότερα του παλαιοδιαθηκικού, τιμωρού και εκδικητικού Θεού.

Τώρα μάθαμε και τη σαν από σχέδιο θεϊκό «χρησιμότητα» τέτοιων ρατσιστικών φωνών:

Ο προκαθήμενος της Εκκλησίας, που θα μπορούσε να ανακαλέσει τον Σεραφείμ και τους ομοίους του στην τάξη, μας υποδεικνύει ίσα ίσα κάποιαν άλλη, ωφελιμιστική κατά έναν άκρως παράδοξο τρόπο τάξη: σε συνέντευξή του στον Κωνσταντίνο Ζούλα και τη Νίκη Λυμπεράκη («Η Ελλάδα στον καθρέφτη», Σκάι 10/2), μια συνέντευξη που δεν έτυχε να δω να σχολιάζεται, παρ’ όσα εκρηκτικά περιλαμβάνει, και ιδίως την υπαναχώρηση στην ανέγερση τζαμιών στη χώρα μας, λέει, με αφορμή το σύμφωνο συμβίωσης, και τα εξής, που τα παραθέτω αυτούσια, να μη χαθεί η παραμικρή απόχρωση:

«Μακαριότατε, ακούσαμε και φωνές που παρότρυναν σε προπηλακισμό, και οι φωνές αυτές προέρχονταν από Μητροπολίτες. Φτύστε τους, είπαν. Εσάς δεν σας ενοχλούν αυτές οι φωνές;

»Δεν είναι Εκκλησία αυτοί. Κάνετε λάθος.

»Είναι ένας Μητροπολίτης.

»Ένας βουλευτής δηλαδή, άμα πει κάτι, είναι το κράτος; Εδώ είναι ακριβώς η διαστροφή που κάνουν τα ΜΜΕ. Ένας αδελφός Μητροπολίτης βλέπει το θέμα αυτό με αυτό τον τρόπο και το αντιμετωπίζει. Τι πρέπει να κάνουμε τώρα εμείς σαν Εκκλησία; αυτό που λένε, να τον μαλώσουμε; Δεν είναι αυτός άνθρωπος; δεν έχει ελευθερία γλώσσας; Εδώ έχουμε ανθρώπους οι οποίοι ψηφίζουνε τέτοιους ανθρώπους που είναι υπέρ της βίας…

»Με συγχωρείτε, είναι όμως προτροπή σε βία αυτό κάποιες φορές. Αυτό δεν σας ενοχλεί εσάς;

»Δεν είναι μόνο αυτό που ενοχλεί, είναι και άλλα πολλά. Εγώ το βλέπω από μια άλλη πλευρά. Δεν είναι μόνοι τους αυτοί, εκφράζουν έναν κόσμο, και αν δεν τον εξέφραζαν αυτό τον κόσμο ο τάδε Μητροπολίτης, ή ο τάδε Μητροπολίτης, θα ήταν έλλειμμα στην Εκκλησία. Μην το βλέπετε μόνο έτσι, διότι ο άλφα μητροπολίτης που τον βλέπετε να φωνάζει έτσι, δεν είναι μόνος, έχει ένα λαό από πίσω, αυτό γιατί δεν το βλέπετε;»

Αλίμονο, μακαριότατε, αμοραλιστικό ακούγεται όλο αυτό!


buzz it!

20/2/16

Ελληνογαλλικά ορθογραφικά πάθη

(Εφημερίδα των συντακτών 20 Φεβρ. 2016, εδώ με μικροπροσθήκες)


Ξανάρχισαν τα όργανα, έγραφα την περασμένη φορά, με αφορμή έναν εξορθολογισμό της γαλλικής ορθογραφίας, ο οποίος μας θύμισε οικεία κακά, κι εκεί που είχαμε τους Γάλλους κορόνα στο κεφάλι μας, που διατηρούν τους τόνους τους, νά τοι τώρα, ανασκολοπίζουν, λέει, κι αυτοί τη γλώσσα τους, με διάφορες ορθογραφικές μεταρρυθμίσεις, και ιδίως την «κατάργηση» της δικής τους περισπωμένης, της σιρκονφλέξ: «Δεν περίμενα ότι η γλώσσα του Ρακίνα, του Βολταίρου, του Κοκτώ, της Γιουρσενάρ, θα υπέκυπτε στη νεύρωση του αυτοακρωτηριασμού» έγραφε ένα άρθρο που ήδη το σχολιάσαμε.

Παρατήρηση πρώτη και σημαντική, ότι ειδικά η γλώσσα του Ρακίνα και του Βολταίρου έχει υποστεί αλλεπάλληλες ορθογραφικές μεταρρυθμίσεις, με μεγαλύτερες ίσως του 1740 και του 1762, πάντοτε στην κατεύθυνση ενός εξορθολογισμού και όχι ανατροπής της ιστορικής ορθογραφίας (όπως είπαμε ήδη και για τις δικές μας αλλαγές: δράκος και όχι «δράκως», βρίσκω και όχι «’υρίσκω», Βασίλης και όχι «Βασίλεις» κτλ.). Γενικότερα, κάθε καινούρια έκδοση του Λεξικού της Γαλλικής Ακαδημίας ενσωμάτωνε καινούριες αλλαγές, με τελευταία την όγδοη, του 1935.

Παρατήρηση δεύτερη, ότι, αντίθετα με την από αιώνες χαμένη λειτουργικότητα των δικών μας τόνων και πνευμάτων, στα γαλλικά η «οξεία» (accent aigu) και η «βαρεία» (accent grave) εξακολουθούν να υποδεικνύουν φωνητικές διαφοροποιήσεις, εξού και δεν πειράζονται. Αισθητά περιορισμένη όμως είναι η αξία της σιρκονφλέξ (accent circonflexe), η οποία προκαλεί σύγχυση στους ίδιους τους Γάλλους, που δυσκολεύονται να κωδικοποιήσουν τη χρήση της, και είναι από τα σημεία στα οποία επιχειρεί να βάλει τάξη η μεταρρύθμιση του 1990.

Η μεταρρύθμιση αυτή, που έμεινε στα χαρτιά επί 26 χρόνια, αφορά 2.400 λέξεις, ένα 4% του λεξιλογίου, όταν εξαγγέλθηκε υπήρξαν, κατά τα γνωστά, αντιδράσεις, σχηματίστηκε και μια ομάδα με την ονομασία «Ελεύθερα Γαλλικά», έπειτα ο θόρυβος κόπασε· το 2008 η εφαρμογή της από ορισμένους εκδότες σχολικών βιβλίων πέρασε απαρατήρητη, ώσπου φτάσαμε στη σημερινή αναταραχή, τώρα που οι αλλαγές υιοθετούνται από όλους τους εκδοτικούς οίκους –και μολονότι το υπουργείο Παιδείας ξεκαθάρισε πως δεν θα θεωρείται λάθος η παλιά γραφή.

Ας δούμε όσο πιο συνοπτικά γίνεται αυτές τις αλλαγές, που ενώ βεβαίως δεν μας αφορούν, έχει, πιστεύω, σημασία να δούμε πόσο ίδιος και στερεοτυπικός είναι ο λόγος για τη γλώσσα, πιο ειδικά η φετιχοποίηση της ορθογραφίας –και η σύγχυση, που φτάνει εντέλει να τροφοδοτεί έναν λόγο στο κενό, μακριά από την πραγματικότητα, από τις ίδιες τις αλλαγές!

Ένας από τους στόχους της μεταρρύθμισης είναι να αντιμετωπιστούν ασυνέπειες στη χρήση του ενωτικού, όπως portefeuille (=πορτοφόλι), που γραφόταν σαν μία λέξη, χωρίς ενωτικό, και porte-monnaie (=πορτοφόλι για τα ψιλά) με ενωτικό· vingt-trois (=είκοσι τρία) με ενωτικό, cent trois (=εκατόν τρία) χωρίς ενωτικό, κ.ά. Παράλληλα προβλέπεται η γραφή σε μία λέξη λατινικών και άλλων ξενικών λέξεων: apriori, basketball, cowboy κτλ.· γράφονται χωρίς ενωτικό διάφορες σύνθετες, όπως passepartout, tirebouchon, autostop κτλ.· ενώ, αντίθετα με τις δικές μας μόδες, προτείνεται ο «γαλλικός» πληθυντικός ξενικών λέξεων: ο jazzman, οι jazzmans, και όχι οι jazzmen.

Η αντίδραση αρχίζει με την αλλαγή στη γραφή μεμονωμένων λέξεων: το oignon (=κρεμμύδι), που γράφεται πια όπως ακριβώς προφέρεται: ognon= ονιόν (ενώ με την παλιά γραφή ήταν σαν να προφέρεται «ουανιόν»)· και το nénuphar (=νούφαρο), που θα γράφεται nénufar, όπως γραφόταν από αιώνες, και μόνο στην έκδοση του 1935 γράφτηκε από λάθος nénuphar, επειδή θεωρήθηκε πως είναι ελληνικής καταγωγής (είναι εξάλλου και το μόνο ph που πειράζεται και τρέπεται σε f).

Το έγκλημα καθοσιώσεως είναι που πειράχτηκε η σιρκονφλέξ, παρότι δύσκολα κωδικοποιείται, όπως είπα, και παρουσιάζει κραυγαλέες ανομοιογένειες και ανακολουθίες: μέσα στην ίδια οικογένεια: jeûner / déjeuner, ή grâce / gracieux, icône / iconoclaste · στο ίδιο ρήμα: être, êtes, était, étant· σε λέξεις με απολύτως παράλληλη ιστορία, που όμως αντιμετωπίζονται διαφορετικά: mû / su, plaît / tait· σε άλλες, όπου σημαίνει απλώς ό,τι και η βαρεία: même / thème· σε άλλες χωρίς καμία διαφορά, φωνητική ή άλλη: haine / chaîne, κ.ά. Ωστόσο, παραμένει ανέγγιχτη πάνω από τα φωνήεντα â, ô και ê, εκεί που, κατά την Ακαδημία, «ορισμένοι ομιλητές έχουν την αίσθηση φωνητικής διαφοράς», αντίθετα από τα αδιαφοροποίητα i -î και u-û. Εδώ λοιπόν μονάχα καταργείται, και πάλι όχι (α) σε ρηματικές καταλήξεις, π.χ. nous voulûmes, il suivît· (β) στα κύρια ονόματα και τα παράγωγα επίθετα, π.χ. Nîmes, η πόλη Νιμ, με το επίθετο nîmois· (γ) και ιδίως σε λέξεις με διαφορετική σημασία, π.χ. mûr (=ώριμος) και mur (=τοίχος), jeûne (=νηστεία) και jeune (=νεαρός).

Πάντα η αλλαγή ξενίζει –και εξοργίζει. Σκεφτείτε όμως τους Γάλλους που τους είπαν κάποτε πως τα παιδιά δεν θα τα γράφουν πλέον enfans, αλλά enfants, τον Απρίλη apuril, αλλά avril, τον πυρετό fiebvre, αλλά fièvre, και το κεφάλι teste, αλλά tête (ιδού η σιρκονφλέξ!). Εκεί που καταγγέλλεται λοιπόν η παραβίαση της ιστορίας της γλώσσας απαιτείται ακριβώς μελέτη αυτής της ιστορίας.

Και τώρα μαντέψτε πού γίνεται το μεγάλο γλέντι, π.χ. στα σόσιαλ μίντια: «Σας είχα υποσχεθεί να μειώσω την ανεργία: ιδού λοιπόν!» λέει ο Ολλάντ, σε μια γουστόζικη πάντως γελοιογραφία, πετώντας τη σιρκονφλέξ από τη λέξη chômage (=ανεργία), πάνω από το ο δηλαδή, όπου είπαμε πως δεν πειράζεται. «Καημένε Jérôme, πάει το καπελάκι σου», γράφουν, ενώ εδώ έχουμε διπλή εξαίρεση: o και κύριο όνομα. Ή: «Έφαγα ένα φρούτο τοίχο» (mur, αντί για mûr), κι ενώ είναι από τις εξαιρέσεις που επισημαίνονται και στο τελευταίο άρθρο εφημερίδας…

Ελλάς-Γαλλία, συμμαχία – δυστυχώς και στην ακρισία.


buzz it!

13/2/16

Χωρίς περισπωμένη, αγάπη δεν υπάρχει!

(Εφημερίδα των συντακτών 13 Φεβρ. 2016)


Να υπάρχει «κάπου μια γωνιά στο Σύμπαν, όπου το “σ’ αγαπώ” [θα] γράφεται ακόμα με περισπωμένη», όπου δηλαδή το περισπώμενο «σ’ αγαπώ» θα εκφράζει όσα δεν μπόρεσε ποτέ να εκφράσει το έρμο «σ’ αγαπάω», αφού αυτό ποτέ δεν αξιώθηκε μια περήφανη περισπωμένη!

Μ’ αυτόν τον βαθύ καημό καταλήγει ένα άρθρο που νοσταλγεί τις περισπωμένες, «τις θείες  δασείες των ελληνικών “ρω”, [και] τις άχνες στα φωνήεντα», τώρα που και οι Γάλλοι, όπως εμείς με το μονοτονικό, βάλθηκαν να την ξεπατώσουν τη γλώσσα τους, στερώντας της τη σιρκονφλέξ, έναν τόνο που κάπως μοιάζει της περισπωμένης.

Χαριτωμένο, δεν το λέω απαξιωτικά, και ευφάνταστο το άρθρο, μακριά όμως από κάθε επιστημονική αλλά και ιστορική αλήθεια, μακριά και από την πραγματικότητα, επιγράφεται: «Η θεία Δασεία και η μαντάμ Σιρκονφλέξ», και υπογράφεται από τη Ρίκα Βαγιάννη (Protagon.gr, 7.2.16).

Ξανάρχισαν τα όργανα, σκέφτηκα όταν το είδα, τις ίδιες μέρες που φούντωνε στη Γαλλία η αντίδραση για μια μετριοπαθέστατη ορθογραφική «μεταρρύθμιση», στην ουσία έναν περιορισμένο εξορθολογισμό, όπως ακριβώς εξορθολογισμός ήταν η καθιέρωση του μονοτονικού σ’ εμάς, αφού, υπενθυμίζω, ακόμα και ο Μπαμπινιώτης, μ’ όλη του την αδυναμία στο πολυτονικό (και την καθαρεύουσα, μην κρυβόμαστε), έχει επανειλημμένα υποστηρίξει ότι το πολυτονικό στα νέα ελληνικά δεν στέκει.

Ξανάρχισαν λοιπόν τα όργανα, αν σταμάτησαν ποτέ, ίδια, πανομοιότυπα, και εδώ και στη σύμμαχο χώρα, για θέμα καθαρά ορθογραφικό, που πάλι μας έχει δείξει και η ιστορία και το έχει αποτυπώσει η επιστήμη πως η γραφή δεν επηρεάζει τη γλώσσα. Όμως η σύγχυση είναι παλιά, αυτή θα έκανε τον Πλάτωνα να αποφαίνεται στον Φαίδρο (276a) πως «ο λόγος είναι ο ζωντανός και έμψυχος· η γραφή του είναι απλώς το είδωλό του».

Έτσι, η συμπαθέστατη Ρίκα Βαγιάνη, που είχε βάλει τα κλάματα, όπως μας διαβεβαιώνει, όταν καταργήθηκε το πολυτονικό, και αναρωτιόταν από τότε: «Πώς γίνεται να πεις “σ’ αγαπώ” χωρίς περισπωμένη;», φτάνει να γράφει τώρα πως:

«Ίσως η χειρότερη συνέπεια της κατάργησης του πολυτονικού, των Αρχαίων, ακόμα και της –χρησιμότατης για τις κλασσικές σπουδές– καθαρεύουσας, δεν ήταν τόσο η εκφραστική φτώχεια που ρήμαξε τη σκέψη μας όσο η πολιτικοποίηση των γλωσσικών επιλογών στην Παιδεία.

»Η ελληνική γλώσσα με όλα της τα σύγχρονα προικιά και τα αρχαία μπιχλιμπίδια, αντί να φυλαχθεί ως ανεκτίμητος θησαυρός από τις δυνάμεις της Αριστεράς, παραπετάχτηκε σαν “αστικό κατάλοιπο” στο περιθώριο». «Εκεί τη βρήκαν» συνεχίζει «και (τάχα μου) την πήραν υπό την προστασία τους δυνάμεις θεοσκότεινες…», οι νεοναζιστές, υπαινίσσεται αμέσως μετά, του «ηγέρθιτου» (!), και γι’ αυτό: «Δεν μπορώ να κρύψω πως, με ελάχιστες εξαιρέσεις, όταν βλέπω πλέον κείμενο τυπωμένο σε πολυτονικό, μπαίνω αυτομάτως σε αμυντική  φάση “αλέρτ-αντιφά”».

Θα ’ταν αλήθεια άδικο να σχολιάσω πια εδώ, πόσο μάλλον να ρωτήσω πώς καταργήθηκαν τα αρχαία, ή μήπως πρόκειται για το απλώς ψευδές πως καταργήθηκε η διδασκαλία τους, κι αφήνω και τη «χρησιμότατη» (κατά τη νέα μόδα: είπαμε πολλά εδώ τελευταία) καθαρεύουσα: στάθηκα αρκετά σ’ αυτό το άρθρο επειδή αναπαράγει όλους τους παμπάλαιους κοινούς τόπους και τις επάλληλες συγχύσεις για τη γλώσσα, στερεότυπα που τα ακούμε τώρα πανομοιότυπα, όπως είπα, από τη χώρα του Διαφωτισμού, και μάλιστα για «αναστάτωση» πολύ μικρότερης έκτασης, εντέλει, απ’ όσο μπορεί να είναι η μετάβαση από το πολυτονικό στο μονοτονικό.

Υπάρχει ωστόσο κάτι που σε μια πρώτη, επιφανειακή προσέγγιση μοιάζει να έχει κάποια βάση, ότι οι ορθογραφικές αλλαγές επηρεάζουν την ιστορικότητα της γλώσσας και της γραφής, ακριβέστερα ότι παραβιάζουν την ιστορία της γραφής της γλώσσας· κι αυτό οδηγεί ακόμα και καλοπροαίρετους  να πιστέψουν πως καταργείται η ιστορική ορθογραφία, να θεωρήσουν δηλαδή κατάργηση κάθε στοιχειώδη εξορθολογισμό, που μάλιστα ακολουθεί κάθε φορά με μεγάλη χρονική καθυστέρηση ουσιαστικές γλωσσικές αλλαγές, εν προκειμένω σε μορφοφωνολογικό επίπεδο.

Δεν καταργείται λοιπόν η ιστορική ορθογραφία, ούτε η ελληνική ούτε η γαλλική: αν ξεκινήσουμε από τα δικά μας, μπροστά μας τα έχουμε ακόμα όλα τα [i]: ι, η, υ, οι, ει, υι, και τα [e]: ε και αι, και τα [ο]: ο και ω, μπροστά μας και τα διπλά σύμφωνα, και στον άρρωστο και στην αλλαγή και στο διάλειμμα. Απλώς με τα χρόνια εξομαλύνονται διάφοροι τύποι, όπως στον προφορικό έτσι και στον γραπτό λόγο, ακολουθούν άλλους, επικρατέστερους κ.ο.κ. Έτσι, κατά το Γιάννης, από το Ιωάννης, γράφουμε Δημήτρης, αντί για Δημήτρις, από το Δημήτριος, και Βασίλης, αντί για Βασίλεις, από το Βασίλειος. Ή αλλιώς, δεν γράφουμε, όπως έγραφαν επιστήμονες του διαμετρήματος του Γ. Ν. Χατζιδάκι κ.ά., δράκως, από το δράκων, ’υρίσκω, από το ευρίσκω, και κωπέλλα και τημώνι και βαρκάροιδες και ψαίλνω.

Για τους Γάλλους, την άλλη φορά.

buzz it!

7/2/16

Άγνοια, μυθολόγηση και κοινοτοπίες

(Εφημερίδα των συντακτών 6 Φεβρ. 2016, εδώ με σημειώσεις) 



Μιχαήλ Άγγελος, Η Δευτέρα Παρουσία (λεπτομ.)
Είκοσι και κάτι αιώνες μετρά η άρνηση της ομιλούμενης γλώσσας, ουσιαστικά η άρνηση της εξέλιξης της γλώσσας, άρνηση που εκφράστηκε καθαρά με τη διαμόρφωση του κινήματος του αττικισμού τον 1ο αιώνα π.Χ. και το αίτημα για επιστροφή στη «μόνη ορθή» γλώσσα, την αττική. 

Έτσι γεννήθηκε, ως γνωστόν, η περίφημη διγλωσσία: μια απομίμηση παλαιότερης μορφής της γλώσσας και παράλληλα η δημώδης, που ακολουθούσε τον δρόμο της, με την καθοριστική οπωσδήποτε πίεση της τεχνητά συντηρημένης αττικής. 

Ώσπου τον 18ο αιώνα, σε μια προσπάθεια καθαρισμού της γλώσσας από ξενικές επιδράσεις, προτείνεται από τον Κοραή η καθαρεύουσα, ουσιαστικά επινοείται μια γλωσσική μορφή, με στοιχεία από την αρχαία και από άλλες, διαφορετικές περιόδους της γλώσσας, μαζί με εκτεταμένα (ω του παραδόξου!) μεταφραστικά δάνεια από την κυρίαρχη τότε γαλλική γλώσσα. 

Αυτή η πρόσμειξη ετερόκλητων στοιχείων δεν επέτρεψε στην καθαρεύουσα να αρτιωθεί σε σύστημα. Έτσι, ποτέ δεν διδάχτηκε η καθαρεύουσα: πάντα γραμματική και συντακτικό της αρχαίας (Αχιλλέας Τζάρτζανος) διδασκόταν στο σχολείο, αφού ακριβώς δική της γραμματική και δικό της συντακτικό δεν είχε ποτέ η καθαρεύουσα. 

Την ανυπαρξία «συστήματος» της καθαρεύουσας την περιγράφει έξοχα ο Ελισαίος Γιανίδης, στον οποίο επανέρχομαι, καθώς επανέρχονται οι νεόκοποι ιεροκήρυκες της καθαρεύουσας (Γλώσσα και ζωή, 1908, επανέκδ. Κάλβος, 1969, σ. 74-77): 

«Μια γλώσσα που δεν έχει κανόνες είναι η καθαρεύουσα. Μάλιστα! Επειδή δεν είναι μια γλώσσα, επειδή δεν είναι καμωμένη απάνω σ’ ένα ορισμένο σχέδιο. Λέει π.χ. τοις δίδω, σοι το δίδω, μοι το δίδεις, αλλά ποιος τολμά να πει τω το δίδω, θα ταις τας δώσω, δός τω το; Καταφεύγει τότε σε μιαν άλλη καθαρεύουσα λιγάκι πιο αρχαία και λέει θα τας δώσω εις αυτάς, δος αυτώ τούτο. Βλέπουσά με, βλέποντές τον, αλλά όχι βλέπων τον, βλέπουσαί τας. Γράφε το, αλλά όχι γράψον το. [...] Η παράστασις άρξεται..., αλλά όχι δεν άρξεται. Η τελετή γενήσεται..., αλλά όχι δεν γνωρίζω αν γενήσεται. [...] 

»Υπάρχει μια καθαρεύουσα που λέει: η προθυμία μεθ’ ης εδέχθη, υπάρχει και μια άλλη, πιο συγκαταβατική καθαρεύουσα, που λέει: η προθυμία με την οποίαν εδέχθη· με άλλα λόγια, η μια έχει μετά και ος - η - ο, η άλλη με και ο οποίος. Δεν αμφιβάλλω ότι ώς τώρα είχατε την πεποίθηση ότι αυτά όλα τα στοιχεία ανήκουνε σε μια γλώσσα. Λυπούμαι. Αν ήταν έτσι, θα μπορούσατε να τα συνδυάσετε μεταξύ τους αδιακρίτως και να πείτε: η προθυμία με ην εδέχθη. [...

»Όποιος ξέρει τους κανόνες της καθαρεύουσας θα μας κάμει τη χάρη να μας πει πώς πρέπει να λέμε: Να ελαττούται ή να ελαττώται ή να ελαττώνηται ή να ελαττώνεται; Να στέκηται ή να ίσταται ή να ιστήται; [...] Εδώ πρέπει με πολλή προσοχή να κάμετε την εκλογή σας, ο καθένας ανάλογα με τη μόρφωσή του, και κατά το μέρος όπου μιλεί, και κατά το σύγγραμμα που γράφει, και προπάντων κατά τη βαθμίδα όπου βρίσκεται στη θεωρία της επιστροφής στην αρχαία γλώσσα».

Επιστροφή στην αρχαία γλώσσα δεν ζητάει, φυσικά, κανένας πια, ακόμα κι από όσους θεωρούν την όλο και πιο ενισχυμένη διδασκαλία της αναγκαίο όρο για την εκμάθηση και την καλλιέργεια της σημερινής γλώσσας. Πολύ περισσότερο δεν ζητούσε κανείς επιστροφή στην καθαρεύουσα, «επαναφορά» της διδασκαλίας της, έξω από (ελάχιστους εντέλει) θύλακες όπου καλλιεργείται ακόμα, εκκλησιαστικούς, εθνικιστικούς κ.ά. Ώσπου ανέλαβε ο Τάκης Θεοδωρόπουλος, με ουκ ολίγες επιφυλλίδες του τα τελευταία χρόνια,[1] αφότου βρέθηκε στο οικείο του περιβάλλον της Καθημερινής, με τον Γιανναρά της και την πολύ ειδική κατηγορία καθαρολόγων επιστολογράφων της.

Για επαναφορά της διδασκαλίας «της καθαρευούσης» επιμένει, επιμένοντας να ξεχνάει (!) ότι δεν διδάχτηκε ποτέ, επαναλαμβάνω, κι ότι ενώ πολλοί μπορεί να έμαθαν αρχαία, κανείς δεν έμαθε ποτέ καθαρεύουσα, ακριβώς λόγω του τεχνητού χαρακτήρα της (και με χαρακτηριστικό παράδειγμα τον ίδιο, θα έλεγα, όταν πριν από 25 χρόνια, πολύ πιο κοντά δηλαδή στην πανταχού παρούσα καθαρεύουσα, έβαζε στο μυθιστόρημά του Το αδιανόητο τοπίο τον κεντρικό ήρωά του, ελληνολάτρη και «τέρας μορφώσεως», να μιλάει καθαρεύουσα, διαπράττοντας ωστόσο πλήθος λάθη: «ένδοξαι μάχαι», αντί ένδοξοι, «αι ακτίναι», αντί ακτίνες, κ.ά.).[2] 

Σε πρόσφατη επιφυλλίδα του (17.1) ο Τ. Θεοδωρόπουλος αποφαίνεται ότι «για την κατάντια μας ευθύνεται η κατάργηση της διδασκαλίας της καθαρευούσης», και κορυφώνει την ανευθυνογραφία του μ’ ένα αφελές μύθευμα: «στην καθαρεύουσα δημιουργήθηκε σημαντικός, ίσως ο σημαντικότερος όγκος της σύγχρονης λογοτεχνίας μας, από τον Παπαρρηγόπουλο ώς τον Εμπειρίκο»! 

Ό,τι δηλαδή χαρακτηριζόταν ανέκαθεν εξαίρεση στον κανόνα πως η καθαρεύουσα δεν έδωσε, δεν μπορούσε να δώσει, υψηλή λογοτεχνία, δηλαδή ο Ροΐδης (δηλωμένος δημοτικιστής πάντως και καυστικότατος αποδομητής των πάσης φύσεως αρχαιόπληκτων), ο Παπαδιαμάντης (λαϊκότατος στους διαλόγους του) και ο Βιζυηνός (ο Παπαρρηγόπουλος είναι ιστορικός, και ο Εμπειρίκος είναι καθαρευουσιάνος μόνο για όσους νομίζουν πως καθαρεύουσα είναι μερικές λέξεις κι άλλες τόσες καταλήξεις),[3] ό,τι χαρακτηριζόταν λοιπόν εξαίρεση, μεγάλοι συγγραφείς αλλά μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού, βαφτίζεται τώρα «σημαντικός, ίσως ο σημαντικότερος όγκος της σύγχρονης λογοτεχνίας μας». 

Όγκος κοινοτοπιών και μυθευμάτων, ναι· τίποτ’ άλλο.



[2] Ανάλογα είχα προσθέσει σε σημείωση, όταν ανάρτησα εδώ την επιφυλλίδα μου «Εαρινή σύνοδος των άστρων» (βλ. προηγούμενη σημ.), παραπέμποντας σε κριτική του μυθιστορήματος του Τ.Θ. από τον Παντελή Μπουκάλα, Καθημερινή 2.5.92, τώρα στο Ενδεχομένως: Στάσεις στην ελληνική και ξένη τέχνη του λόγου, Άγρα, 1996, σ. 279 κ.ε.· συμπτωματικά ή όχι, σε επόμενη επιφυλλίδα του ο Τ.Θ. μοιάζει να «απαντά», όσα πάντως δεν απάντησε ποτέ στην εξαντλητική και εμπεριστατωμένη κριτική του Μπουκάλα· γράφει λοιπόν τώρα ο Τ.Θ., αδικώντας κατάφωρα τον ήρωά του, πως χρησιμοποίησε τάχα «προφορική καθαρεύουσα, γεμάτη σολοικισμούς, η οποία πολλές φορές εχρησιμοποιείτο επιδεικτικά για να επιδείξει κάποιο μορφωτικό επίπεδο…» (υπογράμμιση δική μου).

[3] Βλ. χαρακτηριστικά Παντελής Μπουκάλας, «Το ερωτικό μανιφέστο του Ανδρέα Εμπειρίκου», Καθημερινή 29.12.1992, τώρα Ενδεχομένως…, ό.π., σ. 242: «Πόσο όντως καθαρεύουσα, τουλάχιστον στο μυθιστόρημά του, είναι η καθαρεύουσα του Εμπειρίκου; Στον Μεγάλο Ανατολικό, κι όχι μόνο στους διαλόγους, γιατί αυτό δεν θα συνιστούσε ασφαλές κριτήριο, ο Εμπειρίκος είναι δημοτικός –στη σύνταξή του και, ουσιαστικά, στο λεξιλόγιό του, τόσο που οι καθαρεύοντες τύποι να φαίνονται, να προεξέχουν…» Εκτενέστερα, στο Ανδρέας Εμπειρίκος: Σκοπός της ζωής μας είναι η αγάπη, εισαγωγή-ανθολόγηση Παντελής Μπουκάλας, εκδ. Καθημερινή, 2014, σ. 43-44: «συνολικά η γλώσσα του Εμπειρίκου είναι δημοτική στη σύνταξή της. Ένας απλός τρόπος να βεβαιωθούμε γι' αυτό είναι να συγκρίνουμε τη δική του αφήγηση στον Μεγάλο Ανατολικό με τις εγκιβωτισμένες σελίδες της Ιστορίας του Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου (στον 5ο τόμο). “Η μορφή και η φωνολογία του είναι συχνά λόγιες: ήτο, νύκτα, φύσις”, σωστά το γράφει ο Γκυ Σωνιέ (ό.π., σ. 48), συμπληρώνοντας ότι “αυτό δημιουργεί μια γενική εντύπωση καθαρολογίας που είναι, ωστόσο, απατηλή”. Και το λεξιλόγιό του, ιδίως στις ερωτικές περιγραφές, δείχνει καθαρολόγο, η επαναληπτική χρήση ορισμένων χαρακτηριστικών λημμάτων πάντως τα εκδημοτικίζει κατά κάποιον τρόπο, δηλαδή τους αφαιρεί τον αρχικό “εξωτισμό”. Και η απροσδόκητη ενσφήνωση υπερδημοτικών λέξεων ή τύπων μέσα σε καθαρεύον περιβάλλον (ένα ζούλια λ.χ., το πλέχει ή το επίμονο γιομάτος), ή η συνύπαρξη στην ίδια αράδα τού στην και του εις την, υποδεικνύουν όχι μια γλωσσική ανεμελιά, αλλά μια διάθεση κριτικής φιλοπαιγμοσύνης και απογύμνωσης της γλωσσικής συμβατικότητας: με την προσωπική του καθαρεύουσα εκθέτει τους κήρυκες και χρήστες μιας “καθαρής” δημοτικής που αδιαφορούν τελικά για το γλωσσικό αισθητήριο του ίδιου του συλλογικού ομιλητή, του δήμου, [...] ενώ με τις “ζούλιες” του αντιδρά εμφατικά, σαρκαστικά μάλλον, στην ιδεολογία ή ιδεοληψία της καθαρεύουσας».

buzz it!