29/11/15

Παρίσι, κόντρα στον φόβο (β΄)

(Εφημερίδα των συντακτών 28 Νοεμ. 2015) 


το Κανάλ Σαιν Μαρτέν, που δυστυχώς δεν χώρεσε εδώ
Ξαναγέμισαν αμέσως τα καφέ και τα μπαράκια στο Παρίσι, έπειτα από το πρώτο μούδιασμα: «Το χρωστάμε στους νεκρούς μας φίλους, στη γενιά μας», είπε σε μια τηλεοπτική κάμερα ένας νεαρός που έπινε με την παρέα του, και τα λόγια του αυτά με λύτρωσαν από κάποιες τύψεις, που από την προηγούμενη επιφυλλίδα επέλεξα να μιλήσω για το «δικό μου» Παρίσι ανεξάρτητα από τη ματωμένη επικαιρότητα, που την έζησα συμπτωματικά, επισκέπτης τις μέρες εκείνες.

Έτσι θα συνεχίσω τώρα, με μερικά σημεία που ξεφεύγουν από τους επίσημους οδηγούς, ή που απλώς μα και μοιραία τα προσπερνάει κανείς, μπροστά στα τόσα θαυμαστά και «πρέπει».

Όταν λοιπόν πάτε, υποχρεωτικά, που λέει ο λόγος, στην ξακουστή συνοικία Μαραί, με την Πλας ντε Βοζ, γυρίστε έπειτα νότια, και πίσω από την εκκλησία Σαιν Πωλ κερδίστε μια εξαιρετική βόλτα στο Βιλάζ Σαιν Πωλ, ένα μικροσκοπικό «χωριό» μέσα σ’ ένα από τα πιο κεντρικά σημεία, πολεοδομικό-αρχιτεκτονικό παράδοξο με διάφορα καταστήματα με αντίκες και χειροτεχνήματα.

Κι αν από το Μαραί συνεχίσετε στη Βαστίλλη, την καρδιά της νυχτερινής ζωής μετά τη δύση του Καρτιέ Λατέν, γυρίστε πάλι ανάποδα, προς το ποτάμι, περνώντας από το Πορ ντε λ’ Αρσενάλ, ένα μαγευτικό λιμανάκι, με πάρκο σε αναβαθμίδες από τη μια του όχθη. Στο ποτάμι πια, ε, όλες τις κεντρικές γέφυρες θα ’πρεπε να τις περάσετε, σε μία μάλιστα, πίσω από τη Νοτρ Νταμ, στραφταλίζουν ακόμη από μακριά τη νύχτα τα «λουκέτα της αγάπης» που κατακλύζουν τα κιγκλιδώματά της: είναι τα λουκέτα όπου γράφουν οι ερωτευμένοι τα ονόματά τους και πετούν έπειτα το κλειδί στο ποτάμι, ολόκληροι τόνοι μέταλλο εντέλει, που άρχισαν να δημιουργούν στατικά προβλήματα· έτσι, στην πιο γνωστή και ίσως ωραιότερη γέφυρα, την Πον ντεζ Αρ, στο ύψος του Λούβρου, απ’ όπου ξεκίνησε η σχετική μόδα, τα ξήλωσαν ήδη, μόνο στα πλάγια έχουν μείνει ακόμα
μερικά: δεν κοίταξα αν ξηλώθηκε και το λουκέτο «της απιστίας» που είχα δει πριν από δύο χρόνια:
ΑΡΓΥΡΗΣ-ΧΑΡΑ, έγραφε, η ημερομηνία του «όρκου» αποκάτω, ενώ αργότερα η Χαρά, μάλλον, τα διέγραψε όλα μ’ ένα μεγάλο Χ, σημειώνοντας και την αιτία: ΓΙΑ ΤΗ ΣΟΦΙΑ.

Το Καρτιέ Λατέν βεβαίως, όσο κι αν δεν ζει τις παλιές του δόξες, θα το πολυπερπατήσετε, είναι σε στρατηγικό σημείο πλάι στο ποτάμι, με την αρχή του μπουλβάρ Σαιν Μισέλ, όπως ξανάγραφα, που ανταμώνει με το άλλο ένδοξο, του Σαιν Ζερμαίν, πάνω σ’ ένα μικρό μουσείο διαμάντι, το Κλυνύ. Το ’χουν βεβαίως όλοι οι οδηγοί, όλοι περνούν και ξαναπερνούν δίπλα του, ζει όμως στη σκιά των μεγάλων, του Λούβρου κτλ. Το ’χω λιώσει στο περπάτημα αυτό το μικροσκοπικό σχετικά μουσείο, ένα κομψοτέχνημα μεσαιωνικής αρχιτεκτονικής, με τα εντυπωσιακά ρωμαϊκά ερείπια πάνω στα οποία είναι χτισμένο, και ιδίως τις ανυπέρβλητες ταπισερί του: ίσως και να ξεπλένω έτσι την ντροπή μου που δεν είμαι φίλος των μουσείων, μια οι ουρές, μια η μέση μου, κυρίως όμως ο αναγκαστικός καταιγισμός εικόνων: με τα χίλια ζόρια πήγα κάποτε στο Λούβρο, έφτασα μπροστά στη Νίκη, μελό όπως είμαι άρχισαν να τρέχουν ασταμάτητα τα μάτια μου, έμεινα κάμποση ώρα, σηκώθηκα μετά και έφυγα.

Εκεί κοντά, στην πλατεία Σαιν Ζερμαίν, όλοι οι οδηγοί θα σας στείλουν στο καφέ Ντε Φλορ, το περίφημο κέντρο κάποτε των υπαρξιστών, που συγκεντρώνει ακόμα καλλιτέχνες και διανοούμενους, όπως και το σχεδόν διπλανό Ντε Μαγκό: αν δεν αντισταθείτε στον πειρασμό (το Ντε Μαγκό έχει πάντως εξαιρετική σοκολάτα), αναζητήστε οπωσδήποτε, πίσω από την εκκλησία, την πλατεία Φύρστενμπεργκ, με το Μουσείο Ντελακρουά, όχι τόσο για το μουσείο, με το συμπάθιο, όσο για την ίδια τη μικροσκοπική πλατειούλα, ένα φαινομενικά μικρό τίποτα, κι όμως θαύμα θαυμάτων, με μια απίστευτης ομορφιάς αντικερί στη γωνία.

Τέλος, αν πάλι σας πάνε στην παλιά Όπερα, με την πορφυρόχρυση αίθουσα και την οροφή που είναι ζωγραφισμένη από τον μοναδικό Σαγκάλ, και κυλιστείτε έπειτα στον βούρκο του καταναλωτισμού των περίφημων Γκαλερί Λαφαγέτ, καθαρθείτε με μια βόλτα δεξιότερα, στα Γκραν Μπουλβάρ, όπου τα Πασάζ Κουβέρ, πολυτελείς στοές σκεπασμένες με γυαλί, στις οποίες εγκλωβίζεται σταματημένος ο χρόνος, με καταστήματα μικρά μουσεία. Σε μία από αυτές τις στοές, Ντε Πανοραμά, είναι το εστιατόριο Racines απ’ το οποίο ξεκίνησα την προηγούμενη επιφυλλίδα, εκεί όπου μας βρήκε το νέο των επιθέσεων, δημιούργημα νέων κι όμως ήδη πολύπειρων σεφ, που παράτησαν τα μεγαλοεστιατόρια για να κάνουν το κέφι τους, φτιάχνοντας, θέλω να πιστεύω, και το δικό σας.

Την επομένη, όπως είπα, γυρίζαμε. Στο ταξί για το αεροδρόμιο, ο μεσόκοπος, καλοσυνάτος μαύρος οδηγός τηλεφωνιόταν με κάποιον φίλο του σε ξένη χώρα: «πόλεμος σ’ εσάς εκεί» ακούσαμε, χάρη στην  ανοιχτή ακρόαση· «έτσι είναι οι Άραβες» είπε ο οδηγός μας, «αν ήταν στο χέρι μου, θα τους εξολόθρευα όλους».

Προσγειωθήκαμε, πριν καν απογειωθούμε.

buzz it!

21/11/15

Παρίσι, κόντρα στον φόβο

(Εφημερίδα των συντακτών 21 Νοεμ. 2015)

  
φθινόπωρο στον Κήπο του Λουξεμβούργου
Τρώγαμε μακαρίως με τον Σεραφείμ, όπως μακαρίως έκανε ό,τι έκανε ο καθένας εκείνο το βράδυ, όταν τηλεφώνησε από Αθήνα ο Χριστόφορος: τι κάνετε, πού είστε, τι τρώτε, πώς περνάτε, και ξανά πού είστε, πού ακριβώς είστε, προδόθηκε εντέλει με την επιμονή του, μας το ’σκασε το νέο, μόλις είχε ακούσει το έκτακτο δελτίο. Καπάκι η Μαρία, απ’ το Παρίσι αυτή, απ’ το σπίτι της που βρίσκεται στο κέντρο ακριβώς όλων των επιχειρήσεων: «ταξί, και ξενοδοχείο», σχεδόν αγρίεψε. Τελειώσαμε το υπέροχο φαγητό μας στο Racines, στα Γκραν Μπουλβάρ, ίσως το καλύτερο που μου ’χει τύχει στο Παρίσι, βγήκαμε για ταξί, πού ταξί, ούτε λεωφορείο, δεν την καλοξέραμε τη συγκεκριμένη περιοχή, δεν πάει στα κομμάτια, είπαμε στο τέλος, και πήραμε το μετρό: μια στάση μόνο θέλαμε για ν’ αλλάξουμε και να πάρουμε γραμμή κατευθείαν, όμως στο μεταξύ είχε κλείσει και αυτή η στάση, ο σχεδόν άδειος συρμός προσπέρασε άλλες τέσσερις κλειστές, η πρώτη ανοιχτή ήταν στην περιβόητη Βολταίρ με το Μπατακλάν, κάπως μακριά όμως απ’ το μακελειό. Άντε πάλι για ταξί στην έρημη ήδη περιοχή, κάποτε βρέθηκε ένα, γυρίσαμε.

Ολονυχτία στην τηλεόραση, την επομένη φεύγαμε έτσι κι αλλιώς, μεσημεράκι βγήκαμε μια αποχαιρετιστήρια βόλτα, όχι πολύ κέντρο, όχι κι απόκεντρο όμως: από μεγάλα κι όμως νεκρά μπουλβάρ φτάσαμε στην περίφημη Μουφτάρ, που τα Σάββατα σπρώχνεσαι να περάσεις: λιγοστός τώρα ο κόσμος, ούτε μουσικές ούτε αυτοσχέδιοι χοροί στον δρόμο, όπως γίνεται όλα τα Σάββατα, ήπιαμε έναν καφέ όλο κι όλο, και πήραμε, πάλι χωρίς να βρίσκουμε ταξί, τον δρόμο για το ξενοδοχείο, να  μαζέψουμε βαλίτσες, κι από κει, τρεις ώρες πριν (ανήκουστο), στο αεροδρόμιο, προετοιμασμένοι για καθυστερήσεις, χάος, εξαντλητικούς ελέγχους. Τίποτα, ούτε μισό αστυνομικό ή στρατιώτη δεν έτυχε να δούμε όπου κινηθήκαμε (τα ’γραψε εδώ ο Άρης Χατζηστεφάνου), ούτε καν στο αεροδρόμιο, όπου τα πάντα ήταν ήρεμα και ίδια όπως πάντα. Η πιο άγρια, σοκαριστική εικόνα που πήραμε φεύγοντας μαζί μας ήταν η άδεια πόλη.

Που όμως θέλει και πρέπει να τον νικήσει τον φόβο. Είπα έτσι να γράψω κι εγώ για την πόλη πέρα απ’ την επικαιρότητα αυτή, κάτι σαν μικρό ημερολόγιο-οδηγό, με κάποιες γωνιές που δεν τις βρίσκεις πάντοτε στους μεγάλους οδηγούς, ακριβές γωνιές στις οποίες πάντα ξαναγυρίζω, σαν σε προσκύνημα, ή άλλες, καινούριες, που κάθε φορά μαθαίνω ή ανακαλύπτω.

Παρίσι βέβαια για μένα, με το συμπάθιο, είναι πρώτα πρώτα ο Κούντερα. Που τύχη απροσμέτρητη το ’φερε να μεταφράζω το έργο του. Μία συνάντηση μαζί του τη φορά με καθησυχάζει για… την πορεία του κόσμου: πρώτα, εγωιστικά έως αυτιστικά, του δικού μου, έπειτα του κόσμου όλου, αφού ο Κούντερα είναι από τους ιδιοφυέστερους συγγραφείς, για να το πω όσο λιγότερο υποκειμενικά γίνεται. Αυτήν τη φορά ο Κούντερα είχε μια μικροπεριπέτεια υγείας, αμφίβολο αν θα βρισκόμασταν εντέλει, όμως νά τος και πάλι, κατέβηκε ν’ ανοίξει μόνος του, όπως πάντα, τον χαζεύω, καθώς έρχεται απ’ τον μακρύ διάδρομο προς τη γυάλινη εξώπορτα, ψηλός, και λες και με τα χρόνια ομορφαίνει, στητός στα 86 του, μ’ ένα μπλε βελούδινο σακάκι· στο ασανσέρ πια: «είστε εκθαμβωτικός», άκουσα εμβρόντητος το στόμα μου να λέει –και μακάρι να μπορούσα να μεταφέρω κάτι από όσα λέει το επίθετο αυτό, που, πιστέψτε με, λίγα λέει!

Στο «ημερολόγιό» μου ακόμα, πριν από τον «οδηγό», στα προσωπικά μου εννοώ, στο περίφημο Καρτιέ Λατέν της «αριστερής όχθης», που με την τραγική επικαιρότητα μαθεύτηκε ευρύτερα πως έχει από χρόνια μεταφερθεί στη Βαστίλλη, πολύβουο ξενυχτάδικο πρώτης, κυρίως έπειτα από τη νέα όπερα που έγινε εκεί, και στην πλατεία Ρεπυμπλίκ, παραμένει ωστόσο μοναδικό αξιοθέατο, δεν νοείται να μην το περπατήσει κανείς, αφού εξάλλου ξεκινάει πλάι απ’ το ποτάμι, με τα μεγαλειώδη μπουλβάρ Σαιν Μισέλ και Σαιν Ζερμαίν: εκεί λοιπόν, ακριβώς πριν από τη γέφυρα, δεν ξέρω αν θα ’ναι πάντα, για τους άρρωστους γατόφιλους σαν κι εμένα, ο χαμογελαστός κλοσάρ με τον Έντι, έναν πανέμορφο άσπρο γάτο, που μόλις σκύψεις μπροστά του σηκώνεται και σου ’ρχεται αμέσως για χάδια, ατέλειωτα, σπάνια στιγμή ηδονής σε μια πόλη όπου δεν βλέπεις ζώο αδέσποτο ούτε για δείγμα.

Αυστηρά για γατόφιλους, και πάλι, το μοναδικό θέαμα της γάτας που βόλταρε πλάι στο Μπομπούρ με τον αστό, αυτήν τη φορά, κύριό της, δεμένη με ρυθμιζόμενο λεπτό λουρί για σκύλους, και ξαφνικά σκαρφάλωσε και κούρνιασε σ’ ένα δέντρο, και μας χάζευε αμέριμνη από ψηλά: «τις προάλλες δεν εννοούσε να κατέβει», είπε ο κύριός της, γάτα με συμπεριφορά σκύλου κι όμως πάντα γάτα, συμφωνήσαμε, «ευτυχώς ήταν δίπλα ένα Leroy Merlin, πήρα μια πτυσσόμενη σκάλα και την κατέβασα».

Αρκετά όμως με τα πιο προσωπικά και με τις γάτες. Την άλλη φορά η πόλη. Η αιώνια, όχι η τώρα λαβωμένη.

buzz it!

16/11/15

Ποίοι οι γλωσσοκτόνοι

(Εφημερίδα των συντακτών 14 Νοεμ. 2015)


 
Παρά τα όσα κοινά χαρακτηριστικά μπορεί να διαθέτει κανείς με τον πατέρα του, τον παππού του, τον προπάππου του κ.ο.κ., όσο πιο πίσω πάει τόσο πιο διαφορετικός εντέλει είναι: το ίδιο αίμα, το ίδιο DNA κτλ., μόνο θεωρητική ισχύ έχουν.

Σ’ αυτό το απεγνωσμένα σχηματικό επιχείρημα κατέφυγα στην περασμένη επιφυλλίδα, σαν έμμεσο σχόλιο-απάντηση στην πεποίθηση πως η μία, ενιαία και συνεχής γλώσσα μπορεί τάχα να σημαίνει αυτομάτως ομοιότητα, με αντίστοιχη κιόλας χρηστική αξία: οπότε παίρνουμε ό,τι θέλουμε απ’ όποια φάση της γλώσσας θέλουμε, και προπαντός το χρησιμοποιούμε όπου και όπως θέλουμε, αδιαφορώντας πρώτα για τους δικούς του νόμους, έπειτα για τους νόμους της γλώσσας, στη συγκεκριμένη φάση της, εννοείται.

Είναι το ίδιο άτοπο και άγονο έως φαιδρό, αλλά και καταστροφικό, με την επίκληση της οικογενειακής περιουσίας μας, προκειμένου να την «αξιοποιήσουμε», για να μείνω προς στιγμήν στο αρχικό μου παράδειγμα-παρομοίωση. Κι όμως, δεν το περνάμε στη ζώνη το παλιό ρολόι του παππού με τη χρυσή καδένα, αν τάχα δουλεύει ακόμα: σε κάποιο συρτάρι ή βιτρίνα έχει τη θέση του, συναισθηματικά πολύτιμο, πρακτικά άχρηστο, έστω μη αξιοποιήσιμο. Και δεν τη φοράμε τη φουστανέλα του προπάππου, τα τσαρούχια με την πλούσια φούντα ή το φλογάτο κόκκινο φέσι, κτλ. κτλ. Και οπωσδήποτε δεν τα φοράμε σε συνδυασμό με το σημερινό κουστούμι, το μπουφάν ή το μπλουτζίν μας (τι λέω, εδώ δεν φοράμε καν το σημερινό κουστούμι, το μπουφάν ή το μπλουτζίν μας μαζί με τις επίσης σημερινές παντόφλες μας ή τα πιο μοντέρνα κροκς μας). Όλα δικά μας, περιουσία μας, ιερά κειμήλια, ακριβά ενθύμια, αλλά στην αποθήκη, σ’ ένα σεντούκι –ή στην ωραία σκαλιστή ή ζωγραφιστή παλιά κασέλα, που κι αυτή σπάνια, σπανιότατα, βρίσκει τη θέση της πλάι στα άλλα μας έπιπλα.

Έτσι και η γλώσσα. Η γλώσσα όχι σαν μεταφυσικό μέγεθος και αφηρημένη έννοια αλλά σαν γλωσσική πραγμάτωση και μαζί κοινωνική πράξη: όπου πια οφείλουμε να έχουμε υπόψη μας αυτό που μαρτυρεί η ίδια η ιστορία της γλώσσας, όλων των γλωσσών, και το καταγράφει έπειτα η επιστήμη: πως η γλώσσα, στη συγχρονία της, με όσες αλλαγές έχει ενσωματώσει, αποτελεί πλήρες σύστημα, σε απόλυτη αντιστοιχία με τις ανάγκες της εκάστοτε γλωσσικής κοινότητας, κοινώς των ομιλητών της. Από κει και πέρα, τα όσα και οσοδήποτε ρευστά περί αισθητικής και οι όποιες ανάγκες του ενός για λέξεις αγγλικές ή άλλες ξένες, του άλλου για αρχαίες, έχουν να κάνουν με λόγους ουσιαστικά εξωγλωσσικούς, και πάντως με το τι (ιδιαίτερα) νοήματα θέλει να παραγάγει και τι (ιδιαίτερα) μηνύματα να στείλει ο χρήστης.

Από αυτήν πια τη σκοπιά πρέπει να δούμε τι σημαίνει η παραβίαση του εκάστοτε (γλωσσικού) συστήματος και των νόμων του. Τι σημαίνει λόγου χάρη αν η γλώσσα, μέσα από διεργασίες αιώνων και όχι έπειτα από διατάγματα τα οποία εκδίδουν σοφοί γραμματικοί ή άσοφοι κυβερνήτες, έχει αποβάλει ή αντικαταστήσει ή προσαρμόσει πλήθος στοιχεία, λέξεις, απαρέμφατο, τελικό νι, δοτική πτώση, παλιά τριτόκλιτα, συνθετική σύνταξη και πλήθος άλλα, και εμείς επανερχόμαστε ή επιμένουμε σε απαρέμφατα, σε ουδέτερα με τελικό νι, σε παλιά τριτόκλιτα, ή ανασύρουμε λέξεις καταχωνιασμένες από αιώνες σε κάποιο λεξικό.

Τι σημαίνει δηλαδή η άρνηση του συγκεκριμένου συστήματος, της συγκεκριμένης φάσης της γλώσσας, πολύ απλά: της γλώσσας, γιατί αυτή είναι παντού και πάντοτε η γλώσσα, η γλώσσα στη συγχρονία της κι όχι στη διαχρονία της.

Τι σημαίνει η καλλίπυγος μαγωδία και η πάλαι υλήεσσα Αττική, αυτοί που δεν εισκομίζουν καινόν τι ή ο πολυπραγμονήσας, τα εν ακαρεί και το ισχνέγχυλον, ο τερψιψυχόνους και ο υψιγόνους, τα ρητορήματα λυσιτέλειας των δογμάτων τους ή κάποιος που τελεί εν νωδότητι, τα σπαργωδώς, τα πώποτε και τα εκοσμήθη δάφνης, η πειραθείσα συγχώνευση των τραπεζών και οι δρόμοι που δεν διεπλέοντο αυτοκινήτων; (Τα παραδείγματα όλα από θεωρητικούς της αείζωης ενιαίας.)

Προσβολή της γλώσσας, θα πω εγώ, βιασμός, ουσιαστικά γλωσσοκτονία.

Για άλλους μπορεί το –παραγλωσσικό, θα έλεγα, ή μεταγλωσσικό– αποτέλεσμα να μοιάζει έργο τέχνης, αισθητικό επίτευγμα, ή ό,τι άλλο. Όμως, ως προς τη γλώσσα, απέναντι στη γλώσσα και για τη γλώσσα, εγώ θα επιμείνω: γλωσσοκτονία.

Γλωσσοκτονία, προσοχή, σαν απαξίωση και άρνηση της γλώσσας, κατά πρώτο και κυριότατο λόγο, κι όχι επειδή πολλά από αυτά δεν αντέχουν σε γραμματικοσυντακτικό, νοηματικό ή απλώς λογικό έλεγχο, είναι δηλαδή, παρά την όποια τυχόν αυτόνομη αισθητική τους αξία, απλώς ακυρολεξίες και βαρβαρισμοί, κοινώς λάθη.

Και σκέφτεσαι, εντέλει: γιά φαντάσου! η γλώσσα του Σολωμού, του Ρίτσου, του Σεφέρη και του Ελύτη, η γλώσσα που χώρεσε τον Σολωμό, τον Ρίτσο, τον Σεφέρη και τον Ελύτη, δεν μας χωράει τώρα πίσω πίσω εμάς, τόσο μεγάλους, δυσθεώρητους και αχώρητους.

buzz it!

7/11/15

Ένας, ενιαίος και συνεχής

(Εφημερίδα των συντακτών 7 Νοεμ. 2015)
 

Η φωτογραφία μου που τυπώνεται στη στήλη αυτή είναι δεκαετίας στο νερό, μπορεί και δωδεκαετίας! Νεανική φυσικά δεν τη λες με τίποτα, μισόν αιώνα ζωή αποτυπώνει, όμως είναι πια κομμάτι μακριά απ’ τη σημερινή πραγματικότητα. Μπορεί να φανεί δικαιολογία, αλλά από μικρός δεν τα πήγαινα καθόλου καλά με τις φωτογραφίες, πόσο μάλλον όσο περνούσαν τα χρόνια, αγώνα έδωσε ένας φίλος τότε, ο Βασίλης Κανελλόπουλος, να με στήσει να με φωτογραφίσει, πού να ξαναστηθώ τώρα πια… Άρα; μπλόφα η φωτό; απάτη;

Πριν από τρία μάλιστα χρόνια, σε κάποια εκδήλωση ήρθε και μου συστήθηκε ένας παλαίμαχος εκπαιδευτικός, γνωστός γνωστού από το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, μου μίλησε με τα θερμότερα λόγια, είχαμε μια σύντομη, εγκάρδια συνομιλία, που του ’δωσε την άνεση να μου πει στο τέλος: «Ξέρετε, ρώτησα τον τάδε [τον κοινό γνωστό] και μου έδειξε ποιος είστε, γιατί πού να σας γνωρίσω, μ’ αυτή την αρχαία φωτογραφία που βάζετε στην εφημερίδα!» Έμεινα εμβρόντητος: εφτά-οχτώ χρόνων φωτογραφία, αρχαία; Ώστε τόσο αγνώριστος ήμουν, τόσο άλλος;

Το θυμήθηκα τώρα αυτό το περιστατικό, που ήθελα να γράψω για το αιώνιο θέμα της μιας, ενιαίας και συνεχούς γλώσσας, που όντως μία, ενιαία και συνεχής, ωστόσο διαφορετική στη μακρά πορεία της, με τις πολλές, διαφορετικές και διακριτές ανάμεσά τους φάσεις. Το θυμήθηκα κι είπα να το μεταφέρω, οδηγώντας μάλιστα την ιδέα αυτή στα άκρα, μολονότι αμέσως σκέφτηκα τους φίλους γλωσσολόγους, που ήδη θα έχουν ανατριχιάσει –και θα πω μετά γιατί. Σκέφτηκα λοιπόν να βάλω μια φωτογραφία απ’ τα δεκαεφτά μου, πρόχειρη φωτογραφία, απ’ το αυτόματο, αλλά βεβαίως με όλα μου τα πλούσια μαλλιά και με την ομορφιά του εφήβου! Ιδού λοιπόν: ένας, ενιαίος και συνεχής, ο ίδιος, κι ωστόσο άλλος!

Δεν αντέχει παραπάνω το «επιχείρημα» αυτό, είναι όμως ό,τι πιο παραστατικό, πιστεύω, στο πνεύμα και στη λογική ακριβώς των πιστών της μιας, ενιαίας και συνεχούς, που

(α) θεωρούν ότι μπορούν να αντλούν αδιακρίτως από όλες τις φάσεις της: όχι όμως, προσοχή, απ’ όποια κι όποια, αλλά από τις πιο μακρινές και περικλεείς, καθώς

(β) πιστεύουν ότι η πορεία της γλώσσας είναι μεν συνεχής, πλην κατηφορική: εξωραΐζουν έτσι την εικόνα της σημερινής, κατ’ αυτούς αλλοιωμένης, κατώτερης εντέλει,γλώσσας με στοιχεία, λέξεις κυρίως, από τις πιο παλιές, περικλεείς φάσεις,

(γ) αδιαφορώντας παντελώς αν οι λέξεις αυτές δεν είναι ενεργές, συχνά από αιώνες, και κυρίως καταληπτές, ακόμα και από τον ειδικό αναγνώστη.

Ώστε ο γέρος πια και φαλακρός, εμφανίζεται νέος, ωραίος, και με πλούσια μαλλιά. Η «παρηκμασμένη» γλώσσα, ρετουσαρισμένη και καταστόλιστη. Μπλόφα λοιπόν, απάτη! Και μαζί, ένας αφόρητος ναρκισσισμός: μη με βλέπετε έτσι, ήμουν κάποτε αλλιώς· μην τη βλέπετε τη γλώσσα έτσι, ήταν κάποτε αλλιώς· αλλά προπάντων, δέστε εμένα, πόσα ξέρω, πόσα κατέχω, μόνο εγώ.

Αυτός ο ναρκισσισμός και η εγγενής γελοιότητα αυτής της άποψης έπεσε βαριά, ασήκωτη πάνω στο σχέδιό μου: δεν αποτόλμησα να βάλω την όντως αρχαία μου φωτογραφία, παρόλο που και οι φίλοι με τους οποίους το κουβέντιασα το βρήκαν διασκεδαστικό σαν ιδέα.

Ήταν όμως κι ο σοβαρότερος λόγος, αυτός που έχει ήδη οδηγήσει σε αποπληξία τους φίλους γλωσσολόγους, όπως είπα: μια προεπιστημονική ανθρωπομορφική θεώρηση της γλώσσας, που την παρομοιάζει με ζωντανό οργανισμό, ο οποίος ωριμάζοντας φθείρεται κιόλας, γερνάει έπειτα, και ενδεχομένως πεθαίνει (αυτό κι αν το ’χουμε ακούσει κατά κόρον, μετά βεβαιότητος μάλιστα, χωρίς «ενδεχομένως»).

Άκυρη η παρομοίωση λοιπόν, έτσι όπως σκέφτηκα να την εικονογραφήσω με την αφεντιά μου: ο ίδιος που με τα χρόνια δείχνει, και είναι, άλλος –κι ας μπορούσε να παρατηρήσει κανείς, σε μια τέτοια περίσταση, πως η απώλεια σε μαλλιά ισοσταθμίζεται με κέρδος, κατά τεκμήριο, σε μυαλά.

Ας φύγουμε από το πνεύμα και τη λογική των άλλων, και όχι πολύ μακριά, όμως ασφαλέστερα, ας προσεγγίσουμε το θέμα μας διαφορετικά: ας πάρουμε λοιπόν όχι τον ίδιο άνθρωπο στις δικές του, επιμέρους φάσεις (νέος, ώριμος, γέρος κτλ.), αλλά έναν άνθρωπο σε μια συγκεκριμένη φάση της ζωής του, π.χ. σε ενδιάμεση ηλικία, στα σαράντα του, νέο δηλαδή ακόμα αλλά και ώριμο, στην ακμή του· και ας αναρωτηθούμε: τι σχέση έχει ο άνθρωπος αυτός με τον πατέρα του όταν ήταν στην ίδια ηλικία, τον παππού του όταν ήταν στην ίδια ηλικία, τον προπάππου του κ.ο.κ.; Ένα DNA δηλαδή, πολλά ή και πάμπολλα στοιχεία ίδια, στο σώμα ή στον νου, πόσο ίδιος λοιπόν αλλά και πόσο διαφορετικός έως τελείως άλλος μπορεί να είναι; Αν όχι για άλλο λόγο παρά γιατί δεν είναι αυθύπαρκτη μονάδα μες στον χρόνο, αλλά έχει περιβάλλοντα χώρο και ανθρώπους, κοινωνικές και άλλες συνθήκες και σχέσεις που αλληλεπιδρούν και καθορίζουν κτλ.

buzz it!

1/11/15

Nisafi pia! (β΄) - Απαρέμφατα, η τελευταία λέξη της μόδας

(Εφημερίδα των συντακτών 31 Οκτ. 2015)


Nisafi pia! (β΄)

«Καλέ μαμά, βάλε μου να δω το Τιν Τάιτανς» παρακαλάει το τετράχρονο· «Τώρα θα πιεις το γάλα σου, και μετά θα δεις το Πάουερπαφ Γκερλς Ζεντ» λέει η μαμά, «κι άμα είσαι καλό παιδί, θα σ’ αφήσω να δεις έπειτα και το Μαξ Στιλ και το Ποπ Πίξι». «Όμως θέλω και το Τρίι Φου Τομ» συνεχίζει άπληστο το παιδί, «αλλά και το Γουέιμπαλού»!

Δεν ξέρω αν τα διάβασα σωστά, με τα λειψά μου αγγλικά, δεν ξέρω όμως και πώς τα μαθαίνει και τα λέει το τετράχρονο (και πεντάχρονο και εξάχρονο κτλ.), στην πόλη ή στο χωριό, πώς τα λέει το ίδιο και η μητέρα του, ενδεχομένως μια απλή νοικοκυρά, ή κι ο πατέρας του, που δεν τους τρέχουν τα προφίσενσι απ’ τα μπατζάκια, όπως προϋποθέτουν τα κανάλια μας. Που τους σερβίρουν, που μας σερβίρουν παιδικές σειρές κινούμενων σχεδίων κ.ά., συνεχόμενες μάλιστα, πρωί πρωί, π.χ. στο Σταρ:  Teen Titans, Powerpuff Girls Z, Μax Steel, Pop Pixie, Tree Fu Tom, και στην κρατική ΕΡΤ2 το Waybuloo κ.ά.!

Αγγίζει τα όρια του φαιδρού, ιδίως στις παιδικές σειρές, για παιδιά κατά κανόνα προσχολικής ηλικίας, η τακτική των καναλιών, ιδιωτικών αλλά και κρατικών, να μη μεταφράζουν τους τίτλους. Και όχι πια μόνο των παιδικών:

The Big C, Nip/Tuck, Mayday, Touched by an angel, Travel Guide, Charmed, Magic City, House, Mike & Molly, Two and a Half Men, Third Watch, Grey's Anatomy, Tower Prep, Singles, Criminal minds, Under the Dome, What remains, Fantasy Island, Cold Case, ατέλειωτος ο κατάλογος, σωστή επιδημία τα τελευταία χρόνια.

Όχι, ξαναλέω, ας μη βιαστούν οι θρηνωδοί, δεν παθαίνει τίποτα η ελληνική γλώσσα, δεν αλώνεται από την αγγλική κτλ. Απλώς, είναι και πάλι θέμα στοιχειώδους επικοινωνίας, όπως έγραφα για τις αμετάφραστες ξένες λέξεις στον λόγο μας («οι office like καρέκλες», «αλληλεπιδρώντας με το crowd»), επικοινωνίας που θυσιάζεται στον βωμό, αυτήν τη φορά, του πιο στοιχειώδους μάρκετινγκ. Του ίδιου, παμπάλαιου νόμου, που σχεδόν πάντα επέβαλλε και επιβάλλει ξενική ονομασία ή γραφή των πάσης φύσεως προϊόντων που βγαίνουν στην αγορά, εν προκειμένω των καναλιών (Mega, Star, Alpha, Skai, Action 24, High TV, Extra Channel, Kontra κ.ά.), και τελευταία των τηλεοπτικών σειρών. Αν όμως η ονομασία αποτελεί σήμα δοσμένο άπαξ, με το οποίο εξοικειώνεται κάποτε κανείς, πώς νοείται να μένει αμετάφραστη, άρα κρυπτική και αμετάδοτη, η ονομασία των σειρών και των ταινιών; Γιατί και οι ταινίες δεν πάνε πίσω, λιγότερο στους κινηματογράφους, περισσότερο στην τηλεόραση, και ιδίως τη συνδρομητική· έμεινα απλώς στις σειρές, που θεωρητικά απευθύνονται σε ευρύτερο κοινό.

Θα ’πρεπε ωστόσο να θεωρείται αυτονόητη η υποχρέωση των καναλιών να μεταφράζουν τους τίτλους, όπως ακριβώς υποχρεώθηκαν με νόμο κάποια στιγμή οι διάφορες εταιρείες εισαγωγής να αναγράφουν σε όλα τα προϊόντα τα συστατικά τους και στα ελληνικά (τώρα σε τι ελληνικά, αυτό είναι άλλη ιστορία…), ή στις διάφορες συσκευές τις οδηγίες χρήσης τους.

Αλλιώς, ας καταργήσουμε και τους υπότιτλους.


Απαρέμφατα, η τελευταία λέξη της μόδας

Ξανά τα απαρέμφατα, ό,τι πιο τρέντι σήμερα, κάποιοι σίγουρα τρίβουν τα χέρια τους: το απαρέμφατο και η δοτική είναι ο γνωστός παλιός καημός, πως χάθηκαν και χάθηκε η γλώσσα. Μα ιδού, επανέρχονται, τα απαρέμφατα για την ώρα, με σημαιοφόρο το επιχειρείν, στη θέση απλούστατα της επιχείρησης, όπως ξανάγραφα για κάποιον που συμμετείχε «στο οικογενειακό επιχειρείν», δηλαδή στην οικογενειακή επιχείρηση. Ή τώρα: «Ο κ. Τζιτζικώστας [...] τυγχάνει υποστήριξης και από τον χώρο του επιχειρείν»: από τον επιχειρηματικό χώρο/κόσμο θα λέγαμε μόλις χτες· γίνεται όμως το «τυγχάνει υποστήριξης» άνευ απαρεμφάτου;

Το θέμα βέβαια είναι πως οι νέες τάσεις δεν μένουν στον παραδοσιακά συντηρητικό δημοσιογραφικό λόγο, έπεα πτερόεντα στην τηλεόραση, scripta που λίγο μόνο manent στις εφημερίδες. Περνάνε, όπως είναι απολύτως φυσικό, και στα βιβλία, που αυτά μένουν, απαθανατίζοντας προϊόντα ακόμα και της πιο εφήμερης μόδας –αν , εννοείται, πρόκειται όντως για μόδα κι όχι για μονιμότερη τάση.

Φίλος φιλόλογος μού έστειλε ένα πρόχειρο ανθολόγιο απαρεμφάτων από λογοτεχνικό-επιστημονικό βιβλίο (με γενικότερα, όπως φαίνεται, προβληματική μετάφραση: «κουβαλάει το άχθος του», «η ασθενής διήλθε βραχυπρόθεσμη λογοθεραπεία», «ένα απρομελέτητο αποτέλεσμα μιας άσκεφτης αφιέρωσης και παράδοσης στον ερωτικό σύντροφο», ενώ η λίμπιντο μεταφράζεται λιβιδώς κ.ά.):
 
– «το νόημα της ζωής αγκάλιαζε τους ευρύτερους κύκλους της ζωής και του θανάτου, του πάσχειν και του θνήσκειν»·
– «να αντιμετωπίσουμε ευθαρσώς σύνολη την ποσότητα του πάσχειν»·

– «το πάσχειν και το θνήσκειν είχαν ένα νόημα...»·

– «η εμπειρία εκείνης της υπέρτατης συντροφικότητας, του συνυπάρχειν, που λέγεται αγάπη»·

– «ο τρίτος τρόπος ανακάλυψης ενός νοήματος στη ζωή είναι διά του πάσχειν»·

– «το αναπόδραστο του πάσχειν».

Δηλαδή, το αναπόδραστο του λογιοτατίζειν, το βαναυσολογείν επί της γλώσσης.


buzz it!