25/10/15

Nisafi pia! - Ο θάνατος του κρασιού

(Εφημερίδα των συντακτών 24 Οκτ. 2015)


Nisafi pia!

Έχω γράψει επανειλημμένα πως η ελληνική γλώσσα δεν κινδυνεύει από τα γκρίκλις ούτε από ξενικές και ξενόγραπτες λέξεις, ακόμα και στην ακραία εκδοχή των περιοδικών λαϊφστάιλ με την αγγλοκρατούμενη γλώσσα τους. Όμως, μιλώντας για τη γλώσσα, μιλάμε για την κοινωνία, για μας τους ίδιους δηλαδή, κατά τη σοφή ρήση του πρόωρα χαμένου Τάσου Χριστίδη.

Δεν είναι ο κίνδυνος λοιπόν, είναι απλούστατα η επικοινωνία, τουλάχιστον όσον αφορά τις αμετάφραστες ξένες λέξεις στον λόγο μας, είναι εντέλει η απόσταση που δημιουργούμε, ή πάντως δημιουργείται εξ αντικειμένου, ανάμεσα σ’ εμάς και τους άλλους, καλύτερα: ο αποκλεισμός των άλλων απ’ τον λόγο μας· είναι, σε ακραία περίπτωση, ένας γλωσσικός αυτισμός, διόλου διαφορετικός ουσιαστικά από τον γλωσσικό αυτισμό των λογιοτάτων, με την πλήμμη και το πώποτε, το φθέγμα, τα κενάκαινα και τα ερειδόμενά τους.

Έτσι κι αλλιώς, οι ξενόγραπτες π.χ. λέξεις μοιάζει συχνά να αποτελούν μιαν άλλη μορφή γλωσσικού καθαρισμού, καθώς ξεχωρίζουμε και σημαδεύουμε με τη γραφή την ξένη λέξη, για να μείνει καθαρή και αμόλυντη η Μία και Μόνη.

Έτσι, «δολοφονία με kalashnikov» διαβάζω λ.χ. στα Νέα, «τα τέσσερα πιστόλια και το kalashnikov» στην Καθημερινή (και γιατί όχι τότε το καλάσνικοφ στα ρωσικά;), για «mini καύσωνα» στην Αυγή, για «φρέσκο σολομό, σβησμένο με vodka» στην Athens Voice, για accessoire αλλού, και πάει λέγοντας.

Τα πράγματα είναι πιο σύνθετα, αλλά και πιο εύγλωττα, με την άλλη, παμπάλαιη τάση, την κλασική ξενομανία, που εκφράζεται ιδίως με τη χρήση αμετάφραστων ξένων λέξεων, κάτι που θα έλεγα πως συνιστά, από μιαν άποψη, πράξη αντικοινωνική, και αναδεικνύει αυτό που χαρακτήρισα γλωσσικό αυτισμό.

Σταχυολογώ ενδεικτικά από το Αθηνόραμα, επειδή απλούστατα το παρακολουθώ τακτικά, και κυρίως επειδή είναι περιοδικό που από τη φύση του απευθύνεται στο ευρύτερο  δυνατόν κοινό:

– «αντάλλαξαν contacts με την αμυδρή προοπτική μιας συνεργασίας… / να βιώσω τα vibes της πόλης… / το στούντιο δεν ήταν available / τη γενικότερη μουσική attitude της Monika…», όλα στο ίδιο άρθρο·

– «όσο εντυπωσιακό κι αν ήταν το stage… / οι δύο οθόνες στις άκρες του stage…», και «θα περίμενα το stage να είναι διαφορετικό…»·

– ο τάδε καλλιτέχνης, «αλληλεπιδρώντας με το crowd»·

– «μοντερνισμός γιαπωνέζικου στιλ, με office like “δερμάτινες” καρέκλες»·

– «πάντα εστιάζουν (κάνουν focus δηλαδή) στο πραγματικό πρόβλημα», όπου εδώ πια τα αγγλικά μάς μεταφράζουν τα ελληνικά!

Στο ίδιο περιοδικό, διόλου τυχαία, κατά την άποψή μου, τα «ράφια [είναι] φορτωμένα φιάλες», κι όχι ταπεινά μπουκάλια· ενώ σε κάποια συνέντευξη ξένου σκηνοθέτη τα natural wines μεταφράζονται «φυσικοί οίνοι», «ο διάσημος σκηνοθέτης [...] δοκίμασε ελληνικούς φυσικούς οίνους», και δώσ’ του «οίνοι» και «οινικός κόσμος»… Και εκεί που ο ξένος σκηνοθέτης  χαρακτηρίζει υπέροχα τους αγρότες καλλιεργητές «καλλιτέχνες της γης», ο Έλλην δημοσιογράφος «διορθώνει»: local heroes!

Φτάσαμε όμως στο κρασί-οίνος, προσωπικό μου καημό, ας σταθώ λίγο παραπάνω.


Ο θάνατος του κρασιού

Μελοδραματικός σίγουρα ο τίτλος μου, αφού πάντα υπήρχαν ενεργές λέξεις με συνθετικό τον οίνο: οινογνωσία, οινοπαραγωγός, ακόμα και το λαϊκότατο, παραδοσιακό οινομαγειρείο. Όμως, αν προσέξετε, όλο και πιο συχνά εσχάτως ο οίνος εκτοπίζει το κρασί, καταλαμβάνοντας μία από τις πρώτες θέσεις στη λογιοτατίζουσα τάση των ημερών, αυτήν που εκτόπισε το κατεβαίνω για χάρη τού κατέρχομαι: «κατέρχεται / κατήλθε / θα κατέλθει στις εκλογές» διαβάζαμε παντού τελευταία, ενώ χτες ακόμα λέγαμε όλοι «κατεβαίνει / κατέβηκε / θα κατέβει…»· το παίρνω για χάρη τού λαμβάνω: «λάβετε τα όπλα!», «λαμβάνει άδεια», «η δημοτικότητά του λαμβάνει διαστάσεις μανίας» κ.ά.

Πριν από μερικά χρόνια, όταν ακόμα η Ελληνοφρένεια στεγαζόταν στον Σκάι, ακολουθούσε κάθε μέρα μια εκπομπή με τίτλο «Οίνος ο αγαπητός»: τιναζόμουν κάθε φορά να κλείσω το ραδιόφωνο, να μην ακούσω τον φαιδρό, άσχετα από τον «οίνο» του, τίτλο.

«Η κληρονομιά του οίνου της Νεμέας» ήταν προ καιρού ο τίτλος μιας βιβλιοκρισίας στην  Καθημερινή. Διατρέχω το κείμενο: «Θέματα σχετικά με το αμπέλι και το κρασί…», «Ιστορία του ελληνικού κρασιού…», αλλά «Ένα πεδίο που παράγει αδιάλειπτα ονομαστό οίνο», «Από τις περιοχές των πιο φημισμένων για τους οίνους τους περιοχών της Ευρώπης», «Χαρακτήρες κάθε αυθεντικού οίνου», «Οι ελληνικοί οίνοι», «Η παγκοσμιοποίηση στο χώρο του οίνου».

Συμπέρασμα: μόνο στην αρχή, και επειδή αναφέρεται η «στήλη του κρασιού» που κατείχε παλαιότερα η συγγραφέας του κρινόμενου βιβλίου στην Καθημερινή, υπάρχει δύο όλες κι όλες φορές η λ. κρασί –παντού αλλού: οίνος!

«Γεύσεις και οίνος» είναι και μια εκπομπή στη Μακεδονία TV· στις πληροφορίες, στην οθόνη, διαβάζουμε: «Ο Χ, γνωστός δημοσιογράφος οίνου στη Θεσσαλονίκη και wine blogger, [...] μαθαίνει τα μυστικά της παραγωγής του καλού κρασιού…»

Οίνος, κρασί και wine blogger, γλωσσική σχιζοφρένεια, ντυμένη τάχα τον πλουραλισμό και την πολυτυπία. Που γίνεται, όλο και πιο μεθοδικά, μονοτυπία, λογιόστροφη βεβαίως.


buzz it!

17/10/15

Ο ημιμαθής προχειρολόγος κύριος Ζουράρις

(Εφημερίδα των συντακτών 17 Οκτ. 2015)


Ώστε το «μπουρδολόγιον» χαρακτήρισε άλλους «μπουρδολόγιον» –και «βλακόμετρον» και «κατιναριό» και άλλα, ευήθειας σημαντικά.

Έχω επανειλημμένα ασχοληθεί με το «μπουρδολόγιον» ονόματι Ζουράρις, που αμολάει κάθε τόσο διάφορες μεγαλοπρεπείς ελληνικούρες ή απλώς ασυναρτησίες, κάτι που κάπου πήρε το μάτι του ή τ’ αφτί του, δεν σκοτίστηκε όμως να το διασταυρώσει, καθότι σίγουρος πως θα θαμπώσει, για την ακρίβεια: θα στραβώσει, τους ιθαγενείς. Τι «καλλίπυγες μαγωδίες», τι «μέζεα», τι «στεατοπυγικά υποσυστήματα», τι «θυρανοίξια», ό,τι περιμάζεψε στη γύρα του, με ό,τι σημασία θέλει να τους δώσει τώρα αυτός, κι ας πά’ να λένε λεξικά και επιστήμες...[1]

Τι βρήκε τώρα, τι του πάσαραν, τι ανέσυρε από σάιτ εθνικιστικά, πάλι χωρίς να ψάξει πόντο παραπέρα;

Βρήκε λοιπόν πως στα βιβλία του δημοτικού κοπήκαν τα δημοτικά τραγούδια, πως ειδικότερα στο βιβλίο Γλώσσα της Στ΄ δημοτικού η προστακτική διδάσκεται με οδηγίες χρήσης καφετιέρας, και άλλα φοβερά, που συνιστούν «την 3η [αλήθεια, ποια η 2η;] Μικρασιατική Καταστροφή», «την καταστροφή της ελληνικής γλώσσης»!

Αγνοεί δηλαδή ο κ. Ζουράρις πως άλλο το βιβλίο της Γραμματικής και άλλο το βιβλίο της Γλώσσας, ενώ υπάρχει και τρίτο πολύτιμο βοήθημα, το Ανθολόγιο λογοτεχνικών κειμένων.

Η Γραμματική λοιπόν διδάσκει όσα διδάσκει πάντα μια γραμματική, και την προστακτική λοιπόν, ενώ η Γλώσσα διδάσκει ακριβώς γλώσσα, δηλαδή λόγο σε όλες του τις εκφάνσεις και εκδοχές, με κείμενα από κάθε περιοχή του λόγου, από λογοτεχνικά έως ρεπορτάζ εφημερίδας, μικρές αγγελίες, διαφημίσεις και, ναι, οδηγίες χρήσης καφετιέρας: αυτή είναι η λεγόμενη «επικοινωνιακή μέθοδος», που ακολουθείται δεκαετίες τώρα, με προφανή, θέλω να πιστεύω, οφέλη.

Και είναι και το Ανθολόγιο, όπου θα βρει ο κ. Ζουράρις από Όμηρο, Αισχύλο, Λουκιανό έως δημοτικό τραγούδι και Βιτσέντζο Κορνάρο, από Ρωμανό τον μελωδό έως Κόντογλου, Βιζυηνό, Παπαδιαμάντη, Ρίτσο, Σεφέρη, Ελύτη, Εμπειρίκο, αλλά και Χικμέτ, Σαιντ-Εξυπερύ, Τζακ Λόντον. Τα ξανάγραφα αυτά, όταν συντάκτρια του ΒΗΜagazino δήλωνε, πέντε χρόνια προ Ζουράριδος, πως «δεν της άρεσε» που «τα σχολικά βιβλία ελληνικής γλώσσας Δημοτικού περιλαμβάνουν οδηγίες χρήσεως καφετιέρας, και ελάχιστα κείμενα σημαντικών λογοτεχνών».

Κι όμως, ιδού, σε σχέση με τα παλιά βιβλία τα δικά μας, μια Γραμματική, σκέτη παράθεση κανόνων, και ένα Αναγνωστικό της συμφοράς, τα σημερινά αποτελούν σωστή επανάσταση. Από το βιβλίο της Γλώσσας που έδωσαν με τσακισμένη τη σελίδα στον εθνοπατέρα, κι εκείνος δεν καταδέχτηκε ούτε τα περιεχόμενα να διατρέξει, αντιγράφω ενδεικτικά ορισμένες ενότητες του βιβλίου: «Ταξίδια, τόποι, μεταφορικά μέσα», «Κατοικία», «Η ζωή σε άλλους τόπους», «Η ζωή έξω απ’ την πόλη», «Συγγενικές σχέσεις», «Τρόποι ζωής και επαγγέλματα», «Πόλεμος και ειρήνη» κ.ά.

Κάθε ενότητα χωρίζεται σε υποενότητες, με συγκεκριμένο μαθησιακό στόχο καθεμιά, ένα σχετικό κείμενο και έπειτα ασκήσεις, πολλές ευφάνταστες και ευρηματικές. Πάλι ενδεικτικά, η πρώτη ενότητα: «Ταξίδια, τόποι, μεταφορικά μέσα», ανοίγει με σχετικό ποίημα της Ρίτας Μπούμη-Παπά, «Ο θαλασσοπόρος», και ακολουθεί, με αντικείμενο «Πώς περιγράφουμε ένα πράγμα / Πώς χρησιμοποιούμε τους χρόνους του ρήματος», απόσπασμα από τα Ψάθινα καπέλα της Μαργαρίτας Λυμπεράκη· έπειτα, «Πώς αφηγούμαστε μια ιστορία / Πώς μιλάμε για το χτες, το σήμερα, το αύριο (χρόνοι ρημάτων, επιρρήματα, ουσιαστικά, σύνδεσμοι) / Πώς φτιάχνουμε την περίληψη μιας ιστορίας», με απόσπασμα από τον Γύρο του κόσμου σε 80 ημέρες του Ιουλίου Βερν· «Πώς γράφουμε μια ανακοίνωση / Πώς χρησιμοποιούμε τους χρόνους του ρήματος», με κειμενάκι από το περιοδικό «Ερευνητές» της Καθημερινής, άλλο, για τα Ζαγοροχώρια, από το Αθηνόραμα. Και κάθε ενότητα κλείνει με παραπομπή στο Ανθολόγιο, εδώ σε Όμηρο, Λουκιανό, Σαμαράκη κ.ά.· και συμβουλές: «Διαβάστε-Δείτε-Ακούστε-Επισκεφθείτε», οι οποίες στέλνουν τα παιδιά σε διάφορα βιβλία, χάρτες, κινηματογραφικές ταινίες (εδώ Μπάστερ Κήτον), ντοκιμαντέρ, τραγούδια (εδώ Σπανό, Χατζιδάκι, Λοΐζο, Ξαρχάκο κ.ά.), μουσεία.

Αυτό το πρωτόγνωρο για μας τους παλιότερους έργο, όλα τα βιβλία, όλων των τάξεων και όλων των μαθημάτων, υπάρχει και στο διαδίκτυο, στο «Ψηφιακό σχολείο» (ebooks.edu.gr). Αξίζει να το δει κάθε καλόπιστος αναγνώστης· ειδικότερα όμως οφείλει να το δει κάθε χειροκροτητής του ημιμαθούς εθνοπατέρα, πριν ακριβώς χειροκροτήσει, ιδίως πριν γράψει, υπεύθυνος αυτός πια δημοσιογράφος λόγου χάρη, για «δικαιολογημένη έκρηξη» του Ζουράρι.

Γιατί αυτό εντέλει είναι το θέμα. Όχι τόσο ο κάθε αστοιχείωτος και θρασύς, είδος έτσι κι αλλιώς εν αφθονία, ούτε τόσο οι άκριτοι καταναλωτές, όσο οι διακινητές –όχι πια, όχι μόνο από τον χορό των πατριωτικών και εθνικιστικών ΜΜΕ και ιστοσελίδων, αλλά και από αριστερές εφημερίδες!

Που ούτε καν θέμα ήθους του δημόσιου λόγου μοιάζει να τους συγκινεί, ούτε ο τραμπουκισμός στον οποίο μπορεί να επιδίδεται, με κατακτημένη από χρόνια ασυλία, ο εθνοπατέρας, ξερνώντας τα «βλακόμετρον» και «μπουρδολόγιον» και «μπουρδιστάν» και «κατιναριό», με κατακλείδα μάλιστα ένα «Ε, άι σιχτίρ πλέον!»

Ναι, άι σιχτίρ πλέον!

buzz it!

10/10/15

Πλεύρης, Άδωνης και Σία στα σαλόνια μας

(Εφημερίδα των συντακτών 10 Οκτ. 2015)



Αν αιώνες τώρα αλλοιώνεται η γλώσσα, ακόμα χειρότερα: αν πεθαίνει, και όχι από φυσικό θάνατο παρά από χέρι φονικό, το δικό μας εννοείται, αν λοιπόν «αλήθεια δολοφονείται» η γλώσσα, και μάλιστα «όλο και συχνότερα» (sic!), τι γλώσσα τότε έφτασε ώς τον εκάστοτε θρηνωδό ιατροδικαστή, έγραφα, για πολλοστή φορά, το περασμένο Σάββατο, με αφορμή σχετικό κρούσμα στην εφημερίδα εδώ.

Και σύμπτωση εντέλει κωμική, στο ίδιο ακριβώς φύλλο με τα χιλιογραμμένα τα δικά μου («Η γλώσσα ζόμπι»), δημοσιεύονται τα χιλιομυριογραμμένα των άλλων, σε δυόμισι σχεδόν σελίδες!

Κοινοτοπίες, βεβαίως, παντελώς άσχετες όχι μόνο με τη γλωσσολογία, αλλά και με την ιστορία, ακόμα και με την πλέον στοιχειώδη εμπειρική παρατήρηση· που αντλούν ωστόσο, και γι’ αυτό είναι επικίνδυνες, απ’ τα θολά νερά της παραγλωσσολογίας, που είναι παράγωγο και μαζί παραγωγός (= φαύλος κύκλος) της ελληνοκεντρικής έως εθνικιστικής ιδεολογίας.

Έτσι, την «απειλούμενη εθνική φυσιογνωμία» μάς καλεί να σώσουμε ο Γιάννης Ζουγανέλης, επαναφέροντας το πολυτονικό στα σχολεία, καθώς και τα αρχαία (σ.σ. τα αρχαία ελάχιστα χρόνια έλειψαν από τα σχολεία, σύντομα επανήλθαν θριαμβευτικά!), γιατί αλλιώς «οδεύουμε προς μια προτεσταντική-αγγλοσαξονική ισοπέδωση του αύριο», γι’ αυτό ο ίδιος συνεχίζει να γράφει με πνεύματα (μιλάει με μακρά και με βραχέα είχε πει στην εκπομπή Μπαμπινιώτη-Φλέσσα) «ώστε να διατηρήσει ακεραιότητα· τα πνευματικά ανακλαστικά του»!

Όλα αυτά σε συνομιλία του με τον Σπύρο Τσάμη (3/10), τον ιατροδικαστή που είχε διαπιστώσει τη συχνή δολοφονία της γλώσσας, και τώρα αποφαίνεται πως «βρίσκεται σε εξέλιξη η πολύμορφη προσπάθεια αφελληνισμού της πατρίδας μας από Έλληνες», από ανθρώπους «του πνεύματος και της τέχνης [που] έχουν ευθύνη για τον ίδιο [;] παρατεταμένο [;] αφελληνισμό».

Αφορμή για την εθνογλωσσική συνέντευξη υπήρξε μια «ωδή» την οποία συνέθεσε ο Ζουγανέλης για τον Γκάλη, ένα σχολικού επιπέδου άρρυθμο κατασκεύασμα, με απλοϊκή ρίμα και λογοπαίγνια σε επίπεδο μπαλαφάρας: Όταν ο άνθρωπος έχει ψυχή και τόλμη, κι η καρδιά μ’ αισθήματα κτυπά, / τότε το πνεύμα γεννά κι εμπνέεται, τότε το σώμα πετά και φαίνεται. [...] Σ’ ευχαριστούμε, Νίκο μας, που εσύ τη νίκη, πάντα δώρο την έκανες στη Θεσσαλονίκη. / Γκάλη-Γκάλη, δεν υπάρχουν άλλοι, σαν κι εσένα δεν είν’ άλλοι, Γκάλη! / Τους χορεύεις χάλι-γκάλι, Γκάλη, σαν κι εσένα δεν είν’ άλλοι! [...]

Και «ποιος είναι ο… Γκάλης της πνευματικής ζωής;» έρχεται η ερώτηση. «Ο Ράμφος!» είναι η κατηγορηματική απάντηση. Που «ο λόγος του ισορροπεί ανάμεσα στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία και την ορθοδοξία… Έλληνας!»

Ο Ράμφος· που κάποτε είχε αποτιμηθεί κριτικά, αυτός και οι περιοδείες του σε διάφορες κοσμοθεωρίες, ώσπου αφοσιώθηκε στη μύηση των κυριών της υψηλής κοινωνίας στη φιλοσοφία, ξανάρθε ωστόσο στην ευρύτερη δημοσιότητα με τις μοντερνιές του «επικεφαλής εθελοντή» του Ποταμιού, για να εκτεθεί εντέλει και σαν πλυντήριο της απριλιανής δικτατορίας των συνταγματαρχών. Τώρα εικόνισμα μας τον προτείνει ο Ζουγανέλης, αυτόν και τον Μπαμπινιώτη, που όμως «κανείς δεν τους καλεί για να μιλήσουν στα μέσα ενημέρωσης»! Τον Ράμφο και τον Μπαμπινιώτη, που μόνο ο Άδωνης τους ξεπερνά σε συχνότητα εμφανίσεων στην τηλεόραση λόγου χάρη, κι ας μην έχει δική του εκπομπή όπως ο Μπαμπινιώτης, από καταβολής τηλεοράσεως σχεδόν.

Φτάσαμε στον Άδωνη, καιρός να ανταμώσουμε τον σημερινό τίτλο: είπα για τα θολά νερά της παραγλωσσολογίας απ’ τα οποία αρδεύεται ο θρηνητικός λόγος για την υπερούσια γλώσσα. Χαρακτηριστικά, τα περί «εννοιολογικής» γλώσσας που μας λέει παρακάτω ο Ζουγανέλης ή τα περί μακρών και βραχέων στη νέα ελληνική καμία σχολή δεν τα πρεσβεύει, ούτε η πιο συντηρητική, του Μπαμπινιώτη, παρά μόνο η «σχολή» του Πλεύρη πατρός, του Άδωνη, του Στόχου, της Χρυσής Αυγής.

Αλλά πώς ακριβώς το λέει ο Ζουγανέλης; «Η ελληνική γλώσσα είναι η μόνη εννοιολογική γλώσσα, η μόνη γλώσσα που εννοεί τα πάντα»! Δεν είναι τυχαία ούτε αθώα η ασυναρτησία αυτή. Υπάρχει αποπίσω ένας χονδροειδής μύθος που ανθεί στα εθνικιστικά σάιτ, πως η ελληνική είναι «νοηματική», ή «εννοιολογική», ενώ οι άλλες «σημειολογικές», και έχει «πρωτογένεια», αφού η ίδια η φύση έπλασε τις λέξεις της (από το πλ-πλ των κυμάτων έγινε κατά Άδωνη το πέλαγος!) και κάθε λέξη ταυτίζεται με την έννοιά της, π.χ. η γεωμετρία= γη+μετρώ, κανείς όμως δεν μας λέει τι σχέση έχει η λέξη γη με την έννοια γη! Εδώ σταματά η γλωσσολογική εμβρίθεια των μυθολόγων, για την ακρίβεια των ψευδολόγων, αφού ούτε εννοιολογική γλώσσα υπάρχει, ούτε σημειολογική, και νοηματική ονομάζεται, για άλλους λόγους, η γλώσσα των κωφών, λέγε λέγε όμως, κάτι μένει, το καταπίνουμε αμάσητο, ιδίως όταν κρούει μυστικές χορδές μας, συγγενή ιδεολογία εννοώ.

Και έπειτα το μπάζουμε και το καλοκαθίζουμε, το ψευδές και ανιστόρητο και αντιεπιστημονικό και εντέλει ακροδεξιό, στα σαλόνια μας.

buzz it!

3/10/15

Το μαλάκιον του Κατακόλου - Η πάντα αήττητη βλακεία - Η γλώσσα ζόμπι

(Εφημερίδα των συντακτών 3 Οκτ. 2015)


Το μαλάκιον του Κατακόλου

Τη βλέπω κοντά δυο χρόνια, επί βασιλείας Μπέου δηλαδή, λίγο έξω απ’ τον Βόλο, ολοκαίνουρια, τεράστια ταμπέλα: ΜΑΛΑΚΙΟΝ. Δεν θυμόμουν να υπήρχε καν προηγούμενη, πρόσεξα όμως στην είσοδο του εκεί στρατοπέδου: «ΚΑΑΥ ΜΑΛΑΚΙ». Έψαξα πια, σε χάρτες, στο ίντερνετ, παντού: Μαλάκι, Μαλάκι Βόλου· ακόμα κι αν δώσεις «Μαλάκιον Βόλου», πάλι στο Μαλάκι θα σε γυρίσει.

Μέρες ευπρεπισμού όμως, και το Μαλάκι, που ακουγόταν και σαν υποκοριστικό του μαλλιού, έγινε περήφανα «Μαλάκιον»!

Θυμήθηκα, μερικούς μήνες πριν, τον δήμαρχο του Κατάκολου* να καμαρώνει στην τηλεόραση για τον αυξημένο τουρισμό στην πόλη του, κι όλο «του Κατακόλου» να τονίζει και κόντρα «του Κατακόλου».

Δηλαδή, γλώσσα και νους, κυρίως, του κατακώλου.


* διόρθωση: το Κατάκολο δεν είναι δήμος, υπάγεται στον δήμο Πύργου, άρα ήταν ο δήμαρχος Πύργου σε επίσκεψή του στο Κατάκολο.


Η πάντα αήττητη βλακεία

Ξανά μανά Μπαμπινιώτης. Που εδώ και κάτι μήνες έστησε, όπως έχω ξαναγράψει, μαζί με την ιέρειά του Βίκυ Φλέσσα εκπομπή, με τίτλο, γραμμένον στο πολυτονικό, «Οι λέξεις φταίνε». Ένα δεκάλεπτο μόνο είδα από την πρώτη εκπομπή, με καλεσμένο τον Θ. Π. Τάσιο, και μετέφερα έπειτα εδώ τις χονδροειδείς ανακρίβειες που ακούστηκαν, για συγκεκριμένες τάχα ελλείψεις όλων των γραμματικών πλην της μπαμπινιωτικής.

Και αποφάσισα να μην την ξαναδώ, για λόγους αυτοπροστασίας, αλλά και γιατί θα έπρεπε τότε να αφιερώνω τη στήλη αποκλειστικά σ’ αυτήν. Όμως, τα διαφημιστικά τρέιλερ δεν γίνεται να τα αποφύγεις, τα βλέπεις μάλιστα και μια και δυο και τρεις φορές, που σημαίνει ότι το μήνυμα που θέλει να περάσει ο κ. καθηγητής περνάει ασφαλέστερα απ’ ό,τι με την ίδια την εκπομπή, που έτσι κι αλλιώς θα τη δουν πολύ λιγότεροι τηλεθεατές. (Βέβαια, και στο σημείο αυτό κάνουν ό,τι μπορούν οι οικοδεσπότες, που καλούν, όπως λένε, ανθρώπους που «σχετίζονται με τον λόγο», οι οποίοι εντέλει είναι σχεδόν πάντα γνωστοί ηθοποιοί και τραγουδιστές, ποτέ κάποιος ταπεινός δάσκαλος, καθηγητής της Μέσης, δημοσιογράφος κτλ.)

Τα «έμμεσα» λοιπόν μηνύματα είναι π.χ. ότι υπάρχουν τάχα και σήμερα ενεργά τα μακρά και τα βραχέα, αφού έτσι δήλωνε σε ένα τρέιλερ ο Γιάννης Ζουγανέλης, ο οποίος μάλιστα τα χρησιμοποιεί στη μουσική του… Αντιστάθηκα και δεν την παρακολούθησα την εκπομπή, όπως ξανάγραφα, να δω αν και τι θα σχολίαζε ο ειδικός επιστήμονας, που φυσικά διδάσκει, έστω και με βαριά καρδιά, ότι στη νέα ελληνική μακρά-βραχέα δεν υπάρχουν.

Νέο κρούσμα, από παλιότερη εκπομπή, που όμως δεν το δηλώνει η κουτοπόνηρη ΕΡΤ, το λέω ωστόσο νέο, γιατί τώρα έτυχε να δω και να ξαναματαδώ το σχετικό τρέιλερ, εν όψει επαναπροβολής την περασμένη Κυριακή. Αυτήν τη φορά ο συμπαθής Ιεροκλής Μιχαηλίδης εκδηλώνει τη χαρά του που ήρθε σε εκπομπή με δασεία και περισπωμένη στον τίτλο της, και αναγαλλιάζει το πρόσωπο του Μπαμπινιώτη, ενώ το τρέιλερ κλείνει με τη Φλέσσα που απαγγέλλει το παλιό και πολυανασκευασμένο, αλλά δε βαριέσαι, πως «μόνο στην ελληνική μπορείς να βάλεις ένα κύμα πάνω σ’ ένα άλλο κύμα»!

Είναι η γνωστή μεγαλοπρεπής ανοησία, δυστυχώς του Εμπειρίκου, όπως λέγεται, που την έκαναν παντιέρα οι πολυτονιστές, χωρίς να χρησιμοποιήσουν μισό δράμι νου, να δουν ότι το κύμα πάνω στο άλλο κύμα, η περισπωμένη δηλαδή, εξαφανίζεται και γίνεται, στο ίδιο πάντα κύμα, οξεία στη γενική του: κύματος, όπως και στην περικλεή αρχαία δοτική, στο Κύματι θαλάσσης π.χ., και στον πληθυντικό βεβαίως, όπου θα περίμενε ίσα ίσα πολλά κύματα κανείς πάνω στα κύματα, αλλά φευ!

Μένει ολόρθη και στητή η οξεία, να αποδεικνύει και να μνημειώνει τη βλακεία. Που, για επιστήμονες όμως πια, φτάνει να μοιάζει αγυρτεία.


Η γλώσσα ζόμπι

Η αδιάσπαστη συνέχεια του γένους των Ελλήνων αποδεικνύεται καθημερινά, σε πείσμα όλων των Φαλμεράγερ του κόσμου, από διάφορα χαρακτηριστικά, απαράλλαχτα στους αιώνες.

Ένα από αυτά, η στάση μας απέναντι στην άλλη αδιάσπαστα συνεχή, τη γλώσσα. Που την κηδεύουμε τόσο συχνά, που απορίας άξιο είναι πότε και πόσο προλαβαίνει να μείνει ζωντανή, ώστε να την πεθάνουμε έπειτα εμείς.

Από τον Φρύνιχο του 2ου αιώνα μ.Χ., που έβρισκε αηδείς και μιαρές τις λέξεις της εποχής του, και όριζε: Σκίμπους λέγε αλλά μη κράββατος, την εποχή τού άρον τον κράββατόν σου, ώς τον Γιανναρά και τον Μπαμπινιώτη, η γλώσσα σταθερά, αδιαλείπτως, χάνεται, πεθαίνει… Ακόμα πιο δραματικά: δολοφονείται, όπως διάβασα τις προάλλες εδώ (26/9), όπου η ερώτηση δημοσιογράφου προς πρώην ποδοσφαιριστή με γλωσσικά ενδιαφέροντα προεξοφλούσε πως «η γλώσσα αλήθεια δολοφονείται, όλο και συχνότερα!»

Πόσος κοινός νους απαιτείται πάλι για να αναρωτηθεί έστω κανείς ποια γλώσσα που επί χιλιετίες πεθαίνει ή δολοφονείται μπορεί να έφτασε (νεκρή;) ώς αυτόν.


buzz it!