29/3/15

Η αενάως υπνώττουσα Ακαδημία - Κόμμα των Κοπρολόγων

(Εφημερίδα των συντακτών 28 Μαρτ. 2015)


Η αενάως υπνώττουσα Ακαδημία

Καλά να μην έχεις σχέση με παιδοψυχολογία και διδακτική. Αλλά με την πραγματικότητα; Όμως, αυτό ακριβώς αποτελεί δομικό, θαρρείς, χαρακτηριστικό της Ακαδημίας Αθηνών, που κατορθώνει σαν την Κίρκη να μεταμορφώνει και τον όποιο σοβαρό διαβεί τις πύλες της.

Έτσι, τη μια με μανιφέστο για τη σωτηρία του ελληνικού αλφαβήτου από το τάχα επελαύνον λατινικό, την άλλη για τις ταυτότητες του Χριστόδουλου, την άλλη με τη συστηματική διακίνηση πάσης φύσεως μυθευμάτων για τη γλώσσα από τον περίφημο Αντώνιο Κουνάδη (των θετικών επιστημών), η Ακαδημία δεν έλειψε στιγμή από την οπισθοφυλακή της Ιστορίας. Και τώρα εννιά ακαδημαϊκοί  (Καθημερινή 22.3)[1] ξιφουλκούν κατά του υπουργού Παιδείας, που θα καταργήσει, λένε, την περίφημη αριστεία, καταργώντας τις εισαγωγικές στα πρότυπα σχολεία.

Αδιάβαστοι δηλαδή οι ακαδημαϊκοί μας, αγνοούν καταρχήν τη ρητή δήλωση του υπουργού ότι δεν καταργούνται οι εισαγωγικές στα πρότυπα: άκυρο λοιπόν αυτομάτως το άρθρο τους, που θα έπρεπε να τους επιστραφεί, μακάρι και με διορθωμένα τα προβληματικά ελληνικά τους. Υπάρχει όμως γενικότερη άγνοια: της κεφαλαιώδους διαφοράς ανάμεσα στα πρότυπα και τα πειραματικά σχολεία, στα οποία πειραματικά η εισαγωγή γινόταν ανέκαθεν με κλήρωση (μέτρο που το υπερασπίστηκε, χαρακτηριστικά, και ο Μπαμπινιώτης, Βήμα 15.3), και μόλις πρόπερσι επιβλήθηκαν εισαγωγικές από τον Κ. Αρβανιτόπουλο, που του είχε στρώσει το έδαφος η Α. Διαμαντοπούλου, ενώνοντας και ισοπεδώνοντας πρότυπα και πειραματικά.

Καληνύχτα, κύριοι ακαδημαϊκοί, των χημικών, των μαθηματικών, των φυσικών, των στρατιωτικών επιστημών, της αστρονομίας και της επιστήμης του διαστήματος, με πιο οικείο, υποτίθεται, με το θέμα, τον Ν. Κονομή της κλασικής φιλολογίας, που συμπτωματικά τον διαβάσαμε πρόσφατα να κατακρίνει το μόνο σοβαρό εγχείρημα της Ακαδημίας, την έκδοση του Χρηστικού Λεξικού, με παρωχημένες και αγλωσσολόγητες απόψεις, και προπαντός με ξέχειλη μικροψυχία.

Πιο αριστεία δεν γίνεται.


ΥΓ. Σύμπτωση, χαρακτηριστική για την Καθημερινή πια, που πουλάει δεύτερη φορά στο ίδιο φύλλο το ίδιο ψέμα: ένας χειρούργος οδοντίατρος, όχι στις επιστολές αλλά στη στήλη «Εξ αφορμής», γράφει για «την κατάργηση του θεσμού των προτύπων σχολείων και των εισαγωγικών εξετάσεων»!


Κόμμα των Κοπρολόγων

Από τα απίστευτα. Όχι πως δεν έχεις άλλα, πλήθος δείγματα του λόγου και του ήθους του ανδρός… Κάποια ωστόσο σε ξεπερνάνε, ξεπερνάνε κάθε νοητό όριο. Ώσπου το είδα τυπωμένο, και στην εφημερίδα μας, αλλά στη διαδικτυακή της μορφή. Ενώ θα έπρεπε να είναι πρωτοσέλιδο. Και να γίνει και επερώτηση στη Βουλή, και να ζητήσουμε και τη συνδρομή πια της αστυνομίας, άσε των ψυχιάτρων, και να καταθέσουμε όλοι μας κοινή αγωγή, για τη βάναυση προσβολή όλων μας, και μόνο που διαβάσαμε το νέο έμεσμα του Γρηγόρη Ψαριανού. Ο οποίος, στην ψευδώνυμη σελίδα του στο φέισμπουκ (ψευδώνυμη μεν, αλλά και με διακριτά τα ίχνη του, μην και μείνουν ορφανές στην αιωνιότητα οι σοφίες του: Loukas Sidiropoulos, το ψευδώνυμο πάνω πάνω, και σε παρένθεση: Λουκάς Γρ.Ψ. Σιδηρόπουλος, με τα δηλωτικά ακριβώς αρχικά του: Γρ.Ψ.) γράφει:

«Ποια ειναι η Μεγαλυτερη Καργιολα, το Κορυφαιο Σιχαμα, η Πιο Κομπλεξικη Και Αγαμητη Γελαδα, το Πλεον Αηδιαστικό Θηλυπρεπες Αφυλο Ζωο, το Απυθμενο Ξεπατοκαλαθο, η Τριχωτη Ουρακοτανγκα που δικαιωνει τη θεωρια του Δαρβινου? Α, ναι, ξεχασα… Στο χωρο της ελληνοφρενους πολιτικης σκηνης, ε?»

Κοινό μυστικό ότι στόχος του είναι η Ζωή Κωνσταντοπούλου, καθώς μάλιστα το έγραψε αμέσως έπειτα από μια κόντρα τους στη Βουλή. Στο τάχα κουίζ άλλοι απάντησαν δηκτικά: «Η Σταύρος;», «Ο Γρηγόρης;», και άλλοι στηλίτευσαν τον σεξισμό του, λες και θ’ άλλαζε εντέλει τίποτα αν τα ίδια ξερατά απευθύνονταν σε άντρα.

Υπήρξαν όμως και επιδοκιμασίες αποκάτω, τα γνωστά like, με πρώτο πρώτο του Θανάση Χειμωνά: είδε ο βόθρος τη γενιά του…, για να παραφράσω τη γνωστή παροιμία, θυμίζοντας την ανάλογη πολιτεία του τομεάρχη πολιτισμού του ΠΑΣΟΚ. Ο οποίος μάλιστα, τις μέρες αυτές, έβαλε και υποψηφιότητα για πρόεδρος του κόμματος: νά γιατί λέω πως πρωτοσέλιδα πρέπει να δημοσιεύονται όλα αυτά, και από κει και πέρα να συνοδεύουν κάθε φορά, σε υποσημείωση λ.χ., κάθε ρεπορτάζ, κάθε άρθρο κτλ., οτιδήποτε αφορά οποιαδήποτε δημόσια δραστηριότητά τους.

Μήπως και με τη διαρκή υπόμνηση μπορεί να απομονωθεί αυτό το Κόμμα των Κοπρολόγων, που έχει συγκροτηθεί άτυπα και δηλητηριάζει τον δημόσιο λόγο· και ουσιαστικά μας κυβερνάει, καθώς απαρτίζεται από εθνοπατέρες και εν γένει πολιτικούς, τον Ψαριανό που μόλις διαβάσαμε, τον Χειμωνά που μόλις θυμηθήκαμε, αυτόν που λέει «μόκο» στη μάνα κάποιας, «την ώρα που τη γαμάει από τον κώλο και [εκείνη] τραγουδάει Πάριο», τον Παναγιώταρο με τις «γαμημένες αλβανικές κωλοτρυπίδες», να διαγκωνίζονται οι τρεις τους για την προεδρία του νέου κόμματος. Όπου μέλη απλά, πίσω πια από την ασυναγώνιστη τριάδα, Πάγκαλος και Τατσόπουλος. Και επίτιμος; ούτε λόγος, ο Ζουράρις.


[1] K. Βαγενάς (χημικών επιστημών), Θ. Βαλτινός (νέας ελληνικής πεζογραφίας), Ν. Κονομής (κλασικής φιλολογίας), Γ. Κοντόπουλος (αστρονομίας), Σταμ. Κριμιζής (επιστ. του διαστήματος), Ε. Μουτσόπουλος (συστηματικής φιλοσοφίας), Δ. Σκαρβέλης (στρατιωτικών επιστημών), Αθ. Φωκάς (εφαρμοσμένων μαθηματικών), Λ. Χριστοφόρου (φυσικών επιστημών).

buzz it!

21/3/15

Για τον Βαγγέλη τώρα η σιωπή - Η κορδωμένη ημιμάθεια

(Εφημερίδα των συντακτών 21 Μαρτ. 2015)


Για τον Βαγγέλη τώρα η σιωπή

«Παράκληση της οικογένειας, αντί στεφάνων, σιωπή»: κάπως έτσι φαντάστηκα, θα ήθελα μάλλον εγώ, το αγγελτήριο της κηδείας του Βαγγέλη. Του Βαγγέλη που με τη λαμπερή κι όμως θλιμμένη μορφή, το φωτεινό κι όμως αποσυρμένο ήδη από τον κόσμο τούτο βλέμμα, μας ένωσε όλους, δυστυχώς αργά και ανώφελα πια, σε μια μεγάλη οικογένεια, μια μεγάλη αγκαλιά, που κινδυνεύει ίσα ίσα πάλι να τον πνίξει.

Γιατί, ναι, να αποκαλυφθούν οι ένοχοι, ναι, να ξεγυμνωθεί η ιδεολογία και οι αντιλήψεις που τον θυματοποίησαν, όμως, από την άλλη, αισθάνομαι όλο και πιο πολύ πως του οφείλεται η σιωπή. Τα όσα δεν θέλησε να πει ο Βαγγέλης, τα όσα δεν θέλησε ή δεν μπόρεσε να πει, αισθάνομαι ότι δεν πρέπει τότε να τα πούμε εμείς. Αν ο Βαγγέλης δηλαδή δεν διάλεξε τη μάχη, και δεν μίλησε, όπως λένε, ποτέ σε κανέναν, παρά προτίμησε την απόλυτη σιωπή –ναι, ξέρω, εξαναγκάστηκε, έμμεσα, από την κοινωνία, τις κρατούσες αντιλήψεις κτλ. κτλ., έστω όμως επειδή δεν βρήκε τη δύναμη για τη μάχη, ας σεβαστούμε αυτή του τότε την αδυναμία. Με τη δική μας τώρα σιωπή.

Δεν ξέρω τι άλλο να πω· ένα μόνο: βλέποντας να κηδεύουν τον Βαγγέλη με μπαλοθιές, την ίδια στιγμή που συγκινήθηκα, ένιωσα σαν βρόχο στον λαιμό τη σκέψη πως αυτές οι μπαλοθιές που τώρα, κατά την παμπάλαιη παράδοση του τόπου του, τον τιμούσαν, οι ίδιες πριν τον σκότωσαν, οι μπαλοθιές σαν μέρος μιας συγκεκριμένης κουλτούρας, ηθικός αυτουργός των ηθικών αυτουργών του θανάτου του Βαγγέλη.


Η κορδωμένη ημιμάθεια

«Κυρία Πρόεδρε, το φαγοπότι μου προς εσάς» ή «το ξεφάντωμά μου προς εσάς, το γλέντι, το τσιμπούσι μου». Όμως, Πρόεδρος είναι αυτή, και γυναίκα, κυρία· ας το πω καλύτερα, σκέφτηκε· «ευωχία» λόγου χάρη, και όντως είπε: «Κυρία Πρόεδρε, την ευωχία μου προς εσάς»!

Μα αλήθεια είπε; τόσο αγράμματος; ποιος; Ο Ζουράρις; πάλι;

Γιατί βεβαίως η ευωχία, σε όλα τα λεξικά, Λίντελ-Σκοτ, Δημητράκο, Σταματάκο, Κριαρά, Μπαμπινιώτη, Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη, Χρηστικό της Ακαδημίας κ.ά., ξεφάντωμα και φαγοπότι είναι –α, έχει και κάτι αρχαία ο Σταματάκος, δώρο στον αρχαιομύστη, για την επόμενη φορά, π.χ. η ειλαπίνη: «Κυρία Πρόεδρε» λοιπόν, «η ειλαπίνη μου προς εσάς» ας πει, πάλι θα τον χειροκροτήσει ο Βενιζέλος και τα μίντια όλα.

Γιατί αυτό είναι το θέμα, οι κωδωνοκρουσίες, αντί για τις κουδούνες, στις γλωσσικές ασυναρτησίες του Ζουράρι, που δείγματά τους έδινα πρόσφατα, με αφορμή την παρθενική αγόρευσή του στη Βουλή. Τότε κατέληγα ότι καλύτερα να τον αγνοεί κανείς, και όντως δεν θ’ ασχοληθώ με την ουσία της αγόρευσής του, όσο κι αν απέπνεε τον πιο αγοραίο εθνικισμό και ρατσισμό: γνωστά είναι αυτά, δεν έχει νόημα να τα συζητάμε κάθε φορά, με όσα φαιδρά και ιταμά κι αν τα σερβίρει. Όμως τις αγραμματοσύνες, που περνιούνται για επιτομή της περιούσιας γλώσσας, οφείλουμε να τις επισημαίνουμε.

Πρώτα λοιπόν το γλεντοκόπι που πρόσφερε (!) ο αγορητής στην Πρόεδρο της Βουλής, κι έπειτα το άλλο πυροτέχνημα, τα «μέζεα», λέει, που μας έπρηξαν οι Γερμανοί. Το είχε ρίξει και πριν από έναν μήνα (19/2), στην εκπομπή τού όμοιού του σε εκζήτηση και ημιμάθεια[1] Μπογδάνου (όπου «τους τοκογλύφους τους» είπε κάποια στιγμή ο Ζουράρις, και αμέσως διόρθωσε: «τους τοκογλύφους των», τονίζοντας εμφατικά το «των»· ενώ ο Μπογδάνος: «διαβάζοντας» είπε, «αναγιγνώσκοντας» πρόσθεσε αμέσως!)· είπε λοιπόν αργά αργά, ιεροπρεπώς: «τους παραπέμπουμε στα καθ’ ημάς μέζεα του κατωτέρου στεατοπυγικού μας υποσυστήματος», εννοώντας ότι τους γράφουμε στα παπάρια μας. Τον έπαιξαν τότε σ’ όλες τις σατιρικές εκπομπές, δεν του ’φτασε όμως· είπε, θα τ’ αμολήσω και στη Βουλή, να δοξαστώ πια σ’ όλα τα κανάλια, σ’ όλες τις εκπομπές, σ’ όλα τα έντυπα. Όπως και έγινε δηλαδή: «μας έχουν πρήξει τα μέζεα του στεατοπυγικού μας υποσυστήματος» είπε, και ακόμα γαργαλιόμαστε.

Ας δοκιμάσουμε τώρα να φανταστούμε τη σουρεαλιστική εικόνα που μας τάισε ο ποιητής. Έχουμε λοιπόν κάποιο ζώο, αφού μέζεα είναι κυρίως, αν όχι αποκλειστικά, τα παπάρια των ζώων (μήδεα ή και μέδεα είναι του ανθρώπου), ή έχουμε έναν άνθρωπο με παπάρια ζώου· τα οποία παπάρια, πρησμένα είτε όχι από τους Δυτικούς, κρέμονται, προσοχή, όχι από μπροστά, αλλά από πίσω, στα πρησμένα από τη φύση τους οπίσθια αυτού του ανθρώπου ή ζώου! Διότι στεατοπυγικό σύστημα ή υποσύστημα, ανώτερο ή κατώτερο, δεν υπάρχει σε καμία ιατρική ή ανατομία· υπάρχει μόνο, άσχετο, η στεατοπυγία, η συσσώρευση λίπους στα πισινά.

Δεν ξέρω αν ο κ. Ζουράρις αναγνωρίζει τον εαυτό του σ’ αυτή την εικόνα· εγώ παρακαλώ να εξαιρεθώ από τον πληθυντικό που χρησιμοποίησε, αν δεν είναι έτσι κι αλλιώς της μεγαλοπρεπείας.


[1] Ο νέος πρόεδρος της Δημοκρατίας, αμέσως μετά την ορκωμοσία του, καταθέτει στεφάνι στο μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη· ο Μπογδάνος παρακολουθεί την εικόνα και υποτιτλίζει, όσο πιο λόγια ξέρει: «Υπό βροχήν, μετά των υπασπιστών αυτού, ο εξοχότατος κύριος πρόεδρος της Δημοκρατίας υπάγει [σ.σ. ούτε υπάγει… ούτε πάει… απλώς επιθεωρεί] προς επιθεώρησιν των αγημάτων, οίτινα και παρουσιάζουν όπλαόχι [σταματάει λίγο· λες, α, θα διορθώσει· μπα, ήταν για να σιγουρευτεί για την εικόνα, οπότε και επαναλαμβάνει:] ναι, βεβαίως, οίτινα και παρουσιάζουν όπλα ενώπιον…»

buzz it!

14/3/15

Εσπέρα, καληνύχτα!

(Εφημερίδα των συντακτών, 14 Μαρτ. 2015, εδώ με μικροπροσθήκες)


όσο ψηλά κι αν λάμπει ο ήλιος, στην Ελλάδα είναι βράδυ!

Σε κάθε τραγικό δυστύχημα, ιδίως με τους συχνούς πνιγμούς όσων θέλησαν μια καινούρια ζωή, ή απλώς και μόνο τη ζωή, γεμίζουν τελευταία σορούς τα ΜΜΕ μας, σορούς που εντοπίζονται, σορούς που ανασύρονται («σωρούς», όπως γράφονται συχνά πυκνά), πτώματα όμως πια ποτέ, ενώ σορός είναι το πτώμα που το έπλυναν και το ’ντυσαν και το στόλισαν μέσα στο φέρετρο, έτοιμο για την κηδεία («εξόδιο ακολουθία», παρακαλώ!) και την ταφή. Κι αν το καινούριο αυτό κοσκινάκι, εκτός απ’ το ότι ακούγεται πιο λόγιο, καλύπτει ίσως τη δυσοίωνη λέξη πτώμα, πλάι σε άλλες ευφημιστικές του θανάτου (κοίμηση ή εκδημία ο θάνατος κ.ά.), άλλο παράδειγμα, πάλι τελευταίας εσοδείας, μαρτυρεί ολοκάθαρα τη λογιόστροφη τάση της εποχής μας: είναι το αιτούμαι ασύλου, που το πήραμε από τη νομική γλώσσα και το φορέσαμε παντού: «να αιτηθεί την αποφυλάκισή του», «η αστυνομία προχώρησε στη σύλληψή τους, έπειτα από την καταγγελία των θυμάτων, που, αιτούμενοι αρωγή και προστασία…», «η Ελλάδα πρέπει να αιτηθεί παράταση», «ο Χ τηλεφώνησε στον πρόεδρο και αιτήθηκε ένα ραντεβού», εξοβελίζοντας το κοινόχρηστο ζητώ –ίσως κι επειδή ακριβώς είναι κοινόχρηστο…

Είτε μπορούμε να εντοπίσουμε τις απαρχές και τους λόγους μιας γλωσσικής αλλαγής είτε όχι, το μόνο σίγουρο ανά τους αιώνες είναι πως η γλώσσα κινείται, ανανεώνεται, αλλάζει, ακόμα και οπισθοβατώντας, ακόμα και μέσα από τα λάθη, κι εμείς απλώς παρατηρούμε, όχι για να βρισκόμαστε σε δουλειά, αλλά κάτι για να μαθαίνουμε –για τον εαυτό μας, εννοείται, όχι για τη γλώσσα.

Αν όμως τα εισαγωγικά παραδείγματά μου υπαγορεύονται από τη λογιόστροφη εποχή μας, τι μπορεί να είναι πίσω από τον διαρκή, εντυπωσιακό θα έλεγα, εμπλουτισμό του ήδη απέραντου ευχολογίου που διακρίνει τη γλώσσα μας, όπως έγραφα την περασμένη φορά; Η τάση για ανανέωση, απλώς, είναι μια πρώτη και εύκολη απάντηση, όπως στον αποχαιρετισμό «Καλή συνέχεια», συν ο συνήθης ύποπτος, ο δανεισμός, π.χ. στο «Απολαύστε!», κατά το σερβίρισμα. 

Όμως ποιο αόρατο διάταγμα επέβαλε σε χρόνο ντετέ, σε μικρούς και σε μεγάλους (το τονίζω αυτό, γιατί όσο πιο μεγάλος κανείς τόσο μεγαλύτερη γλωσσική μνήμη διαθέτει), να λέμε «καλησπέρα» από τη μία το μεσημέρι, όταν συχνά έχουμε μπροστά μας άλλη τόση ή και περισσότερη μέρα απ’ όση διανύσαμε ήδη; Άγνωστο!

«Μετά τις 12 το μεσημέρι λέμε καλησπέρα!» έρχεται κοφτά η απάντηση, αν ρωτήσεις, σαν αποστηθισμένη απ’ το διάταγμα που έλεγα, κεραυνός για την άγνοιά σου.[1]

Ανάλογα με την οικειότητα, αλλά και τα κέφια μου, στο «καλησπέρα» απαντάω «καλό βράδυ», και νά που ξαφνιάζεται ο άλλος! Είναι ολοφάνερο, πιστεύω: η «καλησπέρα» έχασε τη διαφάνειά της, και παράλληλα εκτόπισε το παλιό και πλέον επίσης αδιαφανές «χαίρετε».

Πρόσφατα ακόμα, θα το θυμούνται ιδίως οι μεγάλοι (ξανατονίζω), το μεσημέρι και, έπειτα, το απόγεμα είχαμε τον χαιρετισμό «χαίρετε» (ή «γεια σου», «γεια σας»), ενώ «καλησπέρα» λέγαμε όταν πλησίαζε το βράδυ πια, δηλαδή η εσπέρα!

Αλλά τι; Έχασε τη διαφάνειά της η λ. εσπέρα; Έτσι πιστεύω, κι ας υπάρχει λ.χ. ο εσπερινός στην εκκλησία. Απόδειξη, ότι κανένας από τους καλησπεριστές, που σας χαιρέτησε δηλαδή μεσημεριάτικα μ’ ένα «καλό βράδυ», δεν θα σας αποχαιρετήσει, σε λίγο, με το ίδιο «καλό βράδυ», και πολύ περισσότερο με μια «καληνύχτα»: «Καλησπέρα» με χαιρετάει καταμεσήμερο ο Λυκούργος στο περίπτερο, και αμέσως μετά με αποχαιρετάει μ’ ένα «καλό μεσημέρι» ή «καλό απόγευμα»! «Καλησπέρα» με χαιρετάει, επίσης μεσημέρι, η Βάσω στο κολυμβητήριο, και με «καλό απόγευμα» με αποχαιρετάει· μία μάλιστα φορά, στις 4-4.30΄ που έφευγα: «Καλό βράδυ» είπε, και αμέσως διόρθωσε: «Καλό απόγευμα», παρόλο που ήταν χειμώνας, κι ο ήλιος ήδη αρκετά χαμηλά, θα μπορούσε δηλαδή οριακά να πει κανείς ότι πλησίαζε το βράδυ!

Και αδιαφανές το «χαίρετε»; Ε ναι, το χαίρετε (από το  χαίρω-χαίρεις…) μόνο σαν απολίθωμα στέκει σήμερα, και πια, ακριβώς στην πλούσια και διαρκώς ανανεούμενη ευχετική μας τάση, ένα απολίθωμα με περιορισμένη μάλιστα χρήση, αφού ήταν χαιρετισμός ευγενείας ή για πολλούς, χάνει τη χρηστική του αξία, και ιδού, αποβάλλεται.

«Καλησπέρα» λοιπόν στα μισά της ημέρας... Δάνειο; Ούτε. Οι Γάλλοι λένε «καλημέρα» (bonjour) ολόκληρη την ημέρα, όσο έχουν ακόμα ημέρα μπροστά τους, δηλαδή ώς αργά το απόγεμα, οι Γάλλοι που για μεσημέρι (midi) λένε μόνο τη 12η ώρα, κι από κει και πέρα έχουν απόγεμα (après midi= μετά το μεσημέρι), παγιδεύοντας συχνά ακόμα και καλούς μεταφραστές μας, αφού εμείς ώς τις 4-5 έχουμε μεσημέρι (εξού και οι ώρες μεσημβρινής ησυχίας), και μετά πια απόγεμα.[2] Στα αγγλικά πάλι, που αποτελούν κύρια πηγή δανεισμού μας σήμερα, μετά τις 12 λένε «καλό απόγεμα» (good afternoon), μια και η δική τους «καλημέρα» είναι πιο εξειδικευμένη: «καλό πρωί» (good morning).

Άρα, καταδική μας αυτή η από μεσημέρι «καλησπέρα», ένας άτοπος, σουρεαλιστικός χαιρετισμός, που αμφισβητεί εντέλει τα αρχαία γονίδιά μας.



[1] Ενδεικτικά, σε λαθολογική ανάρτηση με τίτλο «Λέξεις και φράσεις που για κάποιο λόγο τις λέμε λάθος», στην ιστοσελίδα Singleparent.gr, μαζί με τον εθιμοτυπικό στιγματισμό του «απανέκαθεν», των «ασκών του Αιόλου» κτλ., διαβάζω τα εξής, δογματικά διατυπωμένα: «από τις 12.01 πμ (προ μεσημβρίας) είναι πρωί και λέμε “καλημέρα!” μέχρι τις 12.00μ (το μεσημέρι). Από τις 12:01 μμ (μετά μεσημβρίαν) είναι απόγευμα και λέμε “καλησπέρα!” μέχρι τις 12:00 τα μεσάνυχτα!» Εδώ θα ’πρεπε να επισημανθεί και ο σουρεαλισμός του πρώτου σκέλους, ότι από τα μεσάνυχτα κιόλας είναι πρωί, οπότε λέμε «καλημέρα», σουρεαλισμός που ευτυχώς δεν απαντά με τη συχνότητα της μεσημεριάτικης «καλησπέρας», απλώς επειδή σπάνια συναντιόμαστε με κάποιον/α μετά τα μεσάνυχτα· έτσι, μόνο σε κάποιες μεταμεσονύχτιες εκπομπές καλημερίζονται οι ακροατές ή τηλεθεατές από τα άγρια μεσάνυχτα, λίγο πριν πέσουν δηλαδή για ύπνο!

[2] Στο πρόγραμμα του γαλλόφωνου τηλεοπτικού καναλιού TV5 (που, όσο έχω δει, τηρείται με ακρίβεια δευτερολέπτου) οι εκπομπές χωρίζονται σε τρεις κατηγορίες: Matin (Πρωί), μετά τις 4-4.30΄ το πρωί· Après-midi (Μετά το μεσημέρι/Απόγεμα), μετά τις 12 το μεσημέρι, ώς τις 8-8.30΄ ή και 9 το βράδυ, οπότε και η ανάλογη ένδειξη: Soir (Βράδυ), για όλες πια τις εκπομπές ώς τις 4 το πρωί.

buzz it!

7/3/15

Ευχομάνιακς, ή Η χαμένη εσπέρα

(Εφημερίδα των Συντακτών 7 Μαρτίου 2015)

"καλός φαντάρος", φεύγοντας για τη θητεία, ή "καλό βόλι", παλιά, φεύγοντας για τον πόλεμο, "καλός πολίτης", γυρνώντας


«Δηλαδή, τώρα θα πρέπει να τους διδάσκουμε και το “Να ’σαι καλά”;» εξανέστη μια παλιά φίλη και συνάδελφος σε κάτι κολεγιακά προγράμματα για Αμερικανούς φοιτητές, όταν τους μαθαίναμε τα ευχαριστώ-παρακαλώ / (δεν κάνει) τίποτα κτλ. Προς στιγμήν ξαφνιάστηκα· αλλά ναι, έπρεπε· ήταν ένα καινούριο στοιχείο της γλώσσας, πλάι στους άλλους χαιρετισμούς και ευχές που διδάσκαμε ώς τότε. Πάνε κάπου 20 χρόνια, ό,τι είχε αρχίσει να εξαπλώνεται αυτό το «να ’σαι καλά» σαν απάντηση στο «ευχαριστώ». Έξαλλη η φίλη, εμένα μάλλον μου άρεσε, όσο το παρατηρούσα σκεφτικός, αλλά και με κάποια αμηχανία, ομολογώ, καθώς μετέφερε κάτι από γονεϊκή ευχή, ή, ακόμα πιο πολύ, τη σχεδόν ευχαριστήρια (!) ευχή του παππού και της γιαγιάς, ή του γέροντα και της γερόντισσας στον δρόμο, στο χωριό κτλ.

Τελικά, είχε βρεθεί (εκ μεταφοράς, έστω) μια απάντηση στο «ευχαριστώ», που επιτέλους σήμαινε κάτι, ήταν μάλιστα ευχή, αντί για το αδιαφανές πλέον για την περίσταση, στα όρια του ακατάληπτου: «παρακαλώ».

Έτσι κι αλλιώς, έχουμε μια μανία με τους χαιρετισμούς και τις ευχές. Πέρα από τα στοιχειώδη: «καλημέρα», «χαίρετε», «καλησπέρα», ή αποχαιρετώντας: «καληνύχτα», αλλά και «καλό μεσημέρι», «καλό απόγεμα», «καλό βράδυ», εσχάτως αποκτήσαμε λόγου χάρη το «καλή συνέχεια», όταν δεν ξέρουμε τι θα κάνει φεύγοντας ο άλλος, ώστε να εξειδικεύσουμε: «καλή δουλειά», «καλή βάρδια», «καλή ξεκούραση», «καλή προπόνηση» κτλ. Έπειτα, έχουμε τα «καλό μήνα», «καλή βδομάδα», «καλό σαββατοκύριακο» (είχαμε άραγε «καλή Κυριακή»;), που έγινε κάποια στιγμή, με την πενθήμερη για πολλούς εργασία, ο σιδηρόδρομος: «καλό παρασκευοσαββατοκύριακο», ώσπου έβαλαν το σωτήριο χέρι τους οι νέοι: «καλό π/σ/κ» (προφέρεται: πουσουκού), με συχνότερο το «καλό σ/κ» (: σουκού), κι έπειτα τα βολέψαμε με το «καλό τριήμερο / τετραήμερο» κτλ. Άλλες πάλι, ειδικότερες ευχές, π.χ. σε γάμο: «να ζήσετε», «καλούς απογόνους», στους νεόνυμφους· «να σας ζήσουν», «να τους χαίρεστε», στους γονείς· «πάντα άξιος», στους κουμπάρους· «και στα δικά σας», στις κοπέλες, συνήθως, που μοιράζουν τις μπουμπουνιέρες, εκεί που οι ξένοι κατά κανόνα έχουν ένα γενικό «συγχαρητήρια». Κι ακόμα, «καλή λευτεριά» στις έγκυες, «με γεια» το καινούριο κούρεμα ή ρούχο, «καλορίζικο» το αυτοκίνητο αλλά και το νεογέννητο κτλ.

Είπα ξένους και σκέφτομαι το «Χριστός ανέστη», που το μεταφράζουμε για αστείο σε άλλες γλώσσες και διασκεδάζουμε με την εικόνα του ξένου που μένει εμβρόντητος μπροστά στην «είδηση», η οποία απροπό ήρθε έπειτα από την «καλή σαρακοστή», αλλά και την «καλή ψυχή»· στα προσωπικά, όμως, θυμάμαι το ξάφνιασμα, σχεδόν απογοήτευση, που οι Γάλλοι φίλοι μου δεν ανταποκρίθηκαν στο ολόθερμο «καλώς ήρθατε» (bienvenus) που τους απεύθυνα, μ’ ένα γαλλικό «καλώς σε βρήκαμε», που όμως δεν υπάρχει, και μου ’παν ένα πρόσχαρο μα απλό: «τι κάνεις;», το ίδιο που μου είπαν κι όταν πήγα στη χώρα τους, και τότε περίμενα ν’ ακούσω εγώ ένα «καλώς ήρθες». Άσε τους Άγγλους, που το δικό τους «καλώς ήρθες», το welcome, το έχουν πιο πολύ σαν απάντηση στο «ευχαριστώ»! Μυστήριες γλώσσες…

Είμαστε ευχομανείς, πάει τελείωσε, και δεν το λέω για κακό ή γκρινιάζοντας: πιο πολύ γούστο το κάνω, δείγμα επικοινωνίας το βρίσκω, αφού ξεφεύγει κανείς από τους δυο-τρεις τυποποιημένους χαιρετισμούς, και όλο ψάχνει και επινοεί, όπως το εντυπωσιακό εντέλει «καλή συνέχεια» που σημείωσα ήδη. Ή το «καλή κοινωνία», που μου ’φερε έναν κόμπο στον λαιμό, όταν το πρωτάκουσα, πάνε χρόνια, σ’ ένα τυροπιτάδικο της Ομόνοιας, από ένα πρεζόνι σ’ ένα άλλο, που είχε αποφυλακιστεί την ίδια εκείνη μέρα και περιφερόταν σαν χαμένο, πρώτες πρωινές ώρες πια, μ’ ένα σακ βουαγιάζ στο χέρι.

Και είναι βέβαια και τα κλασικά, με τον παγιωμένο, «νόμιμο» πλεονασμό, σαν για να επιτείνει την ευχή: «καλή όρεξη» και «καλή επιτυχία», που αυξάνονται και πληθύνονται: «καλή υπομονή για το έργο που σε περιμένει» άκουσα τελευταία, ενώ συχνό είναι ήδη το «καλή ακρόαση», μπαίνοντας σε μια αίθουσα συναυλιών, και σειρά παίρνει το «καλή θέαση», στο θέατρο ή στον κινηματογράφο –όλα δικά μας, αν δεν κάνω λάθος, ΠΟΠ, Προϊόντα με Ονομασία Προέλευσης. Με μερικά ωστόσο εισαγωγής, όπως αυτό το ανατριχιαστικό, θα πω τώρα, «απολαύστε» (enjoy it), την ώρα που σε σερβίρουν σε ψιλοσικάτο μαγαζί, ή ελληνικότερα: «καλή απόλαυση», ευχή που διεγείρει τα πιο άγρια, δολοφονικά ένστικτά μου, την ώρα που κρατάω έστω πιρούνι!

Το ίδιο, αφού το γύρισα σε γκρίνια τώρα, με το νεογέννητο κι όμως πολυπερπατημένο «καλησπέρα», που λέμε, λέει, μετά τις 12 το μεσημέρι, που σημαίνει ότι από τις 12 το μεσημέρι στη νέα Ελλάδα αρχίζει κι είναι βράδυ!

Καληνύχτα τότε, ώς την επόμενη φορά, που θα συνεχίσουμε, δίχως δάκρυα πάντως, με το πώς χάθηκε η λέξη «εσπέρα».

buzz it!