7/2/13

Γιάννης Βελούδης, «Ταπεινή γλώσσα, τυπική λογική και ανθρώπινο βίωμα», εκδ. Νήσος, 2012


Τέλη δεκαετίας του ’50, αρχές του ’60, το κακόφημο Βαρδάρι της Θεσσαλονίκης και τα παιδικά χρόνια του συγγραφέα, η «ταπεινή ζωή και η γλώσσα της», σ’ ένα τολμηρά αυτοβιογραφικό και συναισθηματικά φορτισμένο πρώτο μέρος, θα αποτελέσει εφεξής, στα δύο άλλα, καθαρώς επιστημονικά, μέρη του βιβλίου, το εργαστήρι του καθηγητή της γλωσσολογίας Γιάννη Βελούδη. Που με οδηγό τον Βίτγκενστάιν προσγειώνει το πρωτογενές υλικό του στην «τυπική λογική», μέσα από ένα ταξίδι που πραγματικό του τέρμα έχει τον άνθρωπο σαν συναισθηματικό υποκείμενο («ανθρώπινο βίωμα-συναίσθημα»).

Συχνά λέμε για ένα επιστημονικό βιβλίο ότι μπορεί να διαβαστεί και από μη ειδικούς και να τους συναρπάσει. Το βιβλίο του Βελούδη δεν ανήκει απλώς στην κατηγορία αυτή, είναι, θα έλεγα, ο ορισμός της.*

Εδώ αναδημοσιεύονται ελάχιστα μικρά αποσπάσματα από το πρώτο μέρος, ψηφίδες από μια συναρπαστική και συγκινητική νωπογραφία της Θεσσαλονίκης. 
 

Βίλλα βρώμα


Kαραβανσαράι με τα όλα του. Νερό πουθενά. Και σαν να μην έφτανε αυτό, από την αρχή της δεκαετίας του ’60 άφαντες και οι τουαλέτες. Γιατί η Ιερά Μητρόπολη Θεσσαλονίκης, έχοντας όχι μόνο την κυριότητα του ακινήτου αλλά και την εφραίμεια πρόθεση να ανεγείρει ξενοδοχείο στην περίοπτη θέση του, πέτυχε να τις σφραγίσει. Με την ανίερη σκέψη, η έλλειψη των αποχωρητηρίων να φέρει επιτέλους την αποχώρηση των ενοίκων. Που, μην έχοντας πού αλλού να βάλουν το κεφαλάκι τους, αρνούνταν σθεναρά οι δύστυχοι, υπό την προστασία του ενοικιοστασίου (κατέβαλλαν, βλέπετε, 24,5 δραχμές ενοίκιο στον Οργανισμό Διαχειρίσεως της Εκκλησιαστικής Περιουσίας) να εγκαταλείψουν το κτίριο. (Δεν ξέρω τι μεσολάβησε εντωμεταξύ και στο επίμαχο σημείο, αριστερά από το σημερινό δικαστικό μέγαρο, στρογγυλοκάθεται εδώ και χρόνια ένας διώροφος ΟΤΕ.)

Όσο έλειπαν το νερό και, κυρίως, οι τουαλέτες, τόσο περίσσευαν οι προϋποθέσεις που θα ενέπνεαν εν καιρώ τον τίτλο ‘Βίλλα-Βρώμα’ (με διπλό λάμδα και με ωμέγα, τότε) στο τρίστηλο, προσκεκλημένο, “αφιέρωμα” τοπικού φύλλου. Δεν χρειάζεται να σας πω ότι το επίμαχο άρθρο έκανε με τις αλήθειες του να χαμηλώνουν την επομένη από ντροπή το βλέμμα τους στο σαλόνι του ‘ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟΝ’ ακόμη και οι ένοικοι που, μέσα στην απόγνωσή τους, είχαν την ιδέα ν’ αναζητήσουν στήριγμα στον τύπο:

«Όπως φαίνεται από τα ονόματα των ενοίκων όλοι των κατάγονται εκ Πόντου και Μικράς Ασίας. Η Μητρόπολις ισχυρίζεται ότι έχουν χωράφια και άλλα έσοδα. Αντιθέτως ημείς διεπιστώσαμεν ότι ζουν σε πρωτόγονη κατάσταση σε ένα σπίτι που το χαρακτήρισε το Πολεοδομικόν Γραφείον ως κατεδαφιστέον. [...] Συνήθως σε κάθε δωμάτιον κατοικούν 4-5 άτομα σε ντιβάνια ή επί του δαπέδου.

»Η Βίλλα-Βρώμα [...] στερείται ύδατος. Επίσης δεν έχει αποχωρητήριον. Τα βρώσιμα νερά τα μεταφέρουν και τα χύνουν στα φρεάτια της πλατείας Βαρδαρίου. Νερό παίρνουν από γειτονικά σπίτια ή καταστήματα. Κάποτε υδροδοτούντο από τον Πυροσβεστικό Σταθμό αλλά τώρα τους το απηγόρευσαν. Οι άνδρες χρησιμοποιούν ως αφοδευτήρια τα τείχη του Τόπχανε. Έκεί πηγαίνουν και οι γυναίκες μόλις νυχτώσει. Έννοείται ότι ο τόπος κυριολεκτικώς εβρώμισε. Το Υγειονομικόν Κέντρον, το 6ον Αστυνομικόν Τμήμα και η Εφορία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων αδιαφορούν...» (Ελεύθερος λαός, 1.4.1962)

«Βίλλα βρώμα» λοιπόν. Η λερή διαμαντόπετρα στης πλατείας το δαχτυλίδι.


Η σχάρα


Και καλά ο “κρυόκωλος”, κατά το ήμισυ της καταγωγής του, μικρός. Οι υπόλοιποι, και μόνιμοι, ένοικοι της «βίλλας» πώς τα κατάφερναν; Απαντώντας με το τσίγκινο καθίκι τους στον ομώνυμο παράγοντα της Αρχής που χωρίς καθόλου τσίπα υπέγραψε το σφράγισμα των παλιών τουαλετών. (Πάσσαλος γαρ πασσάλω εκκρούεται.) Για να γίνω πιο συγκεκριμένος, το σύνολο της δύσοσμης ημερήσιας οικογενειακής παραγωγής συγκεντρωνόταν κατά δόσεις σ’ έναν ιδιαίτερο, πάντα σκεπασμένο, τενεκέ, που ήδη υπηρετούσε τις ευγενέστερες ανάγκες αποχέτευσης των νοικοκυριών: μεταφέροντας σαν φορητή δεξαμενή μεταφόρτωσης τα απόνερα της προσωπικής καθαριότητας, του σαπουνίσματος των πιάτων, της μπουγάδας των ρούχων και του σφουγγαρίσματος, μέχρι κάτω, στη βαριά σχάρα της γωνίας ––θα τη θυμάστε από εκείνον τον γιγαντόσωμο ποντικό και το λεωφορείο της γραμμής ΒΟΥΛΓΑΡΗ-ΣΦΑΓΕΙΑ. Έλα όμως που η επαύξηση των αποχετευτικών αναγκών δεν επέτρεπε να συνεχιστεί απρόσκοπτα αυτό το ανέβασε-κατέβασε του εντεταλμένου τενεκέ! Το στερεότερο μέρος του εμπλουτισμένου πλέον φορτίου του σκάλωνε συχνά πυκνά στη σχάρα. Και η συνωμοτική οδηγία «θα τον αδειάζουμε μόνο αργά το βράδυ» δεν απέδιδε, παρά την πιστή της τήρηση, τα αναμενόμενα.

Επιστρατεύθηκε λοιπόν ένα μακρύ ξύλο, κατά κανόνα στραβός, παροπλισμένος, πλάστης, να συντροφεύει τον τενεκέ. Αν μέσα σας αναρωτηθήκατε ήδη με αποτροπιασμό «...για να παίξει το ρόλο της οδοντογλυφίδας στα μαντεμένια δόντια της σχάρας;», ξεπεράσατε και τη φαντασία της πραγματικότητας. Το μακρύ ραβδί προοριζόταν απλώς για τη διάλυση εκείνου του στερεότερου μέρους· ή, αν προτιμάτε, για τη μαγική μετατροπή του αποτρεπτικού ‘αν ανακατεύεις τα σκατά, βρομάνε’ στο πρακτικό ‘αν ανακατεύεις τα σκατά, διαλύονται’. Ναι, οι κολασμένοι ένοικοι της «βίλλας» ––«βρώμα» με τα όλα της τώρα πια–– ανακάτευαν για ώρα το περιεχόμενο του τενεκέ, πριν το προωθήσουν στον υπόνομο. Που, έχοντας σαν αποστολή την αποστράγγιση των βρόχινων υδάτων και μόνο, ήταν αδύνατο να το κουμαντάρει. Η μυρωδιά αφόρητη. Και η λινάτσα που είχε εσπευσμένα επιστρατευθεί, για να σκεπάζει μετά από κάθε άδειασμα τη σχάρα, ποτισμένη και η ίδια από ένα σημείο και μετά, μάλλον συνέβαλλε στο κακό, παρά το μείωνε. 


Ο νεροσωλήνας


Στο βάθος της πίσω αυλής βρισκόταν η κουζίνα. Τις ζεστές μέρες, όταν ––όχι σπάνια–– κοβόταν το νερό, μαζευόσασταν διψασμένα εκεί. Όχι τόσο για τη σκιά, σύρριζα κάτω από τα κεραμίδια της, όσο για τη γωνία ενός νεροσωλήνα που αναδυόταν από το εσωτερικό του τοίχου, γύρω στα 50 εκατοστά πάνω από το έδαφος, για να ξαναβυθιστεί αμέσως σε αυτόν, με μια στροφή 90ο, δίπλα από το κούφωμα της πόρτας. Στη γυμνή ράχη αυτής της γωνίας κόλλησε κάποτε τα χείλη του κάποιο ψαγμένο παιδάκι, για να νιώσει τη δροσιά του νερού που (δεν) κυλούσε μέσα της. Αυτό ήταν. Η αποστομωτική απάντηση στη λειψυδρία υιοθετήθηκε αμέσως. Αραδιαζόσασταν το ένα μετά το άλλο, μια σειρά ποδίτσες και άσπρα γιακαδάκια εφ’ ενός ζυγού. Με τάξη που θα τη ζήλευε και η πιο αυστηρή queue επαρχιακής στάσης λεωφορείου στην Αγγλία. Κοινωνούσατε χωρίς σπρωξίματα, με τη σειρά του το καθένα· “μάκτρο” η βελούδινη χουφτίτσα του επόμενου, που σκούπιζε κάθε φορά βιαστικά την ελεύθερη γαλβανιζέ επιφάνεια της μισής ίντσας από τα πιθανά σαλάκια του προηγούμενου ––ήσασταν και σιχασιάρικα, τρομάρα σας! Μέχρι να ξαναέρθει η σειρά του πρώτου, που είχε εντωμεταξύ πάρει θέση στο τέλος της διψασμένης ουράς.

Ο πήχης του αλληλοσεβασμού, το βλέπετε, ήταν ήδη ψηλά. Παρ’ όλα αυτά υπήρχε περιθώριο για ατομικές διαφορές και περαιτέρω βελτιώσεις. Κάποια παιδάκια, λόγου χάρη, δικαιολογώντας απολύτως το «κοινωνούσατε» που χρησιμοποίησα παραπάνω, ξανασκούπιζαν την υγρή γαλβανιζέ επιφάνεια με τη χουφτίτσα τους, πριν την παραχωρήσουν στο επόμενο τροφιμάκι.


* Το εισαγωγικό εδώ κομμάτι δημοσιεύτηκε στην κυριακάτικη Καθημερινή, 3.2.13, στην τακτική στήλη «Ο [τάδε] προτείνει».

buzz it!