28/9/11

Τα δικαιώματα του επιμελητή

[εισήγηση σε εκδήλωση του Συλλόγου Μεταφραστών Επιμελητών Διορθωτών, 16.12.10, που τώρα αξιώθηκα να τη σουλουπώσω κάπως, για μια έκδοση που ετοιμάζει ο Σύλλογος]


«Τα δικαιώματα του επιμελητή» είναι το θέμα μου. Αρχική μου σκέψη ήταν να το διατυπώσω σαν ερώτηση: «Έχει δικαιώματα ο επιμελητής;», μ’ ένα ερωτηματικό που υποβάλλει ενδεχομένως την αρνητική απάντηση· αλλά είπα να μη σας τρομοκρατήσω. Και το ’βγαλα το ερωτηματικό. Τώρα όμως, διά ζώσης, θα έλεγα, αρχή αρχή κιόλας, πως δεν έχει. Είμαστε εδώ μεταξύ μας, δεν χρειάζεται να υπερασπίσουμε στα δικά μας μάτια την αξία της επιμέλειας, μπορώ έτσι να πω δυο πράγματα φαινομενικά πιο στενάχωρα.*

Δεν ξέρω γιατί μου ήρθε έτσι το θέμα, αυτόματα σχεδόν, καθώς μιλούσα με τη Βενετία στο τηλέφωνο, όταν μου μετέφερε την πρόσκληση για την εκδήλωση αυτή· ήταν προφανώς μια ιδέα-διέξοδος στο τι στο καλό θα πω, αφού έχω γράψει άλλοτε διεξοδικά για την επιμέλεια· μπορεί όμως να είναι και η απόσταση από το ίδιο το αντικείμενο, μια και το επάγγελμα το έχω χρόνια τώρα αφήσει... Ίσως πάλι είναι κάποια συντηρητικοποίηση, με την ηλικία, μια κάποια, επίσης της ηλικίας, παραίτηση, και μαζί, όπως είπα, η απόσταση, στην περίπτωσή μου σίγουρα και η απώθηση.

Έχω γράψει πέντε επιφυλλίδες στα Νέα για την επιμέλεια, πέντε σελίδες εφημερίδας για την αναγκαιότητα της επιμέλειας,** θα μπορούσα να γράψω άλλες τόσες, κι έρχομαι τώρα και λέω ότι δεν έχει δικαιώματα ο επιμελητής! Τι εννοώ;

διαβάστε τη συνέχεια...

Αλλά καλύτερα να το πιάσω αλλιώς: όταν μιλάμε για επιμελητή, ξέρουμε πως δεν υπάρχει επιμελητής αυτοφυής, παρθενογεννημένος· ο επιμελητής προϋποθέτει ένα κείμενο, και το κείμενο έναν συγγραφέα ή μεταφραστή. Τώρα, ο συγγραφέας και ο μεταφραστής με το κείμενο μαζί δεν προϋποθέτουν ακριβώς, πάντως χρειάζονται έναν αναγνώστη, σίγουρα απευθύνονται σ’ έναν αναγνώστη. Κι εκεί, στη μέση, στο ενδιάμεσο, ανάμεσα στο κείμενο-με-τον-συγγραφέα-του και στον αναγνώστη υπάρχει, φύεται, επινοείται, ή όποιο άλλο ρήμα θέλετε, ο επιμελητής. Διαμεσολαβητής, όπως προκύπτει. Πρεσβευτής κτλ.

Τώρα, και αφού περί δικαιωμάτων ο λόγος, υπάρχει αυτονόητα το δικαίωμα του συγγραφέα ή μεταφραστή και κατ’ επέκταση του κειμένου, κι απ’ την άλλη υπάρχει το δικαίωμα του αναγνώστη. Ο επιμελητής, όμως, τι σόι δικαιώματα να έχει; Ως προς τι; Απέναντι σε τι; Ή σε ποιον; Δεν υπάρχει προφανής απάντηση. Έτσι μπορούμε να πούμε ότι δεν έχει δικαιώματα ο επιμελητής, ο επιμελητής, όπως είπαμε, μεσολαβητής. Για την ακρίβεια, δεν τίθεται θέμα δικαιωμάτων. (Δικαιώματα θα μπορούσε να έχει, και έχει, σε μια πιο ειδική εργασία, σε φιλολογική επιμέλεια, κάπως σαν τα μεταφραστικά ή τα συγγραφικά δικαιώματα, και με οικονομικό δηλαδή αντίκρισμα. Αυτό όμως είναι άλλη ιστορία.)

Στην τρέχουσα εργασία του επιμελητή δεν τίθεται θέμα δικαιωμάτων. Απλώς, και επειδή μίλησα για δικαίωμα του αναγνώστη, εδώ ακριβώς, απέναντι δηλαδή στο δικαίωμα του αναγνώστη, που είναι από μιαν άλλη άποψη «ιερό», γεννιέται η ανάγκη του επιμελητή, η ανάγκη για επιμελητή, και πια η υποχρέωση του επιμελητή, το έργο του, πιο απλά: το επάγγελμα του επιμελητή.

Αν όμως έχει υποχρέωση, υποχρεώσεις, ο επιμελητής, σαν μεσολαβητής ακριβώς, ή σαν «προασπιστής» του δικαιώματος του αναγνώστη, δεν έχει και δικαιώματα; Εδώ λοιπόν, σ’ αυτό το σημείο, είπα το όχι. Δηλαδή, και όσο πιο απλά γίνεται και πάλι, ο επιμελητής θα κάνει ό,τι μπορεί για να στρώσει ό,τι μπορεί, να σώσει ό,τι μπορεί να σωθεί, αλλά πάντοτε, όσο ουτοπικό κι αν ακούγεται, σε συνεργασία με τον μεταφραστή: το περιορίζω τώρα το θέμα στον μεταφραστή, γιατί εννοείται πως το δικαίωμα του συγγραφέα είναι απόλυτο και απαραβίαστο, σχετικοποιείται όμως απολύτως στην περίπτωση του μεταφραστή.

Σε συνεργασία λοιπόν με τον μεταφραστή οφείλει να πορεύεται ο επιμελητής. Αν τον πείσει, τόσο το καλύτερο· αν όχι, πάσο. Εξαντλεί όποιο περιθώριο μπορεί να έχει, απευθύνεται δηλαδή στον εκδότη και εργοδότη του, κι από κει και πέρα, πάλι πάσο.

Προσοχή: αναφέρομαι στη διόρθωση ασυνταξιών ή «πραγματολογικών» λαθών, ή και στη βελτίωση εκφραστικών αδεξιοτήτων κτλ. Γιατί αν πρόκειται για θέματα ορθογραφίας, εκεί δε χωράει συζήτηση καμία. Πρέπει να υπάρχει ένα σταθερό σημείο αναφοράς, και αυτό –για πρακτικούς αν μη τι άλλο λόγους– δεν μπορεί να είναι άλλο από το εκάστοτε ισχύον, «σχολικό» ορθογραφικό σύστημα, και κατ’ επέκταση λεξικό. Αλλιώς είναι αδύνατον να δουλέψει κανείς, αν έχει κάθε φορά να κάνει με το ορθογραφικό σύστημα ή τις επιμέρους παρεκκλίσεις, ακόμα και βελτιώσεις, του κάθε μεταφραστή ή συγγραφέα.

Πέρα λοιπόν από ορθογραφικά θέματα, όλα τα άλλα πρέπει να είναι σε συνεργασία με τον μεταφραστή. Προφανώς εννοώ ότι γίνεται εξαρχής μια συζήτηση, πας με δυο-τρεις επισημάνσεις στον μεταφραστή, κερδίζεις τρόπον τινά την εμπιστοσύνη του, και έτσι προχωρείς. Σε ακραία περίπτωση ο μεταφραστής βλέπει μια ολοκληρωμένη διόρθωση, αυτό είναι σωτήριο, μπορεί όμως και να είναι σκέτη καταστροφή, πανωλεθρία. Γίνονται όλα αυτά, θα μου πείτε; Δεν ξέρω, κατά κανόνα όχι· πρέπει όμως, θα ’πρεπε να γίνονται.

Μοιάζει να ηθικολογώ, μπορεί εδώ να μιλάει από κάτω ο μεταφραστής, εγώ δηλαδή σαν μεταφραστής, ή γραφιάς σε εφημερίδα, με ιδιότητες δηλαδή που κοντράρουν από παράδοση, για να μην πω εκ προοιμίου, την επέμβαση, την ύπαρξη καν, του επιμελητή.

Ακούγεται σαν κουβέντα «καβαλημένου» κάτι τέτοιο, π.χ. καβαλημένου μεταφραστή. Όμως, σε ό,τι με αφορά προσωπικά, δεν έχω γράψει, σας διαβεβαιώνω, μισό σκατό στη ζωή μου που να μην έχει περάσει από σαράντα κύματα, δεν εννοώ τα δικά μου, εννοώ τουλάχιστον τέσσερις με πέντε φίλους που διαβάζουν τα πάντα, μερικοί και πάνω από μία φορά, όπως κι εγώ εξάλλου τα δικά τους.

Αλλά και άλλων υποδείξεις, σε λίγες εκ των πραγμάτων φορές, μια και στις περισσότερες μεταφράσεις μου κάνω μόνος και τις διορθώσεις, όποτε πάντως είχα την τύχη να δει τη δουλειά μου κι άλλο μάτι, πέρα απ’ το όσο να ’ναι υποκειμενικό των φίλων, με χαρά μου δέχτηκα υποδείξεις και διορθώσεις.

Όμως, να γράφω άρθρα ολόκληρα για το σαν και το ως, και το δικό μου σαν να μου το κάνει η διόρθωση της εφημερίδας ως, με φέρνει στα πρόθυρα εγκεφαλικού. Να γράφω ειδικό άρθρο κόντρα στον βλακώδη, αντιγραμματικό κανόνα πως δεν μπαίνει κόμμα πριν από το και, και να μου βγάζουν ακριβώς το κόμμα πριν από το και· να γράφω κατά των λογιότροπων υβριδίων «αποτελούντο», και να μου διορθώνουν το αποτελούνταν ακριβώς σε «αποτελούντο», και πλήθος άλλα, εκεί θα ’θελα να κρατάω μαχαίρι.

Ακραίο ίσως το παράδειγμα, ακραία οπωσδήποτε και η περίπτωση της διόρθωσης σε εφημερίδα: είναι προφανές ότι δε θα ’βγαινε ποτέ εφημερίδα, αν έπιανε να ρωτάει ο διορθωτής ή η διορθώτρια τον κάθε συντάκτη για το καθετί.

Όμως δεν μπορεί να εξαιρούμε πάντα τον εαυτό μας. Πως τα ’χουμε δηλαδή όλα τόσο μελετημένα, και άρα είμαστε υπεράνω διορθώσεων. Δηλαδή «εγώ που το σκέφτηκα αυτό» και «εγώ που το πρόσεξα το άλλο», εν προκειμένω «εγώ με τα ειδικά μου άρθρα για τη γλώσσα», κτλ. Όλοι μπορεί να το σκέφτηκαν το ένα και το άλλο και να ’χουν τις απόψεις και τις θεωρίες τους, τα γούστα τους, επιτέλους, τις προτιμήσεις τους. Αν ο άλλος θέλει, για να σταθώ στο απλούστατο, αν λέω θέλει τον τύπο «ακόμη», γιατί να του τον κάνω εγώ «ακόμα»; Και τούμπαλιν.

Πόσο μάλλον όταν πάμε σε συνθετότερα θέματα, συντακτικά, εκφραστικά κτλ.

Υπάρχει όμως κι άλλος ένας, σημαντικότατος λόγος για τον οποίο δεν πρέπει να διορθώνουμε σιωπηρά, παρά να δείχνουμε, με τρόπο εννοείται, στον μεταφραστή τα έργα των χειρών του –αφού τα δείξουμε βεβαίως, για άλλους, προφανείς λόγους, και στον εκδότη-εργοδότη μας. Αν λόγου χάρη δείξουμε στον μεταφραστή πως η «φιλήδονη Πούτιφαρ» είναι η φιλήδονη γυναίκα του Πετεφρή, η «κόρη του Χάιρους» την οποία θεράπευσε ο Ιησούς είναι η θυγατέρα του Ιαείρου, ο «Άμπσαλον» ο Αβεσσαλώμ, στο ίδιο κείμενο όλα αυτά, ή πως οι «ιδέες των Λυμιέρ» είναι οι ιδέες του Διαφωτισμού και όχι των αδελφών Λυμιέρ του κινηματογράφου, και… και… και…, όλοι μας έχουμε πλήθος τέτοια παραδείγματα, αν λοιπόν του τα υποδείξουμε αυτά του μεταφραστή και δεν τα διορθώσουμε σιωπηρά, πρώτον θα ’ναι προσεχτικότερος στο μέλλον, έπειτα δε θα βγαίνει να ξιφουλκεί κατά της επιμέλειας: η εκδίκησή μας λοιπόν, ή (συναιρώ πολλά παραδείγματα, πολλά πρόσωπα εδώ, μην ψάχνετε έναν δολοφόνο) δε θα βγει φερειπείν να πει σε συνέντευξη πως δεν του ξεφεύγουν λάθη, επειδή είναι πολύ σχολαστικός.

Αλλά και οι ίδιοι αποφεύγουμε κακοτοπιές. Παράδειγμα θα φέρω σκόπιμα από τον εαυτό μου, με δύο παροιμιώδεις πατάτες μου:

Το πρώτο η Κοινωνιολογική φαντασία του Ράιτ Μιλς, έκδοση του 1974, «Μάρτη του 1974» είδα στον κολοφώνα, άρα η δουλειά γίνεται το ’73.

Έχει σημασία η εποχή: 1973, χούντα ακόμα, εγώ στα 20, ας το πω σαν ένα τόσο δα ελαφρυντικό, αλλά το κυριότερο: δικτατορία, σημαντικό όχι για πολιτικούς λόγους, αλλά για ιστορικούς, και αναφέρομαι στην ιστορία του γλωσσικού: είμαστε ακόμα στην αυτοκρατορία της καθαρεύουσας, έχει προηγηθεί μόνο ένα συντομότατο διάλειμμα με ολίγη από δημοτική στα χρόνια του Γεωργίου Παπανδρέου, η δημοτική κατά κάποιον τρόπο ψάχνεται, όλοι ψαχνόμαστε, πολλά είναι υπό συνεχή δοκιμή, θέματα ορθογραφικά, μορφοφωνολογικά, λεξιλογικά κτλ.

Η έκδοση είναι από τις πρώτες του Ολκού, του παλιού Ολκού του Αντώνη Καρκαγιάννη, η μετάφραση υπογράφεται από την Αικατερίνη Μακρυνικόλα και τον Σπύρο Τσακνιά. Ο Σπύρος Τσακνιάς είναι ο γνωστός ποιητής και μεταφραστής, εν μακαριστοίς τώρα, όπως και ο Αντώνης άλλωστε, η Αικατερίνη Μακρυνικόλα είναι η Νινέτα, η ψυχή του παλιού Κέδρου, που έχει κάνει και αυτή την επιβλητική βιβλιογραφία του Ρίτσου, ήταν και στενή φίλη του ποιητή.

Εγώ έχω αναλάβει την επιμέλεια, και, θυμάμαι καλά, όλη την εργασία μου τη συζητήσαμε σημείο προς σημείο με τους δύο μεταφραστές, σε αλλεπάλληλες πολύωρες συναντήσεις, στο σπίτι του ενός ή της άλλης, ή στα γραφεία του Ολκού. Άρα, ό,τι τυπώνεται, έχει την απόλυτη έγκριση και των δύο μεταφραστών.

Και τι τυπώνεται; Το τερατώδες, ιδίως σήμερα, ρήμα «απολευτερώνω»! Ή άλλα, καθαρώς ορθογραφικά, όπως «τέτιος», «είταν» κ.ά. Προσοχή, δεν ήταν εφεύρημα, κατασκευή δική μου το «απολευτερώνω», κυκλοφορούσε, περιορισμένα ίσως, πάντως κυκλοφορούσε, κι εγώ το ψώνισα από την αγορά –και έπεισα και τους μεταφραστές. Αρκετά ή πολύ διαδεδομένο ήταν το «τέτιος», με γιώτα, ενώ το «είταν» το είχε π.χ. και ο Σεφέρης, ώς την 7η έκδοση των Ποιημάτων του, αν δε γελιέμαι, πριν κάνει την ορθογραφική ενοποίηση ο Σαββίδης με βάση τον Τριανταφυλλίδη, το έγραφε κι ο Ρίτσος και πολλοί ακόμα. Μη νομίσετε πάντως πως το αποτέλεσμα ήταν κάνα ψυχαρικό κείμενο. Βλέπω μάλιστα τώρα, σχεδόν με κάποια κατάπληξη, τους τύπους τρομαΚτικά, σκεΠτόμενους, κατάΚτηση κ.ά. Και λέω «κατάπληξη», γιατί οι τύποι κατάχτηση και σκεφτόμενος δεν ήταν σπάνιοι τότε, ενώ ειδικά ο τύπος τρομαχτικά κάθε άλλο παρά μαλλιαρός θεωρείται και σήμερα, χρησιμοποιείται ομαλότατα και ευρύτατα, αυτόν χρησιμοποιώ και εγώ.

Αλλά αυτό το «απολευτερώνω» δεν περπάτησε με τίποτα. Ήδη από χρόνια αναστενάζαμε από κοινού με τη φίλη τη Νινέτα, που μου έλεγε: «Καλά, εμένα με έπεισες· τον Σπύρο πώς τον έπεισες;» Δεν ξέρω πώς τους έπεισα, ευτυχώς όμως που τους έπεισα· σκεφτείτε τώρα οι επεμβάσεις μου, τέτοιες επεμβάσεις, να είχαν γίνει ερήμην των μεταφραστών!

Μια παρένθεση εδώ, για τα δικά μας, τα συνδικαλιστικά: η μετάφραση εξακολουθεί να ανατυπώνεται, στις εκδόσεις Παπαζήση πια, από χρόνια, δεν ξέρω αν μοσχοπουλάει ακόμα, αν δίνεται δηλαδή ακόμα σε πανεπιστήμια, όπως παλιά, πάντως κυκλοφορεί, σε μορφή που δεν εκφράζει κανέναν από τους συντελεστές, στον πάλαι ποτέ αριστερό εκδοτικό οίκο Παπαζήση που εκδίδει τώρα τα ελληναράδικα αγλωσσολόγητα χλου-χλου του Φίλια –θα το ’χετε δει, το τελευταίο πόνημά του, όπου το χλ χλ που κάνει, λέει, το κύμα στα χαλίκια έδωσε τον μοχλό κ.ά. Είναι ένας ογκώδης τόμος, Τα ημαρτημένα του Λεξικού Μπαμπινιώτη, όπου βγαίνει στον Μπαμπινιώτη από (ακρο)δεξιά, αντικρούει τάχα τη θεωρία των ινδοευρωπαϊκών γλωσσών και δηλώνει ότι ο μόνος ονοματοθέτης είναι η –ελληνική, εννοείται– φύση, έτσι βγήκε απ’ το χλ χλ ο μοχλός, σαν συμπλήρωμα, προφανώς, στο πλ πλ που κάνει, κατά τον Άδωνη τώρα, η θάλασσα, κι από κει βγήκε η λέξη πέλαγος! Ας γυρίσω όμως στα συνδικαλιστικά που έλεγα: Ο τελευταίος λοιπόν νόμος δίνει στον μεταφραστή τη δυνατότητα να αναδιαπραγματευτεί παλιό συμβόλαιό του: και προς αυτή την κατεύθυνση θα ’πρεπε να κινηθεί ο Σύλλογός μας. Κλείνει η παρένθεση.

Το άλλο παράδειγμα που είπα:

Μεταπολίτευση, έτος 1976, περιοδικό Ο πολίτης, σ’ ένα από τα πρώτα τεύχη ο Γρηγόρης Σηφάκης, καθηγητής ήδη τότε, αν δε γελιέμαι, στο Αριστοτέλειο, στη Θεσσαλονίκη, έχει μια εκτενή, εξαιρετική μελέτη για τον Καραγκιόζη. Η δημοτική έχει βγει πια από την παρανομία, έχει πάρει το δρόμο της, υπάρχει μεγάλο βοήθημα η γραμματική και η ορθογραφία Τριανταφυλλίδη, υπάρχει ένας μπούσουλας για τη δουλειά μας, ακολουθώ φυσικά αυτό το ορθογραφικό σύστημα, με μία παρέκκλιση που δεν κατάλαβα ποτέ από πού την εμπνεύστηκα, πού στο καλό την ψώνισα. Ήταν μια θεωρία που νόμιζα, που πίστευα ατράνταχτα πως μου την είχε πει ο E. X. Κάσδαγλης, άλλος εν μακαριστοίς: Έχει να κάνει με το τελικό ν. Που κατά τον γνωστό κανόνα διατηρείται πριν από τα στιγμιαία κ, π, τ, και τα «σύνθετά» τους γκ, μπ, ντ κτλ., επειδή συμπροφέρεται, και έτσι έχουμε: τον πατέρα= τομ μπατέρα κ.ο.κ. Κάποιο αντίστοιχο λοιπόν φαινόμενο υπάρχει τάχα και με το ν πριν από το μ, που διπλασιάζει κατά κάποιον τρόπο το μ, και έτσι λέμε, ή ακούγεται: τημ Μαρία, τομ μύλο κτλ. Άρα διατηρείται και εδώ το τελικό ν! Το ’βαζα λοιπόν κι εγώ το ν πριν από το μ, το ’βαλα και στου Σηφάκη το κείμενο, τηλεφωνάει αυτός στον Άγγελο Ελεφάντη, υπεύθυνο του περιοδικού, και διαμαρτύρεται: «Δεν είναι δυνατόν» λέει «άλλα να εισηγούμαι» (γιατί τότε ετοίμαζαν την Αναπροσαρμογή της Μικρής Γραμματικής Τριανταφυλλίδη) «και άλλα να φέρεται ότι ακολουθώ στα κείμενά μου!»

Φυσικά συμμορφώθηκα αμέσως, θέλησα ωστόσο να επαληθεύσω τη θεωρία μου, να στηρίξω την επιχειρηματολογία μου. Τρέχω στον Κάσδαγλη και του λέω: «Μου ’χατε πει κάποτε ότι…» κτλ. «Εγώ;» μου λέει, «πρώτη φορά τ’ ακούω αυτό»!

Έμεινα με την απορία, δεν το έλυσα ποτέ το μυστήριο. Σας το λέω τώρα για την ιστορία, τι μπορεί να κάνει ή να πάθει κανείς, σε τι περιπέτειες μπορεί να σύρει τον συγγραφέα ή και τον μεταφραστή…

Τώρα γιατί τα λέω όλα αυτά; Για να συμφιλιώσω τον μεταφραστή με τον επιμελητή μέσα μου;
Ακόμα πιο κοινότοπα, θα έλεγα πως είναι μια βασική συμβουλή, ας την πω έτσι, ενός απόστρατου σε νεοτέρους, όσους δεν μπορώ να πείσω να μην ακολουθήσουν το επάγγελμα αυτό, όση γοητεία κι αν διαθέτει, από μια, αλλά μόνο από μια σκοπιά. Μη με ρωτήσετε ποια –χρειάζεται άλλη εισήγηση...

Σας ευχαριστώ.


* Το κείμενο αυτό νοείται σαν καθαρά εσωτερικό, ετοιμασμένο για μια εκδήλωση των επιμελητών, κι απ’ αυτή την άποψη ευχής έργο θα ήταν να διαβάζεται σε συνδυασμό με τις επιφυλλίδες μου στις οποίες παραπέμπω παρακάτω (βλ. επόμενη σημ.), σχετικά με την επιμέλεια και τον σωτήριο ρόλο της.

** Τα Νέα, «Ο επιμελητής εκδόσεων και η θεά Τζούνο», 17.5.2003· «Τα “ανεύστοχα” και το δικαίωμα του αναγνώστη», 31.5.03· «Ο Βενέδικτος, το Πάρκο και η Τρέμπιτζοντ», 14.6.03· «Η γενναιοδωρία των σοφών (α΄)», 28.6.03· «Η γενναιοδωρία των σοφών (β΄)», 12.7.03· αναδημοσιεύονται με προσθήκες στο βιβλίο μου Η γλώσσα, τα λάθη και τα πάθη, β΄ τόμ., εκδ. Πόλις, 2008, σ. 31-58.

buzz it!

18/9/11

Ιδού η πόρτα, ιδού και το πήδημα

Αυγουστιάτικες διακοπές τέλος, μπαίνει ο Σεπτέμβρης, ετοιμάζεται η σαββατιάτικη σελίδα μου για τα Νέα. Η σελίδα παραδίδεται ημέρα Τετάρτη, την Πέμπτη έχω δει και το τελικό στήσιμο, συνήθως Πέμπτη αργά το βράδυ, Παρασκευή πρωί, το Βιβλιοδρόμιο φεύγει για το τυπογραφείο.

Η άφαντη σελίδα
Το Σάββατο 3/9 που κυκλοφορεί η εφημερίδα η σελίδα μου δεν υπάρχει. Τηλεφώνημα στον αρχισυντάκτη, δεν έχει ιδέα. Τηλεφώνημα στη Μικέλα Χαρτουλάρη, υπεύθυνη του Βιβλιοδρομίου, δεν έχει ιδέα, μένει μάλιστα κατάπληκτη αφού την είχε δει τη σελίδα κανονικά στη θέση της.

διαβάστε τη συνέχεια...

Τρεις μέρες μετά, Τρίτη 6/9, ειδοποιούμαι από τη Μικέλα Χαρτουλάρη πως η συγκεκριμένη σελίδα που για άρρητους πάντοτε λόγους κόπηκε, θα πληρωθεί, αλλά η σελίδα εν γένει σταματά. Με εντολή του κ. Χρ. Μεμή, του διευθυντή της εφημερίδας, παύω να γράφω –μέχρι νεωτέρας. Η απόφαση έχει, λέει, σχέση με τις περικοπές, που ξεκινούν από τους εξωτερικούς συνεργάτες, όπως η αφεντιά μου.

Είναι αλήθεια πως το Βιβλιοδρόμιο από καιρό συρρικνώνεται, από τις 16 σελίδες έφτασε τις 6· αν τώρα ένας νέος ενδεχομένως κύκλος περικοπών τυχαίνει ν’ αρχίζει από μένα, παραμένει αξιοσημείωτο ότι πρώτα κόπηκε, «επί του πιεστηρίου», μια έτοιμη σελίδα και μετά ανακοινώθηκε η διακοπή της συνεργασίας; η αναστολή της συνεργασίας; Άγνωστο. Το μόνο σίγουρο είναι η κατάργηση της συγκεκριμένης στήλης.

Δεν έχει νόημα να σταθώ σε ιδέες-προτάσεις που έγιναν στην ίδια τηλεφωνική συνομιλία, αφού ήταν ανεπίσημες και προφανώς από φιλικό ενδιαφέρον, ιδέες-προτάσεις που μπορεί ωστόσο να αντικατόπτριζαν μια νέα γραμμή της εφημερίδας, να ’γραφα δηλαδή περιστασιακά, και αμισθί, κάποιο σχόλιο, για τις μπροστινές πια σελίδες κτλ.

Η πόρτα;
Περιορίστηκα να αναρτήσω εδώ την κομμένη σελίδα, χωρίς κανένα απολύτως σχόλιο, περιμένοντας τις εξελίξεις. Τους λόγους του κοψίματος ήξερα πως δε θα τους μάθω ποτέ, δε λέγονται συνήθως τέτοια πράγματα. Και εξελίξεις δεν υπήρξαν. Έπρεπε τώρα πια να συνυπολογίσω το κόψιμο κι άλλης σελίδας, δύο μόλις μήνες πριν, και το έμμεσο κόψιμο ενός ακόμα κειμένου, εντέλει μια γενικότερη δυσκολία στη συνεργασία, ιδίως τους τελευταίους μήνες, αφότου δηλαδή άρχισε η καινούρια στήλη «Στην αγορά» -και το τοπίο φωτιζόταν πλήρως.

Πλησίαζε δεύτερο Σάββατο του Σεπτεμβρίου χωρίς την τακτική στήλη μου, όφειλα να προλάβω εικασίες και ερμηνείες. Παραταύτα δεν το αποφάσιζα, ώσπου με πρόλαβαν άλλα: Ένα δημοσίευμα στην κυριακάτικη Αυγή, ένα στο ιστολόγιο του Ν. Σαραντάκου, για τα οποία κι ευχαριστώ θερμότατα, καθώς και η ανάρτηση του δημοσιεύματος της Αυγής στον ιστότοπο buzz, με τίτλο: «Απόλυση (;) του Γιάννη Χάρη» και την επισήμανση ότι «Ο ίδιος δεν έχει γράψει ακόμα κάτι στο μπλογκ του».

Έσπευσα τότε να γράψω, έτσι κι αλλιώς δεν περίμενα τίποτα πια από την εφημερίδα.

Η σωστή πίτα κι ο χορτάτος σκύλος
Η εφημερίδα, κι εδώ μεταφέρω πια ακριτομυθίες, φαίνεται πως ενοχλήθηκε: από τη δημοσιότητα; και από τα σχόλια αναγνωστών; από το γεγονός ότι κοινοποίησα τη διακοπή συνεργασίας; ενοχλήθηκε που δεν δέχτηκα την πρόταση που δεν μου έγινε ή που θα μου γινόταν; Και που πάντως θα ήταν, αν ήταν, πρόταση για κάποιο σχόλιο αντί για την τακτική εβδομαδιαία σελίδα, οπότε, αν και εφόσον ήταν με αμοιβή, με τα δεδομένα των αμοιβών των συγκεκριμένων κομματιών, θα μιλούσαμε για περικοπή πάνω από 70%, ή αλλιώς για γενναία υποβάθμιση.

Ή αλλιώς για –άλλη μία;– υπόδειξη της πόρτας προς την έξοδο.

Από την εκδοχή της υποβάθμισης ή της ώθησης προς την έξοδο, για λόγους αυτοπροστασίας προτίμησα και προτιμώ να πιστεύω την εκδοχή της διακοπής συνεργασίας, μένοντας στο μόνο σίγουρο δεδομένο, την κατάργηση της τακτικής στήλης του Βιβλιοδρομίου.

Το άλλο σίγουρο είναι πως μια άτυχη χρονιά, σημαδιακά 13η, όπως έγραψα, δεν μπορεί να σκιάσει μια 12χρονη πλούσια και ανέφελη διαδρομή. Κι έτσι, το ξαναλέω, «η σελίδα φεύγει χορτάτη».

Τα τηλεοπτικά
Με τον κ. Χρίστο Μεμή, που διαδέχτηκε τον Παντελή Καψή στη διεύθυνση, δεν φάνηκε αρχικά να υπάρχει πρόβλημα. Ίσα ίσα, από εκτίμηση προφανώς, μου ζητήθηκε να γράψω διάφορα εκτάκτως, τη μια για τα συνθήματα του Γιούρο 2004, την άλλη για το γκολ του Τοροσίδη στο Μουντιάλ, την άλλη για ένα βιβλίο που ξεχώρισα, και άλλα, που δεχόμουν κάθε φορά να τα γράψω, για να μη φανεί διαφορετικά σαν άρνηση να συνεργαστώ ειδικά με τη νέα διεύθυνση.

Τον περασμένο Οκτώβριο μου ζητήθηκε να γράφω, σε μονιμότερη βάση, και σχόλια τηλεοπτικά. Αμήχανος και προβληματισμένος, πώς απορρίπτεις μια πρόταση που γίνεται από καλή προαίρεση, όμως ελάχιστη σχέση έχει με το αντικείμενό σου, ανέσυρα σαν αντιπρόταση μια παμπάλαιη ιδέα μου, που όλο τη συζητούσα με την εφημερίδα κι όλο την ξανάβαζα στο συρτάρι, για μια πολυθεματική σελίδα, πιο ευέλικτη, που ως εκ τούτου θα μπορούσε κάποια φορά να ’χει και κάποιο τηλεοπτικό σχόλιο, για τον Λαζόπουλο π.χ.

Άρεσε η ιδέα, μου ζητήθηκε κάποιο δείγμα, έκανα δύο πλήρεις σελίδες, με τρία κειμενάκια η καθεμιά, και μια δόση άτιτλα σχόλια, που θα συνόδευαν σ’ ένα μονόστηλο τα κυρίως κείμενα. Τα θέματα ήταν διάφορα, όπως διάφορα έγραφα εδώ και χρόνια, πολιτικά, κοινωνικά, γλωσσικά –αυτά σε ποσοστό 50% στο σύνολο: έχει σημασία αυτό. Άρεσαν και τα κείμενα, οι σελίδες δηλαδή, και μου δηλώθηκε πως θα αρχίσουμε μετά τα Χριστούγεννα, καθώς η εφημερίδα ανασχεδιαζόταν.

Οι ωδίνες της νέας στήλης
Μήνα Μάρτιο, σαν για να μπούμε στον 13ο χρόνο που έλεγα, αφού Μάρτιο του 1999 είχα πρωτοξεκινήσει, μου ανακοινώνεται πως αρχίζουμε. Στέλνω την καινούρια σελίδα, ο διευθυντής σχεδιάζει να τη βάλει σε προνομιακή, είναι η αλήθεια, θέση, στο τέλος του ενθέτου Νσυν, τη δίνει στη γραφίστρια να τη στήσει, και θα με ειδοποιήσει. Ειδοποιούμαι, η Κατερίνα Μάρουσιτς έχει στήσει μια υπέροχη σελίδα με μια ακόμα πιο υπέροχη φωτογραφία στο κυρίως κείμενο, που είναι σχετικό με τους μετανάστες και την «Υπατία», κι ώσπου να δούμε κάποιες μικροαλλαγές με φωνάζει ο διευθυντής:

«Έδωσα τη σελίδα να στηθεί» μου λέει, «αλλά δεν είχα διαβάσει τα κείμενα. Τώρα που τα διάβασα, βλέπω ότι δεν είναι αυτά που συμφωνήσαμε». Απορώ. «Είναι σαν αυτά που έγραφες ώς τώρα» συνεχίζει. «Μα φυσικά είναι σαν αυτά που έγραφα ώς τώρα· πώς αλλιώς;» απάντησα. «Μα είχαμε πει για τηλεοπτικά» μου λέει, «Όχι» του λέω, και ψάχνει να βρει τα δείγματα. Τα διατρέχει, βλέπει πως είναι όπως του έλεγα: Είχε περάσει καιρός από τη σχετική συζήτησή μας, πάνω από 5 μήνες, είχε ίσως μείνει με την αρχική ιδέα τη δική του. «Τότε όμως πρέπει να το ξανασκεφτώ και να ξαναστηθεί η σελίδα, δεν είναι για τη θέση που την είχα», μου λέει, ήταν ημέρα Τετάρτη, την Πέμπτη είχαν απεργία, «δεν ξέρω αν προλάβουμε γι’ αυτό το Σάββατο, αλλιώς πάμε για το επόμενο» συνεχίζει, «οπότε θα σε ειδοποιήσω Δευτέρα-Τρίτη».

Και το ανεπίκαιρο
Παρά την απεργία, η σελίδα ετοιμάστηκε, όμως δεν μπήκε εκείνο το Σάββατο. Ούτε Δευτέρα ειδοποιήθηκα, ούτε Τρίτη, την Τετάρτη πια έστειλα ιμέιλ, απάντηση δεν ήρθε, πέρασε και το άλλο Σάββατο, πάλι δεν μπήκε η σελίδα, θέμα γενικότερου σχεδιασμού ακόμα, σκέφτηκα, στέλνω άλλο ιμέιλ: «Πότε αρχίζουμε» – «Περιμένω τη σελίδα, δεν είχες τίποτα συνημμένο» ήταν η απάντηση – «Μα» υπενθυμίζω «η σελίδα είναι έτοιμη, απλώς δεν είχε προλάβει τότε με την απεργία», ωστόσο την ξαναστέλνω, έρχεται και το άλλο Σάββατο, πουθενά η σελίδα, ξαναρωτώ, «Περιμένω να στείλεις κάτι πιο επίκαιρο» ήταν τώρα η απάντηση. Απόρησα, είν’ η αλήθεια, γιατί δεν μου είχε δοθεί αυτή η απάντηση απ’ την προηγούμενη βδομάδα· εν πάση περιπτώσει, βάζω στην μπάντα απορίες και, ομολογώ, κάποιες ανησυχίες, στέλνω «κάτι πιο επίκαιρο», αναρτώ το «ανεπίκαιρο» κείμενο εδώ στο μπλογκ, υιοθετώντας μάλιστα τη δικαιολογία της εφημερίδας, και η καινούρια στήλη εμφανίζεται μέσα πια Απριλίου –την πρώτη φορά χωμένη μετά τις σελίδες με τους κινηματογράφους, από κει κι έπειτα στο Βιβλιοδρόμιο.

Το φάντασμα των τηλεοπτικών
Και συνεχίζει η στήλη. Αδιατάρακτα; Δεν θα το ’λεγα. Και οι ανησυχίες με συνοδεύουν και όλο και φτάνει στ’ αφτιά μου ο απόηχος κάποιας ίσως δυσαρέσκειας, ότι δεν γράφω ό,τι συμφωνήσαμε –αμάν, πάλι αυτά τα τηλεοπτικά; δεν ξέρω.

Πάντως συνεχίζω. Ο τύπος της καινούριας σελίδας, δύο θέματα τη βδομάδα, συν μερικά σχόλια, δεν είναι απλώς η διπλάσια δουλειά που καταρχήν σημαίνει η δεκαπενθήμερη σελίδα που γίνεται εβδομαδιαία· σημαίνει άλλου τύπου εργασία, περίπου συνεχή, οσοδήποτε χαλαρή αλλά πάντως συνεχή, ενασχόληση. Έχει και τα καλά του αυτό, έχει τη γοητεία του, προϋποθέτει όμως κέφι. Και από τις δυο μεριές.

Ο από μηχανής
Κάποια στιγμή, σύμπτωση ή αφορμή, το ιμέιλ ενός αναγνώστη, που φτάνει στις «επιστολές» της εφημερίδας, οι «επιστολές» το προωθούν στον διευθυντή και ο διευθυντής σ’ εμένα. Θεώρησα πως είναι για ν’ απαντήσω, δημοσιεύω στη στήλη μου το ιμέιλ, που αναφέρεται σε σχόλιό μου για τον Μπαμπινιώτη, και σχολιάζω, ούτε τα φαιδρά ούτε τα ιταμά του, παρά μόνο ένα ουσιαστικό σημείο.

Το άλλο ψαλίδι
Και αυτή η σελίδα ετοιμάστηκε, και Πέμπτη βράδυ, όταν είναι πανέτοιμο το Βιβλιοδρόμιο, μου τηλεφωνεί η Μικέλα Χαρτουλάρη και μου ανακοινώνει πως η σελίδα κόπηκε: Δε γίνεται να γράφω για τον Μπαμπινιώτη, που γράφει στο αδελφό Βήμα, ήταν η παρατήρηση-εντολή που μου μεταφέρθηκε, δεοντολογία που επιστρατεύτηκε ξαφνικά έπειτα από δώδεκα ολόκληρα χρόνια, όταν έγραφα πολύ συχνότερα για τον Μπαμπινιώτη, σε σχέση με ένα σκέτο σχόλιό μου τώρα. Να μη γράφω λοιπόν για τον Μπαμπινιώτη, και γενικότερα για γλωσσικά θέματα, αλλά για πράγματα «πιο επίκαιρα» –ξανά το φάντασμα των τηλεοπτικών;

Για να διευκολύνω τα πράγματα, φτιάχνω αμέσως καινούρια σελίδα, με άλλο κείμενο που είχα έτοιμο. Το κομμένο κείμενο το ανάρτησα εδώ στο μπλογκ, χωρίς κανένα σχόλιο πάλι για την περιπέτειά του, που θα εξέθετε λ.χ. την εφημερίδα.

Τώρα όμως τα πράγματα ήταν σοβαρότερα. Πλάι στις παλιές ανησυχίες μου, έπειτα από το κείμενο για τους μετανάστες, την ενδιάμεση δυσαρέσκεια για τα μη τηλεοπτικά κείμενά μου, τώρα ερχόταν ρητή απαγόρευση για τα γλωσσικά θέματα. Τι άλλο έμενε;

Έγραψα ένα σχετικά εκτενές γράμμα στη διεύθυνση, εκθέτοντας την ιστορία της συνεργασίας μου με την εφημερίδα, που ξεκίνησε αποκλειστικά με γλωσσικά: όχι πως έπρεπε να είναι δεσμευτικό αυτό για μια καινούρια διεύθυνση ή μια διαφορετική αντίληψη για την εφημερίδα, έπρεπε ωστόσο να ξεκαθαρίσουν τα πράγματα, καθώς μάλιστα τα γλωσσικά αποτελούσαν, όπως έγραψα, το 50% της ύλης των δειγμάτων που είχα υποβάλει για την καινούρια στήλη. Απάντηση, εύλογα, θα έλεγα, δεν ήρθε. Που από μιαν άποψη σήμαινε πως συνεχίζω. Μέχρι νεωτέρας, τουλάχιστον.

Ήμασταν ήδη Ιούλιο, τον Αύγουστο, όπως είπαμε, διακοπές, και με τον Σεπτέμβριο, με μια σελίδα με κείμενα πάντως όχι γλωσσικά, νά τη η «νεωτέρα».

Εδώ ήρθαμε, εννοώ από εδώ ξεκίνησε αυτή η μακροσκελής εξιστόρηση. Τα συμπεράσματα είναι εύκολα, νομίζω.

buzz it!

11/9/11

Ο 13ος μισθός

Δώδεκα χρόνια επιφυλλίδες στα «Νέα», ο 13ος θέλησε να σταθεί στο ύψος του και να επαληθεύσει τις προλήψεις που τον αφορούν: η συνεργασία μου με την εφημερίδα σταμάτησε.

Η σελίδα, δεκαπενθήμερη επί 12 χρόνια, «Μικρά γλωσσικά» πρώτα, «Τα αδέσποτα» έπειτα, εβδομαδιαία με το έμπα ακριβώς του 13ου και με την ονομασία «Στην αγορά», αποχωρεί –την αποχωρούν, για την ακρίβεια. Περικοπές, υποτίθεται, ή όντως (καθώς το «Βιβλιοδρόμιο», όπου στεγαζόταν η στήλη, από τις 16 σελίδες έφτασε τις 6), δεν έχει ίσως τόσο σημασία.

Σημασία έχει πως η σελίδα φεύγει χορτάτη, α ναι, και με το παραπάνω.

Αν τώρα αυτή η «αποστρατεία» σταθεί αφορμή να επαναδραστηριοποιηθεί το μπλογκ, παναπεί κυρίως να ξεκουνηθώ να γράφω όσα μου μαζεύονται σε στοίβες χαρτιά, χαρτάκια και παραχαρτάκια, ευελπιστώ τότε πως θα στρωθώ να γράψω κι έναν σαν απολογισμό: τι στο καλό, δώδεκα χρόνια ήταν αυτά, πάνω από 300 επιφυλλίδες, ολοσέλιδες, παλιά ακόμα και δισέλιδες, εκατοντάδες χιλιάδες λέξεις!

Το θέμα είναι να νικήσει η ματαιοδοξία τη δομική τεμπελιά μου, και τότε πολύ θα το διασκέδαζα να με διαφημίσω, ασύστολα, μέσα απ’ τα καλά, αλίμονο, όσο κι απ’ τα κακά έως χείριστα που προκάλεσε σαν αντίδραση η εργασία αυτή, κυρίως η γλωσσική, που ήταν και η μερίδα του λέοντος, με την έκδοσή της σε βιβλίο.

buzz it!

5/9/11

Όταν εμείς ανακαλύπταμε την ανομία… - Φτύσε με, παπά μου, ν’ αγιάσω - Η πλάστρα και η τίκτρα - Τα δακρυγόνα του Μαρίνου - Η μικρή Ορθοδοξία...


[αυτή η ομάδα κειμένων ήταν γραμμένη για την τακτική σαββατιάτικη σελίδα μου στα Νέα της 3/9/11, κόπηκε ωστόσο "επί του πιεστηρίου", μαζί με τη 13χρονη συνεργασία μου με την εφημερίδα --η σελίδα αυτή δημοσιεύτηκε αργότερα στην Αυγή της Κυριακής 25/9/11]




            Όταν εμείς ανακαλύπταμε την ανομία*



Η γερμανική κυβέρνηση δίνει πολιτική διάσταση στους μαζικούς εμπρησμούς αυτοκινήτων, θεωρώντας ότι ξεπερνούν τα όρια της «παραβατικής συμπεριφοράς»

Με την απολιτικοποίηση και την ηθικοποίηση της πολιτικής αρνούμαστε πως είμαστε εμείς, σαν κατεστημένο πλέον, ο στόχος της αποδοκιμασίας και της βίας


το πλήρες κείμενο:


Όταν εμείς ανακαλύπταμε την «ανομία», αυτοί, ανεβασμένοι πάνω στα δέντρα, μιλούσαν ακόμα για πολιτική…

Με άλλα λόγια, όταν εμείς αναβαθμίσαμε σε ερμηνευτικό εργαλείο πολυσύνθετων κοινωνικών φαινομένων την ηθικολογική έννοια της «ανομίας», οι άλλοι, πάντα πάνω στα δέντρα, μιλούσαν ακόμα για πολιτική!

Οι Γερμανοί, λοιπόν (βλ. π.χ. Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία 28/8, άρθρο του Αχιλλέα Φακατσέλη), και ειδικότερα οι Βερολινέζοι, παρατηρούν ανήσυχοι τους μαζικούς εμπρησμούς αυτοκινήτων στην πόλη τους: γύρω στα 2.000 αυτοκίνητα έχουν πυρποληθεί από το 2007, ενώ μέσα στο 2011 ξεπέρασαν ήδη τα 300.

Οι αστυνομικές αρχές μιλούν για «εγκληματικές πράξεις σχιζο-μητροπολιτικών προλετάριων». Όμως οι πολιτικοί, π.χ. ο υπουργός εξωτερικών και η ίδια η Άνγκελα Μέρκελ, δίνουν πολιτική διάσταση στο πρόβλημα και το θεωρούν προανάκρουσμα αναρχικής τρομοκρατίας. Πιστεύουν ότι το φαινόμενο, στις διαστάσεις που πήρε, ξεπερνά τα όρια της «παραβατικής συμπεριφοράς» και θυμίζει την παλιά πρακτική πολιτικής βίας.

Ανάλογα οι Βρετανοί επιχείρησαν να συνδέσουν τα εκτεταμένα επεισόδια του Αυγούστου, τους βανδαλισμούς και τις λεηλασίες, με την πολιτική:

«Δρέπουμε τους καρπούς όσων σπείραμε τις τελευταίες τρεις δεκαετίες, δημιουργώντας μια κοινωνία με χονδροειδείς ανισότητες, με βάση την αξία “άρπαξε ό,τι μπορείς, όπως μπορείς”. […] Μια κοινωνία πλιατσικολόγων δημιουργημένη από τους βουλευτές και τις σκανδαλώδεις δαπάνες τους, τους τραπεζίτες και τα μπόνους τους, τις φοροδιαφεύγουσες επιχειρήσεις, τους δημοσιογράφους που υπέκλεπταν κινητά τηλέφωνα, τους αστυνομικούς που έπαιρναν μίζες…» (αντιγράφω από τη δική μας εφημερίδα, λόγια του βουλευτή των Εργατικών Τζον Μακντόνελ).

«Στην καρδιά αυτών των ταραχών και της βίας που ξέσπασε αυτές τις μέρες, υπάρχει η αίσθηση από την πλευρά μεγάλου μέρους των νεότερων γενεών [...] ότι γι’ αυτούς δεν υπάρχει μέλλον, ούτε σεβασμός, ούτε ενδιαφέρον» (από το ίδιο φύλλο, Άλαστερ Κάμπελ, σύμβουλος επικοινωνίας του Τόνι Μπλερ).

Εδώ σ’ εμάς είχε δοθεί αίφνης ολόκληρη μάχη να θεωρηθεί μη πολιτική η δίκη της 17 Νοέμβρη, έπειτα, τον Δεκέμβρη του 2008, στο ίδιο μήκος κύματος π.χ. με τον Αλέξη Κούγια, μιλούσαμε για μαμόθρεφτα βορείων προαστίων και για απολιτικούς μπαχαλάκηδες. Παράλληλα, κάθε προσπάθεια ανάλυσης και ερμηνείας τέτοιων φαινομένων θεωρήθηκε και θεωρείται υιοθέτηση των πράξεων βίας, ή και παρότρυνση σε βία.

Είδαμε έτσι και βλέπουμε την πολιτική να συνθλίβεται κάτω από τη σκανδαλισμένη ηθικολογία και την εμπρόθετα παραπολιτική «ορολογία» περί ανομίας, προοδευτικού λυρισμού, ενοχικών μεσηλίκων, παλαβής αριστεράς κτλ.

Είναι φανερό, το μέλημα ήταν και είναι ένα. Με την απολιτικοποίηση –και τη συνακόλουθη ηθικοποίηση– της πολιτικής αρνούμαστε πως είμαστε εμείς, σαν κατεστημένο πλέον, ο στόχος της αποδοκιμασίας και της βίας, πως είμαστε εμείς ο αποδέκτης της μούντζας και της ροχάλας, αφού εμείς είμαστε σήμερα εξουσία, ή το αξιοδάκρυτο πια: αεριστές και γλειφτρόνια της εξουσίας.


* Ενσωματώνει μεγάλο μέρος από πρόσφατο ποστ



                  Φτύσε με, παπά μου, ν’ αγιάσω


Φτύσε με, παπά μου, ν’ αγιάσω, παναπεί να συνεχίσω να εκλέγομαι, να κρατώ την καρέκλα γερά.

Από Αντρέα είχαμε αρχίσει, μην ξεχνιόμαστε, κι ό,τι μας ξένισε τότε αρχικά, οι γονυκλισίες στη Σουμελά κ.ά., έμελλε να είναι ό,τι πιο φυσικό και αυτονόητο έκτοτε, ο Βενιζέλος να κρατάει την εικόνα στη λιτανεία, ο Βενιζέλος ήξεις-αφήξεις για τις υπογραφές του Χριστόδουλου, ο θρησκευτικά αποστασιοποιημένος Γιωργάκης σαν Γιώργος έπειτα να τρέχει να κοινωνάει, κτλ.

Και ο υπουργός υγείας που πήγε να συζητήσει με τον αρχιεπίσκοπο το θέμα των μεταμοσχεύσεων. Οφείλω εδώ να πω ότι τον συγκεκριμένο αρχιεπίσκοπο προσωπικά τον εκτιμώ πολύ περισσότερο από τον συγκεκριμένο υπουργό. Ο οποίος όμως δεν παύει να είναι υπουργός μιας σοσιαλιστικής κυβέρνησης. Που πάει να συζητήσει με τον αρχιεπίσκοπο, και –εδώ ήθελα να σταθώ– «έσπευσε [!] να διευκρινίσει ότι, εκτός από εκπρόσωπος της Πολιτείας, επισκέφθηκε την Αρχιεπισκοπή και ως μέλος του εκκλησιάσματος».

Αλλά ποια είναι η αντίδραση της συντεταγμένης πολιτείας ακόμα και στις συνεχείς προκλήσεις ιεραρχών, συχνά από το βήμα που η ίδια η πολιτεία, μαζί με το μισθό, τους εξασφαλίζει; Μισή κουβέντα του Πεταλωτή στην αυγουστιάτικη ιταμότητα του Καλαβρύτων, και ως συνήθως σιωπή απέναντι στον μέγα κομματάρχη του Βορρά, που, μήνα Αύγουστο κι αυτός, δήλωσε πως θα πάει να τα κάνει γυαλιά καρφιά, έτσι κι ανοίξει ραδιοφωνικός σταθμός που θα εκπέμπει στα σλαβομακεδονικά.

Άραγε κυρώσεις δεν προβλέπονται, νόμοι δεν υπάρχουν, για υμνητές επίορκων αξιωματικών, για πρόκληση παθών και προτροπή σε πράξεις βίας;

Ειδικότερα ο Άνθιμος κηρύσσει κάθε Κυριακή το λόγο της μισαλλοδοξίας από άμβωνος, οπότε έστω δουλειά δική του και των πιστών του. Κηρύσσει όμως ταυτόχρονα από τηλεοράσεως, σε απευθείας σύνδεση, από την ΕΤ 3, ένα κρατικό δηλαδή κανάλι, οπότε και δουλειά δική μας, όλων μας, πολιτών φορολογουμένων.

Ας μείνουμε όμως με το άλλο αυγουστιάτικο, την πρωτότυπη ευχή του Σαμαρά για «Καλή Παναγιά», αφού σ’ αυτήν εναπόθεσε τις ελπίδες για τη σωτηρία της χώρας. Θα μπορούσε ωστόσο να είχε γίνει πιο συγκεκριμένος, και στη γιορτή της Κοίμησης της Θεοτόκου να είχε ευχηθεί «Καλή κοίμηση».

Έτσι κι αλλιώς, συνεχίζουμε να υπνώττουμε.



                                    σήματα


Η πλάστρα και η τίκτρα

Δεν είναι να λείπει Αύγουστο πια κανείς, τα καλύτερα χάνει…

Π.χ. τον ρέκορντμαν των περισσότερων κομματικών μετακινήσεων στον συντομότερο χρόνο κ. Κιλτίδη, που στο Λάος είδε τη γενιά του κι αναγάλλιασε η καρδιά του: «Φέρω σε όλη μου τη ζωή το ελληνότροπο αξιακό σύστημα που πρεσβεύει ο ΛΑΟΣ» είπε κατά την προσχώρησή του.

Και μίλησε αμέσως έπειτα στη Βουλή (23/8) για τη μοναδικότητα της ελληνικής γλώσσας, της γλώσσας που όχι μόνο δεν πρέπει «να απεμποληθεί» παρά «ήρθε η ώρα να αναταχθεί» (τι μας θυμίζει τώρα αυτό!), για να είμαστε ακόμα πιο μοναδικοί.

Και μοναδικά να ομιλούμε, π.χ. για τις «δημιουργικές και παραγωγικές κοινότητες του ελληνισμού» που θα προκύψουν «από τις πηγές και τις ρίζες της πλάστρας μήτρας του έθνους», όπως είχε πει, πάλι κατά την προσχώρησή του, πιστεύοντας πως με την «πλάστρα» του κάτι παίρνει από τη λάμψη του Παλαμά.

Όμως μια μήτρα δεν θα είναι πλάστρα, κύριε Κιλτίδη, παρά ως τίκτουσα... «τίκτρα»!


Τι να σου κάνουν σκέτα δακρυγόνα;

Η αστυνομία «περιορίζεται σε χρήση δακρυγόνων, αφού της απαγορεύεται να δρα αποτελεσματικότερα στα χτυπήματα με καδρόνια των μη κουκουλοφόρων δήθεν ειρηνόφιλων παρελαυνόντων…» έγραφε ο Γιάννης Μαρίνος, ένα μόλις μήνα μετά το όργιο αυθαιρεσίας της αστυνομίας, που καταγγέλθηκε ακόμα και από παράγοντες της ΕΛ.ΑΣ.

Συγκεκριμένες προτάσεις, κύριε Μαρίνο;


Η μικρή Ορθοδοξία που άμα μεγαλώσει θέλει να γίνει Ισλάμ

Η μητρόπολη Ξάνθης καταδίκασε μια θεατρική παράσταση που σατιρίζει τον μοναχισμό. Και ακολούθησε η μητρόπολη Πατρών, που επιχειρεί να ματαιώσει την παράσταση.

Όσο ανήκουστο κι αν θα είναι αν καταφέρει να ματαιώσει την παράσταση, άλλο τόσο είναι παράλογο να περιμένουμε να συμφωνήσει η εκκλησία με σάτιρα που στρέφεται εναντίον της.

Αλλά άλλο ήθελα να σημειώσω. Τη φράση από την ανακοίνωση της μητρόπολης της Ξάνθης ότι «στο Ισλάμ δεν θα μπορούσε να ανεβάσει κανείς ένα τέτοιο έργο, [...] γιατί οι μουσουλμάνοι προστατεύουν τη θρησκεία τους…»

Ιδού ο κρυφός πόθος της «θρησκείας της αγάπης», η κρυφή ζήλια για τη «θρησκεία του μίσους», που προστατεύει κτλ. Πώς προστατεύει; Γνωστόν: με τη σπάθα.

Ιδού και το κρυφό μήνυμα λοιπόν, ή η κρυφή παραίνεση προς εγχώριους ταλιμπάν.

buzz it!