30/4/10

Μπούρκα και ανεκτική κοινωνία

Τα Νέα, 30 Απριλίου 2010

Η μπούρκα γίνεται προνομιακός στόχος της ξενοφοβίας γενικότερα, της ισλαμοφοβίας ειδικότερα, αφήνοντας αμήχανους όσους αντιτίθενται σε διοικητικά μέτρα, δεν παύουν ωστόσο να τη θεωρούν μέσο καταπίεσης της γυναίκας, και απ’ αυτή την άποψη καταπάτησης των ανθρώπινων δικαιωμάτων


Πρώτα ήταν η μαντίλα. Έπειτα το τσαντόρ, η μπούρκα, το νικάμπ. Τη μαντίλα την ξέραμε. Κι απ’ τα δικά μας. Τη φορούσαν μέχρι χτες οι γιαγιάδες μας, προχτές κι οι μανάδες μας. Το τσαντόρ, την μπούρκα, το νικάμπ, τα μάθαμε πολύ αργότερα, για την ακρίβεια λίγο τα είδαμε, πιο πολύ τ’ ακούσαμε και τα διαβάσαμε, ακόμα δεν τα ξεχωρίζουμε.

διαβάστε τη συνέχεια...

Ωραία, άλλο η μαντίλα της δικής μας γιαγιάς, μέρος της παραδοσιακής φορεσιάς κυρίως, άλλο η ισλαμική μαντίλα, με θρησκευτικό κυρίως, πλάι στον πολιτισμικό, συμβολισμό. Θρησκευτικό επίσης σύμβολο αποτελεί το τσαντόρ, που καλύπτει το σώμα και το κεφάλι αλλά αφήνει ελεύθερο το πρόσωπο· το νικάμπ, που αφήνει ελεύθερο μόνο το πεδίο γύρω από τα μάτια, και η μπούρκα που καλύπτει τα πάντα και μόνο μέσα από ένα δίχτυ μπορεί και βλέπει η γυναίκα.

Όμως, πλάι στον θρησκευτικό-πολιτισμικό συμβολισμό, η μαντίλα έγινε και καθαρά πολιτικό σύμβολο, έπειτα από το τρομοκρατικό χτύπημα της 11ης Σεπτεμβρίου του 2001 στους Δίδυμους Πύργους της Ν. Υόρκης: στον δυτικό πια κόσμο όλο και περισσότερες μουσουλμάνες, συχνά νεαρές γυναίκες, φόρεσαν μαντίλα, σαν απάντηση στη φοβική στάση και τον μισαλλόδοξο λόγο του δυτικού κόσμου που δαιμονοποίησε συλλήβδην τον ισλαμικό.

Είχε προηγηθεί η ιρανική επανάσταση του Χομεϊνί και το καθεστώς των μουλάδων που επέβαλε τη μαντίλα, αναδεικνύοντάς την σε κατεξοχήν σύμβολο της επανάστασης και σηματοδοτώντας μια σημαντική οπισθοχώρηση στον αγώνα των γυναικών για τη χειραφέτησή τους.

Αυτοί οι δύο ιστορικοί σταθμοί, πρώτα η επικράτηση των μουλάδων και ο ραγδαία αυξανόμενος φονταμενταλισμός, ο οποίος και οδηγεί στον δεύτερο μεγάλο σταθμό, στην 11/9, έχουν ιδιαίτερη σημασία στην όποια προσέγγισή μας: ο πρώτος για την καταναγκαστική επιβολή της μαντίλας, ο δεύτερος για την εκούσια χρήση της, μέσα από μια αμυντική καταρχήν στάση. Έχει δηλαδή σημασία να μην ξεχνούμε ότι δεν πρόκειται για ομαλή, αδιατάρακτη πορεία της μαντίλας μέσα απ’ τα βάθη του χρόνου· αντίθετα, έχουμε μια πορεία κατά την οποία (α) απορρίπτεται κάποια στιγμή ένα σύμβολο καταπίεσης από τις ίδιες τις γυναίκες, που όμως (β) υποχρεώνονται έπειτα από το ισλαμικό καθεστώς να ξαναφορέσουν τη μαντίλα, ενώ αργότερα (γ) όλο και περισσότερες τη φορούν από μόνες τους, διεκδικώντας επιθετικότερα την πολιτισμική ταυτότητά τους απέναντι στον όλο και πιο εχθρικό δυτικό κόσμο.

Η νέα συντηρητική στροφή, πρώτα ακούσια, έπειτα εκούσια, ούτε απρόκλητη υπήρξε βεβαίως, ούτε εν κενώ δημιουργήθηκε, ίσα ίσα συμβαδίζει με τη συντηρητικοποίηση και του δυτικού κόσμου, που κι αυτή εκφράζεται, αλλού περισσότερο αλλού λιγότερο, σε πολιτισμικό, θρησκευτικό και πολιτικό επίπεδο.

Το θέμα είναι εξαιρετικά ακανθώδες και περίπλοκο, καθώς συναιρεί όλα τα μείζονα προβλήματα και φαινόμενα της εποχής με τα μεγάλα και εκφοβιστικά ονόματα: παγκοσμιοποίηση και νεοεθνικισμός, φονταμενταλισμός, σύγκρουση πολιτισμών, θέση της γυναίκας, φεμινισμός, μειονότητες και θρησκευτικές ελευθερίες, ανθρώπινα δικαιώματα, ατομικές ελευθερίες, ελευθερία της έκφρασης και δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού, με τα φυσικά τέκνα τους, τη μισαλλοδοξία, την ξενοφοβία, το ρατσισμό.

Για τη μαντίλα πιο συγκεκριμένα ακούγαμε από παλιά, παρακολουθώντας ελαφρά αδιάφοροι και συγκαταβατικά τη μακρινή μας τάχα Ανατολή και τον αραβικό κόσμο. Έπειτα, με την ιρανική επανάσταση, πριν από 30 χρόνια, εξοικειωθήκαμε με το τσαντόρ, αλλά πάντοτε το φαινόμενο ή το πρόβλημα παρέμενε εκτός Ευρώπης, απλώς αξιοπερίεργο ή γραφικό, το πολύ πολύ αξιοπαρατήρητο. Τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν, το πρόβλημα άρχισε να γίνεται ευρωπαϊκό -–όχι ακόμα ειδικά ελληνικό-– με την αυξανόμενη παρουσία του μουσουλμανικού στοιχείου στην Ευρώπη, ακόμα περισσότερο με την εξωστρεφή πλέον στάση των μεταναστών δεύτερης γενιάς.

Η μπούρκα, απτό, ορατό πλέον σύμβολο-απειλή του «επελαύνοντος ισλαμισμού», γίνεται καταρχήν και αυτονόητα προνομιακός στόχος της ξενοφοβίας γενικότερα, της ισλαμοφοβίας ειδικότερα. Παράλληλα, και εξίσου αυτονόητα, κινεί τα ανακλαστικά των υπέρμαχων της θρησκευτικής ελευθερίας και του αυτοπροσδιορισμού. Στη μέση βρίσκεται αμήχανος ο λόγος που αντιτίθεται σε απαγορεύσεις και διοικητικά μέτρα, δεν παύει ωστόσο να θεωρεί τη μαντίλα και την μπούρκα μέσο καταπίεσης της γυναίκας, και απ’ αυτή την άποψη καταπάτησης των ανθρώπινων δικαιωμάτων. Έτσι, παρακολουθούμε οξείες αντιπαραθέσεις, στη Γαλλία λόγου χάρη, που βαδίζει προς την απαγόρευση της μπούρκας, στο Βέλγιο όπου η ψήφιση του σχετικού νόμου θεωρείται δεδομένη. Ο προβληματισμός είναι εύλογα μεγάλος, στη Γαλλία, τη μητρόπολη της Ευρώπης, το σοσιαλιστικό κόμμα έχει διχαστεί, οι φεμινιστικές οργανώσεις το ίδιο, οι διανοούμενοι, ο ίδιος ο μουσουλμανικός κόσμος.

Το πρόβλημα τίθεται αναπόφευκτα με συγκρουσιακούς όρους, και σύντομα θα είναι και δικό μας. Έχει λοιπόν σημασία να το συζητήσουμε από τώρα, στο χώρο των ιδεών όπου κυρίως ανήκει, πριν φτάσουμε σε διαδικασίες απαγόρευσης, και να μην το αφήσουμε στο Λάος φερειπείν, ή στη λαϊφστάιλ αντιμετώπιση, ακόμα και από σοβαρές εφημερίδες, ιδίως αν μπορεί να συμπίπτουμε στο διά ταύτα.

Θα συνεχίσω, με μια σκόπιμα εμπειρική προσέγγιση.

buzz it!

27/4/10

ΣΑΠΑΣ, επεισόδιο 3ο

μεθαύριο Πέμπτη, 29 Απριλίου, στην Ευελπίδων, επεισόδιο 3ο, έπειτα από δύο αναβολές, απ' το σίριαλ του ΣΑΠΑΣ, της αγωγής δηλαδή με την οποία ο άγιος Πειραιώς ζητάει δέκα εκατομμύρια ευρώ (10.000.000), για να γιατρέψει τα ψυχικά τραύματα που του δημιούργησε η διατύπωση η δική μου πως η διατύπωση η δική του ότι οι ομοφυλόφιλοι είναι άνθρωποι που "έκαναν αξία ζωής τον Σωλήνα Αποβολής των Περιττωμάτων του Ανθρώπινου Σώματος", είναι αρμοδιότητας ψυχιάτρου, πως δηλαδή μόνο ψυχίατρος μπορεί να μας πει τι έχει στο κεφάλι του ένας άνθρωπος, ένα δημόσιο πρόσωπο, ένας ιερωμένος, ιεράρχης, όταν λέει αυτά που λέει, αυτά που είπε εν προκειμένω η αγιότης του


απντέιτ 29/4: παίχτηκε και το τρίτο επεισόδιο, τελευταίο του κύκλου αυτού, οι μετρήσεις της AGB θα βγουν σε κάνα οχτάμηνο, αν δηλαδή και πόσα όβολα θα πάρει ο άγιος, για το φιλανθρωπικό του έργο, καταπώς είχε δηλώσει. Για την ώρα, θα αρκεστεί στα 10.000 ευρώ, από το 1.000.000 που ζητούσε από τον Λύο Καλοβυρνά --παρόλο που κι εκεί ασκήθηκε έφεση: δύσκολοι καιροί για φιλανθρωπικό έργο...

buzz it!

22/4/10

"Όλοι μαζί κινούμε, συρφετός..."

φίλος αναγνώστης μού έστειλε το ακόλουθο, που το συνυπογράφω με τα δυο μου χέρια:


Επιτέλους η υπουργός Παιδείας και Διά Βίου μάθησης κ. Άννα Διαμαντοπούλου άρχισε να ενδιαφέρεται για τη σύγχρονη ελληνική τέχνη. Κάλιο αργά παρά ποτέ. Στη διάρκεια της υπουργικής της θητείας έγιναν εκθέσεις-σταθμοί: Μόραλης, Τσαρούχης, Στεφάνου κ.ά. στις οποίες η υπουργός έλαμψε διά της απουσίας της. Τώρα σπεύδει να εγκαινιάσει την έκθεση ζωγραφικής-γλυπτικής του κ. Θανάση Λάλα. Χρυσός χορηγός της έκθεσης η εταιρεία ALAPIS (Λαυρεντιάδης). Η οποία έκθεση είναι υπό την αιγίδα του αθηνοκτόνου δημάρχου μας.

Τι περίεργο!

Στον κατάλογο της έκθεσης γράφουν για τον καλλιτέχνη, τον γνωστό από τις συνεντεύξεις του «ΓΕΛΙΑ», οι γνωστοί Αλέκος Φασιανός και Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα, διόλου φειδωλή σε εγκώμια για όποιον Λα-λα-χει.

"Όλοι μαζί κινούμε, συρφετός...", μας πρόλαβε ο Καρυωτάκης.


Κωνσταντίνος Παππάς
Ζαλόγγου 9, Αθήνα

buzz it!

17/4/10

Μία μεταφραστής, δέκα αναγνώστης

Τα Νέα, 17 Απριλίου 2010 [εδώ με μικροπροσθήκες και σημειώσεις]

Αν έστω στα ιταλικά ο Fellini, το ίδιο και οι μυθικές φιγούρες του; η Cabiria, η Gelsomina; ο Zampanò, η Saraghina; (στη φωτ. η Τζουλιέττα Μασίνα στις Νύχτες της Καμπίριας)


Ντεπέστρ ή Ντεπέτρ, Νάιπουλ ή Ναϊπόλ ή Νάιπολ, μωρέ γράψ’ εκεί Depestre και Naipaul, σου λέει ο άλλος, να ’χεις το κεφάλι σου ήσυχο. Κι ακόμα: Λουλλύ ή Λυλλύ ή Λιλί,* άσε πια τον Βάργκας Γιόσα ή Λιόσα, τα μισά βιβλία Γιόσα, τα μισά Λιόσα.** Τι ανακούφιση, λοιπόν, κακά τα ψέματα, μ’ ένα Lully και Llosa.

διαβάστε τη συνέχεια...

Χμ, Llosa; Βλέπετε, μόλις φύγουμε απ’ την ψευτοασφάλεια των πιο οικείων μας αγγλογερμανικών, άντε κάπως και γαλλικών,*** το ξάφνιασμα είναι μεγάλο. Ε, χίλιες φορές το Λιόσα παρά αυτό το μυστηριώδες Llosa.

Αφιέρωσα ήδη δύο επιφυλλίδες στα λατινόγραπτα (α και β), επιχειρώντας να δείξω τον χαοτικό χαρακτήρα του θέματος, παρά τον ορατό κίνδυνο να οδηγηθεί εντέλει ο καταπτοημένος αναγνώστης στη γλυκιά θαλπωρή και την ασφάλεια του λατινικού αλφαβήτου.

Κι όμως, όσο βασανιστικό κι αν είναι αυτό το χάος για έναν μεταφραστή λ.χ., θα επιμείνω στην ανάγκη να γράφεται ελληνικά ένα ξένο όνομα. Δεν πρόκειται για καμία ηθική τάχα του επαγγέλματος, αυτοθυσία στην υπηρεσία του αναγνώστη κτλ. Ίσα ίσα: πιο πρακτικό και ωφελιμιστικό δεν θα μπορούσε να είναι. Γιατί, με τα πιο απλά μαθηματικά, όσο κι αν βασανίσει ένα όνομα έναν μεταφραστή, θα είναι πάντα ένα σε σχέση με τα εκατόν ένα που θα τον προβληματίσουν και τον ίδιο πια σαν αναγνώστη, τις εκατόν μία δηλαδή φορές που είναι κι ο ίδιος αναγνώστης σε σχέση με τη μία που είναι μεταφραστής.

Υπάρχει, είπαμε, και η ανάγκη του μελετητή να βρει το ξένο όνομα στη γλώσσα του, να αναζητήσει ενδεχομένως κάποιο του βιβλίο κτλ. Μα ούτε λόγος: σ’ ένα επιστημονικό ιδίως έργο, οι βιβλιογραφικές αναφορές, συγγραφέας, τίτλος κτλ., δίνονται πάντοτε στη γλώσσα τους. Και στο κείμενο μέσα, μπορεί την πρώτη φορά που απαντά ένα όνομα να δίνεται σε παρένθεση στη γλώσσα του –ενώ υπάρχει πάντα και το ευρετήριο, με τη διπλή γραφή, ελληνική και ξένη. Παίρνω στα χέρια μου την επιβλητική έκδοση του Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης με τη Μίμηση του Άουερμπαχ: λατινικά στο εξώφυλλο, αλλά αμέσως μέσα ελληνικά. Διατρέχω το προλογικό κείμενο του Στάινερ: Τζανμπαττίστα Βίκο, Φόιερμπαχ, Χούμπολτ, Καρλ Φόσλερ, Λέο Σπίτσερ, Ε. Ρ. Κούρτιους και αναρίθμητοι άλλοι, όλοι ελληνικά. Στο τέλος, στο ευρετήριο, σε παρένθεση, η λατινική γραφή κάθε ονόματος. Κοιτάζω δύο τελευταίες εκδόσεις των πάντα φροντισμένων Πανεπιστημιακών Εκδόσεων Κρήτης: στο εξώφυλλο κιόλας, ελληνικά: Ετιέν Ζιλσόν, Το ον και η ουσία· Χανς Σλούγκα, Φρέγκε. Σαν πόσο υστερούν σε επιστημοσύνη αυτοί οι δύο μείζονες εκδοτικοί οίκοι;

Ενώ από την άλλη, γεμίζουν οι εφημερίδες μας, το λαϊκό αυτό από μιαν άποψη είδος, με λατινικά στοιχεία. Εδώ, σ’ εμάς π.χ., ολοσέλιδη θεατρική κριτική για το Sleuth! Το ίδιο και στη μαρκίζα του θεάτρου, σε πολλές στήλες θεαμάτων κ.α. Μια παράσταση με σπουδαίους ηθοποιούς, γνωστούς κι από την τηλεόραση, τον Κιμούλη και τον Μαρκουλάκη, που απευθύνεται και στο ευρύ κοινό –το οποίο δεν θα ξέρει όμως πώς λέγεται το έργο: Σλέτ, Σλόυτ, Σλόυθ; Δεν είναι δα και καμιά πολυσυνηθισμένη λέξη, ούτε προδίδει εύκολα την προφορά της: Σλουθ! Α, ώστε πρόκειται για την παλιά επιτυχία Χορν και Αλεξανδράκη, πιο παλιά με Διαμαντόπουλο και Μπάρκουλη, στον κινηματογράφο με Λώρενς Ολίβιε και Μάικλ Κέην, που, αν δεν ήταν ακριβώς επιτυχία, δεν ξέρω πόσοι θα ταύτιζαν τι.

Πρόσφατα πήγα στην εντυπωσιακή έκθεση Τσαρούχη στο Μουσείο Μπενάκη. Στον πάνω όροφο, μακέτες από σκηνικά, κουστούμια κτλ. Οι λεζάντες στα ελληνικά και στα αγγλικά. Όμως, και στην ελληνική λεζάντα το όνομα του συνθέτη λ.χ. είναι και πάλι στην ξένη γλώσσα: Bellini, Verdi! Αλλά ακόμα και τα ρωσικά, κι αυτά αγγλικά γραμμένα: Piotr Illich Tchaikovsky!

Δεν είδα την έκθεση με τα σκίτσα του Φελλίνι, κρατώ όμως στα χέρια μου τον υπέροχο κατάλογο: όλα ανεξαιρέτως τα ονόματα στα ξένα. Αλλά και τα πρόσωπα των ταινιών του; Διαβάζω και ανατριχιάζω, δυσκολεύομαι καταρχήν να αναγνωρίσω ταινίες και ήρωες των νεανικών μου χρόνων, την περιουσία μου όλη: Νύχτες της Cabiria; Άπαγε της βλασφημίας! Giulietta Masina η δική μου Τζουλιέττα Μασίνα, η σπαραχτική Τζελσομίνα στο μυθικό La Strada (όπως παιζόταν πάντα, και τώρα εμφανίζεται κατά αντίστροφη λογική: «Ο δρόμος»); Και Τζελσομίνα είναι η Gelsomina; Και ο Zampanò… Και Saraghina είναι η Σαραγκίνα που έτρεφε τις ερωτικές φαντασιώσεις των πιτσιρικάδων στο Οχτώμισι; Κι ενώ υπάρχουν και σκίτσα με λεζάντες όπως: «η Anna πλάτη…», «η Olimpia γυμνή…»

Πάω στο χρονολόγιο: «1920, ο Federico Fellini γεννιέται στο Rimini της Αδριατικής». Αλλά, αν έτσι το ζυμωμένο με τη νεοελληνική ιστορία Ρίμινι, πού θα σταθούνε πια οι Ριμινίτες;

Και καλά τα graffiti. O graffit-άς;

Ζυμωμένη με τη νεοελληνική ιστορία είναι κι η Βέρμαχτ. Τώρα σε σοβαρή καθημερινή εφημερίδα, σε σνομπίστικη, είν’ η αλήθεια, στήλη: Wehrmacht. Στην ίδια στήλη, το happy end, τα gadgets, το quiz, τα shocking. Δεν είναι η μόνη, κάθε άλλο.

Τελικά, όσο κατανοητή, οπωσδήποτε οικεία, και καμιά φορά, το ομολογώ, επιθυμητή μού είναι κι εμένα η ξενική γραφή των ονομάτων τόσο ακατανόητη, άσκοπη, α-νόητη βρίσκω την ξενική γραφή κοινών ιδίως λέξεων· και, εννοείται, όσο πιο κοινές, παλιές και περπατημένες, τόσο πιο ανόητη: «Ο Παυλόπουλος δεν θα τους δώσει το prim», «Embargo για ραδιοτηλεοπτικά μέσα», το prospectus, τα circo, τα bonuses (πληθυντικός του μπόνους!), το bazaar, το test, το studio, το scooter.

Υπάρχει παρακάτω; Όταν τα πάγκοινα ξενικά δίνουν παράγωγα, και πάλι επιμένουμε στην ξενική γραφή, σε πείσμα της ευδόκιμης ελληνοποίησης την οποία οι ίδιοι θελήσαμε: club-ίστικη ατμόσφαιρα, chic-άτος, panel-ίστες, τα hitάκια του Νικ Κέιβ, τα testάκια!

Είμαστε σίγουροι πως είμαστε μακριά από την porta και τον port-ιέρη;


η ανυπέρβλητη Τζουλιέττα Μασίνα στο La strada του Φελλίνι


Υστερόγραφο-Σημειώσεις

* Ο Lully, Λουλλύ ή Λυλλύ ή Λιλί;
Με το εξίσου χαοτικό θέμα του τρόπου πλέον μεταγραφής, αν δηλαδή Λυλλύ ή απλογραφημένα Λιλί, έχω ασχοληθεί εκτενέστερα, βλ. Η γλώσσα, τα λάθη και τα πάθη, α΄ τόμ., σ. 54 κ.ε. (ή εδώ). Αν το ξανάπιανα σήμερα το θέμα, δεν ξέρω αν θα ’βγαζα άκρη: καταρχήν θα ήμουν, είμαι, περισσότερο σκεπτικός απέναντι στην αρχή της «αντιστρεψιμότητας» και την αποτελεσματικότητά της (ότι το Λυλλύ, εν προκειμένω, μας οδηγεί ασφαλέστερα πίσω στο Lully)· έπειτα, με τα χρόνια, βλέπω περίπου αναγκαστικό μονόδρομο την απλογράφηση, μ’ όλα της τα προβλήματα και τις τερατογενέσεις. Ωστόσο, πιστεύω ακράδαντα ότι αυτό το «Λιλί» ενισχύει την εμμονή στα λατινόγραπτα. Και τότε οδηγούμαστε, περίπου αναπόφευκτα, στην Cabiria πρώτα, όπως είδαμε παρακάτω, έπειτα στην Olimpia και την Anna, κι από κει (ή μαζί) στο test, και μετά στο testάκι. Αδιέξοδο λοιπόν· για την ώρα, υπάρχει ακόμα η μέση οδός, με τις όσες ανακολουθίες της, γιατί όχι.

** Ο Llosa, Γιόσα ή Λιόσα;
Όλα τα μεγάλα λεξικά έδιναν και δίνουν πάντα σωστή προφορά το «Γιόσα», κατά καιρούς γράφτηκαν διάφορα σχετικά άρθρα, για την εμμονή, στα καθ’ ημάς, στο «Λιόσα», κι όμως ποτέ δεν έτυχε να δω κάποιον αντίλογο, που να στηρίζει δηλαδή το «Λιόσα». Ωστόσο, δεν μπορεί, σκεφτόμουν, καθώς πλήθαιναν τα βιβλία με το «Λιόσα», κάποια εξήγηση θα υπάρχει –κι έμενα με την απορία. Μόνο τυχαία, σε κουβέντα με τον φίλο εκδότη Νίκο Γκιώνη, έμαθα το κοινό (;) μυστικό πως ναι μεν Γιόσα είναι η σωστή προφορά του Llosa, όμως ο ίδιος το θέλει «Λιόσα», σύμφωνα με δεν ξέρω ποια παλιά προφορά.

Ο Todorov είναι Τοντόροφ;
Ο Νίκος Γκιώνης πάλι έχει από πρώτο χέρι τη μαρτυρία πως ο Todorov δεν είναι «Τοντόροφ», όπως έχει επικρατήσει στα ελληνικά· ή Τόντοροφ, κατά τα βουλγαρικά, ή Τοντορόφ, κατά τα γαλλικά, που το προτιμά και ο ίδιος.

Ο Hobsbawm που δεν είναι Χομπσμπάουμ
Κι άλλο σχετικό: ο Hobsbawm, πασίγνωστος σήμερα, όχι όμως και πριν από λίγες δεκαετίες· Χομπσμπάουμ ειπώθηκε τότε, και έτσι και έμεινε, παρότι ο ίδιος λέει πως προφέρεται Χόμπσμπομ, το είπε εδώ και σ’ εμάς, ρητά, όταν επισκέφτηκε τη χώρα μας. Όμως η επιμονή στην ξενική γραφή (εννέα μεταφράσεις έργων του μέτρησα στο e-shop, σ’ όλα τα εξώφυλλα το όνομά του είναι γραμμένο με λατινικούς χαρακτήρες) μοιραία θα συντηρεί το «Χόμπσμπαουμ», στο οποίο επιμένουν σχεδόν οι πάντες, από άγνοια οι περισσότεροι, κάποιοι λίγοι, διόλου αθώα, για να υποδείξουν την εβραϊκή καταγωγή του

*** Τα οικεία μας αγγλογερμανικά, άντε κάπως και γαλλικά
Αναφέρομαι σε οικεία αγγλογερμανικά, επειδή κάποια αγγλικά υποτίθεται πως όλοι γνωρίζουμε (αλλά πώς προφέρεται ένας Waugh που είδα συμπτωματικά τούτες τις μέρες;) και επίσης υποτίθεται ότι ξέρουμε πως στα γερμανικά διαβάζουμε ό,τι ακριβώς βλέπουμε (βάρδα να μη μας τύχουν τα Umlaut, οι τελίτσες σαν τα δικά μας διαλυτικά πάνω από ’να φωνήεν, ή τα παραπλανητικά ei, eu κτλ.). Αντίθετα, τα γαλλικά παραμένουν ερμητικά κλεισμένα: «εδώ στο Πορτ-ω-Πρινς» και κόντρα «Πορτ-ω-Πρινς» έλεγε το Πορτ-ω-Πρενς, τις μέρες του φοβερού σεισμού στην Αϊτή ο απεσταλμένος της ΝΕΤ.

buzz it!

15/4/10

στις επάλξεις [21], ή τα βαρίδϊα και η αποσυνιζοποίηση

Καημό το ’χα να φτιάξω κι εγώ ένα σύνθετο με -ποίηση: αποσυνιζοποίηση, λοιπόν, το λέω και γεμίζει ο στόμας μου· ωραία, δεν είναι σαν την τηλετηλοψιοδιαυλοεπιλογή μου, αλλά εκεί που τρέφομαν με ξένες ποίησες, νά κι η δική μου, και με το δίβουλο «απο-» μπροστά, όχι παίζουμε!

διαβάστε τη συνέχεια...

Έστιν ουν αποσυνιζοποίηση η τάση να αποσυνιζώνεται μια εξαπανέκαξεν συνιζοποιημένη λέξη, καθημερινή λέξη, κατά κανόνα λαϊκή –-εξού και η συνίζηση, θα λέγαμε πρόχειρα. Έτσι, η βάρδια, βάρ-δια, με συνίζηση, várδja (βάρδγια), όλο και πιο συχνά ακούγεται ασυνίζητη: βάρ-δι-α: «όταν τέλειωσε η βάρδιά μου…» άκουσα χτες στην τηλεόραση να λέει άνθρωπος απλός. Άρα δεν είναι μόνο οι ζηλωτές διορθωτές των εφημερίδων, όπου μόνο ασυνίζητο τύπο βλέπεις πια· ώστε περνάει και στην ομιλία: η βάρδιά μου, οι βάρδιές τους κτλ. Να φταίει μήπως αυτό το ας πούμε δυσπρόφερτο ρδγ; Αν ήταν μόνο η «βάρδγια», να το δεχόμασταν. Αλλά φαίνεται να ’ναι γενικότερη η τάση, και προφανώς έχει να κάνει με την απολαϊκοποίηση (πόπο ρέντα σήμερα!) των λέξεων, που αναβαπτίζονται έτσι στην κολυμβήθρα της μιάς και ενιαίας.

Πρόσφατα, με άλλη αφορμή, την κατάχρηση των εισαγωγικών, παρέθετα τη φράση: «“βαρίδιο” για τον Σαμαρά τα σκάνδαλα της καραμανλικής περιόδου», και σχολίαζα ότι, αφού το βαρίδι έγινε «βαρίδιο», θα θέλει ασυνίζητο τον πληθυντικό του, δηλαδή «βαρίδϊα»!

Σαν τερατολογία το ’γραφα, ο επιεικώς αφελής, αλλά δύο φορές άκουσα πριν από λίγες μέρες, στις βραδινές ειδήσεις της ΝΕΤ (9.4.10), τον αρχηγό της Νέας-Νέας Δημοκρατίας να εκφωνεί, σε μια ομιλία του, αυτόν ακριβώς τον ασυνίζητο πληθυντικό: «τα βαρίδιά του» και «βαρίδϊα».

Όμως βαρϊά τα βαρίδϊα, όπως και η καλογερική εξάλλου --ή η .ούτσα του τσολϊά.

Αλλά ας μην προτρέχουμε, ας μείνουμε στα ήδη δοκιμασμένα, από αρχηγικά χείλεα μάλιστα, -ίδϊα. Και ιδού ιδέες: βουρ στα κοψίδϊα, καρφώνω τα σανίδϊα, με πονάν τα παΐδιά μου, ίνα μή τι άλλα -ίδϊα είπω, βοσκάμε τα γίδϊα, ναι, τα γίδϊα!

Α στο καλό, συγχύστηκα και πάει όλη μου η χαρά απ’ τη λεξιπλασία μου…


ΥΓ. Έτσι και κάποιος μεταφραστής, διορθώνοντας σιωπηρά (!) διάφορα μεταφράσματα άλλων τα οποία χρησιμοποιούσε σε δική του μετάφραση, κάνοντας το σαν → ως, βεβαίως βεβαίως, παρέλαβε και ένα «έγνοιες της» (=σκοτούρες· όχι [ασυνίζητες, φυσικά] έννοιες) από δική μου μετάφραση και το έκανε «έγνοιές της».

buzz it!

10/4/10

Γιάννης Βελούδης in town

Καινούριος Βελούδης από τη Θεσσαλονίκη, από το Ίδρυμα Νεοελληνικών Σπουδών (Μανόλη Τριανταφυλλίδη), με τίτλο Από τη σημασιολογία της ελληνικής γλώσσας: Όψεις της 'επιστημικής τροπικότητας'








Εδώ αναδημοσιεύεται ένα σύντομο κεφάλαιο (σ. 371-72):


                              Επιστημική αντίδραση

Θα μπορούσε να είναι γλωσσολογικό ανέκδοτο-γρίφος: Τι κοινό έχει ο γνωστός σύνδεσμος ενώ με την “ανεξέλεγκτη” είσοδο μεταναστών στη χώρα μας, ή με την “αθρόα εισροή” δάνειων λέξεων στη γλώσσα μας, ή, για να περάσουμε και σ’ ένα μη ερεθιστικό πεδίο, με την αλγεβρική πρόσθεση δύο αριθμητικών μεγεθών;

διαβάστε τη συνέχεια...

Ας δοκιμάσουμε την απάντηση από τη θέση που πιστεύουμε ότι ελέγχουμε ίσως καλύτερα –-τα εγχειρίδια της γραμματικής άλλωστε είναι πάντα εκεί. Το ενώ, θα λέγαμε από την πρώτη στιγμή, αναλαμβάνει τυπικά δύο ρόλους: (i) τη δήλωση του ταυτόχρονου (: απόλυτη ή μερική χρονική «συνύπαρξη» δύο καταστάσεων πραγμάτων) και (ii) τη δήλωση της αντίθεσης-εναντίωσης. Για αυτή τη δεύτερη -–και σκοτεινότερη μάλλον-– πλευρά του θα μπορούσαμε να ζητήσουμε βοήθεια από μια κοινή χρήση τής εξίσου γνωστής έκφρασης μέσα σε, που σχεδόν το μεταφράζει (: ἐν + δοτική): Και μέσα σε (όλο) αυτό το ζόρι, να πρέπει εγώ να χαμογελώ, λες και δε συνέβαινε τίποτε…, Και μέσα στον ορυμαγδό της μετακόμισης, να μου ζητάει ο καλός σου να βρω το συγκεκριμένο χοντρό φλιτζάνι για τον απογευματινό του καφέ!, Μέσα σε όλα αυτά, που λες, νά σου κι ο Πέτρος με την καινούργια κατάκτηση κτλ. –-‘μέσα σε’, ενώ η εν λόγω κατάσταση πραγμάτων (: χαμογελώ, βρίσκω το συγκεκριμένο φλιτζάνι, δέχομαι την επίσκεψη του Πέτρου, κτλ.) έπρεπε ακριβώς να παραμείνει ‘έξω από’.*

Και τι ενδιαφέρον μπορεί να έχει αυτή ειδικά η γλωσσική επιλογή για την έκφραση της αντίθεσης-εναντίωσης; Υπαινίσσεται την απροσδόκητη είσοδο μιας κατάστασης πραγμάτων σ’ ένα «οργανωμένο σύνολο» άλλων καταστάσεων πραγμάτων (: [όλο] αυτό το ζόρι, ορυμαγδός της μετακόμισης [και ό,τι αυτό συνολικά σημαίνει], όλα αυτά, κτλ.) που δεν της αναλογεί. Ή αλλιώς: την τριβή της ένταξης σε μια ολότητα. Κι ακόμη γενικότερα: το πρόβλημα της συνύπαρξης με ένα «οργανωμένο» ‘άλλο’.**

Αυτός ο υπαινιγμός, βάζει αμέσως στο χέρι μας το κλειδί για την απάντηση στο ανέκδοτο-γρίφο της αρχικής παραγράφου. Η –-και λαθραία-– διέλευση των συνόρων μιας χώρας δεν σημαίνει μόνο αμοιβαία οικονομικά οφέλη· μπορεί να έχει και απρόσμενες πτυχές, στο βαθμό που οι μετανάστες/μετανάστριες επιμένουν να διατηρούν τα δικά τους -–πολιτισμικά, κτλ.-– γνωρίσματα. Η είσοδος ενός δανείου στη γλώσσα μας μπορεί να σημαίνει και μόνιμη τριβή, όσο η προσκεκλημένη έκφραση αρνείται να αποχωριστεί μορφικές ιδιαιτερότητες ξένες προς τα δομικά χαρακτηριστικά του συστήματος υποδοχής –-τυπικό παράδειγμα το ασανσέρ (: τελικό -ρ του ενικού, ακλισία). Και τέλος, η αλγεβρική συνάντηση του ‘1’ με το αριθμητικό μέγεθος ‘10’ μπορεί να σημαίνει και μείωση του τελευταίου, παρά την -–κατά τα άλλα-– υπόσχεση της «πρόσθεσης», αν συμβαίνει το πρώτο να έχει διαφορετικό, αρνητικό, πρόσημο: 10+(~1) = 9.

Αυτή η απροσδόκητη-εξέλιξη-αναφορικά-με-ένα-σύνολο θα μας απασχολήσει στη συνέχεια, και με την έννοια της αλγεβρικής πρόσθεσης ακόμη, καθώς θα εξετάζουμε την ανάπτυξη των αντιθετικών-εναντιωματικών της ελληνικής από εκφράσεις που μας ανάγουν απώτερα στις βασικές γνωσιακές κατηγορίες του ΤΟΠΟΥ (εκτός, χωρίς), του ΧΡΟΝΟΥ (ενώ), του ΠΟΣΟΥ (ωστόσο, αλλά), του ΤΡΟΠΟΥ (πάντως, μολαταύτα, μολονότι). Το εναντιωματικό ενώ ήταν λοιπόν μόνο η αφορμή· και το ανέκδοτο-γρίφος μας προοριζόταν απλώς να παραπέμψει, με τον μάλλον αδέξιο τρόπο του, στη “βάση δεδομένων” -–τις εμπειρίες και κανονικότητες–- που θα επικαλεστούμε.


* Για τη σχέση αυτού του -–γνωσιακού-– βάθους με την κατάφαση (: ‘μέσα’) και την άρνηση (: ‘έξω’), βλ. Βελούδης, Η άρνηση, εκδ. Πατάκη, 2005. Να μην περάσει απαρατήρητη η εγγραφή τού β΄ προσώπου (: λες, νά σου, ο καλός σου, που λες) στα παραδείγματά μας. Ο ομιλητής μοιάζει να ζητά να ενισχύσει το στοιχείο της έκπληξης/αντίδρασης με το να κάνει ενεργότερη κοινωνό τής συνομιλιακής «στιγμής» την ακροάτρια –-αν όχι με το να της αναθέτει και το ρόλο του (: που λες): προεξοφλεί τη συγκατάθεσή της για τη δική του αρνητική στάση απέναντι στα καθέκαστα, παραπέμποντάς μας σε μια ενδιαφέρουσα εκδοχή ‘διυποκειμενικoποίησης’ (intersubjectification). [...]

** Για “έκπληξη που αφορά τη χρονική σύμπτωση ή τις σχέσεις ανάμεσα στο γεγονός [event] και το πλαίσιο υποδοχής του [ground]” κάνει λόγο και η E. C. Traugott (“Subjectification in Grammaticalization”, στο D. Stein & S. Wright, επιμ., Subjectivity and Subjectivization, Cambridge University Press, 1995, σ. 41), αναλύοντας το while της αγγλικής.



                                            * * *

Ο τόμος Από τη σημασιολογία της ελληνικής γλώσσας απαρτίζεται από νεότερα και παλιότερα κείμενα του Γιάννη Βελούδη* με κοινό τους στόχο πτυχές της ανθρώπινης υποκειμενικότητας.

Η συλλογή έχει αφετηρία τη διαστολή της υποκειμενικότητας στο τυπικότερο γλωσσολογικό της πεδίο, την επιστημική [: επίσταμαι] τροπικότητα· και σημείο τερματισμού, μια πρώτη απόπειρα για την «οπτικοποίηση» τυπικών εκδοχών της. Το ενδιαφέρον ωστόσο βρίσκεται, ως όφειλε, στην πορεία καθαυτή και στους ενδιάμεσους, κάποτε και απρόοπτους, προορισμούς μιας ολοένα και πιο οριακής αναζήτησης της υποκειμενικότητας: στην υποτακτική και την άρνηση· στο λεγόμενο «παράδοξο» για να· στη γραμματική κατηγορία ‘παρακείμενος’· στην αντωνυμία που και τη γνωστή μας από το σχολικό συντακτικό γενική κτητική· στα αντιθετικά-εναντιωματικά συνδετικά, από το πάντως και το μολονότι μέχρι το αλλά και το όμως· και τέλος, σε μια τολμηρή σκέψη περί μετωνυμικής συνάρτησης του μέλλοντα της γλώσσας με το μέλλον της κοινότητας στο ποίημα του καβάφη “Περιμένοντας τους βαρβάρους”.

Καθ’ οδόν δίνονται απαντήσεις σε επιμέρους ερωτήματα-γρίφους της ελληνικής σημασιολογίας: Γιατί λ.χ. έχει επιλεγεί το να για την έκφραση της υποτακτικής; Σε τι διαφέρουν οι εκφορές μη φύγεις / να μη φύγεις; Τι συνδέει το κανένας με το κάποιος; Πώς εξηγείται η χρήση Είναι πολύ έξυπνος για αν τον γελάσεις; Ποια είναι η σχέση της αρχαίας γενικής απολύτου με τον σημερινό παρακείμενο; Είναι συμπτωματικό ότι επιστρατεύθηκε το «βοηθητικό» έχω για τον αναλυτικό σχηματισμό αυτής της ρηματικής κατηγορίας; Γιατί τα ίσως και όμως, παρά την κοινή τους σημασιακή εκκίνηση, ‘εξίσου’, ‘ομοίως’, κατέληξαν να δηλώνουν ενδεχόμενο και αντίθεση, αντίστοιχα;

[από το δελτίο τύπου]


* Οι διαδικτυακοί φίλοι των γλωσσολογικών θα τον έχουν εντοπίσει στο ιστολόγιο των ανορθόγραφων, όπου παρατίθεται ένας ιδιαίτερα ενδιαφέρων «διάλογος» με τον Γ. Μπαμπινιώτη.

buzz it!

8/4/10

"Λίγο Βολταίρο ακόμα, παρακαλώ;"



Ανακοίνωση της Αντιναζιστικής Πρωτοβουλίας (www.antinazi.gr)

Η ποινική δίωξη κατά της Αντιναζιστικής Πρωτοβουλίας που ασκήθηκε ύστερα από μήνυση του ναζιστή Κ. Πλεύρη για «διασπορά ψευδών ειδήσεων», επικυρώθηκε από το Εφετείο Αθηνών που όρισε τη δίκη στις 12 Απρίλη 2010, όπως πληροφορηθήκαμε από το ΕΠΣΕ. Σύμφωνα με το κατηγορητήριο αυτές οι «ψευδείς ειδήσεις» θίγουν το κύρος της δικαιοσύνης και «δημιουργούν ανησυχία στους πολίτες».

διαβάστε τη συνέχεια...

Υπενθυμίζουμε ότι κατά τη διάρκεια της δίκης Πλεύρη η Α.Π. είχε καταγγείλει με ανακοινώσεις της ότι συγκεκριμένοι δικαστές (οι Λ. Λαζαράκος, Π. Ματζούνης και Μ. Παγουτέλη) υπεράσπισαν το ναζιστή και εξέφρασαν πρωτοφανείς αντισημιτικές και φιλοναζιστικές θέσεις. Οι καταγγελίες μας εναντίον των δικαστών αυτών ήταν αληθινές και όχι ψευδείς «ειδήσεις», παρμένες τόσο μέσα από τις τοποθετήσεις τους όσο και μέσα από τα ίδια τους τα κείμενα!

Το κύρος της ελληνικής δικαιοσύνης θίγεται αποκλειστικά από την ύπαρξη μέσα σε αυτήν αντισημιτών δικαστών που υπερασπίζουν και αθωώνουν ναζιστές. Και είναι αυτό που ανησυχεί τους πολίτες.

Η προκλητική αυτή δίωξη εναντίον της Α.Π θα γίνει μπούμεραγκ σε βάρος των εμπνευστών της, που μετέτρεψαν έναν ναζιστή σε υπερασπιστή του κύρους της ελληνικής δικαιοσύνης και έγιναν διώκτες της δημοκρατίας.

Καλούμε τους πολίτες να σταθούν στο πλευρό της Αντιναζιστικής Πρωτοβουλίας, για την απόκρουση της μεγάλης αυτής απόπειρας εκφοβισμού των δημοκρατών και –το χειρότερο– φασιστικοποίησης της δικαιοσύνης. Αν αυτή η απόπειρα δικαιωθεί με την καταδίκη της Αντιναζιστικής ολόκληρη η πολιτική και κοινωνική ζωή της χώρας θα έχει μπει σε μια πολύ επικίνδυνη τροχιά.

buzz it!

3/4/10

Ιστορίες άσκοπου μυστηρίου

Τα Νέα, 2 Απριλίου 2010 [εδώ με ελάχιστες προσθήκες,
αλλά μ' ένα υπερτροφικό Υστερόγραφο]




Ο νομπελίστας V. S. Naipaul έχει ευτυχώς πολυμεταφραστεί στα ελληνικά. Ευτυχώς; Αντιγράφω από τον κατάλογο της Εθνικής Βιβλιοθήκης: 2 φορές Νάιπουλ, 2 Ναϊπόλ και 2 Νάιπολ. Δεν είναι κανένα φοβερό θέμα ασυνέπειας, η έρευνα προχωρεί, το θέμα είναι πώς βγάζει άκρη κανείς, πού καταλήγει


Σας δωρίζουν ένα βιβλίο, ανοίγετε το περιτύλιγμα, στο εξώφυλλο ο άγνωστός σας συγγραφέας είναι με λατινικά στοιχεία –απλούστατα δεν είστε σε θέση να πείτε ποιανού βιβλίο σας δώρισαν!

Τις προάλλες ο φίλος Παναγιώτης μού έφερε δώρο, φρέσκια φρέσκια, μια καινούρια έκδοση: ένα κομψότατο τομίδιο, το γνωστό καλό γούστο των εκδόσεων Πόλις, μετάφραση εγγυημένη από τον μάστορα Αχιλλέα Κυριακίδη, Δρόμος αντοχής ο τίτλος, μακάρι να ’ξερα και πώς προφέρεται το όνομα του συγγραφέα: Jean Echenoz, που λυπάμαι αλλά δεν τον ήξερα. Γυρίζω στο οπισθόφυλλο: «Ο συγγραφέας αφηγείται τη ζωή του τσέχου δρομέα μεγάλων αποστάσεων Εμίλ Ζάτοπεκ…»: α ωραία, βιβλίο για τον Ζάτοπεκ, θρυλική μορφή της γενιάς μου, αυτός, πάλι καλά, ελληνικά γραμμένος, μα ο συγγραφέας και εδώ, σ’ όλο το κείμενο στο οπισθόφυλλο, πάντα στα λατινικά. Ξανά μπροστά, στο αφτί του εξωφύλλου, βιογραφικό σημείωμα, πάντα λατινικά. Είναι όμως Γάλλος, διαβάζω, όπως έδειχνε και το μικρό του, το Jean, άρα αποτολμώ: Εσενόζ ή Εσνόζ, εκεί που πάντως ένας μη γαλλομαθής θα εξακολουθούσε να παραμένει αμήχανος, ένας γερμανομαθής θα διάβαζε «Έχενοτς» κ.ο.κ.

διαβάστε τη συνέχεια...

Ο λόγος, όπως ξεκίνησα στην περασμένη επιφυλλίδα, για την εμμονή στη λατινική γραφή των κυρίων ονομάτων, που αποκλείει από τη στοιχειώδη γνώση, από την απλή πληροφορία, όχι μόνο τον μέσο αναγνώστη αλλά και τον ειδικό.

Το θέμα εγείρει κάθε τόσο συζητήσεις, κι όσο κι αν είναι σκόπιμο να επανερχόμαστε συχνά, ετούτη τη φορά σκέφτηκα να περιοριστώ αποκλειστικά σε προσωπικές μου εμπειρίες ή παθήματα, που δείχνουν ακριβώς τα καθημερινά αδιέξοδα, σε πείσμα του όποιου και όσο σοβαρού θεωρητικού αντίλογου.

Θα ’ναι κάπου δεκαπέντε χρόνια, επιμελούμαι ένα πρόγραμμα του Μεγάρου Μουσικής, ρωτάω τον υπεύθυνο της ύλης, φίλο πανεπιστημιακό, πώς προφέρεται το αρκετά περίεργο όνομα του συγγραφέα ενός άρθρου που το είχε επιλέξει για την έκδοση. «Δεν ξέρω» μου απάντησε, «βρήκα το κείμενο στο ίντερνετ, είναι πολύ ενδιαφέρον, το μοιράζω και στους φοιτητές μου, αλλά δεν έβγαλα άκρη πώς προφέρεται»! Ακούγεται παράδοξο, έως εξωφρενικό, κι όμως δεν είναι.

Την ίδια εποχή, λίγο πιο πριν, μεταφράζω τις Προδομένες διαθήκες του Κούντερα, δοκίμιο, πλήθος τα ξένα ονόματα. Στέκομαι σκόπιμα στα πιο απλά, και για το πιο απλό θέμα, τη θέση του τόνου: Hannah Arendt, γερμανικό το όνομα, άρα ούτε λόγος: Άρεντ. Τυχαία κουβεντιάζω το ίδιο καλοκαίρι μ’ ένα φίλο, καθηγητή φιλοσοφίας τότε στο Βερμόντ. «Άρεντ;» κάνει κατάπληκτος· «Αρέντ τη λέμε». Απορώ εγώ, επιμένει εκείνος, την είχε γνωρίσει, περαστική απ’ το πανεπιστήμιό του· «θα το ξαναδώ και θα σου πω» κράτησε μια επιφύλαξη. «Αρέντ» ήρθε αργότερα η οριστική απάντηση απ’ την Αμερική. Εδώ δεν ήταν πολύ γνωστή τότε ακόμα, ένα μόνο βιβλίο της είχε μεταφραστεί, το έψαξα μπρος πίσω, μέσα έξω, παντού λατινικά το όνομα. Αρέντ έγραψα τότε εγώ, όμως Άρεντ επικρατεί σιγά σιγά, Άρεντ βγαίνουν έκτοτε όλα της τα βιβλία, τελευταία και η μελέτη της Κρίστεβα γι’ αυτήν, Άρεντ σε άλλα διαδικτυακά λεξικά, Αρέντ σε άλλα, μου ’χει γίνει έμμονη ιδέα, ώσπου πέφτω στη λύση του μυστηρίου: «Άρεντ στα αγγλικά, Αρέντ στα αμερικανικά»! Νά επιτέλους μια εξήγηση· παραταύτα δεν έχει νόημα να επιμείνω: Άρεντ τώρα πια κι εγώ.

Στο ίδιο βιβλίο ο περίφημος Σάλμαν Ράσντι, όπως τον έγραφαν πολλοί τότε, και όπως με διαβεβαίωσαν κι εμένα και στην αγγλική πρεσβεία και στην ινδική πρεσβεία. Στο μεταξύ, Ρούσντι καθιερώθηκε, έτσι κυκλοφόρησαν όλα τα βιβλία του, δύσκολο μου ’ρχεται, όμως ακολούθησα: Ρούσντι τώρα κι εγώ.

Άλλη μετάφραση Κούντερα, Ο πέπλος, αναφορά στους Αϊτινούς υπερρεαλιστές συγγραφείς και ακτιβιστές Jacques Stephen Alexis και René Depestre, ιδρυτές του αϊτινού ΚΚ σε νεαρότατη ηλικία, τον Alexis τον δολοφόνησαν στα 39 του, ο Depestre ακούστηκε και τελευταία με τον καταστροφικό σεισμό στην πατρίδα του. Και πώς προφέρονται αυτά τα απλά ονόματα; Αϊτινοί, άρα γαλλικά: Ζακ Στεφέν Αλεξίς; Ζακ σίγουρα· όμως Στεφέν ή Στήβεν, αφού είχαν και αγγλικά ονόματα, και το Stephen είναι αγγλικό; Αλεξίς ή Αλεξί; Προφέρεται αυτό το ρημάδι το -s, που κανονικά σαν τελευταίο γράμμα παραλείπεται στα γαλλικά, ή είναι σαν τον Régis Debray (Ντεμπραί) που ούτε οι Γάλλοι ξέρουν με σιγουριά αν είναι Ρεζί ή Ρεζίς, ή σαν τον Philippe Sollers, που επίσης οι μισοί θα τον πουν Σολλέρ κι οι άλλοι μισοί Σολλέρς. Ψάχνεις μανιωδώς, ελάχιστα έως καθόλου στοιχεία, το συζητάς με συναδέλφους εμπειρότερους, και καταλήγεις: Ζακ Στήβεν Αλεξίς.

Και ο Depestre; Πάλι παίρνεις σβάρνα και ρωτάς: άλλοι Ντεπέτρ, άλλοι Ντεπέστρ. Υπάρχει όμως εδώ ένα ισχυρό χαρτί: έχει μεταφραστεί ένα βιβλίο του στα ελληνικά: Ντεπέτρ στο εξώφυλλο, φαρδύ πλατύ. Μεταφράστρια η Τασσώ Καββαδία, με γαλλική παιδεία, θυμάσαι, είχε και σύζυγο τον πολύγλωσσο, μακαρίτη προ πολλού, Βασίλη Καζαντζή, ε, δεν μπορεί κάτι θα ήξερε και τον έβαλε έτσι.

Καινούρια μετάφραση τώρα Κούντερα. Ξανά μπροστά μου ο Alexis και ο Depestre. Ξαναψάχνεις, φτου κι απ’ την αρχή, κυκεώνας πάντα. Ώσπου ανακαλύπτεις σε σάιτ της εταιρείας γαλλόφωνων συγγραφέων ηχητική συνέντευξη του Depestre, εξόχως ενδιαφέρουσα απροπό. Εκεί η παρουσιάστρια του γαλλικού ραδιοφωνικού σταθμού τον προσφωνεί: Ντεπέστρ. Κι ο ίδιος στην αφήγησή του αναφέρεται κάποια στιγμή στον Ζακ Στεφέν Αλεξί. Άντε, διόρθωνε τώρα.

Αξίζει, νομίζω, να συνεχίσουμε.



Υστερόγραφο

Μέρες που ’ναι, ούτε αυτό το παναδέξιο «άσκοπο [μυστήριο]» του τίτλου δεν έχω τη διάθεση να κάτσω να σκεφτώ να το διορθώσω: αλλά και τι στο καλό θέλω ακριβώς να πω; ίσως κάτι σαν μυστήριο τζάμπα και βερεσέ; κερατιάτικο; ή «σιγά το μυστήριο!», ή κάτι τέτοιο, που κανονικά δε γράφεται σε εφημερίδα; Η οποία εφημερίδα ανασχεδιάζεται και μας έχει τρελάνει σε αιφνίδιες αλλαγές της ημέρας παράδοσης, στο κόψε κι άλλο κόψε και ξαναματακόψε κτλ. (Δε βαριέσαι, αυτό τουλάχιστον, το σύντομο κείμενο εννοώ, σε καλό θα βγει, αλλά στο μεταξύ χρειάζεται να βρεις και τη μαγκιά του: ίδωμεν.)

Κι αν τα της εφημερίδας δεν είναι επαρκής δικαιολογία, τα πάσχατα είναι, νομίζω. Έτσι, ακόμα περισσότερο απ’ ό,τι για τον τίτλο, πού όρεξη να στρώσω μερικές σημειώσεις, σκέψεις στο περιθώριο του κομματιού αυτού: τις ρίχνω πρόχειρα εδώ, καθώς μάλιστα δεν ξέρω αν θα μου χρησιμέψουν στη συνέχεια.

Ήθελα λοιπόν να προσθέσω για τον Ντεπέ[σ]τρ και τον Αλεξί[ς], εμφανίζοντας ακόμα πιο χαοτικό το θέμα (βούτυρο εντέλει στο ψωμί όσων επιμένουν να γράφονται τα ξένα ονόματα με λατινικά στοιχεία, στη γλώσσα τους), πως ούτε η ηχητική συνέντευξη αποτελεί σώνει και καλά ασφαλές κριτήριο –απροπό, ακούστε την, είναι συναρπαστική! Η Γαλλίδα παρουσιάστρια και ο Γάλλος δημοσιογράφος είναι φυσικό να προφέρουν Ντεπέστρ, όπως λ.χ. θα παρουσίαζαν και θα προσφωνούσαν «Σαμπρέν» τον Σεμπρούν, έστω όπως οι Γάλλοι, ακόμα και αυτοί που δεν προφέρουν τον Φρόυντ «Φρεντ», θα τον πουν οπωσδήποτε «Φροΰντ» (και με τη μεγάλη διαφορά ανάμεσα στο καμπανιστό γερμανικό ρο και το σχεδόν γο της γαλλικής γλώσσας). Αναλόγως, ο Ντεπέστρ, σε ακραιφνώς γαλλικό κλίμα, θα προφέρει: Ζακ Στεφέν Αλεξί.

Προσοχή, κάθε άλλο παρά πως έμαθα εντέλει τη σωστή προφορά αυτών των ονομάτων! Είμαι υποχρεωμένος να δεχτώ το εξαρχής προφανές, στο κάτω κάτω, πως ο Depestre είναι Ντεπέστρ και ο Jacques Stephen Alexis Ζακ Στεφέν Αλεξί: μακρηγορώ για να πως απλώς ότι, ακόμα κι αν δεν ήταν έτσι, δύσκολα θα το μάθαινε κανείς, δύσκολα θα ’βγαζε άκρη. (Ακόμα: υπέρ του Στεφέν θα μπορούσε να συνηγορεί το γεγονός ότι πολλές αναγραφές στο ίντερνετ το δίνουν «γαλλικά»: Stéphen, με οξεία δηλαδή.)

Άλλο, που μπήκε στην εφημερίδα σαν «πλάγιος», όπως τον λέμε, αυτό που ξεχωρίζει με μεγάλα μαύρα γράμματα, και που κανονικά είναι απόσπασμα του κειμένου. Τώρα έβαλα παράδειγμα, από αυτά που δε μου χώρεσαν: «Ο Κούντερα μάς συστήνει τον Ισλανδό μυθιστοριογράφο Guðbergur Bergsson και τον Κύκνο του· τώρα πώς θα τον ζητήσετε στο βιβλιοπωλείο, άγνωστο».

Άγνωστος ο συγγραφέας, το βιβλίο έχει πάντως κυκλοφορήσει στα ελληνικά στις εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, πολύ ωραία φαίνεται η μετάφραση της Άρτεμης Λόη, το διάβασα αναγκαστικά, επειδή μου χρειαζόταν στη μετάφραση του Κούντερα, και είναι όντως υπέροχο. Αλλά: στο εξώφυλλο, στο βιογραφικό στο μπροστινό αφτί, στην 3η σελίδα όπου ο ψευδότιτλος, στην 4η σελίδα όπου η «ταυτότητα» [εδώ λογικό], στην 5η σελίδα, τη σελίδα τίτλων, και στο οπισθόφυλλο, όπου δημοσιεύεται η σχετική παράγραφος Κούντερα, το όνομα παντού με λατινικά στοιχεία. Έτσι, όλο αυτό το διάστημα μιλάω σε φίλους για το ωραίο βιβλίο που διάβασα, βλαστημώντας όταν φτάνω στο όνομα. Ωραία, μοιάζει εύκολο, μάλλον θα 'ναι: Γκούντμπεργκουρ Μπέργκσον, δεν το έψαξα ακόμα, να τηλεφωνήσω στην ισλανδική πρεσβεία (α, άλλο ανέκδοτο οι συνεννοήσεις με τις πρεσβείες, ακόμα κι όταν πετύχεις μορφωτικό ακόλουθο αστέρι, όπως εγώ παλιά στην τσέχικη πρεσβεία!), να βρω κάναν ισλανδομαθή, να ρωτήσω σε τελική ανάλυση τον ίδιο τον Κούντερα, που ’χει φιλίες με τον Ισλανδό μεταφραστή του.

Κι όλα αυτά για ονόματα απλά! ίσως άλλη φορά ένα μίνι σίριαλ για ένα τόσο δα τοπωνύμιο σε απόσπασμα από Σελίν (Από τον έναν πύργο ο άλλος) που χρησιμοποιεί ο Κούντερα, το δανικό Korsør…

Καλή ανάσταση, χρόνια μας πολλά!

buzz it!