6/2/10

«Horror metaphorae», ο τρόμος της μεταφοράς

Τα Νέα, 6 Φεβρουαρίου 2010




«Θα παραμείνει ο Ζίκο στη θέση του προπονητή παρά το “βαρύ κλίμα” που επικρατεί»: τι το παράδοξο, το ανοίκειο, έχει επιτέλους η έκφραση «βαρύ κλίμα» και μπήκε σε εισαγωγικά; Ίσα ίσα, με τους ισχύοντες κανόνες, τα εισαγωγικά μπορεί και να αμφισβητούν ότι είναι βαρύ το κλίμα! (Τελικά τον Ζίκο τον έφαγε η μαρμάγκα, και ούτε εδώ χρειάζονται εισαγωγικά, βρε αδερφέ!)


Ακόμα και η πιο ασήμαντη τάση στη χρήση της γλώσσας, ή και απλώς της γραφής, έχει αίτια κοινωνικά και ιδεολογικά, με την ευρύτερη οπωσδήποτε έννοια

το πλήρες κείμενο:

Όταν πετάμε απ’ τη χαρά μας, εξακολουθούμε να πατάμε κανονικά στη γη, κι όταν μαυρίζει η καρδιά μας με τα φοβερά που βλέπουμε π.χ. με το σεισμό στην Αϊτή, καμία ακτινογραφία του κόσμου δεν θα δείξει την καρδιά μας με αλλαγμένο χρώμα.

Ανάλογα, όταν συναντάμε κάποιον φίλο έπειτα από καιρό και λέμε πως κάναμε μαύρα μάτια να τον δούμε, ούτε τίποτα μαύρα μάτια κατασκευάσαμε, ούτε άλλαξαν χρώμα τα μάτια μας, παρά εξακολούθησαν να έχουν το ίδιο χρώμα που ’γραφε κάποτε η αστυνομική ταυτότητά μας: καστανό, γαλάζιο κτλ. –ή και μαύρο, αλλ’ από φυσικού τους κι όχι από την έλλειψη του φίλου μας. Κι όταν μας κόβονται στον ανήφορο τα πόδια, μια χαρά στεκόμαστε, κουρασμένοι μα με ακέραια τα πόδια μας. Και όταν αντικρίζουμε ξαφνικά κάτι τρομερό και μας έρχεται κόλπος, ή εγκεφαλικό, μπορεί να χτυπάει σαν τρελή η πάντα κόκκινη καρδιά μας, αλλά είμαστε πάντα ζωντανοί και υγιείς, περδίκι –περδίκι, κι όμως άνθρωποι ακόμα, και ουχί πτηνά.

Τέλος, κι ας μην υπάρχει τέλος, πάλι σε τρόμο επάνω, τρέμει το φυλλοκάρδι μας, μα ούτε η καρδιά μας είναι λουλούδι για να έχει φύλλα (αν κι έχουμε… καρδιά αγκινάρα!), και κάποιο απ’ αυτά να τρέμει· ή ρίχνουμε το φταίξιμο σε κάποιον, χωρίς να είναι κάποιο αντικείμενο το φταίξιμο που εμείς το ρίχνουμε πάνω στον άλλο· καταπίνουμε την προσβολή, χωρίς να είναι λ.χ. χάπι ή κάτι φαγώσιμο η προσβολή· και αν καμιά φορά, κούφια η ώρα (μπα; υπάρχει κούφια ώρα;), τύχει και φάμε ξύλο, είναι προφανές ότι δεν είμαστε τίποτα σωματαράδες που πήραμε κάποιο ξύλο και το κάναμε κομματάκια με τα δόντια και, άκουσον άκουσον, το φάγαμε, μα ίσα ίσα αδύναμοι, ή πάντως πιο αδύναμοι από αυτόν που μας έριξε ξύλο –και εννοείται πάλι πως δεν μας πέταξε κάποιο κομμάτι ξύλο κατακέφαλα, ή στο δοξαπατρί: μας έδειρε, απλώς.

Αυτονόητα όλα αυτά, και άρα κοινότοπα και περιττά τα τάχα διευκρινιστικά σχόλιά μου, τόσο που να καταντούν (ελπίζω, εν προκειμένω) αφόρητα άνοστα –αλλά τι είπα; άνοστα; έχουνε τάχα γεύση τα σχόλια; και τότε τρώγονται κι αυτά, όπως το ξύλο;

Ώστε ο λόγος για μεταφορά, για μεταφορική χρήση λέξεων και εκφράσεων, για ιδιωτισμούς (μαλλιά κουβάρια, φωτιά και λάβρα, στη χάση και στη φέξη), για στερεότυπες, παροιμιακές φράσεις (σιγανό ποτάμι, για ψύλλου πήδημα, μια τρύπα στο νερό), για στοιχεία δηλαδή που αποτελούν βασικό πλούτο της γλώσσας, που κάνουν ιδιαίτερα εκφραστικό και παραστατικό τον λόγο, στοιχεία που αποδίδουν με τον εναργέστερο τρόπο την ψυχική κατάσταση, την ψυχική φόρτιση και το συναίσθημα του ομιλητή, και γενικότερα του χρήστη της γλώσσας, όσο ποτέ καμία κυριολεξία.

Χρειάζεται να συγκρίνουμε; Δείτε το (α) πετάω απ’ τη χαρά μου απ’ τη μια, κι από την άλλη: χαίρομαι, χαίρομαι πολύ, ιδιαίτερα… κτλ.· ή το (β) μαύρισε η καρδιά μου πλάι στο στενοχωρέθηκα πολύ, καταστεναχωρέθηκα, για να πάρω δύο μόνο από τα εισαγωγικά παραδείγματά μου. Αλλά και ακόμη πιο απλά: μ’ έπιασε (μαύρη) απελπισία από τη μια, απελπίστηκα απ’ την άλλη, κ.ο.κ.

Προφανώς, οι διάφοροι και άπειροι ιδιωτισμοί και οι διάφορες και άπειρες παροιμιακές φράσεις είναι ιδιαίτεροι σε κάθε γλώσσα, είναι η ειδική περιουσία κάθε γλώσσας, και δεν μεταφέρονται σε άλλη: βρέχει καρεκλοπόδαρα λέμε λ.χ. εμείς, βρέχει γάτες και σκύλους είναι η αντίστοιχη αγγλική έκφραση –και η μπανανόφλουδα, καμιά φορά, για τον μεταφραστή. Εδώ βασίζεται και το παιχνίδι με την κατά λέξη μεταφορά παροιμιακών φράσεων στα αγγλικά, με τα υπέροχα slow the much-oil (σιγά τον πολυέλαιο), three little birds were sitting (τρία πουλάκια κάθονταν), good wines (καλά κρασιά) κτλ.*

Αν λοιπόν η μεταφορά, η μεταφορική χρήση λέξεων και εκφράσεων είναι αναντίρρητα πλούτος μοναδικός για μια γλώσσα, και παράλληλα, ή ακόμα περισσότερο: αναπόσπαστο στοιχείο της γλώσσας, τόσο που πολλές φορές δεν τη συνειδητοποιούμε καν (π.χ. του φόρτωσαν την ευθύνη)· αν πάλι είναι αυτονόητη η λειτουργία της, και κανείς ποτέ δεν συγχέει ούτε προς στιγμήν μεταφορά με κυριολεξία, πώς ξεκίνησε
τώρα τελευταία και ήδη εδραιώθηκε η τάση να μπαίνει σε εισαγωγικά σχεδόν κάθε λέξη με μεταφορική σημασία, κάθε ιδιωτισμός ή παροιμιακή φράση; Που σημαίνει: να επισημαίνεται, να στιγματίζεται η μεταφορική χρήση, η παραβατική λέξη, κατ’ επέκταση και κάθε λαϊκή ή ύποπτη για λαϊκές καταβολές λέξη; Που σημαίνει: να αποβάλλεται εμμέσως από κάποιο ιδεώδες, καθαρό σώμα της γλώσσας;

Ιδού ελάχιστα από την πρόσφατη ειδησεογραφία:

η κινεζική γλώσσα «κερδίζει έδαφος» έναντι των ευρωπαϊκών
– ημερομηνίες «σταθμοί»
– ο καρκίνος «πέρασε» από τη μητέρα στο έμβρυο
– η Πετρούλα ανάβει «φωτιές» στα μπλοκ των αγροτών
– «χτύπησε» το γραφείο του Σημίτη η οργάνωση
– το «σαφάρι» των αποδείξεων
– 3 μήνες με «μπλοκάκι» κατοχυρώνουν σύμβαση αορίστου χρόνου
– «τράβηξε» όπλο για 80 ευρώ
- θα παραμείνει ο Ζίκο στη θέση του προπονητή παρά το «βαρύ κλίμα» που επικρατεί
– «μαχαίρι» στα προκλητικά επιδόματα
.

«Horror metaphorae», «ο τρόμος της μεταφοράς», δανεικός ο τίτλος μου, γι’ αυτό και σε εισαγωγικά, horror metaphorae, κατά το horror vacui, τον «τρόμο του κενού», ξέρετε, αυτόν κατά τον οποίο γεμίζει κανείς με κάδρα, καδράκια και πάσης φύσεως διακοσμητικά τον τοίχο του σπιτιού του, χωρίς ν’ αφήσει εκατοστό ελεύθερο, ο «τρόμος της μεταφοράς» λοιπόν είναι η ονομασία την οποία έδωσε στην κατάχρηση των εισαγωγικών ο Τιπούκειτος, ένας δεινός φιλόλογος που ασχολήθηκε πριν από δύο χρόνια με το φαινόμενο εκτενώς και σε αλλεπάλληλα κείμενα.

Είχε ήδη τότε εξαπλωθεί και διογκωθεί αφύσικα η χρήση και η τάση αυτή, με τα άσκοπα, και συχνά λανθασμένα και παραπλανητικά, εισαγωγικά. Το καταρχήν παράδοξο είναι πως αυτή η χρήση, που έτσι κι αλλιώς δεν ανταποκρινόταν σε καμία γραμματική επιταγή, δεν υπαγορεύτηκε ποτέ από κάποιο θεωρητικό, ας πούμε, κείμενο, έστω σχόλιο, που να δημοσιεύτηκε κάπου και λίγο λίγο να διαδόθηκε και να βρήκε τέτοια πρωτοφανή απήχηση. Δεν βγήκε δηλαδή ποτέ κανείς να πει: «Δεν μας τα λέει καλά η γραμματική· πρέπει να βάζουμε εισαγωγικά σε κάθε μεταφορική έννοια, λέξη, χρήση».

Έτσι κι αλλιώς, ποτέ δεν παρουσίασαν πρόβλημα, ούτε άφηναν κενά και ασάφειες οι κανόνες για τα εισαγωγικά, αντίθετα λ.χ. με το ιδιαίτερα περίπλοκο θέμα του κόμματος, όπου σπάνε τα μούτρα τους (ιδού υπέροχη μεταφορά!) ειδικοί και ειδικοί. Πάντα τα εισαγωγικά ήταν για να μεταφέρουμε αυτούσια τα ξένα λόγια, έναν τίτλο βιβλίου κτλ., κάποια σπάνια ή ιδιωματική λέξη, και να σχολιάσουμε, κυρίως ειρωνικά, να αμφισβητήσουμε, έννοιες και ιδέες.

Παράδειγμα, ανατριχιαστικό:

«Βρέθηκα στην Αθήνα, σε μία πλατεία πέντε λεπτά από την Ομόνοια. Τα ’χασα! Απελπίστηκα! Όχι για το χρώμα, αλλά πάντως ήταν ένα δείγμα ότι μαύρισε ο τόπος» ήταν το «κήρυγμα της αγάπης» που ακούσαμε όλοι τις προάλλες από τον άγιο Θεσσαλονίκης, με αφορμή το νομοσχέδιο για τους μετανάστες: ιδού τα απαραίτητα εισαγωγικά, πρώτον στο παράθεμα και δεύτερον στο χαρακτηρισμό «κήρυγμα της αγάπης», σαν σχόλιο αμφισβήτησης δηλαδή, ή σαν ειρωνεία. Τόσα φτάναν· ούτε το «άγιος» χρειάζεται εισαγωγικά ούτε το «μαύρισε» [ο τόπος], όπως θα απαιτούσε η νέα τάση.

«Και τι τρέχει» ακούω τον εύλογο αντίλογο· «εσύ μας λες ότι η επιστήμη λέει πως ακόμα και τα λάθη απολανθάνονται με τη χρήση, και γίνονται κάποτε σωστά, και τώρα σε μάραναν τα εισαγωγικά, ένα ορθογραφικό στο κάτω κάτω θέμα;»

Τρέχει ό,τι και όλες τις άλλες φορές: πρώτον ότι τάσεις όπως αυτές, κάποτε ανώδυνες και ασήμαντες, ιδίως στη μακροϊστορία της γλώσσας, έχουνε πίσω τους αίτια κοινωνικά και ιδεολογικά, με την ευρύτερη οπωσδήποτε έννοια· και ο λόγος για τα αίτια αυτά είναι πάντοτε λόγος για την κοινωνία, για μας δηλαδή, πιο πολύ απ’ όσο για τη γλώσσα καθαυτή, μονάχη της, έτσι όπως δεν υπάρχει σε κενό αέρος. Και τρέχει δεύτερον, και απλούστατον και πρακτικότατον, ότι η εν λόγω εισαγωγικομανία παγιδεύεται αναπόφευκτα στον ίδιο της τον εαυτό και την υπερβολή, και φτάνει να αντιστρατεύεται και να αναιρεί τις προθέσεις του χρήστη, να δηλώνει δηλαδή το ακριβώς αντίθετο από αυτό που θέλει να πει εκείνος.

Έχουμε συνέχεια.


* Ή το έξοχο: the masturbation goes cloud (η μαλακία πάει σύννεφο), που το νόμιζα μάλιστα δικής μου παραγωγής κι ήμουν ολοπερήφανος, και τώρα, αλίμονο, το βρίσκω άπειρες φορές στο γκουγκλ! Τέλος πάντων, μου ’μεινε το good wines, ανεύρετο (τότε) στο γκουγκλ: κάτι είναι κι αυτό!

buzz it!