24/2/10

Εμείς αγαπάμε… [4], ή "καλημέρα τηλετηλοψιοδιαυλοεπιλογή"

[απντέιτ 6.3.10: το σημείωμα αυτό ενσωματώθηκε σχεδόν αυτούσιο στο Σταθερότης στο Χρηματιστήριο Αξιών]


Εμείς αγαπάμε…

Βύρωνα Πολύδωρα

τι είπε τούτη τη φορά «Ο λόγιος ΒΥΡΩΝ της ελληνικής γλώσσας», όπως τον αποκαλεί μνια φιλοπόλεμη ιστοσελίδα μακεδονομάχων;

είπε λοιπόν ο Βύρων –και μας τον έδειξε, να ’ναι καλά, η χτεσινή Ελληνοφρένεια– ότι, άμα χρειαστεί, έχει στο χέρι του «την διαυλοεπιλογή, το μηχάνημα της διαυλοεπιλογής», και έκανε και την κίνηση, το μεγάλο δάχτυλο να πατάει κουμπιά σ’ ένα φανταστικό τηλεκοντρόλ

διαβάστε τη συνέχεια...

αλλά σιγά μην έπιανε, κοτζαμάν Βύρων, στο στόμα του το βάρβαρο «τηλεκοντρόλ» –ούτε το λόγιο «τηλεχειριστήριο», μ’ αυτό το άγαρμπο «hiristiri», δεν τον βόλεψε: λίγο τού φάνηκε κι αυτό

«διαυλοεπιλογή» λοιπόν, όπως μια φορά μονάχα τη βρήκα στο γκουγκλ, κι εκεί απ' το Ορόγραμμα της ΕΛΕΤΟ (Ελληνική Εταιρεία Ορολογίας), μεμονωμένη πρόταση για το ζάπινγκ, που ακόμα κι ο Μπαμπινιώτης το χαρακτηρίζει «εκφραστική ηχοποίητη λέξη», από το z(ip sl)ap

«διαυλοεπιλογή» λοιπόν το ζάπινγκ, και «μηχάνημα της διαυλοεπιλογής», το μηχάνημα με το οποίο κάνουμε ζάπινγκ

χμ, καλή προσπάθεια, Βύρων! Ας το βελτιώσουμε όμως:

αφού «διαυλοεπιλογή» η επιλογή διαύλων, και αφού οι δίαυλοι είναι εν προκειμένω της τηλεόρασης, ήτοι τηλεοπτικοί –ακριβολογία, Βύρων, παρακαλώ: «τηλεοπτικοδιαυλοεπιλογή», ή καλύτερα, αφού η τηλεόραση επί το λογιότερον λέγεται τηλοψία: "τηλοπτο-", "τηλοπτικο-", όχι, ας το κάνουμε πιο χορταστικό: «τηλοψιοδιαυλοεπιλογή»

οπότε, «μηχάνημα της τηλοψιοδιαυλοεπιλογής» το τηλεκοντρόλ

καλύτερα, σαφώς καλύτερα!

όμως, σημαντική λεπτομέρεια, Βύρων: η τηλοψιοδιαυλοεπιλογή γίνεται εκ του μακρόθεν (τηλε-): όθεν: τηλε-τηλοψιοδιαυλοεπιλογή είναι το σωστό, το ακριβές ανάλογο της λογιοσύνης ενός Βύρωνος

έτσι, και «το μηχάνημα της τηλετηλοψιοδιαυλοεπιλογής»

ωραία, Βύρων;


ΥΓ. θα μπορούσε να παίζει, πιο απλά, και «τηλεμηχάνημα τηλοψιοδιαυλοεπιλογής», αλλά δεν τα θέλουμε τα απλά εμείς, έτσι Βύρων;

buzz it!

20/2/10

Ο «πόλεμος» δεν είναι πόλεμος!

Τα Νέα, 20 Φεβρουαρίου 2010 [εδώ, με προσθήκες]

Τα εισαγωγικά είναι το τεντωμένο δάχτυλο που κατά βάθος επικρίνει, στιγματίζει, δείχνει την έξοδο σε «υποδεέστερες», λαϊκές κατά κανόνα λέξεις




Έφτυσα αίμα για να τον πείσω, μου βγήκε η ψυχή, αλλά, θεός φυλάξοι, ούτε αιμόπτυση έκανα, ούτε ξεψύχησα: απλώς, έσπαγα το κεφάλι μου πώς ν’ αρχίσω άλλη μια επιφυλλίδα για τη μεταφορά και τα εισαγωγικά –και, θεός ξαναφυλάξοι, ολόγερο είναι το κεφάλι μου, άσπαστο.

διαβάστε τη συνέχεια...

Για τη μεταφορά έγραφα στο προηγούμενο, τη μεταφορά που, μέσα από μεμονωμένες λέξεις (λιβανίζω κάποιον), φράσεις ολόκληρες (βγήκε απ’ τα νερά του), ιδιωτισμούς (ήταν κώλος και βρακί οι δυο τους) κ.ά., αποτελεί όχι απλώς μοναδικό εκφραστικό μέσο αλλά αναπόσπαστο μέρος της γλώσσας, που χωρίς αυτό δεν λειτουργεί η γλώσσα, μας το λέει και η γλωσσολογία με ολόκληρη βιβλιογραφία: πως είναι δηλαδή κάτι περισσότερο από αυτό που λέμε «καλολογικά στοιχεία», κάτι πολύ πέρα από απολύτως νόμιμο στοιχείο της γλώσσας, που έτσι κι αλλιώς δεν δικαιολογεί τη χρήση των εισαγωγικών, σύμφωνα με μια ισχυρότατη σήμερα τάση.

Μεταφορές, μετωνυμίες, παρομοιώσεις, στερεότυπες και παροιμιακές φράσεις, καθημερινές λέξεις, λέξεις της αργκό, ξένα δάνεια, οτιδήποτε μοιάζει να ξεφεύγει από μια φετιχιστική κυριολεξία, ακόμα παραπέρα: από έναν σιδερωμένο λόγο, κλείνεται μέσα σε εισαγωγικά. Και τότε τα εισαγωγικά είναι το τεντωμένο δάχτυλο που κατά βάθος επικρίνει, στιγματίζει, δείχνει την έξοδο:

σωστή η «ρότα» της Ελλάδας με σκληρά μέτρα

– «μπούκαραν» με αυτοκίνητο

– έρχεται η ώρα να «την πληρώσουν» οι δανειολήπτες

– παρουσιαστής δελτίου ειδήσεων επέστρεψε στα παλιά του «λημέρια»


«βαρίδιο» για τον Σαμαρά τα σκάνδαλα της καραμανλικής περιόδου: εδώ, με το βαρίδι που έγινε «βαρίδιο» (και άρα θέλει ασυνίζητο τον πληθυντικό του, δηλαδή «βαρίδϊα»!), είναι εμφανέστερος ο ασύνειδος έστω καθαρισμός που υπαγορεύει και πάντως ενισχύει την τάση την οποία συζητούμε·

η ταινία «βγαίνει» αυτή την Πέμπτη στους αθηναϊκούς κινηματογράφους: κι εδώ χαρακτηριστική είναι η εναλλακτική ευπρεπισμένη εκδοχή: όταν δεν «βγαίνει» η ταινία, τότε, όπως το έχω διαβάσει όχι άπαξ, εξέρχεται!

Ας δούμε όμως τη «λογική» (σε εισαγωγικά!) αυτής της τάσης, στην πιο ουδέτερη μορφή της, με παράδειγμα κάθε άλλο παρά ύποπτο για λαϊκή καταγωγή:

Στο κακοπαθημένο δίνω το παρών, που συχνά ανορθογραφόταν σαν «δίνω το παρόν», και τώρα, για να μη μας φύγει το ωμέγα απ’ το παρών, κλείσαμε σε εισαγωγικά τη λέξη κι ησυχάσαμε: ο τάδε έδωσε το «παρών» στη συγκέντρωση του δείνα. Πιθανότατα πρόκειται για ορθογραφικό καθαρισμό, όμως φοβάμαι ότι υποστηρίζεται κυρίως από τη μεταφοροκτόνα τάση. Και τότε είναι ανεξήγητο, α-νόητο, καθώς μάλιστα η μεταφορά, στο κάτω κάτω, αποδίδεται με ολόκληρη την έκφραση δίνω το παρών, αντί για το παρίσταμαι, το παρευρίσκομαι, ή το συμμετέχω (πλήθος κόσμος έδωσε το παρών στη δεντροφύτευση) κτλ. Α-νόητο, επιμένω: γιατί, αν τα εισαγωγικά σημαίνουν ότι το στοιχείο που ξενίζει είναι το παρών, ποια είναι τάχα η κατά τα άλλα βατή και συνηθισμένη έκφραση/χρήση; Τι λέμε δηλαδή εναλλακτικά αντί για το παρίσταμαι; πως δίνω τι; Υπάρχει τάχα έκφραση πως δίνει κάποιος κάτι, όταν θέλουμε να δηλώσουμε ότι αυτός ο κάποιος παρίσταται κάπου; Και αντί να πούμε αυτό το δίνει ξερωγωτί, λέμε στη θέση τού ξερωγωτί πως δίνει το παρών; Και επειδή διαπράξαμε αυτή την εγκληματική παράβαση, επειδή παραβιάσαμε μια –φανταστική– έκφραση, βάζουμε σε εισαγωγικά μεταμέλειας την καινούρια σύναψη του ρήματος δίνω;

Τον «τρόμο της μεταφοράς», όπως έγραφα στο προηγούμενο, τον ανέλυσε διά μακρών πριν από δύο χρόνια στο ιστολόγιό του ο Τιπούκειτος, αποδίδοντάς τον οπωσδήποτε σε άγνοια, αλλά και σ’ έναν «ορθογραφικό ακκισμό, που δείχνει συγκατάβαση προς την καθομιλούμενη γλώσσα». Ενώ ο Νίκος Σαραντάκος σημείωσε τότε χαρακτηριστικά ότι «πολλοί μεταχειρίζονται τα εισαγωγικά σαν λαβίδα ή σαν γάντια για να μην πιάσουν με γυμνά χέρια “βδελυρές” λέξεις ή χρήσεις».

Πρώτος ωστόσο φαίνεται πως γράφει σχετικά ο Πήτερ Μάκριτζ, πάνω από 25 χρόνια πριν. Στη μελέτη του Η νεοελληνική γλώσσα, μετ. Κώστας Ν. Πετρόπουλος, 1990, σημειώνεται α΄ έκδοση, στα αγγλικά, το 1987, ενώ το κοπιράιτ είναι του 1985 –και το παράδειγμα που δίνει, του 1977:

«Όσον καιρό επικρατούσε η Κ[αθαρεύουσα], ήταν έθος να διδάσκονται τα Ελληνόπουλα τη μεγάλη σπουδαιότητα της κυριολεξίας۬· οι συστάσεις για αποφυγή της μη κυριολεκτικής γλώσσας φαίνεται ότι οδήγησαν ορισμένους συγγραφείς να υιοθετήσουν την ανιαρή συνήθεια να κλείνουν σε εισαγωγικά κάθε έκφραση που τους φαινόταν κοινόλεκτη ή μεταφορική. Να ένα παράδειγμα:

»Είκοσι τέσσερις αιώνες ο Φίλιππος “κοιμόταν” κάτω από τα χωράφια της Βεργίνας. (…) Ένα μεσημέρι, πριν 15 μέρες ο κασμάς του πεισματάρη αρχαιολόγου “βρήκε” το ταβάνι του τάφου!»

Δεν είναι καινούριο λοιπόν το φαινόμενο· τώρα όμως πρόκειται για πανδημία. Έτσι, με τις διαστάσεις που έχει πάρει πλέον το φαινόμενο αυτό, μπορούμε να εντοπίσουμε τον καθαρισμό που υπόκειται στη συγκεκριμένη τάση· τον καθαρισμό που συμβαδίζει με την αναπαρθένευση της λόγιας γλώσσας· η οποία αναπαρθένευση σχετίζεται και με την αναζήτηση μιας νέας «επίσημης» (σε εισαγωγικά) γλώσσας, έπειτα από την επίσημη (χωρίς εισαγωγικά) καθιέρωση της δημοτικής· η οποία αναζήτηση τώρα αρδεύεται από την πάγια υποτίμηση και την απαξίωση της σημερινής γλώσσας και τη συνακόλουθη ανασφάλεια του χρήστη· ο οποίος χρήστης υπόκειται έτσι κι αλλιώς σε μια ευρύτερη σύγχυση, που θεωρεί πάντοτε γλώσσα μόνο τον γραπτό λόγο, αποκλείοντας τον προφορικό.

Δύσκολο να ξεμπλέξουμε το κουβάρι και να αποκαταστήσουμε την αιτιακή αλληλουχία που καταλήγει στη συγκεκριμένη χρήση ενός απλού σημείου στίξης· μπορούμε όμως να ορίσουμε το γενικό πλαίσιο, που είναι μια συντηρητική στροφή της γλώσσας, άγνωστο αν παροδική ή μόνιμη, παράλληλη πάντως –αν όχι απότοκη– με τη γενικότερη συντηρητική στροφή της κοινωνίας, την εποχή ιδίως της παγκοσμιοποίησης κτλ.

Ώστε τόσα φοβερά και τρομερά πίσω από ένα τόσο δα σημείο στίξης; Ελπίζω η απάντηση να έρχεται πια από μόνη της. Εξάλλου, αυτό το τόσο δα σ’ αυτήν τη μοδάτη εκδοχή και χρήση του κατορθώνει τα ακατόρθωτα, όπως προειδοποιούσα στην περασμένη επιφυλλίδα, να μοιάζει σαν να υπαινίσσεται εντέλει το ανάποδο από αυτό που εννοεί ο χρήστης.

Είναι η περίπτωση που η ουσιαστικά εσφαλμένη χρήση των εισαγωγικών ανταμώνει τα εισαγωγικά που λειτουργούν σαν ειρωνικό σχόλιο της έννοιας-λέξης. Όταν δηλαδή αναφερθούμε σήμερα στην «ανθηρή» οικονομική κατάσταση της χώρας, είναι προφανές πως εννοούμε το αντίθετο· όταν όμως διαβάσουμε για «μεταμόρφωση» του πολιτικού τοπίου, το πιστεύουμε ή δεν το πιστεύουμε; είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε αν το έγραψε σοβαρά ο συντάκτης και το εννοεί ή αντιθέτως ειρωνεύεται;

Ελάχιστα παραδείγματα:

Διαβάζω τίτλους, ειδήσεις:

- «Πόλεμος» κατά της φοροδιαφυγής: α, ώστε μας κοροϊδεύουν! Κανένας πόλεμος δε θα γίνει, στάχτη στα μάτια απλώς.

Στη «φάκα» όσοι φοροδιαφεύγουν: ώστε θα τους κάνουνε τα μούτρα κρέας!

- Νέο «χτύπημα» από τον Χρ. Παπουτσή: ώστε κι αυτός θέατρο παίζει! σιγά το χτύπημα, θα εννοούν· μάλλον τον ειρωνεύονται.

Ακόμα πιο χαρακτηριστικά, σαν από μυστική συνάντηση πνευμάτων, τις μέρες που έγραφα γι’ αυτό το θέμα, από το επιφανέστερο ιστολόγιο του αριστερογενούς εθνοπατριωτικού χώρου ήρθε και κόσμησε το διαδίκτυο ένα κείμενο απάντηση στην πρόσφατη επιφυλλίδα μου για την εμπλοκή του Μίκη Θεοδωράκη στην υπόθεση Δραγώνα. Το κείμενο αυτό θα μπορούσε από μόνο του να αποτελέσει υποδειγματική έκθεση όλων των χρήσεων των εισαγωγικών (μέτρησα πάνω από 30 περιπτώσεις)· μεταφέρω ελάχιστα από όσα σχετίζονται με την αυτοαναιρετική χρήση:

τα φερέφωνα της εξουσίας αφορίζουν πρόσωπα και καταστάσεις που «ενοχλούν» εκτυφλωτικά τα «γυαλιά» που φοράνε: δηλαδή τι; ενοχλούν αυτά τα πρόσωπα και οι καταστάσεις ή τελικά δεν ενοχλούν·

– η αφεντιά μου καταγγέλλεται πως αφορίζ[ει] και συκοφαντ[εί] κάθε έναν που «τολμά» να μιλήσει με ιδέες, με ιστορικά δεδομένα: άρα σιγά την τόλμη, μοιάζει να χλευάζουν οι ίδιοι οι υπερασπιστές·

– έπειτα, ο λόγος για την ΟΥΣΙΑ των κειμένων του Μίκη και όλων εκείνων που έχουν «ξετινάξει», με ιστορική και κοινωνική σαφήνεια, τα αδρώς «επιδοτούμενα» εθνομηδενιστικά συγγράμματα της Δραγώνα, Ρεπούση και Σία: ώστε δεν έχουν ξετινάξει δηλαδή; και ώστε δεν είναι επιδοτούμενα εντέλει;

– και πώς τολμάμε και μιλάμε οι «εγκάθετοι» της φαιάς εξουσίας των ΜΜΕ, οι επαγγελματίες λασπολόγοι (οι «πόρνες»): ουφ, ανακούφιση, ούτε εγκάθετοι, ούτε πόρνες! Ίσα ίσα, αθώους μας αποδίδει στην κοινωνία το εν λόγω κείμενο.

Όμως το καλύτερο παράδειγμα με εισαγωγικά μπούμεραγκ το ψάρεψε ο Τιπούκειτος:

Ο ηθοποιός και συγγραφέας Θόδωρος Εξαρχος «προίκισε» την ιστοριογραφία του νεοελληνικού θεάτρου με μια «πολύτιμη» προσφορά: Το θεατρολογικό «εγκυκλοπαιδικό» έργο του «Έλληνες Ηθοποιοί», που κυκλοφόρησε… κτλ.

Και σχολίασε ο Τιπούκειτος, αφού πρώτα εξανέστη πως μια τέτοια νεκρολογία καταντά στην ουσία περιύβριση νεκρού:

«…τα εισαγωγικά στο “προίκισε”, στο “πολύτιμη” και στο “εγκυκλοπαιδικό” δεν μπορεί παρά να ερμηνευτούν σαν σαρκαστικά, έτσι που ο μέσος αναγνώστης να συμπεράνει πως ο μακαρίτης ΔΕΝ προίκισε την ιστοριογραφία του ελληνικού θεάτρου με το βιβλίο του, πως το βιβλίο του ΔΕΝ ήταν πολύτιμη προσφορά, και βέβαια πως ΔΕΝ μπορεί να θεωρηθεί εγκυκλοπαιδικό έργο –παρόλο που κατά τα φαινόμενα είχε αξιώσεις θεατρικής εγκυκλοπαίδειας».

Για να τελειώνουμε, κι αφού είναι ιδιαίτερα απλό, και αφορά εντέλει μια σύγχυση, ό,τι και αν υπόκειται και την υποστηρίζει. Ή αποδεχόμαστε βασικές λειτουργίες της γλώσσας ή όχι. Και, σε πρακτικό εν πάση περιπτώσει επίπεδο, ή αποδεχόμαστε το εκφραστικό δυναμικό της γλώσσας ή όχι. Έτσι κι αλλιώς, δεν πρόκειται για αποκλεισμό των λαϊκών μόνο στοιχείων. Το παρών αίφνης λόγιο είναι. Το ίδιο και άλλες λόγιες εκφράσεις, απολιθώματα όπως πάση θυσία, κατά γράμμα, κατά κράτος κ.ά., που κι αυτά ασφυκτιούν ξάφνου μέσα σε εισαγωγικά.

Τόσο δύσκολο πια;

buzz it!

6/2/10

«Horror metaphorae», ο τρόμος της μεταφοράς

Τα Νέα, 6 Φεβρουαρίου 2010




«Θα παραμείνει ο Ζίκο στη θέση του προπονητή παρά το “βαρύ κλίμα” που επικρατεί»: τι το παράδοξο, το ανοίκειο, έχει επιτέλους η έκφραση «βαρύ κλίμα» και μπήκε σε εισαγωγικά; Ίσα ίσα, με τους ισχύοντες κανόνες, τα εισαγωγικά μπορεί και να αμφισβητούν ότι είναι βαρύ το κλίμα! (Τελικά τον Ζίκο τον έφαγε η μαρμάγκα, και ούτε εδώ χρειάζονται εισαγωγικά, βρε αδερφέ!)


Ακόμα και η πιο ασήμαντη τάση στη χρήση της γλώσσας, ή και απλώς της γραφής, έχει αίτια κοινωνικά και ιδεολογικά, με την ευρύτερη οπωσδήποτε έννοια

το πλήρες κείμενο:

Όταν πετάμε απ’ τη χαρά μας, εξακολουθούμε να πατάμε κανονικά στη γη, κι όταν μαυρίζει η καρδιά μας με τα φοβερά που βλέπουμε π.χ. με το σεισμό στην Αϊτή, καμία ακτινογραφία του κόσμου δεν θα δείξει την καρδιά μας με αλλαγμένο χρώμα.

Ανάλογα, όταν συναντάμε κάποιον φίλο έπειτα από καιρό και λέμε πως κάναμε μαύρα μάτια να τον δούμε, ούτε τίποτα μαύρα μάτια κατασκευάσαμε, ούτε άλλαξαν χρώμα τα μάτια μας, παρά εξακολούθησαν να έχουν το ίδιο χρώμα που ’γραφε κάποτε η αστυνομική ταυτότητά μας: καστανό, γαλάζιο κτλ. –ή και μαύρο, αλλ’ από φυσικού τους κι όχι από την έλλειψη του φίλου μας. Κι όταν μας κόβονται στον ανήφορο τα πόδια, μια χαρά στεκόμαστε, κουρασμένοι μα με ακέραια τα πόδια μας. Και όταν αντικρίζουμε ξαφνικά κάτι τρομερό και μας έρχεται κόλπος, ή εγκεφαλικό, μπορεί να χτυπάει σαν τρελή η πάντα κόκκινη καρδιά μας, αλλά είμαστε πάντα ζωντανοί και υγιείς, περδίκι –περδίκι, κι όμως άνθρωποι ακόμα, και ουχί πτηνά.

Τέλος, κι ας μην υπάρχει τέλος, πάλι σε τρόμο επάνω, τρέμει το φυλλοκάρδι μας, μα ούτε η καρδιά μας είναι λουλούδι για να έχει φύλλα (αν κι έχουμε… καρδιά αγκινάρα!), και κάποιο απ’ αυτά να τρέμει· ή ρίχνουμε το φταίξιμο σε κάποιον, χωρίς να είναι κάποιο αντικείμενο το φταίξιμο που εμείς το ρίχνουμε πάνω στον άλλο· καταπίνουμε την προσβολή, χωρίς να είναι λ.χ. χάπι ή κάτι φαγώσιμο η προσβολή· και αν καμιά φορά, κούφια η ώρα (μπα; υπάρχει κούφια ώρα;), τύχει και φάμε ξύλο, είναι προφανές ότι δεν είμαστε τίποτα σωματαράδες που πήραμε κάποιο ξύλο και το κάναμε κομματάκια με τα δόντια και, άκουσον άκουσον, το φάγαμε, μα ίσα ίσα αδύναμοι, ή πάντως πιο αδύναμοι από αυτόν που μας έριξε ξύλο –και εννοείται πάλι πως δεν μας πέταξε κάποιο κομμάτι ξύλο κατακέφαλα, ή στο δοξαπατρί: μας έδειρε, απλώς.

Αυτονόητα όλα αυτά, και άρα κοινότοπα και περιττά τα τάχα διευκρινιστικά σχόλιά μου, τόσο που να καταντούν (ελπίζω, εν προκειμένω) αφόρητα άνοστα –αλλά τι είπα; άνοστα; έχουνε τάχα γεύση τα σχόλια; και τότε τρώγονται κι αυτά, όπως το ξύλο;

Ώστε ο λόγος για μεταφορά, για μεταφορική χρήση λέξεων και εκφράσεων, για ιδιωτισμούς (μαλλιά κουβάρια, φωτιά και λάβρα, στη χάση και στη φέξη), για στερεότυπες, παροιμιακές φράσεις (σιγανό ποτάμι, για ψύλλου πήδημα, μια τρύπα στο νερό), για στοιχεία δηλαδή που αποτελούν βασικό πλούτο της γλώσσας, που κάνουν ιδιαίτερα εκφραστικό και παραστατικό τον λόγο, στοιχεία που αποδίδουν με τον εναργέστερο τρόπο την ψυχική κατάσταση, την ψυχική φόρτιση και το συναίσθημα του ομιλητή, και γενικότερα του χρήστη της γλώσσας, όσο ποτέ καμία κυριολεξία.

Χρειάζεται να συγκρίνουμε; Δείτε το (α) πετάω απ’ τη χαρά μου απ’ τη μια, κι από την άλλη: χαίρομαι, χαίρομαι πολύ, ιδιαίτερα… κτλ.· ή το (β) μαύρισε η καρδιά μου πλάι στο στενοχωρέθηκα πολύ, καταστεναχωρέθηκα, για να πάρω δύο μόνο από τα εισαγωγικά παραδείγματά μου. Αλλά και ακόμη πιο απλά: μ’ έπιασε (μαύρη) απελπισία από τη μια, απελπίστηκα απ’ την άλλη, κ.ο.κ.

Προφανώς, οι διάφοροι και άπειροι ιδιωτισμοί και οι διάφορες και άπειρες παροιμιακές φράσεις είναι ιδιαίτεροι σε κάθε γλώσσα, είναι η ειδική περιουσία κάθε γλώσσας, και δεν μεταφέρονται σε άλλη: βρέχει καρεκλοπόδαρα λέμε λ.χ. εμείς, βρέχει γάτες και σκύλους είναι η αντίστοιχη αγγλική έκφραση –και η μπανανόφλουδα, καμιά φορά, για τον μεταφραστή. Εδώ βασίζεται και το παιχνίδι με την κατά λέξη μεταφορά παροιμιακών φράσεων στα αγγλικά, με τα υπέροχα slow the much-oil (σιγά τον πολυέλαιο), three little birds were sitting (τρία πουλάκια κάθονταν), good wines (καλά κρασιά) κτλ.*

Αν λοιπόν η μεταφορά, η μεταφορική χρήση λέξεων και εκφράσεων είναι αναντίρρητα πλούτος μοναδικός για μια γλώσσα, και παράλληλα, ή ακόμα περισσότερο: αναπόσπαστο στοιχείο της γλώσσας, τόσο που πολλές φορές δεν τη συνειδητοποιούμε καν (π.χ. του φόρτωσαν την ευθύνη)· αν πάλι είναι αυτονόητη η λειτουργία της, και κανείς ποτέ δεν συγχέει ούτε προς στιγμήν μεταφορά με κυριολεξία, πώς ξεκίνησε
τώρα τελευταία και ήδη εδραιώθηκε η τάση να μπαίνει σε εισαγωγικά σχεδόν κάθε λέξη με μεταφορική σημασία, κάθε ιδιωτισμός ή παροιμιακή φράση; Που σημαίνει: να επισημαίνεται, να στιγματίζεται η μεταφορική χρήση, η παραβατική λέξη, κατ’ επέκταση και κάθε λαϊκή ή ύποπτη για λαϊκές καταβολές λέξη; Που σημαίνει: να αποβάλλεται εμμέσως από κάποιο ιδεώδες, καθαρό σώμα της γλώσσας;

Ιδού ελάχιστα από την πρόσφατη ειδησεογραφία:

η κινεζική γλώσσα «κερδίζει έδαφος» έναντι των ευρωπαϊκών
– ημερομηνίες «σταθμοί»
– ο καρκίνος «πέρασε» από τη μητέρα στο έμβρυο
– η Πετρούλα ανάβει «φωτιές» στα μπλοκ των αγροτών
– «χτύπησε» το γραφείο του Σημίτη η οργάνωση
– το «σαφάρι» των αποδείξεων
– 3 μήνες με «μπλοκάκι» κατοχυρώνουν σύμβαση αορίστου χρόνου
– «τράβηξε» όπλο για 80 ευρώ
- θα παραμείνει ο Ζίκο στη θέση του προπονητή παρά το «βαρύ κλίμα» που επικρατεί
– «μαχαίρι» στα προκλητικά επιδόματα
.

«Horror metaphorae», «ο τρόμος της μεταφοράς», δανεικός ο τίτλος μου, γι’ αυτό και σε εισαγωγικά, horror metaphorae, κατά το horror vacui, τον «τρόμο του κενού», ξέρετε, αυτόν κατά τον οποίο γεμίζει κανείς με κάδρα, καδράκια και πάσης φύσεως διακοσμητικά τον τοίχο του σπιτιού του, χωρίς ν’ αφήσει εκατοστό ελεύθερο, ο «τρόμος της μεταφοράς» λοιπόν είναι η ονομασία την οποία έδωσε στην κατάχρηση των εισαγωγικών ο Τιπούκειτος, ένας δεινός φιλόλογος που ασχολήθηκε πριν από δύο χρόνια με το φαινόμενο εκτενώς και σε αλλεπάλληλα κείμενα.

Είχε ήδη τότε εξαπλωθεί και διογκωθεί αφύσικα η χρήση και η τάση αυτή, με τα άσκοπα, και συχνά λανθασμένα και παραπλανητικά, εισαγωγικά. Το καταρχήν παράδοξο είναι πως αυτή η χρήση, που έτσι κι αλλιώς δεν ανταποκρινόταν σε καμία γραμματική επιταγή, δεν υπαγορεύτηκε ποτέ από κάποιο θεωρητικό, ας πούμε, κείμενο, έστω σχόλιο, που να δημοσιεύτηκε κάπου και λίγο λίγο να διαδόθηκε και να βρήκε τέτοια πρωτοφανή απήχηση. Δεν βγήκε δηλαδή ποτέ κανείς να πει: «Δεν μας τα λέει καλά η γραμματική· πρέπει να βάζουμε εισαγωγικά σε κάθε μεταφορική έννοια, λέξη, χρήση».

Έτσι κι αλλιώς, ποτέ δεν παρουσίασαν πρόβλημα, ούτε άφηναν κενά και ασάφειες οι κανόνες για τα εισαγωγικά, αντίθετα λ.χ. με το ιδιαίτερα περίπλοκο θέμα του κόμματος, όπου σπάνε τα μούτρα τους (ιδού υπέροχη μεταφορά!) ειδικοί και ειδικοί. Πάντα τα εισαγωγικά ήταν για να μεταφέρουμε αυτούσια τα ξένα λόγια, έναν τίτλο βιβλίου κτλ., κάποια σπάνια ή ιδιωματική λέξη, και να σχολιάσουμε, κυρίως ειρωνικά, να αμφισβητήσουμε, έννοιες και ιδέες.

Παράδειγμα, ανατριχιαστικό:

«Βρέθηκα στην Αθήνα, σε μία πλατεία πέντε λεπτά από την Ομόνοια. Τα ’χασα! Απελπίστηκα! Όχι για το χρώμα, αλλά πάντως ήταν ένα δείγμα ότι μαύρισε ο τόπος» ήταν το «κήρυγμα της αγάπης» που ακούσαμε όλοι τις προάλλες από τον άγιο Θεσσαλονίκης, με αφορμή το νομοσχέδιο για τους μετανάστες: ιδού τα απαραίτητα εισαγωγικά, πρώτον στο παράθεμα και δεύτερον στο χαρακτηρισμό «κήρυγμα της αγάπης», σαν σχόλιο αμφισβήτησης δηλαδή, ή σαν ειρωνεία. Τόσα φτάναν· ούτε το «άγιος» χρειάζεται εισαγωγικά ούτε το «μαύρισε» [ο τόπος], όπως θα απαιτούσε η νέα τάση.

«Και τι τρέχει» ακούω τον εύλογο αντίλογο· «εσύ μας λες ότι η επιστήμη λέει πως ακόμα και τα λάθη απολανθάνονται με τη χρήση, και γίνονται κάποτε σωστά, και τώρα σε μάραναν τα εισαγωγικά, ένα ορθογραφικό στο κάτω κάτω θέμα;»

Τρέχει ό,τι και όλες τις άλλες φορές: πρώτον ότι τάσεις όπως αυτές, κάποτε ανώδυνες και ασήμαντες, ιδίως στη μακροϊστορία της γλώσσας, έχουνε πίσω τους αίτια κοινωνικά και ιδεολογικά, με την ευρύτερη οπωσδήποτε έννοια· και ο λόγος για τα αίτια αυτά είναι πάντοτε λόγος για την κοινωνία, για μας δηλαδή, πιο πολύ απ’ όσο για τη γλώσσα καθαυτή, μονάχη της, έτσι όπως δεν υπάρχει σε κενό αέρος. Και τρέχει δεύτερον, και απλούστατον και πρακτικότατον, ότι η εν λόγω εισαγωγικομανία παγιδεύεται αναπόφευκτα στον ίδιο της τον εαυτό και την υπερβολή, και φτάνει να αντιστρατεύεται και να αναιρεί τις προθέσεις του χρήστη, να δηλώνει δηλαδή το ακριβώς αντίθετο από αυτό που θέλει να πει εκείνος.

Έχουμε συνέχεια.


* Ή το έξοχο: the masturbation goes cloud (η μαλακία πάει σύννεφο), που το νόμιζα μάλιστα δικής μου παραγωγής κι ήμουν ολοπερήφανος, και τώρα, αλίμονο, το βρίσκω άπειρες φορές στο γκουγκλ! Τέλος πάντων, μου ’μεινε το good wines, ανεύρετο (τότε) στο γκουγκλ: κάτι είναι κι αυτό!

buzz it!