15/11/08

Μεταφραστής ή συγγραφέας; (β΄)

Τα Νέα, 15 Νοεμβρίου 2008 (εδώ με προσθήκες)



«Δυόμισι χιλιάδες χρόνια πίσω, στη Μυτιλήνη, βλέπω ακόμη τη Σαπφώ σαν μια μακρινή εξαδέλφη που παίζαμε μαζί στους ίδιους κήπους, γύρω απ’ τις ίδιες ροδιές, πάνω απ’ τις ίδιες στέρνες» (από τον πρόλογο στο Σαπφώ: ανασύνθεση και απόδοση Οδυσσέας Ελύτης, Ίκαρος, ανατύπ. 1996· φωτ.: «Εσωτερικό», διαφανογραφία του Ελύτη)


Γερό αφτί απαιτείται για τη μετάφραση, και τότε το κείμενο θα σε πάρει από το χέρι και θα σε πάει εκεί που θέλει, εκεί που πήγαινε από μόνο του



Μπορεί ο Άμλετ του Χειμωνά να είναι ακριβώς «του Χειμωνά» και ελάχιστα Σαίξπηρ. Είναι όμως Χειμωνάς. Κι αυτό είναι ένα κάποιο κέρδος. Αν όχι για τη μετάφραση, πάντως για τη λογοτεχνία. Κι απ’ αυτή πλέον την άποψη, μακάρι να ’χαμε κι άλλες τέτοιες «μεταφράσεις».

Και πλάι στον ανορθόδοξο μεταφραστικά Χειμωνά, με τον οποίο τέλειωνα την προηγούμενη φορά, μακάρι κι ο ορθόδοξος μεταφραστικά Ελύτης να μας είχε αφήσει κι αυτός περισσότερες μεταφράσεις: «Δεύτερη γραφή» πάντως τις είχε ονομάσει ο ίδιος, όταν εξέδωσε το 1976 μια εκλογή από Ρεμπώ, Λωτρεαμόν, Ελυάρ, Πιερ Ζαν Ζουβ, Ουνγκαρέττι, Λόρκα και Μαγιακόφσκι. Και το 1984 εξέδωσε τη «μακρινή εξαδέλφη» του, τη Σαπφώ –«ανασύνθεση και απόδοση» τη χαρακτήρισε εκείνη τη δουλειά του. Μακάρι λέω να είχαμε περισσότερες τέτοιες μεταφράσεις του, άλλες σαν της Σαπφώς, του Λόρκα και του Ελυάρ, όπου η ποιητική συγγένεια είναι άμεση, εξ αίματος θα έλεγα, με αποτελέσματα υψηλής, ελυτικής πνοής, άλλες που, αν δεν μεταφέρουν σώνει και καλά, με τυπικά κριτήρια, τον αέρα ακριβώς, το ύφος του Λωτρεαμόν λ.χ., μας δίνουν πάντως άλλον έναν Ελύτη. Τι πολυτιμότερο;

Έμεινα σε δύο αναμφισβήτητα λογοτεχνικά μεγέθη, για να είναι έτσι ξεκάθαρο πόση σημασία έχει για τα γράμματά μας, τη λογοτεχνία, και για τη γλώσσα, η δική τους συνάντηση με ομοτέχνους τους, ανεξάρτητα από την έκβασή της: γιατί μπορεί να έχουμε ουσιαστική συνάντηση και συνομιλία, μπορεί όμως να έχουμε και ένα είδος μονολόγου, ένα προσωπικό δηλαδή έργο με αφορμή ένα άλλο, ξένο έργο· ή αλλιώς: έχουμε μια αυστηρά προσωπική ανάγνωση, όπως π.χ. με τον Χειμωνά. Θησαυρούς δηλαδή, είτε έτσι είτε αλλιώς.

Κάτι πολύ πιο έντονο ακόμα στην περίπτωση του Καρυωτάκη –για να σχηματιστεί έτσι τριάδα–, όπου στις λιγοστές δυστυχώς μεταφράσεις του δεν έχουμε απλώς αναδημιουργία αλλά υπέρβαση πολύ συχνά του πρωτοτύπου, και ύψιστα τότε ποιητικά επιτεύγματα –ανυπέρβλητα, τολμώ να πω: έχω κατά νου π.χ. το περίφημο «Petit mort pour rire» του Τριστάν Κορμπιέρ:

Φύγε τώρα, κομμωτή κομητών!
Χόρτα στον άνεμο και τα μαλλιά σου.
Φωσφορισμούς θ’ αφήνουν τα βαθιά σου
άδεια μάτια, φωλιές των ερπετών…[1]

Μπορεί όμως άραγε αυτό να αποτελέσει μεταφραστική μέθοδο, άποψη-εργαλείο προς πάσα χρήση –μάλλον προς πάντα χρήστη; Θα έλεγα όχι, ασυζητητί. Και όχι απλώς για λόγους μιας αυτάρεσκης, άκαμπτης, ή μάλλον αυτάρεσκα άκαμπτης μεταφραστικής ηθικής, αλλά γιατί, αν μη τι άλλο, οι προθέσεις προκαθορίζουν, προδιαγράφουν πολύ συχνά το αποτέλεσμα. Γιατί όταν μεταφράζει, εντός ή εκτός εισαγωγικών, ο Χειμωνάς, ή όταν μεταφράζει ο Ελύτης, χωρίς εισαγωγικά τώρα, στη χειρότερη περίπτωση θα έχουμε μια καθαυτό ποιητική άσκηση, του ύψους πάντως του «ασκουμένου»: δεν ψάχνει βήμα να εκφραστεί ο Ελύτης, σκαλί ν’ ανέβει να δείξει το ποιητικό του ανάστημα. Γιατί αυτό είναι, φοβούμαι, το πρόβλημα εντέλει: τα όρια της νόμιμης καταρχήν και επιθυμητής, ή και απαραίτητης, φιλοδοξίας του μεταφραστή. Αλλά εδώ φοβούμαι ότι ηθικολογώ, ή κάνω δίκη προθέσεων.

Θα περάσω σε άλλα παραδείγματα, όχι από συγγραφείς μεταφραστές ή μάλλον από συγγραφείς που μεταφράζουν, αλλά από επαγγελματίες μεταφραστές, επώνυμους και προβεβλημένους πάντως:

Δίνω πρώτα το ελληνικό: «Του περιφανή τα λόγια, παναγίτσα μου ’νια μπόχα»! Περιφανής, θυμίζω, είναι ο καταφανής, ο ολοφάνερος, ο ξακουστός, ο ένδοξος –και το ’νια [μπόχα], το «διαλεκτικό», ας πούμε, μνια. Και το πρωτότυπο, δεν χρειάζεται να ξέρετε γερμανικά, τον ήχο ακούστε: Eigenlob stinkt. Κατά λέξη: Ο αυτοέπαινος, η περιαυτολογία, βρομάει. Που σημαίνει, περίπου, πως ο αυτοέπαινος μόνο έπαινος δεν είναι. Ώστε: Eigenlob stinkt, και με λέξεις επιπλέον κοινές, καθημερινές. Και ελληνικά, ξανά: «Του περιφανή τα λόγια, παναγίτσα μου ’νια μπόχα»![2]

Είναι, πιστεύω, ολοφάνερο, περιφανές, πως έτη φωτός χωρίζουν, θερμοκρασιακά τουλάχιστον, τα δύο κείμενα. (Επιπλέον, αν καταλαβαίνω καλά το ελληνικό μετάφρασμα, υπάρχει και σφάλμα ουσίας: άλλο ο περιαυτολογών και άλλο ο ξακουστός, ο περιφανής· φοβούμαι δηλαδή πως το περιφανής επιστρατεύτηκε λόγω ηχητικής συγγένειας με τον περήφανο –αλλά δεν είναι αυτό το θέμα τώρα.) Εδώ λοιπόν ο ευφάνταστος και προφανώς καταρτισμένος μεταφραστής έχει καβαλήσει, όπως έλεγα στο προηγούμενο, το κείμενο, του έχει επιβάλει τη δική του περπατησιά –τα δυο πόδια σ’ ένα παπούτσι εντέλει.[3]

Και άλλο ένα παράδειγμα, από την ίδια μεταφραστική εργασία, και στην ίδια σελίδα. Πάλι το ελληνικό πρώτα: «Μπουνταλιά και καυχησιά, ένα κλήμα δυο τσαμπιά»! Εδώ μεταφράζεται μια γερμανική παροιμία, που αυτή έχει ομοιοκαταληξία: Dummheit und Stolz wachsen auf einem Holz. Κατά λέξη: Η βλακεία και η περηφάνια –εδώ: η αλαζονεία, η υπεροψία– βλασταίνουν απ’ το ίδιο κλαδί, απ’ το ίδιο δέντρο. Βλακεία και αλαζονεία, δηλαδή, πηγαίνουν χέρι χέρι –πάνε πακέτο, όπως θα ’λεγε κανείς σήμερα. Εν πάση περιπτώσει, εδώ έχουμε, όπως είπα, ομοιοκαταληξία: Stolz - Holz· και εδώ επίσης η παροιμία συντίθεται με απλές, κοινές λέξεις. Ελληνικά, ευφάνταστα και πάλι, αμφίβολου γούστου όμως και πάλι: «Μπουνταλιά και καυχησιά, ένα κλήμα δυο τσαμπιά»!

Το σχόλιο έρχεται, αλίμονο, από μόνο του: η καυχησιά γεννάει την μπουνταλιά –στη γλώσσα εννοώ, στη μεταχείριση της γλώσσας, τη μεταχείριση έπειτα του ξένου έργου.

Ακραία τα παραδείγματά μου, αλλά οφείλω να ομολογήσω ότι δεν είναι καθόλου δύσκολο να παρασυρθεί κανείς και να ξεστρατίσει. Από πολλές μπάντες μπορεί κανείς να γείρει –και να γκρεμοτσακιστεί: είναι ο δημιουργικός οίστρος, το εννοώ απολύτως σοβαρά αυτό, δεν το λέω ειρωνικά, είναι η αγάπη για τον κατακτημένο πλούτο, της ελληνικής εν προκειμένω, μια συγκεκριμένη, αγαπημένη μας λέξη ή έκφραση, γλωσσικά στοιχεία από αγαπημένους μας συγγραφείς, που θέλουμε να τα προσοικειωθούμε και να τα μεταγγίσουμε στο δικό μας έργο –κάτι οπωσδήποτε θεμιτό σε έργο προσωπικό, πρωτότυπο, δικό μας, όχι όμως σε μετάφραση.

Όχι, αν δεν έχουμε την ακριβή αναλογία, το ίδιο επίπεδο ύφους, όχι απριόρι, θα έλεγα, όταν πρόκειται για πολύ προσωπικά, ιδιωματικά ή διαλεκτικά στοιχεία: δεν θα μεταφέρεις λόγου χάρη τη γλώσσα του Σκαρίμπα στον Κούντερα ή στον Χέμινγουέι ή στον Κάφκα κτλ., δεν θα βάλεις στο στόμα του Προυστ ή του Μπόρχες ή όποιου άλλου την «ανταρίτσα» του δημοτικού τραγουδιού, απ’ όπου την παίρνει και ο Νίκος Καρούζος –ο οποίος όμως παίρνει, αναλαμβάνει, «κουβαλάει», ολόκληρο τον στίχο (από την περίφημη Αναστασιά): πόχει ανταρίτσα στην κορφή και καταχνιά στη ρίζα,[4] και προπάντων τον εντάσσει σε ποίημα, σε ποίημά του («Προϊστορία ποιήματος»), όχι σε μετάφραση.[5] Σε μια παραλλαγή μάλιστα του δημοτικού τραγουδιού το βουνό έχει «ανταρούλα» στην κορφή… Ε όχι, ούτε ανταρίτσα, ούτε ανταρούλα, σε καμία μετάφραση, σε κανενός ξένου συγγραφέα το στόμα!

Σκοινοβάτης και ασκητής

Ακόμα πιο απλά, κι ωστόσο εξοντωτικά για τον μεταφραστή. Όταν ο Κούντερα, για να πω κάτι απ’ τα δικά μου, γράφει πως κάποιος θύμωσε: il sest faché, και χρησιμοποιεί δηλαδή την πιο κοινόχρηστη, καθημερινή, χωρίς κανένα ειδικό φορτίο λέξη, κάτι που έχει άλλωστε να κάνει με το λογοτεχνικό σχέδιο του Κούντερα, πρέπει ν’ αντισταθείς στον πειρασμό να βάλεις κάτι πιο παραστατικό, επιλέγοντας από μια τεράστια γκάμα: ούτε καν εξοργίστηκε, ούτε εξεμάνη, ούτε έγινε έξαλλος, έγινε θηρίο, πυρ και μανία, ή έξω φρενών, ή μπαρούτι, ή βαπόρι, ούτε έβγαζε καπνούς απ’ τη μύτη κτλ.

Κι όταν, αφού θύμωσε, άρχισε να φωνάζει, ή έβαλε τις φωνές, πάλι δεν θα γράψεις πως άστραψε και βρόντηξε ή πως κατέβασε Χριστοπαναγίες, καντήλια κτλ. Ναι, τεράστια η γκάμα, εδώ καραδοκούν και τα ιδεολογήματα για τον «μοναδικό πλούτο» της «μοναδικής μας γλώσσας», τίποτα λοιπόν από τα τόσα παραστατικά και σαγηνευτικά, που ωστόσο αλλοιώνουν, αλλάζουν, στο ελάχιστο έστω, τη θερμοκρασία του κειμένου. Γιατί το ελάχιστο μπορεί κάποτε να είναι το μείζον.
 
Οπότε; Γερό αφτί, όπως ξανάπα, και τότε το κείμενο θα σε πάρει από το χέρι και θα σε πάει εκεί που θέλει, εκεί που πήγαινε από μόνο του. Γερό αφτί, και, ε ναι: νηστεία και προσευχή. Γιατί είναι ασκητική δουλειά, από αυτή την άποψη, η μετάφραση. Και γιατί, αν αγαπάς τη δουλειά σου, αν αγαπάς πιο συγκεκριμένα το έργο που μεταφράζεις, τον συγγραφέα που μεταφράζεις, τον αγαπάς –κατά τον στοιχειώδη ορισμό της αγάπης επιτέλους– γι’ αυτό που είναι και όχι γι’ αυτό που νομίζεις ή που θα ’θελες να είναι.

Γιατί έτσι, ως γνωστόν, με τέτοια δηλαδή αγάπη, στεριώνει μία σχέση, έτσι πετυχαίνει ο γάμος.



[1] «Μικρός που πέθανε στ’ αστεία», στο Κ. Γ. Καρυωτάκης, Άπαντα τα ευρισκόμενα, φιλολ. επιμ. Γ. Π. Σαββίδης, τόμ. Α΄, Αθήνα 1983, σ. 192.
[2] Από το Περί βλακείας του Ρόμπερτ Μούζιλ, μετ. Γιώργος Κεντρωτής, εκδ. Δελφίνι, Αθήνα 1992, σ. 25.
[3] Έχω ασχοληθεί και παλαιότερα με τη συγκεκριμένη στάση ή άποψη του ίδιου μεταφραστή: «Οι Τρεις γυναίκες του Ρ. Μούζιλ και το καλάμι του μεταφραστή: Η “ακάματη ολβιότητα χαράς προκεκτημένης”, το “θέλγος” και η “ανταρίτσα”», περ. Αντί Β΄ 348, 5.6.1987, και Β΄ 350, 3.7.1987· επίσης Β΄ 354, 28.8.87, και Β΄ 355, 11.9.87, ανταπάντηση σε απάντηση του Γ. Κεντρωτή, που είχε δημοσιευτεί στο Β΄ 354, 28.8.87.
[4] Το βλέπεις κείνο το βουνό, το πιο ψηλό ’πό τ’ άλλα / πόχει ανταρίτσα στην κορφή και καταχνιά στη ρίζα…
[5] Κι όπως αρώτησα· τι είν’ αυτό το ξεροτράχαλο; / Ο κόσμος, μ’ αποκρίθηκε η νεάνιδα Περσεφόνη. / Μια φλόγα κουρευάμενη με των ομματιώνε το αέναο ψαλίδι. / Μια φλόγα μεγαλόχαρη και πικροπαινεμένη / Πόχει ανταρίτσα στην κορφή και καταχνιά στη ρίζα…

buzz it!

14/11/08

αν και όχι Τρίτη, πάντως 13, και με δυσοίωνη πανσέληνο

Ακούσατε, ακούσατε, Άγγλοι, Γάλλοι, Πορτογάλοι, Σέρβοι, Βούλγαροι, Ρουμάνοι, Πολωνοί, αγάδες, πασάδες, δερβισάδες, Ρώσοι, Μπόερς κι Οθωμανοί...



Πέμπτη και 13, με την πιο δυσοίωνη, όπως είπαν, πανσέληνο

κυκλοφορήθηκε (όχι παίζουμε!) ο β΄ τόμος των γλωσσικών
[ενώ κατ' αυτάς κυκλοφορήθηκε ο α΄ τόμος σε 3η έκδοση]

κατόπιν ωρίμου σκέψεως και σοφού σχεδιασμού, για να μην κάνει κι ο β΄ τόμος 5 χρόνια να φτάσει σε 3η έκδοση, αποφασίστηκε να αγοράζει κάθε ευρετηριασμένος αριθμό αντιτύπων όσα και οι παραπομπές στην αφεντία του. Έτσι, η α΄ έκδοση θα εξαντληθεί πάραυτα με τα αντίτυπα που θα αγοράσει ο κ. Μπαμπινιώτης. Σπεύσατε οι υπόλοιποι να καλυφθεί το πλάνο.

Ισχύουν ειδικές τιμές για λαθρομετανάστες, φαντάρους και αεροπόρους, ειδικότερες για νάπτες και σώματα ασφαλείας

Μοναδικές προσφορές και δωροεκπλήξεις κάθε Τρίτη και 13, Παρασκευή και 13, και κάθε 29 Μαΐου 1453

Στα 2 αντίτυπα, δώρο σταμπωτό μπλουζάκι "Obama, we don't chew" (διατίθεται σε πολλά χρώματα, υπάρχει και στα ελληνικά: "Ομπάμα, δε μασάμε!")
Στα 3, δώρο τα άπαντα του Δημοσθένη Λιακόπουλου με χειρόγραφη αφιέρωση
Στα 4, τα άπαντα της κ. Τζιροπούλου-Ευσταθίου με φωτογραφία της
Στα 5, οι εκδόσεις της Ελληνικής Αγωγής με φωτογραφία του εκδότου
Στα 6, οι εκδόσεις της Ελληνικής Αγωγής και πολυτελής κασετίνα με τα σιντί της κας Αδώνιδος Γεωργιάδου (φωτογραφίες, υπογεγραμμένες, και των δύο, χώρια και μαζί, όπως στην εκπομπή του Χαρδαβέλα)
Στα 7, ο Άδωνις Γεωργιάδης αυτοπροσώπως, με σιντάκι με τη φωνή του, με όλες τις παρεμβάσεις του στη Βουλή των Ελλήνων
Στα 8, ο Άδωνις Γεωργιάδης ως ανωτέρω, συν δεύτερο σιντάκι, όπου τραγουδάει α καπέλα τον "Άι-Νικόλα" (βλ. Ελληνοφρένεια), συν ο αδερφός του Λεωνίδας
Στα 9, η αυτόγραφη ευχετήρια κάρτα Μπαμπινιώτη!
Στα 10, αυτόγραφη ευχετήρια κάρτα Μπαμπινιώτη, με ευχές για το 2009!
Από 10 και πάνω, τα δώρα όλα εις διπλούν, ήτοι: 2 μπλουζάκια Ομπάμα να έχετε να συναλλάζετε, 2 σειρές απάντων, να δώκετε και σε φίλο σας, κ.ο.κ.

ΚΑΙ ΜΗΝ ΑΓΟΡΑΖΕΤΕ ΑΠΟ ΠΑΚΙΣΤΑΝΟΥΣ. ΕΙΝΑΙ ΑΝΤΙΓΡΑΦΑ ΚΑΚΗΣ ΠΟΙΟΤΗΤΟΣ, ΜΕΪΝΤ ΙΝ ΤΣΑΪΝΑ, ΣΚΑΝΕ ΣΤΑ ΧΕΡΙΑ ΣΑΣ ΜΟΛΙΣ ΤΑ ΞΕΦΥΛΛΙΣΕΤΕ, ΧΕΙΡΟΤΕΡΑ ΚΙ ΑΠΟ ΑΤΜΟΣΙΔΕΡΑ! ΑΝ ΔΕ ΑΝΟΙΞΕΤΕ ΣΕ ΛΗΜΜΑΤΑ ΟΠΩΣ ΣΤΑΘΗΣ, ΓΙΑΝΝΑΡΑΣ ΚΑΙ ΜΠΑΜΠΙΝΙΩΤΗΣ ΒΡΟΜΑΝΕ ΚΑΙ ΣΑΣ ΓΕΜΙΖΟΥΝ ΦΑΓΟΥΡΟΣΚΟΝΗ.

ΠΡΟΣΟΧΗ, Η ΠΕΙΡΑΤΕΙΑ ΣΚΟΤΩΝΕΙ ΤΗ ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΉ

buzz it!

4/11/08

γκραν γκινιόλ



εδώ και λίγους μήνες ο Δήμος Πανοράματος Θεσσαλονίκης έδωσε σ' έναν απόμερο δρόμο του το όνομα του Τάσου Χριστίδη

για δεύτερη φορά μέσα στους λίγους αυτούς μήνες η ταμπέλα με το όνομα του Τάσου Χριστίδη βρέθηκε καλυμμένη ολόκληρη με μαύρη μπογιά --και έτσι παραμένει πολύν καιρό τώρα

[να μπορούσε άραγε να βοηθήσει ο πατέρας του έθνους, ο βουλευτής του ΛΑΟΣ Κυριάκος Βελόπουλος, που έχει και γλωσσικές απόψεις και τυχαίνει να μένει στον ίδιο αυτό δρόμο!]

buzz it!

1/11/08

Μεταφραστής ή συγγραφέας; (α΄)

Τα Νέα, 1 Νοεμβρίου 2008

Σίγουρα ο μεταφραστής βάζει τη σφραγίδα του σε μια μετάφραση. Αλλά θα ’ναι σφραγίδα; ή μπούρκα που θα κρύβει εντέλει τον ξένο συγγραφέα; ή μήπως φουστανέλα που θα τον γελοιοποιεί;


Ακόμα και με τις ομολογημένες αυθαιρεσίες της, η μετάφραση του σαιξπηρικού Μάκβεθ είναι εν πάση περιπτώσει Χειμωνάς: κέρδος έτσι κι αλλιώς (φωτογραφία από τον Μάκβεθ του Λιθουανού σκηνοθέτη Εϊμούντας Νεκρόσιους, Ηρώδειο 2002)

το πλήρες κείμενο:

«Μεταφραστής ή συγγραφέας;» Μοιάζει άνευ αντικειμένου η ερώτηση αυτή, που δηλαδή τι ρωτάει: αν είναι άλλο ο συγγραφέας κι άλλο ο μεταφραστής; Ή μήπως θέλει να υποβάλει πως ο ένας, εννοείται ο μεταφραστής, δεν «πρέπει» να υποκαταστήσει τον άλλον, τον συγγραφέα; Προφανή, μάλλον αυτονόητα, και τότε κοινότοπα πράγματα. Ή μήπως όχι;

Με τέτοιες σκέψεις ανταποκρίθηκα στην τιμητική πρόσκληση της κ. Οντέτ Βαρών-Βασάρ, διευθύντριας του περιοδικού Μετάφραση, που διοργάνωσε μαζί με το Διεθνές Κέντρο Συγγραφέων και Μεταφραστών Ρόδου μια ημερίδα μετάφρασης, την πρώτη για το Κέντρο, το οποίο και μας φιλοξένησε παραπάνω από γενναιόδωρα. Έτσι, βρεθήκαμε στη Ρόδο στις 11/10, σε μια βραδιά που άνοιξε με την ανάγνωση του Γ της Ιλιάδας σε ανέκδοτη μετάφραση από τον Δ. Ν. Μαρωνίτη, ο οποίος, μετά την Οδύσσεια, ζευγαρώνει τον μεταφραστικό του άθλο με την Ιλιάδα. Ακολούθησαν εισηγήσεις, του Δ. Ν. Μαρωνίτη, της Οντέτ Βαρών-Βασάρ, του Μίλτου Φραγκόπουλου, της Γεωργίας Ζακοπούλου και του υπογραφομένου.

Θέμα μου, η καταστατική υποχρέωση, η προγραμματική συνθήκη του μεταφραστή να υποχωρεί, να εξαφανίζεται πίσω από το ξένο κείμενο. Και τώρα ο απολύτως στοιχειώδης τίτλος μου: «Μεταφραστής ή συγγραφέας;» υπαινίσσεται ότι αυτό το αυτονόητο δεν είναι και τόσο αυτονόητο. Άρα επιμένει ότι, στην πράξη της μετάφρασης, ή μεταφραστής θα ’ναι κανείς ή συγγραφέας. Πως δεν καβαλάει δηλαδή ο μεταφραστής το ξένο κείμενο· το κουβαλάει!

Πρέπει έτσι να οριστεί, έμμεσα έστω, η μεταφραστική ηθική, αυτή που πρέπει να καθορίζει τη στάση μας απέναντι στο ξένο κείμενο, την απόσταση που πρέπει να κρατήσουμε από αυτό την ίδια στιγμή που καλούμαστε να το προσεταιριστούμε.

Είναι δηλαδή ο εκ των ων ουκ άνευ όρος για τη μετάφραση, που ωστόσο πολύ συχνά παραμερίζεται, καταστρατηγείται. Γιατί πολύ συχνά υπάρχει σύγχυση ρόλων, ή φιλοδοξιών, καθώς στο χώρο της γραφής κινούνται και οι δύο, συγγραφέας και μεταφραστής, χώρια ότι συχνά ένας συγγραφέας είναι και μεταφραστής. Έχουμε έτσι, στην πράξη, δύο συγγενείς τομείς, μετάφραση και συγγραφή, αλλά με συστατικές οπωσδήποτε διαφορές.

Το κρίσιμο τώρα σημείο είναι να συνειδητοποιήσει ο μεταφραστής τον διακριτό αλλά -–με άλλον έστω τρόπο–- σημαντικό, σημαντικότατο ρόλο του, να μη νιώθει, ας πούμε, φτωχός συγγενής σε μια γωνιά στη σάλα των γραμμάτων, διαφορετικά δεν θα αποφύγει ίσως να λειτουργήσει σαν συγγραφέας manqué, ένας συγγραφέας-που-δεν-μπόρεσε-να-γίνει-συγγραφέας. Με τον προφανή πλέον κίνδυνο να ανταγωνίζεται -–όχι συναγωνίζεται: ανταγωνίζεται–- τον ξένο συγγραφέα…

Γιατί, τι στο καλό. Αποτελεί πλέον κοινή πεποίθηση πως ο μεταφραστής είναι δημιουργός. Όμως, την ώρα της μετάφρασης, στην πράξη της μετάφρασης, δεν είναι συγγραφέας, δεν είναι αυτός ο συγγραφέας. Δημιουργός, αλλά όχι, έστω όχι ακριβώς συγγραφέας. Τώρα είναι ο εισηγητής του ξένου συγγραφέα, ο ξενιστής, ο οικοδεσπότης του, ο ατζέντης του στην ξένη χώρα, ο φίλος και μαζί κηδεμόνας-προστάτης του. Ακόμα περισσότερο: ο μεταφραστής είναι το πρόσωπο του ξένου συγγραφέα στη χώρα υποδοχής, ο εκπρόσωπός του, ο αντ’ αυτού, θα έλεγα. Και το κυριότερο: έχει εξουσία τεράστια πάνω στον ξένο συγγραφέα, αφού μπορεί εξίσου καλά να τον αναδείξει αλλά και να τον καταστρέψει, εξουσία που όρια έχει μόνο την ηθική λοιπόν του μεταφραστή, άντε τη μεταφραστική ηθική.

Μπορεί έτσι να οριστεί το πρόβλημα, αν όντως υπάρχει. Κι αυτό δεν είναι τόσο η υποκατάσταση του ξένου συγγραφέα (κάτι όχι πολύ μακριά από τον καθαυτό ρόλο του μεταφραστή, όπως τον περιέγραψα ο ίδιος στο κάτω κάτω) όσο η απαλλοτρίωση του ξένου συγγραφέα, δηλαδή του έργου του. Αναφέρομαι στην περίπτωση που ο μεταφραστής καβαλάει το ξένο κείμενο, του επιβάλλει τη δική του περπατησιά, το ύφος εν προκειμένω.

Αλλά τότε τι κάνει ο μεταφραστής, αν δεν «βάλει τον εαυτό του», όπως λέμε, αν δεν εμφυσήσει στο ξένο έργο τη δική του πνοή; Αφού η μετάφραση σίγουρα δεν γίνεται με μάσκα στο πρόσωπο, με γάντια και με αποστειρωμένα χειρουργικά εργαλεία. Ή αλλιώς, πώς να μη βάλει ο μεταφραστής τη δική του σφραγίδα;

Αλλά τι λογής θα ’ναι αυτή η σφραγίδα; Και πάλι: θα ’ναι σφραγίδα; ή μπούρκα που θα κρύβει εντέλει τον ξένο συγγραφέα; ή μήπως φουστανέλα που θα τον γελοιοποιεί;

Δεν έχουν εύκολη και μονολεκτική ή μονοσήμαντη απάντηση τα ερωτήματα αυτά. Που ανακυκλώνονται, ευλόγως πεισματικά, ξεροκέφαλα: Πώς θα ’ναι δηλαδή καλή μια μετάφραση, χωρίς την προσωπικότητα του μεταφραστή, χωρίς να μοιάζει ότι βγήκε από αυτόματο μεταφραστή;

Ποια είναι τέλος πάντων η καλή μετάφραση; Θα έλεγα καταρχήν πως είναι η μετάφραση που δεν φαίνεται, που δεν χτυπάει στο μάτι. Μοιάζει απολύτως φυσική, αυτονόητη. Εδώ αναφέρομαι σε κάτι που μου έμαθε ο Εμμανουήλ Κάσδαγλης για το βιβλίο, για την επιμέλεια του βιβλίου, μάστορας αυτός του είδους, κάτι που μ’ αρέσει να το μεταφέρω στη μετάφραση: καλό είναι το βιβλίο, έλεγε, που δεν δείχνει τον κόπο που υπάρχει από πίσω, που μοιάζει σαν κάτι απολύτως φυσικό και απλό, που θα μπορούσε, που μοιάζει πως θα μπορούσε να το κάνει ο καθένας, ή πως δεν μπορεί παρά έτσι και μόνο να είχε γίνει.

Καλή λοιπόν είναι η μετάφραση που δεν κομπάζει, που δεν διαλαλεί τον μόχθο της. Αυτά ως προς το αποτέλεσμα. Ως προς τη διαδικασία, καλή θα είναι η μετάφραση που ακούει το ξένο κείμενο, που το παρακολουθεί. Και αυτό αρκεί για να μεγαλουργήσει ο μεταφραστής. Γιατί, άμα ακούς το ξένο κείμενο, αυτό θα σε οδηγήσει από μόνο του.

Πιο συγκεκριμένα τώρα. Ξεκινάς να μεταφράσεις. Γνωρίζεις, εννοείται, την ξένη γλώσσα, γνωρίζεις ή μαθαίνεις τον συγγραφέα, το έργο του εννοώ, μακάρι και τον ίδιο, αλλά δεν φτάνουν αυτά, είναι λιγότερο κι απ’ τα μισά. Γνωρίζεις λοιπόν προπάντων τη γλώσσα τη δική σου. Άλλο όμως -–παρένθεση εδώ–- γνωρίζω, ακόμα και τέλεια, τη γλώσσα, μακάρι και σε όλες της τις φάσεις και σε όλα τα επίπεδα, κι άλλο έχω αίσθηση της γλώσσας, γλωσσικό αίσθημα, αισθητήριο ή όπως αλλιώς το πούμε, που σημαίνει: τι, πού, πότε και πώς χρησιμοποιώ, οτιδήποτε, από όλο τον πλούτο που ενδεχομένως ή και σίγουρα κατέχω.

Αλλά αυτό είναι ολόκληρο θέμα από μόνο του, όπως και το σχετικό με αυτά που συζητούμε σήμερα, πως δηλαδή η μετάφραση μετριέται στη γλώσσα σου και με τη γλώσσα σου, κι όχι απ’ το αν ξέρεις απέξω κι ανακατωτά το ξένο έργο και τον συγγραφέα. Ας το αφήσουμε όμως για την ώρα το θέμα αυτό. Ξεκινάς, λέω, με τα απαραίτητα εφόδια: ξένη γλώσσα· τη δική σου γλώσσα· εποπτεία του ξένου έργου. Και τι κάνεις; Ή τι δεν κάνεις; Τι δεν πρέπει να κάνεις;

Δεν κάνεις ίσως κάτι που μπορεί από μια άποψη να κάνει ένας μείζων λ.χ. συγγραφέας όταν μεταφράζει, νά, ένας συγγραφέας που σφράγισε με πολύ ειδικό τρόπο την ελληνική νεοτερική πεζογραφία του περασμένου αιώνα, του 20ού εννοώ:

«Δεν με ενδιαφέρει αν την Ηλέκτρα την έγραψε ο Σοφοκλής ή ο Ευριπίδης, αν τον Άμλετ ή τον Μάκβεθ τον έγραψε ο Σαίξπηρ. Αντιμετωπίζω πάντα μπροστά μου ένα ξένο κείμενο» έλεγε το 1997 ο Γιώργος Χειμωνάς, όταν παρουσίαζε την έκδοση με τον Μάκβεθ του, τη μετάφρασή του ή μάλλον τη δική του ματιά στο έργο του Σαίξπηρ (Τα Νέα 29.1.1997). Μια μετάφραση με κάποιες «αυθαιρεσίες», όπως τις χαρακτήρισε ο ίδιος, αφού «ο μεταφραστής πρέπει να στήνει ένα ομόλογο κείμενο απέναντι στο πρωτότυπο». Και για να δώσει ένα παράδειγμα, διαβάζουμε στην εφημερίδα, τόνισε την έκταση που έδωσε στο ρόλο των μαγισσών --πως δηλαδή πρόσθεσε κείμενο στο μέρος των μαγισσών.

Ανάλογα, πρόσθεσε μια φράση, έβαλε μια δική του φράση στο στόμα της λαίδης Μάκβεθ, στην περίφημη σκηνή της υπνοβασίας, «βασιζόμενος σε ιστορικά κατατεθειμένα στοιχεία που ανέσυρε για να εξηγήσει τη στάση της». Γιατί; «Γιατί δεν ανέχομαι» είπε «να κολληθεί η ετικέτα της τρέλας στη λαίδη Μάκβεθ. Αλίμονο αν τη θεωρήσουμε μια ψυχιατρική περίπτωση

Αν όχι Σαίξπηρ λοιπόν, αν όχι ακριβώς Σαίξπηρ, πάντως Χειμωνάς. Από αυτή πλέον την άποψη, μακάρι να μας είχε δώσει κι άλλες μεταφράσεις ο Χειμωνάς, με τόσες ή και περισσότερες αυθαιρεσίες, μεταφράσεις-προσωπικές αναγνώσεις, εννοείται πια. Πολύτιμες, σαν μια άλλη πτυχή της δημιουργίας ενός μεγάλου συγγραφέα.

Θα συνεχίσω.

buzz it!