28/3/08

Η μεγάλη παρανόηση: η ταύτιση γλώσσας και γραφής

Τα Νέα, 21 Ιανουαρίου 2006

Γλώσσα, μας λένε οι γλωσσολόγοι, είναι ο έναρθρος λόγος, αυτός με τον οποίο ανακοινώνουμε στους συνανθρώπους μας τις σκέψεις και τα συναισθήματά μας, ενώ η γραφή αποτελεί ισχνή αποτύπωσή της

το πλήρες κείμενο:

Ολέθριος ο αττικισμός για το έθνος, όπως έγραφε στις αρχές του περασμένου αιώνα ο συντηρητικός Γεώργιος Ν. Χατζιδάκις, ολέθριος άρα και ο ρόλος της Εκκλησίας, που ταυτίστηκε με τον αττικισμό και στάθηκε έκτοτε απηνής διώκτης της ζωντανής γλώσσας –όπως και κάθε ζωντανής ιδέας, εξάλλου.

Κι όμως, τα ιδρυτικά, ιερά της κείμενα, της Καινής Διαθήκης, ήταν γραμμένα στην ομιλούμενη γλώσσα της εποχής, εναντίον της οποίας στράφηκε η ίδια η Εκκλησία, όπως έγραφα στο προηγούμενο, για να την αναγορεύσει αργότερα, με την πάροδο των αιώνων, γλώσσα πρότυπο, και πάλι για να αντιταχτεί στη ζωντανή γλώσσα.

Είδαμε έτσι ώς τώρα τον τρόπο με τον οποίο εξελίσσεται η γλώσσα και τον τρόπο με τον οποίο την αντιστρατεύονται σε κάθε εποχή οι δυνάμεις της συντήρησης, με προεξάρχουσα την Εκκλησία. Ήταν αναγκαία αυτή η περιπλάνηση, για να έχουμε μια καθαρή εικόνα του ρόλου ειδικά της Εκκλησίας, που είναι άκρως αντίθετος από αυτόν τον οποίο παγίως και ψευδώς προβάλλει, κυρίως σήμερα, η ίδια. Της Εκκλησίας που θέλησε και τώρα να έχει βασικό λόγο στα γλωσσικά πράγματα, ζητώντας την επαναφορά του πολυτονικού.

Από εδώ ξεκινήσαμε, πάνε τώρα τέσσερις επιφυλλίδες, όταν δύο βουλευτές της ΝΔ και η Ιερά Σύνοδος ανακίνησαν το θέμα του πολυτονικού, σαν θεραπεία και της δυσλεξίας, την οποία προκαλεί το μονοτονικό στους μαθητές, σύμφωνα, λέει, με κάποιους ψυχοθεραπευτές!

Προτού φτάσουμε στο πολυτονικό και το καινούριο «όπλο» κατά του μονοτονικού, χρειάζεται να σταθούμε σε δύο γενικότερες και ευρύτατα διαδεδομένες παρανοήσεις, στις οποίες έχει δώσει απάντηση προ πολλού η επιστήμη της γλωσσολογίας αλλά και –ειδικά στη δεύτερη– η Ιστορία, η στοιχειώδης ιστορική παρατήρηση: (α) την ταύτιση γλώσσας και γραφής και (β) την απαρασάλευτη, υποτίθεται, ιστορική ορθογραφία.

Έτσι μπορεί να δοθεί αυτομάτως απάντηση σε καλοπροαίρετες συχνά ανησυχίες, ότι με τις ορθογραφικές αλλαγές, πολύ περισσότερο με την ανατροπή, όπως λέγεται, ή την κατάργηση της ιστορικής ορθογραφίας κινδυνεύει με αφανισμό η ίδια η γλώσσα. Έτσι θα κατανοήσουμε γενικότερα το μέγεθος της αντίδρασης απέναντι σε επιμέρους ορθογραφικές αλλαγές. Ή, ακόμα πιο γενικά, γιατί η αλλαγή στην ορθογραφία ακολουθεί με καθυστέρηση δεκαετιών και αιώνων πολύ πιο ουσιαστικές αλλαγές στη γλώσσα, που πολλές, πάμπολλες, δεν γίνονται καν αντιληπτές –και αναφέρομαι κυρίως σε αλλαγές συντακτικές, που επηρεάζουν δηλαδή τη δομή καθαυτήν της γλώσσας. Μάρτυς αψευδής η κλιμάκωση της ανησυχίας-αντίδρασης, όπως καθρεφτίζεται π.χ. σε επιστολές αναγνωστών στον Τύπο, σε τακτικά σχόλια και άρθρα πάλι στον Τύπο, αλλά και σε σχετικές μελέτες ειδικών, εντός ή εκτός εισαγωγικών: εκεί βλέπουμε την ανησυχία που εστιάζεται κατά κανόνα σε ορθογραφικά θέματα, δευτερευόντως σε θέματα λεξιλογίου (λέξεις που χάνονται, ξένες λέξεις που εισβάλλουν και απειλούν, υποτίθεται, τη γλώσσα) και σπανιότατα σε δομικές αλλαγές, από ξενικά συντακτικά σχήματα κτλ.

Δεν υπάρχει σήμερα καμιά ουσιαστικά διαφωνία στους κόλπους των γλωσσολόγων ότι γλώσσα είναι ο έναρθρος λόγος, αυτός με τον οποίο καταρχήν επικοινωνούμε με τους συνανθρώπους μας, ανακοινώνοντάς τους τις ιδέες, τις σκέψεις, τις επιθυμίες μας, τα συναισθήματά μας. Αποτύπωση, μάλλον ισχνή, της γλώσσας είναι η γραφή, εικόνα της, όχι κατανάγκην πιστή. Όμως η οπτική εικόνα την οποία προσφέρει η γραφή είναι κατά πολύ ισχυρότερη, καθότι και μονιμότερη, από την ακουστική, αυτήν που δημιουργείται από τον προφορικό λόγο.

«Το γραπτό μένει μέσα στο χρόνο, ο ήχος φεύγει και, παρόλο που μόνο ο ήχος είναι δεμένος με τη γλώσσα, επικρατεί ο στερεός δεσμός γλώσσας-γραφής, δεσμός ωστόσο επιφανειακός, που δημιουργεί πλαστή ενότητα»: έτσι συνοψίζει έξοχα ο Β. Δ. Φόρης (Καθημερινή 31.10.1980) τις απόψεις του μεγάλου πρωτοπόρου της γλωσσολογίας Φερντινάν ντε Σωσσύρ· και συνεχίζει: «τα πιο πολλά άτομα είναι οπτικοί τύποι· η “φιλολογία” (γενικά) και η εκπαίδευση κινούνται με βιβλία, αυτά υποτάσσονται σε κάποια ορθογραφία, και αυτή θεωρείται πια πρωταρχική, αποκτώντας σημασία που δεν της αξίζει…»

Υπάρχει πάντως και μια άλλη αλήθεια πίσω από την ταύτιση. Όταν πρωτοπηγαίνει σχολείο το παιδί, εντελής, από μιαν άποψη, φυσικός ομιλητής και κάτοχος της γλώσσας του, καλείται να αναγνωρίσει –και έπειτα να αποτυπώσει– με έναν άλλο πλέον τρόπο λέξεις-έννοιες που τις γνωρίζει ήδη. Μαθαίνει δηλαδή ανάγνωση και γραφή, όπου επαναδιαπραγματεύεται, ουσιαστικά, ανατρέπει και επανα-κατακτά βασικά του κεκτημένα. Η πιο οικεία του φερειπείν παράσταση, η μάνα του, από ζωντανή εικόνα-βίωμα, με μόνη ώς τότε πιθανή αποτύπωσή της κάποια φωτογραφία, γίνεται τώρα μια εντελώς διαφορετική εικόνα, άλλου τύπου, σχήματα περίεργα, γράμματα στη σειρά, στα οποία καλείται να μεταφέρει, να μεταγγίσει κατά κάποιον τρόπο το παιδί το βίωμά του, ώστε να τα «γεμίσει» και να του θυμίζουν εφεξής αυτό που ήξερε και εξέφραζε ώς τότε με λόγια μόνο. Η διαδικασία είναι από μιαν άποψη κοσμογονική, αλλά επίπονη από την άλλη, κάποτε οδυνηρή έως τραυματική: η εικόνα που θα προέλθει από αυτήν δεν θα το αφήσει πια ποτέ και στην ενήλικη ζωή του. Αν μάλιστα φύγουμε, καλύτερα, από τη μάνα-που-είναι-μόνο-μία και πάμε λόγου χάρη στη λέξη-έννοια δέντρο, πέτρα, αυτοκίνητο: απ’ όλα τα διαφορετικά δέντρα, απ’ όλες τις διαφορετικές πέτρες, απ’ όλα τα διαφορετικά αυτοκίνητα που ξέρει, που έχει δει ώς τότε το παιδί, η καινούρια εικόνα, η λέξη η γραπτή, αν δεν θα έχει εντέλει ρόλο προεξάρχοντα, θα μπει οπωσδήποτε πλάι σ’ όλες τις άλλες, και εύλογα θα τις συνοψίσει, θα τις επιγράψει (για να μην επεκταθώ και σε αφηρημένες έννοιες, π.χ. αγάπη, υγρασία, κράτος, δημοκρατία, που εικόνα τους [θα] έχει αποκλειστικά και μόνο τη γραπτή). Όλα τα δέντρα δηλαδή θα είναι πλέον πολλά και μαζί –από μια άποψη– ένα. Κι αν κάποτε απειληθεί αυτό το ένα, το στερεοτυπικό δηλαδή, μάλλον το αρχέτυπο, και πουν, για παράδειγμα, στο παιδί και πιο πολύ στον ενήλικο να το γράψει με -αι («δαίντρο»), θα νιώσει να απειλούνται αυτόματα και όλα τα άλλα, η έννοια η ίδια. Η ζωή.

Ένα ωμέγα, ένα όμικρον, ο κόσμος μου όλος

Έτσι, έπειτα και από την εμπειρία του σχολείου, καθώς μάλιστα εκεί λατρεύεται κατεξοχήν ο θεός της γραφής, και αναπόφευκτα πλέον της «ορθής», η αυτοματική αξιολόγηση που τοποθετεί την οπτική εικόνα πάνω από την προφορική ανταμώνει μιαν άλλη βασική πριμοδότηση του γραπτού λόγου, αφού ο γραπτός λόγος προϋποθέτει ειδική μάθηση, εκπαίδευση, σπουδή: γίνεται πια αυτονόητο ότι αυτό που απαιτεί ειδικό κόπο για να αποκτηθεί θα είναι και το πολυτιμότερο. Αυτό άλλωστε με διαφοροποιεί από τον απαίδευτο, με όλες τις επίσης αυτοματικές κοινωνικές και ταξικές ιεραρχήσεις που εμπεριέχει. Και αυτό που μόνο εγώ ή περισσότερο εγώ αναγνωρίζω και κατέχω, δηλαδή η γραφή, και κάτι τώρα παραπάνω, η ορθή γραφή, η ορθογραφία, αυτό λοιπόν που μόνο εγώ κατέχω θα με οδηγήσει εύλογα στην προάσπισή του, μόλις νιώσω ότι χάνεται –και άρα το χάνω.

Έτσι μπορεί να καταναλώνουμε ασυνείδητα ή και να καλοδεχόμαστε αλλαγές στη δομή, όπως είπα παραπάνω, αλλαγές που κάποτε παγιώνονται σε λίγα μόλις χρόνια, ξενισμούς λόγου χάρη, ενώ εξήντα τόσα χρόνια τώρα, λόγου χάρη από τη Γραμματική του Τριανταφυλλίδη, μας στενοχωρεί το δεύτερο -μ που έλειψε από το καμιά ή από το ψέμα, το -ι αντί για το -υ του αντικρίζω, το -ε αντί για το -αι στο τρένο.

Κι όμως, η Ιστορία έδειξε ότι δεν χάθηκαν γλώσσες που άλλαξαν όχι απλώς τη γραφή κάποιων λέξεων αλλά το ίδιο το αλφάβητό τους: ούτε η τουρκική χάθηκε, ούτε η ρουμανική ούτε η αλβανική, που υιοθέτησαν το λατινικό αλφάβητο (και σπεύδω να σημειώσω ότι για λόγους πάντως άλλους αλλά σοβαρούς δεν πρεσβεύω επ’ ουδενί την υιοθέτηση του λατινικού αλφαβήτου για τη δική μας γλώσσα). Πολύ περισσότερο δεν μπορεί να κινδυνεύει μια γλώσσα από ένα γιώτα, ένα όμικρον, ή μια περισπωμένη.

Θα δούμε όμως στο επόμενο: κινδύνεψε τάχα από πλήθος ήδη επιμέρους αλλαγές της ιστορικής ορθογραφίας;

buzz it!

26/3/08

Ο ολέθριος αττικισμός

Τα Νέα, 7 Ιανουαρίου 2006

Αν ήταν ολέθριος για τη γλώσσα και το έθνος, κατά τον συντηρητικό Γεώργιο Χατζιδάκι λ.χ., ο ρόλος του αττικισμού, άλλο τόσο ολέθριος υπήρξε συνακόλουθα και ο ρόλος της Εκκλησίας

το πλήρες κείμενο:

«Βάρβαρη» και «αηδή» την είπαμε τη γλώσσα των Ευαγγελίων, με βάση τους χαρακτηρισμούς που χρησιμοποιεί για λέξεις της ο αττικιστής Φρύνιχος τον 2ο μ.Χ. αιώνα. Και όχι για να σκανδαλιστούν, μακάρι, οι πιστοί. Αλλά επειδή έτσι την είπαν, με τη στάση τους καταρχήν, οι ίδιοι οι χριστιανοί, οι κεφαλές, ο ανώτερος κλήρος, όταν συντάχτηκαν με τον αττικισμό που πολεμούσε την ομιλούμενη γλώσσα της εποχής, αυτή στην οποία είχαν γραφτεί τα βιβλία της Καινής Διαθήκης!

Αλλά «βάρβαρη» και «αηδή» χαρακτηρίζουν έκτοτε, ανά τους αιώνες, την εκάστοτε ομιλούμενη γλώσσα, τη φυσική δηλαδή συνέχεια της γλώσσας, οι ίδιοι, η Εκκλησία, και οι όποιοι άλλοι θεράποντες ή νοσταλγοί τής εκάστοτε –και νόμω και ροπάλω επιβεβλημένης– γραπτής, αρχαΐζουσας έως απλής καθαρεύουσας.

Αυτά έγραφα στην προηγούμενη επιφυλλίδα, σαν σχόλιο στον γλωσσοσωτήριο τάχα ρόλο της Εκκλησίας, όπως τον χαλκεύει και τον προβάλλει η ίδια, παράλληλα με την άλλη φενάκη, τον εθνοσωτήριο, και πάλι τάχα, ρόλο της.

Θα μείνω στον αττικισμό, όπως υποσχέθηκα, και για τις ανάγκες αυτής της σειράς επιφυλλίδων αλλά και επειδή ανάλογα φαινόμενα, και δυστυχώς όχι μόνο στο επίπεδο φάρσας, όπως κατά τη γνωστή ρήση επαναλαμβάνεται η Ιστορία, ευδοκιμούν σε κάθε εποχή, βεβαίως και στις μέρες μας: αναφέρομαι στην ανιστόρητη «δικαίωση» αλλά και νοσταλγία της καθαρεύουσας, στην υποτίμηση της σημερινής γλώσσας κτλ.

Ήταν λοιπόν τόσο αρνητικός αν όχι ολέθριος για τη γλώσσα ο ρόλος του αττικισμού, άρα και ο ρόλος της Εκκλησίας, η οποία σύντομα ακολούθησε την κίνηση αυτή, για να πρωτοστατήσει του λοιπού: και στον νόμο και στο ρόπαλο;

Σκόπιμα προσφεύγω στον συντηρητικό Γεώργιο Ν. Χατζιδάκι, πατέρα της γλωσσολογίας στην Ελλάδα. Από το έργο του Σύντομος Ιστορία της Ελληνικής Γλώσσης, 1915, μεταφέρω (και για τις ανάγκες της εφημερίδας μεταφράζω) εκτενή αποσπάσματα από το κεφάλαιο «Ο αττικισμός» (σ. 71-77). Γράφει λοιπόν ο Χατζιδάκις, αφού έχει αναφερθεί στις πάσης φύσεως αλλαγές που επήλθαν στη γλώσσα, ιδιαίτερα μετά την εξάπλωση της αττικής διαλέκτου σε Έλληνες και «βαρβάρους», ώσπου διαμορφώθηκε η λεγόμενη Κοινή των ελληνιστικών χρόνων:

«Οι μεταβολές για τις οποίες έγινε λόγος στα προηγούμενα κεφάλαια σημειώθηκαν μεν, όπως ήταν φυσικό, στην ομιλούμενη από τους πολλούς γλώσσα, αντανακλώνταν δε λίγο πολύ και στα γραπτά μνημεία των χρόνων αυτών, και γενικά δεν ήταν επιβλαβείς. Διότι για να γίνει σχεδόν παγκόσμια μια γλώσσα, όπως τότε η ελληνική, και επιπλέον για να διατηρηθεί τέτοια, παγκόσμια, ώσπου να την εκτοπίσουν από την υψηλή αυτή θέση μεγάλα ιστορικά γεγονότα, χρειάζεται να είναι απλή και ευμεταχείριστη, απαλλαγμένη κατά το δυνατόν από ανωμαλίες, πολυτυπίες, πολύπλοκη σύνταξη κτλ. (βλ. την αγγλική γλώσσα). Όντως λοιπόν η ελληνική γλώσσα, αφού μεταβλήθηκε και απλοποιήθηκε, όπως είδαμε παραπάνω, έγινε καταλληλότερη για τη μεγάλη της αποστολή, τη γενική της χρήση. [Μάλιστα, στους χριστιανικούς χρόνους], στη μορφή ακριβώς που είχε, ήταν εξαίρετο όργανο απλής και μαζί ισχυρής και σαφούς έκφρασης· μάρτυς αυτού του στοιχείου μεγαλόφωνος είναι η Καινή Διαθήκη, που τα υψηλά ηθικά διδάγματά της εκφράστηκαν με αυτή την εξομαλισμένη και απλή γλώσσα.

»Άλλη όμως γνώμη για την αξία της γλώσσας αυτής είχαν οι μεταγενέστεροι λόγιοι Έλληνες. Οι οποίοι, παραβάλλοντας τα φιλολογικά έργα που παράγονταν εκείνα τα χρόνια με τα έργα των αρχαιότερων δόκιμων συγγραφέων, τα έβλεπαν προφανώς να υπολείπονται κατά πολύ, και νόμισαν, εσφαλμένα, ότι αιτία ήταν η αλλοίωση της γλώσσας που είχε επέλθει. [...]

»Επειδή όμως ήδη από τους προχριστιανικούς χρόνους οι Ρωμαίοι μιμήθηκαν τους Έλληνες συγγραφείς και έτσι παρήγαγαν δόκιμη φιλολογία (Κικέρων, Οράτιος, Βιργίλιος κτλ.), [...] οι δικοί μας νόμισαν ότι θα μπορούσαν κι αυτοί να πλάσουν δόκιμα έργα μιμούμενοι τους αρχαίους. Καταρχήν βεβαίως η σκέψη αυτή δεν ήταν εσφαλμένη, το κακό όμως είναι ότι οι δικοί μας δεν περιορίστηκαν, όπως οι Ρωμαίοι και όπως σκόπευαν αρχικά, σ’ αυτήν τη μίμηση μέσα στα επιτρεπτά όρια, δεν αρκέστηκαν δηλαδή να μιμηθούν το πνεύμα των δοκίμων, τη μέθοδό τους, την ορθή σύνθεση του λόγου, το απλό και καθαρό ύφος, [...] αλλά σύντομα προχώρησαν ώς το σημείο να αντιγράφουν τους αρχαίους, δηλαδή να παραλαμβάνουν τους γραμματικούς τύπους, τις λέξεις, τη σύνταξη των Αττικών. Προχώρησαν μάλιστα και παραπέρα, δηλαδή αποκήρυξαν καθετί που αγνοούνταν από τους δοκίμους. Κείται ή ου κείται; (δηλαδή στους Αττικούς), αυτό ήταν το ερώτημα και ο κανόνας για να κριθεί το ορθό ή το εσφαλμένο, το ευγενές ή το χυδαίο, το μεταχειριστέο ή το απορριπτέο. [...]

»Ο αττικισμός έγινε αίτιος [...] κακών [...]. Πρώτον, τα πονήματα που συντάσσονταν κατ’ αυτό τον τρόπο επί πολλούς αιώνες έγιναν γρήγορα κτήμα των λογιότερων μόνο τάξεων του έθνους, ξένα όμως για τον πολύ λαό, που εγκαταλείφθηκε στο σκότος της αμάθειας και επί πολλούς αιώνες αναγκαζόταν να τρέφεται με άθλια πνευματική τροφή, να διαβάζει δηλαδή ευτελή, αμαθή και άτεχνα έργα αμαθέστερων συγγραφέων. Βέβαια ο καθένας μας θεωρεί σήμερα σωστό, όπως μας συμβούλευε πριν από εκατό περίπου χρόνια ο αείμνηστος Κοραής [μεταφράζω και πάλι], “να ελληνίζωμεν τον λόγο όσο επιτρέπει η συνήθεια (το έθος), η οποία επιτρέπει μόνο όσα δεν απομακρύνονται πολύ από το κοινό άκουσμα και τη σαφήνεια, δηλαδή να μιλούμε όχι μόνο σοφώς αλλά και σαφώς”· τότε όμως εκείνοι δεν υπολόγιζαν καθόλου αυτή τη συνήθεια, αυτή την αξίωση για σαφήνεια, κοινό άκουσμα κττ., παρά τους ήταν αρκετό ότι το άλφα ή το βήτα έκειτο στους δοκίμους, οπότε και ήταν δόκιμο· όσο για τον χύδην όχλο των πολλών και αμαθών, για τον συρφετό, όπως αποκαλούσαν τους πολλούς, στα παλιά τους τα παπούτσια· κι αυτό υπήρξε αληθινά ολέθριο για το έθνος μας. [...]

»Άλλο κακό του αττικισμού ήταν ότι όσο περισσότερο προσπαθούσαν και κατόρθωναν εκείνοι να μιμούνται ακριβέστατα τους αρχαίους και να αποφεύγουν κάθε νεότερο, αδόκιμο, όπως έλεγαν, γλωσσικό φαινόμενο, τόσο περισσότερο συγκάλυπταν έτσι και έκρυβαν από εμάς την ανέλιξη της γλώσσας, και μάλιστα τόσο περισσότερο ανακριβή εικόνα μάς παρέχουν ως προς τις αδιάκοπες γλωσσικές μεταβολές που γίνονταν παράλληλα. Και δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι, αν είχαν κατορθώσει να μιμηθούν κατά πάντα τους δοκίμους και αν δεν είχαμε ορισμένες άλλες, δευτερεύουσες πηγές, η ιστορία της ελληνικής γλώσσας από την εμφάνιση και επικράτηση του αττικισμού και εξής θα μας ήταν βιβλίον εσφραγισμένον σφραγίσιν επτά».

Και ο θλιβερός «νεοαττικισμός» των ημερών

Αν λοιπόν υπήρξε ολέθριος για τη γλώσσα και το έθνος ο ρόλος του αττικισμού, άλλο τόσο ολέθριος υπήρξε συνακόλουθα και ο ρόλος της Εκκλησίας. Το ίδιο ολέθριος, έστω δυνάμει, αφού οι συγκυρίες είναι οπωσδήποτε διαφορετικές, έπειτα και από την επίσημη αναγνώριση της δημοτικής, το ίδιο ολέθριος λέω είναι δυνάμει και σήμερα ο ρόλος της, ή οπωσδήποτε οι προθέσεις της, καθώς και ο ρόλος των όποιων νοσταλγών της όποιας παλαιότερης, καθαρότερης και «υψηλότερης» γλωσσικής μορφής. Το ίδιο, ή κι ακόμα περισσότερο, με τόση γνώση και Ιστορία εντωμεταξύ.

Καθυστέρησα στα ιστορικά της γλώσσας, για να δούμε καθαρότερα και την πορεία και τις αλλαγές της, και για να ξεκαθαρίσουμε ορισμένα γενικότερα θέματα, π.χ. τη στάση της Εκκλησίας στην εξέλιξη της γλώσσας, μια και ξεκινήσαμε από την παρέμβαση της Ιεράς Συνόδου υπέρ του πολυτονικού.

Πρόσθετος λόγος, η θλιβερή επικαιρότητα κινημάτων ή έστω τάσεων ανάλογων με τον αττικισμό. Παράδειγμα, με αφορμή τον Χατζιδάκι, που είχε τον κύριο λόγο σήμερα: στο πριν από τον «Αττικισμό» κεφάλαιο, όπου περιγράφει τις αλλαγές ώς την Κοινή, διαβάζω –και τώρα δεν μεταφράζω:

«Τον 1ον μ.Χ. αιώνα [...] τα θηλυκά εις ώ - ούς κλίνονται ομοίως τοις πρωτοκλίτοις, ήτοι μετά του αυτού φωνήεντος και εν τη γενική, της Κλειώς, της Σαπφώς».

Τον 1ο λοιπόν αιώνα, όπως και μέχρι χτες εξάλλου, της Κλειώς, της Σαπφώς. Τον 21ο αιώνα, της Κλειούς, της Σαπφούς, αλλά και της Γωγούς. Ασχολίαστο, πια.

Θα συνεχίσω.

buzz it!

Κιβωτός συντήρησης, κιβωτός αντίδρασης

Τα Νέα, 23 Δεκεμβρίου 2005

"Γλωσσική φθορά", "ένδεια", «ξενομανία» και ό,τι άλλο προσάπτεται από ορισμένους σήμερα στη νεοελληνική, τα ίδια ακριβώς χαρακτηρίζουν την ιερή σήμερα γλώσσα των ευαγγελίων -και της εποχής τους

Η χριστιανική θρησκεία χρησιμοποιεί αρχικά τη δημώδη γλώσσα, όπως μαρτυρεί η Καινή Διαθήκη, αλλά σύντομα ακολουθεί τον αττικισμό, στρέφεται δηλαδή κατά της γλώσσας στην οποία γράφτηκαν τα ιδρυτικά της κείμενα

το πλήρες κείμενο:

Ώστε «δεν δικαιούται διά να ομιλεί» για σωτηρία του ελληνισμού, όπως είδαμε στο προηγούμενο, η πάντα ταυτισμένη με κάθε τυραννικό καθεστώς Εκκλησία, οπωσδήποτε η διοικούσα Εκκλησία. Δικαιούται μήπως για τη γλώσσα;

Μαζί πάνε αυτά, κοινή είναι άρα και η απάντηση. Έτσι κι εδώ, άγρυπνος, λυσσαλέος φρουρός των συντηρητικότερων επιλογών, κοινώς της αντίδρασης, στάθηκε πάντοτε η Εκκλησία. Εδώ κι αν έδωσε και δίνει «σκληρούς αγώνας», όπως έλεγε στην πρόσφατη παρέμβασή της υπέρ πολυτονικού η Ιερά Σύνοδος! Για να συντηρήσει όμως τη νεκρή (της) γλώσσα, πολύ περισσότερο από τους νεκρούς τόνους και τα πνεύματα –που είναι εντέλει το λιγότερο.

Όπως λοιπόν πορεύεται μέσα από δικτατορίες και χούντες, ανέγγιχτη από οποιαδήποτε αποχουντοποίηση και αλλαγή, ίδια με τη χλευαστική τής κοινής νοημοσύνης «αυτοκάθαρσή» της από τα πάσης φύσεως σκάνδαλα που ήρθαν πρόσφατα στο φως· έτσι όπως γενικότερα προκλητικά πολιτεύεται, ακροδεξιά έως χουντική, εκμεταλλευόμενη την ασυλία που της προσφέρει αφενός το θρησκευτικό συναίσθημα των πιστών, αφετέρου η ψηφολογούσα υποκρισία των παραγόντων της δημόσιας ζωής, έτσι λοιπόν κιβωτός της συντήρησης, ακριβέστερα της αντίδρασης, υπήρξε πάντοτε η Εκκλησία. Κι αυτό σε όλους τους τομείς, από την πολιτική ώς το γλωσσικό.

Ωστόσο, αν η χριστιανική θρησκεία στα πρώτα της βήματα στάθηκε απηνής διώκτης του «ελληνισμού», εύλογα, όπως έγραφα την προηγούμενη φορά, καθώς είχε να αντιπαλέψει τον ειδωλολατρικό κόσμο, στο θέμα της γλώσσας εμφανίστηκε αρχικά να χρησιμοποιεί τη δημώδη: την ελληνιστική Κοινή. Δεν είναι αυθαίρετη, νομίζω, η υπόθεση πως χρησιμοποιεί τη γλώσσα του λαού, ακριβώς για να τον προσεγγίσει, και, αμέσως μόλις εδραιώνεται ως θρησκεία, ταυτίζεται με τη συντήρηση, τη γλωσσική εν προκειμένω.

Όποια κι αν είναι όμως η ερμηνεία, το γεγονός που μας ενδιαφέρει εδώ είναι η εγκατάλειψη της Κοινής, της γλώσσας της Καινής Διαθήκης. Μπορεί αυτό να στοιχειοθετεί μεγαλύτερη ευθύνη; Ναι, και ειδικά στο βαθμό που η μετέπειτα και νυν πορεία στηρίζεται σε σκόπιμη παρασιώπηση (άρα παραπλάνηση και εδώ) του τι ακριβώς ήταν η γλώσσα της Καινής και ποια σχέση έχει με ό,τι υπερασπίζεται έκτοτε με νύχια και με δόντια η Εκκλησία.

Θα χρειαστεί εδώ να καθυστερήσουμε.

Επιγραμματικά στην αρχή: η γλώσσα της Καινής Διαθήκης είναι η ομιλούμενη γλώσσα της εποχής, σε πείσμα του αττικισμού, ο οποίος ακριβώς τη στηλιτεύει, κηρύσσοντας επιστροφή στη γλώσσα των κλασικών χρόνων. Αυτήν τη δημώδη γλώσσα χρησιμοποιεί η χριστιανική θρησκεία αρχικά, για να ακολουθήσει αργότερα τον αττικισμό, να στραφεί δηλαδή κατά της γλώσσας στην οποία γράφτηκαν τα ιερά, ιδρυτικά της κείμενα. Εφεξής θα πολεμά σταθερά την εκάστοτε μορφή της ομιλουμένης, τη φυσική δηλαδή εξέλιξη της γλώσσας, εν ονόματι μάλιστα της ίδιας, «μίας και ενιαίας» γλώσσας! Αυτή όμως η κραυγαλέα αντίφαση, αυτός ο παραλογισμός χαρακτηρίζει ούτως ή άλλως τη στάση των γλωσσαμυντόρων κάθε εποχής.

Ενώ λοιπόν από τα αρχαιότατα χρόνια η γλώσσα φτάνει στην ελληνιστική εποχή μέσα από κάθε λογής επιμειξίες, δάνεια, αλλαγές, και διαδίδεται μάλιστα ευρύτατα (γι’ αυτό και αλλάζει βαθύτερα), ιδίως στο ανατολικό τμήμα της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, ο αττικισμός έρχεται να ανακόψει την εξέλιξη, σε μια προσπάθεια κυρίως να τονώσει το «εθνικό φρόνημα», όπως θα λέγαμε σήμερα, να αντισταθμίσει την εθνική καταισχύνη από τη ρωμαϊκή κυριαρχία, να αναβιώσει, δηλαδή να αναπαραγάγει το αρχαίο κλέος, που το εξέφραζε ειδικότερα η αττική γλώσσα. Το κίνημα στην αρχή είναι κυρίως λογοτεχνικό, πιστεύει ότι με την αναβίωση της αττικής θα γεννηθούν αυτομάτως έργα του ύψους των κλασικών, αλλά σύντομα εκφυλίζεται σε γλωσσομέτρη και κριτή της καθαρότητας, ανάλογα με το βαθμό συμμόρφωσης ή προσέγγισης στο αττικό πρότυπο.

Ο αττικισμός εμφανίζεται λίγο πριν από τα χρόνια του Χριστού, την ίδια εποχή που μεταφράζονται στην Αλεξάνδρεια τα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης από τα ιουδαϊκά και τα αραμαϊκά στα ελληνικά: πρόκειται για τη λεγόμενη μετάφραση των Εβδομήκοντα (Ο΄), που γίνεται για τις ανάγκες των ελληνόφωνων Εβραίων αλλά και για προσηλυτισμό των εθνικών, έργο στην πραγματικότητα περισσότερων μεταφραστών σε διαφορετικές εποχές (3ος-2ος αιώνας π.Χ.), όπως μαρτυρεί η γλωσσική ανομοιογένειά του.

Μεγαλύτερη είναι η ανομοιογένεια στα βιβλία της Καινής Διαθήκης, που γράφονται κατευθείαν στα ελληνικά, με πλήθος δάνεια, «ξενισμούς», όπως θα λέγαμε σήμερα, αραμαϊσμούς, εβραϊσμούς, σημιτισμούς, αττικισμούς βεβαίως, λατινικά στοιχεία, αλλά και σολοικισμούς, δηλαδή λάθη συντακτικά, νεολογισμούς, αλλαγή σημασίας λέξεων, και ό,τι άλλο «αμάρτημα» καταλογίζεται σε κάθε γλώσσα, σε σύγκριση πάντα προς κάποια παλαιότερη, «ευγενέστερη» μορφή –ίδια, ολόιδια π.χ. με ό,τι κινδυνολογείται σήμερα για τη νεοελληνική, σε σχέση αίφνης με την ιερή και πρότυπη γλώσσα της Καινής, των Ευαγγελίων!

Η «βάρβαρος» και «αηδής» γλώσσα των Ευαγγελίων

Στη μελέτη του Μανόλη Τριανταφυλλίδη Τα Ευαγγέλια και ο αττικισμός (1913), που εκτενή αποσπάσματά της έχω χρησιμοποιήσει πάλι εδώ, διαβάζουμε:

«Όσο περισσότερο μελετούμε τη γλώσσα που είναι γραμμένα τα Ευαγγέλια τόσο καθαρότερα βλέπομε πόσο απέχει από την αρχαία τη γραμματική, κι είναι, για να μιλήσομε τη γλώσσα ενός δασκάλου που μόνο τη γραμματική της αττικής διαλέχτου αναγνωρίζει, γεμάτη σολοικισμούς, βαρβαρισμούς και κάθε είδους λάθη. [...] Βρίσκομε κάμποσες ξένες λέξεις, από εκείνες που δε μεταχειρίζονται οι γνωστοί μας αρχαίοι συγγραφείς· λ.χ. ασσάριον, κεντυρίων, κήνσος, κοδράντης, κορβανάς, λεγεών, λέντιον, ξέστης, ρέδα, σουδάριον, σπεκουλάτωρ, φραγγέλιον, φραγγελώ. […]

»Ξέρομε όλοι μας ότι το ρήμα οίδα κλίνεται οίδα, οίσθα, οίδε, ίσμεν, ίστε, ίσασι· κι όμως μας παρουσιάζονται στο Ευαγγέλιο κάτι παράξενοι μ’ όλη την ομαλότητά τους τύποι, που όσο κι αν τους δικαιολογεί η γλωσσική εξέλιξη, δεν μπορούμε παρά να ομολογήσομε ότι έρχονται σε φανερή αντίθεση με τα διδάγματα της αττικής γραμματικής: οίδαμεν, οίδατε, οίδασι, ουκ οίδασι πόθεν έρχομαι, ου γαρ οίδασι τι ποιούσι. [...] Και όμοιους τύπους, άγνωστους στην αρχαία γλώσσα, βρίσκομε αφθονότατους στη γλώσσα της Κ. Διαθήκης: του νοός, τω νοΐ, του ημίσους, τους ιχθύας, τοις συγγενεύσιν, μειζοτέραν, ελαχιστότερος, [...] είδαν αντί είδον, ηρώτουν αντί ηρώτων, είρηκαν αντί ειρήκασι [...] κι άλλα παρόμοια».

Τόσο που για καιρό πιστευόταν ότι πρόκειται για γλώσσα άλλη, για «εβραίικα ελληνικά», ή γλώσσα του Αγίου Πνεύματος!

Αλλά ο γλωσσονόμος αττικισμός αγρυπνεί. Ο λεξικογράφος Φρύνιχος π.χ., του 2ου αιώνα μ.Χ., δεν δέχεται να λεν τα θεία χείλη: άρον τον κράββατόν σου και περιπάτει: «σκίμπους λέγε αλλά μη κράββατος» παραγγέλλει· όχι βρέχει επί δικαίους και αδίκους, αλλά ύει· όχι πάτερ, ευχαριστώ σοι, διότι, τονίζει, κανένας από τους «δόκιμους» συγγραφείς δεν είπε ευχαριστείν, αλλά χάριν ειδέναι· και ούτε το γρηγορείτε και προσεύχεσθε περνάει τις εξετάσεις, ούτε το πάντοτε μετ’ εμού ει… κ.ά. Οι χαρακτηρισμοί μάλιστα που χρησιμοποιεί; αγοραίοι οι χρήστες της Κοινής γλώσσας και σύρφακες (=συρφετός), αηδής η λέξις, βάρβαρος, έκφυλος πάνυ.

Τότε ορίζονται πρώτη φορά κριτήρια «γλωσσικής ορθότητας», γίνεται λόγος για «γλωσσική φθορά». Το μέτρο, πάντοτε οι κλασικοί: κείται ή ου κείται; είναι το κρίσιμο ερώτημα, όπως γράφει ο Αθήναιος στους Δειπνοσοφιστές, όχι πια για χρήση λέξης αλλά για φαγώσιμο! Ουλπιανός ο Τύριος … ούτος ο ανήρ νόμον είχεν <ίδιον> μηδενός αποτρώγειν πριν καν ειπείν «κείται ή ου κείται;» Δηλαδή, «ο Ουλπιανός από την Τύρο είχε το συνήθειο να μη βάζει έδεσμα στο στόμα του, προτού αναρωτηθεί φωναχτά αν “μαρτυρείται ή όχι σε κάποιο κείμενο”» (παραθέτει και μεταφράζει ο Ι. Ν. Καζάζης, «Αττικισμός», στη μνημειώδη Ιστορία της Ελληνικής Γλώσσας, που επιμελήθηκε ο Τάσος Χριστίδης, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2001, σ. 903).

Αξίζει όμως να συνεχίσουμε για τον αττικισμό και για το πόσες μέρες κράτησε το θαύμα, η χρήση δηλαδή της δημώδους γλώσσας από τη χριστιανική θρησκεία, μια και ξεκινήσαμε το θέμα Εκκλησία και γλώσσα.

buzz it!

22/3/08

Ρώθων και Σολίτσα

Τα Νέα, 22 Μαρτίου 2008

Μετά τον Ροϊχλίνειο και τη Σοσάρα, κι ας πέρασαν οι Απόκριες, ας καλωσορίσουμε τον Ρώθωνα και τη Σολίτσα, έτσι όπως παρελαύνουν στο ασαράντιστο ακόμα Ορθογραφικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας του Γ. Μπαμπινιώτη.

διαβάστε περισσότερα...

Τον Ροϊχλίνειο και τη Σοσάρα τούς είδαμε στην προηγούμενη επιφυλλίδα: ροϊχλίνειος, υπενθυμίζω, είναι ο αναφερόμενος στον Γερμανό ελληνιστή Ρόυχλιν του 15ου-16ου αιώνα, λέξη που δύσκολα βρίσκει θέση σε ερμηνευτικό λεξικό, πόσο μάλλον σε καθαρά ορθογραφικό: χαρακτηριστικά, ακόμα και ο ίδιος ο Μπαμπινιώτης δεν την είχε στην πρώτη έκδοση του μεγάλου του λεξικού –καλώς, κατά την άποψή μου–, την πρόσθεσε όμως στην τελευταία, κι από κει βρέθηκε τώρα στο ορθογραφικό, όπου, κατά τα φαινόμενα, μεταφέρθηκε ολόκληρο το λημματολόγιο του μεγάλου, μάλλον η πάσα λέξη αδιακρίτως. Και σοσάρα είναι το κατεξοχήν θέμα σος, λέξη της μαθητικής αργκό, που επίσης εμφανίζεται μόνο στην τελευταία έκδοση του μεγάλου λεξικού, και πάλι όχι αυτόνομο λήμμα, αλλά σαν μεγεθυντικό τού θέματος σος· παραταύτα βρήκε θέση τώρα στο σημαντικά μικρότερο Ορθογραφικό, μόνη της, ακατάληπτη, καθώς μπαίνει κάτω από το σος που αναφέρεται αποκλειστικά στη σάλτσα (και έχει μάλιστα και ολόκληρο σχόλιο: «σος ή σως;»).

Απ’ όλα έχει δηλαδή, ακόμα κι ένα μικρού σχήματος Ορθογραφικό; Δικό του είναι, του Μπαμπινιώτη, ό,τι θέλει αυτός βεβαίως θα ’χει. Ας το ξεφυλλίσουμε τότε, να δούμε αν αυτό το «απ’ όλα» διέπεται από κάποιες, οποιεσδήποτε, αρχές, ή είναι ένα τυχαίο άθροισμα, που προκύπτει πάλι από τη λημματογραφική βουλιμία και από μιαν άκριτη, ασύνδετη παράθεση διπλών, τριπλών κτλ. τύπων της ίδιας λέξης, ίσα για να δώσει έναν εντυπωσιακό αριθμό: 80.000 λέξεις!

Κι ας ξεκινήσουμε από το καινούριο ζευγάρι μας, τον Ρώθωνα και τη Σολίτσα. Εδώ, αντίθετα από το πρώτο ζεύγος, που εικονογραφούσε τη λεξικογραφική βουλιμία, όπως είπαμε, με δύο –διαφορετικής τάξεως– εξεζητημένες λέξεις, ο Ρώθων και η Σολίτσα υποδεικνύουν άλλες, βασικές αδυναμίες του λεξικού: Ρώθων, καιρός να ξεμασκαρευτεί, είναι το ρουθούνι: αλλά ρώθων σε λεξικό της «νεοελληνικής γλώσσας»; Κι από κοντά και ρήμα ρωθωνίζω; Καλά κρατούν οι απόκριες, νομίζω!

Και η Σολίτσα; Α, αυτή είναι το υποκοριστικό της σόλας, η μικρή σόλα! Αν όμως ο ροϊχλίνειος είναι λέξη σπανιότατη, η σοσάρα περιορισμένης, ειδικής χρήσης, και ο ρώθων (με το ρωθωνίζω του) λέξη της καθαρεύουσας, που δεν έχει θέση στη νεοελληνική, η σολίτσα, μια λέξη που ξεπερνά κατά πολύ την ιλαρότητα των υποκοριστικών, που θα τα δούμε παρακάτω, είναι απλώς ανύπαρκτη, μπαμπινιώτειας κοπής και μόνο. Σαν τι θα έλεγε τάχα κανείς, και τάχα ποιος; ένας φρέσκος χαζομπαμπάς λ.χ.; Θα ’λεγε δηλαδή: «αχ, δείτε τα παπουτσάκια του μωρού μου, και τι ωραίες σολίτσες που έχουν»; Ή: «γυναίκα, κοίτα, τρύπησε η σολίτσα, και φαίνεται η πατουσούλα του μωρού μας»;

Και εννοείται πλέον ότι στο λεξικό υπάρχει και πατουσούλα και πατουσίτσα, και μάλιστα σαν χωριστά λήμματα, σύμφωνα με άλλη, παράδοξη «αρχή» του λεξικού, που όμως έτσι φτιάχνει τον εντυπωσιακό αριθμό των 80.000 λέξεων, έτσι γεμίζει 967 σελίδες, έτσι δικαιολογεί και την τιμή των 42 ευρώ.

Ίτσες, ούλες και άκια

Και μια και βρεθήκαμε στα υποκοριστικά, έχει αποδελτιωθεί όλος ο συμπαθής Μαμαλάκης: σοδίτσα, πατατούλα, χαρτοπετσετούλα, τουρτίτσα, σαλτσίτσα και σαλτσούλα: χωριστά λήμματα, είπαμε· λείπει η «σαλτσουλίτσα», ή η «μαγιονεζούλα», η «μουσταρδίτσα», ο «κιμαδούλης»…

Αλλά υπάρχει, κάπως σαν τη σολίτσα, η σαμπρελίτσα –φαντάζομαι αυτή που μπαίνει στο ποδηλατουλάκι του μικρουλάκη Λάκη.

Αλλά, με εξαίρεση τα ανύπαρκτα υποκοριστικά, ας πούμε και πάλι πως δικό του είναι το λεξικό, ό,τι θέλει βάζει, ενώ δεν θα λείψουν σίγουρα και χρήστες-αγοραστές που θα εκτιμήσουν αυτόν ακριβώς τον «πλούτο»: γιατί όχι; Γιατί όχι δηλαδή ένα λεξικό με όλες, ει δυνατόν, τις λέξεις μέσα;

Το «όχι» αφορά πια την έλλειψη συσχετισμού των λέξεων, των λημμάτων. Και το στοιχείο αυτό (πέρα από τη χαοτική εικόνα που δίνει, λέξεις αλφαβητισμένες στη σειρά, όπως τις έβγαλε ο υπολογιστής) ας πούμε και πάλι πως δεν έχει σημασία, όταν εμφανίζεται πρώτο το υποκοριστικό κουτάκι, και μεσολαβούν 12 λήμματα ώς το κουτί· ή όταν έχουμε την πίτα, από κάτω, συμπτωματικά, το πιτάκι, αλλά μεσολαβεί η –επίσης συμπτωματική– ακολουθία: πιτζάμα, πιτζαμάκι, πιτζαμούλα, ξεφυτρώνει και το (εγκυκλοπαιδικού χαρακτήρα) πίτζιν, και μόνο τότε εμφανίζεται η πιτούλα· ούτε πάλι πολυέχει, ας πούμε, σημασία, όταν ανακατεύονται διαφορετικές λέξεις, έτσι όπως αλφαβητίστηκαν μηχανικά: πισινά, πισίνα, πισινός, πισινούλα, πισινούλης.

Έχει όμως σημασία αυτή η μηχανιστική παράθεση όταν δίνονται σαν χωριστά λήμματα διπλοί τύποι μιας λέξης, π.χ. καλεντούλα, καλέντουλα, όπου η διαφορά είναι απλώς και μόνο η θέση του τόνου: εδώ, αν τάχα υπάρχουν σε κοινή χρήση και οι δύο τύποι, ακόμα και ένα σκέτα ορθογραφικό λεξικό δεν θα ’πρεπε να δίνει τον «ορθότερο» ή επικρατέστερο τύπο;

Και τι γίνεται όταν πια η διαφορά είναι σαφέστερα μορφοφωνολογική; Τι να διαλέξει κανείς όταν δει, πάλι χωριστά λήμματα, όντως διπλούς ή τάχα «διπλούς» τύπους, και με μεγάλη απόσταση τον ένα από τον άλλο; Παράδειγμα η (άχρηστη, κατά τη γνώμη μου, εδώ) λέξη κολαντρίζω, σπανιότερος τύπος τού κουλαντρίζω, το οποίο εμφανίζεται (δεν μετράω πια λήμματα) έπειτα από 28 στήλες, χωρίς παραπομπή από τον ένα τύπο στον άλλο, χωρίς κανένα συσχετισμό, όπως π.χ. γίνεται στο μεγάλο λεξικό: εκεί το κολαντρίζω παραπέμπει στο κουλαντρίζω, όπου και αναπτύσσεται κανονικά το λήμμα.

Αποθήκη λέξεων

Τα παραδείγματα, πλήθος: και σομιέ και σομιές και (αλλού πια, μοιραία) σουμιέ και σουμιές –τέσσερα χωριστά λήμματα. Και ενώ για τη μόνη γνωστή σουρντίνα, Κύριος οίδε από ποια αζήτητα ή οπωσδήποτε από καιρό ανύπαρκτα πήγε και μάζωξε ο λεξικογράφος τη σορντίνα, λέει, και τη σουρδίνα και τη σουρτίνα –τέσσερις διαφορετικοί τύποι, σε απόσταση ο ένας απ’ τον άλλο, και ασυσχέτιστοι, «εννοείται»!

Μα αποθήκη λέξεων είναι ένα ορθογραφικό λεξικό, λέξεις χωμένες από δω κι από κει, λέξεις παλιές και ανεύρετες, λέξεις άπαξ, λέξεις λανθασμένες, ίσα για να δοθεί η παντού άχρηστη πια γραφή τους και μόνο; Και το έχει τάχα αυτό πάντοτε υπόψη του ο χρήστης, ιδίως ένας μαθητής, ή θα θέλει να ξέρει και ποιος είναι ο «ορθότερος», πάντως ο επικρατέστερος τύπος; Ή τάχα θα συναντήσει (αλλά πού;) τη λέξη σουρδίνα και θα πάει να δει πώς γράφεται;

Αλλά την απάντηση την υποψιάζομαι, από άλλη, ανάλογη, που δόθηκε άλλη φορά: ας προσφύγει τότε στο Μεγάλο! Διότι ένα ίσον κανένα· σετ πάνε τα λεξικά, τέσσερα για την ώρα.

Η πρώτη αγάπη δε λησμονιέται

Και τι θα κάνει με τον ρώθωνα; Στο μεγάλο λεξικό ο ρώθων παραπέμπει κατευθείαν στο ρουθούνι, και εκεί πια δίνεται στο τέλος του λήμματος, με την ένδειξη «αρχαιοπρ[επές]». Τα ίδια και με το ρωθωνίζω. Τώρα, στο Ορθογραφικό, οι δύο τύποι: ρώθων και ρουθούνι, ρωθωνίζω και ρουθουνίζω, εμφανίζονται ισότιμοι; Αλλά έτσι κι αλλιώς τι γυρεύει ένας «αρχαιοπρ.» τύπος σε Λεξικό της Νεοελληνικής Γλώσσας;

Εδώ πρέπει να υπενθυμίσω ότι στη Γραμματική Μπαμπινιώτη δεν υπάρχει ο μυς - οι μύες, όχι η λόγια λέξη για το ζωάκι το ποντίκι, αλλά η μοναδική λέξη γι’ αυτά τα πολύτιμα νήματα που κινούν το σώμα μας, και δεν υπάρχει επειδή είναι καθαρεύουσα, όπως δήλωσε ο ίδιος ο Μπαμπινιώτης. Έχουν όμως, φαίνεται τώρα, θέση σε Λεξικό της Νεοελληνικής λέξεις όπως ρις, χειρ, ωόν, γένεσις (χώρια από τη γένεση), ζάχαρις (χώρια από τη ζάχαρη), ακόμα και σάκχαρις, λήμματα όπως νυκτί (!), πατρί (!), Πατρεύς (πόσα θαυμαστικά να βάλω πια εδώ;), συνωδά, και γεγωνυία τη φωνή (χωρίς πάντως να έχει αποφασίσει ακόμα ο λεξικογράφος αν είναι γεγωνυία ή γεγωνυΐα), και αποσμήχω, που, όπως πολλά άλλα, δεν υπάρχει στο Μεγάλο, παρά μέσα στο απόσμηξη: ε, τώρα ξέρουμε, μπήκε λέξη χύμα στη χαβούζα του υπολογιστή και βγήκε λήμμα αυτόνομο.

Όμως δεν κάνουνε για όλα οι κομπιούτορες, όσο κι αν αποδεικνύονται συχνά σοφότεροί μας· χρειάζεται λιγάκι και ανθρώπινος νους, ο κοινός, επιτέλους, που ξέρει ότι μπορεί να λέμε κάπου κάπου «μια σοδίτσα» –για να γυρίσουμε στα υποκοριστικά με τα οποία ξεκινήσαμε– αλλά δεν είπαμε ποτέ «μία σολίτσα».

Πέρα όμως από τις αστοχίες, υπάρχουν και οι ασύγγνωστες –ιδίως για τέταρτη πια εκδοχή λεξικού– προχειρότητες και ασυνέπειες: θα συνεχίσουμε.

buzz it!

19/3/08

Εκκλησία, παραχάραξη και μυθολογία

Τα Νέα, 10.12.05

Ούτε επίτηδες. Να μπει σφήνα ο βλάσφημος, ο αφορισμένος Ροΐδης, με αφορμή το θέμα της νεοελληνικής μετάφρασής του, στις επιφυλλίδες για τη νέα σοδειά γλωσσοσωτήριων κινήσεων, και μάλιστα αμέσως μετά τα εκκλησιαστικά με τα οποία άρχιζα τη σειρά.

διαβάστε τη συνέχεια...

Θυμίζω το συμπτωματικά τετραπλό σχήμα, με τη χρονική ακολουθία με την οποία συστήθηκε, προκαλώντας τις επιφυλλίδες αυτές: (α) οι βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας Στ. Παπαθεμελής και Β. Πολύδωρας καταθέτουν ερώτηση αν θα άρει η Βουλή την «επικρατούσα αντισυνταγματικότητα», εισάγοντας την προαιρετική χρήση του πολυτονικού συστήματος· (β) η Ιερά Σύνοδος συγχαίρει και προτείνει υποχρεωτική χρήση του πολυτονικού, επειδή το μονοτονικό «αύξησε την δυσλεξία στα παιδιά»· (γ) με γιγαντιαίο πρωτοσέλιδο «Χάνεται η ελληνική γλώσσα!» εμφανίζεται στην Απογευματινή κάποια ασύγγνωστης επιπολαιότητας έρευνα, που τα «ευρήματά» της πάντως δεσμεύεται να τα «αξιοποιήσει» η υπουργός παιδείας· (δ) έπειτα από τη συνοδική «διαπίστωση» της σχέσης μονοτονικού και δυσλεξίας, αποκτά δημοσιότητα μια επιστημονικών καταρχήν προθέσεων έρευνα, που «αποδεικνύει» ακριβώς τη σχέση αυτή, ακριβέστερα την πρόληψη της δυσλεξίας με την εκμάθηση των αρχαίων ελληνικών, άρα και του πολυτονικού!

Ξεκινούμε δηλαδή από το μονοτονικό, γενικότερα την ιστορική ορθογραφία, και φτάνουμε στη γλώσσα εν γένει, που χάνεται, προφανώς επειδή απομακρυνόμαστε από την αρχαία, αυτήν που θεραπεύει πάσα νόσο και πάσα δυσλεξία. Το θέμα είναι πάλι, δηλαδή, τα πάντα, όλα μαζί ανάκατα, έτσι όπως ανάκατα εμφανίζονται ανέκαθεν, η γλώσσα να ταυτίζεται με τη γραφή, η γραφή να ισούται με τη γλώσσα, η απολεσθείσα περισπωμένη με τον όλεθρο και τον αφανισμό –με σάλτσα όμως τώρα ευρήματα επιστημονικοφανή, όσα ξέφυγαν από τα παρακάναλα και τους φαιδρούς (και συχνότατα φαιούς) ουφολόγους, πέρασαν λάθρα στα κατά τεκμήριο σοβαρά κανάλια μέσα από «Αθέατους Κόσμους», και τώρα καλούμαστε να τα καταναλώσουμε, κοινώς να τα χάψουμε, μέσα από σοβαρότερες πηγές και εφημερίδες.

Ξεκίνησα στην προηγούμενη επιφυλλίδα με τα της Ιεράς Συνόδου και γενικότερα της Εκκλησίας, προτού παρεμβληθεί, όπως είπα, ο «ασεβής» Ροΐδης. Είχα σταθεί στην κατακλείδα του κειμένου της Ι.Σ., ότι με την επάνοδο του «παραδοσιακού» τονικού συστήματος «θα είμαστε συνεπείς προς την συνέχεια και την διαχρονικότητα του Ελληνισμού, υπέρ της οποίας η ορθόδοξος Εκκλησία έχει δώσει σκληρούς αγώνας καταθέτουσα το πνεύμα Της και το αίμα Της». Και αναφερόμουν στην αντίφαση που υπάρχει ανάμεσα σε παρόμοιες διαβεβαιώσεις και την ιστορική πραγματικότητα, αυτήν που βεβαιώνει την ανά τους αιώνες συμπόρευση της Εκκλησίας με όλα τα καταπιεστικά και τυραννικά καθεστώτα, ξένα (οθωμανικός ζυγός) και ντόπια (δικτατορίες).

Τελευταίος, πιο πρόσφατος κρίκος στην αλυσίδα των «σκληρών αγώνων» της υπήρξε η ταύτισή της με την απριλιανή δικτατορία των συνταγματαρχών, περίοδο από την οποία βγήκε ίδια όπως μπήκε: μακάρια έως θρασεία: αναφέρομαι λόγου χάρη στην κλασική πλέον ρήση του επίσημου εκπροσώπου της, πως την περίοδο εκείνη, εφτά ολόκληρα χρόνια, εκείνος διάβαζε.

Ο μακαριότατος και η ψευδής γλώσσα

Ιδού λοιπόν, χαρακτηριστικό παράδειγμα, πώς καταθέτει η Εκκλησία πνεύμα και αίμα υπέρ του ελληνισμού. Ή μήπως όντως καταθέτει, αλλά σε τράπεζα άλλη και για άλλους σκοπούς; Άλλο όμως θέλω να δούμε εδώ: όταν ο μακαριότατος δηλώνει μακαρίως άγνοια για όσα γίνονταν στη χώρα μια ολόκληρη επταετία, επειδή μελετούσε, θα μπορούσε καταρχήν να σχολιαστεί η στάση και η συμμετοχή στα κοινά ενός ανδρός που διεκδίκησε και διεκδικεί λυσσωδώς την ανάμειξη, από ανώτατη, προνομιακή θέση, ακριβώς στα κοινά. Παρέλκει όμως ένας τέτοιος σχολιασμός μπροστά στο μείζον: που είναι η αντιπαράθεση με άλλη του δήλωση, για την ίδια εποχή, όταν θέλησε να «αποκαταστήσει» τη μνήμη τού τότε προϊσταμένου του, του αρχιεπισκόπου της χούντας Ιερώνυμου Κοτσώνη, και τόνισε πόσο συνέδραμε ο Ιερώνυμος τους φυλακισμένους του καθεστώτος.

Αν τώρα βάλουμε δίπλα άλλο ένα τέτοιο διπολικό σχήμα, την πρόσφατη δήλωσή του, όταν κλήθηκε να σχολιάσει τις αντι-Σημιτικές δηλώσεις τού Καλαβρύτων, ότι δεν ασχολείται με τα γήινα, την ίδια στιγμή που με δεινή (μεγαλο)μπακαλική κυνηγάει επιδοτήσεις και φιλοδοξεί να χτίσει από ξενοδοχείο έως καινούρια Μητρόπολη, και αν έχουν κάποιο νόημα οι λέξεις, στη γλώσσα την οποία προασπίζεται «η ορθόδοξος Εκκλησία», τότε δεν θα ’πρεπε τάχα να μιλήσουμε για ψεύδη; Και στην ίδια πάλι γλώσσα, όσο και στη γλώσσα της λογικής, το ψεύδος είναι απάτη ή δεν είναι; Και τότε ο ψευδόμενος; ο εξαπατών;

Όμως, όχι, δεν έχουν νόημα οι λέξεις, καμία λέξη δεν μπορεί να έχει σχέση ειδικότερα με τον μακαριότατο, αφού άλλη λογική και άλλη γλώσσα πρεσβεύει και διακονεί –τι λέω λογική και γλώσσα; άλλον Θεό πρεσβεύει, αυτόν τον οποίο κάθε τόσο από κάθε κάμερα διακηρύσσει, έναν Θεό Έλληνα, βεβαίως δεξιό, βεβαιότατα τουρκοφάγο, αλλά και αντιαμερικανό, που τιμωρεί π.χ. την υπερδύναμη μέσω Αλ Κάιντα, έναν Θεό μνησίκακο και εκδικητικό, όταν ξεσκεπάζει τα σκάνδαλα των δημοσιογράφων: τον Θεό, εντέλει, της Παλαιάς Διαθήκης, πριν αναιρέσει ο Υιός του διά της Καινής το οδόντα αντί οδόντος,* πριν δηλαδή –και αντίθετα– απ’ το χριστιανισμό!

Τόσο απλά τα πράγματα, μα σοβαρά έως τραγικά. Αλλά και τέτοια η παραχάραξη, από τα πιο μικρά ώς τα πιο μεγάλα.

Μεταπολίτευση και Εκκλησία

Μακάρια και θρασεία βγήκε λοιπόν απ’ την επτάχρονη δικτατορία η επίσημη Εκκλησία, ανέγγιχτη από την όποια και όση αποχουντοποίηση του ευρύτερου δημόσιου βίου. Έμεινε έτσι ανολοκλήρωτη η μεταπολίτευση του 1974, όπως παρατηρούσε πρόσφατα στο Βήμα (30.10.05) ο καθηγητής Αντώνης Λιάκος, με τίτλο «Ο σπόνσορας του έθνους»: «Ο μόνος χώρος ο οποίος έμεινε τότε [το 1974] ανέγγιχτος από το πνεύμα της μεταπολίτευσης που τερμάτισε όχι μόνο την περίοδο της δικτατορίας αλλά και της μετεμφυλιακής και της ψυχροπολεμικής περιόδου ήταν η Εκκλησία. Κυριολεκτικά ανέγγιχτη. Ο αρχιεπίσκοπος που επέλεξε ο Ιωαννίδης όρκιζε τη μία δημοκρατική κυβέρνηση μετά την άλλη και ο γραμματέας της χουντικής (“αριστίνδην”) Ιεράς Συνόδου ανταμείφθηκε μετά το τέλος της δικτατορίας με το αξίωμα του μητροπολίτη, για να εκλεγεί σε πλήρη περίοδο εκσυγχρονισμού αρχιεπίσκοπος. Το μετεμφυλιακό κατηχητικό με τα τραγουδάκια για τη Βόρειο Ήπειρο (το αξέχαστο “έχω μια αδελφή κουκλίτσα αληθινή”) μεταφέρθηκε στα από άμβωνος τηλεοπτικά κηρύγματα για τη Μακεδονία, εναντίον της Τουρκίας και των μεταναστών».

Είναι εντέλει προφανές ότι για άλλη συνέχεια εργάζεται και καταθέτει πνεύμα και αίμα η Εκκλησία. Οφείλουμε να τα επαναλαμβάνουμε αυτά κάθε φορά που ακούγεται ο κυρίαρχος λόγος, παραχαράσσοντας την ιστορική αλήθεια, αφού η Ιστορία κατοικεί μοιραία στα ράφια των βιβλιοθηκών, ενώ το ράσο γεμίζει όλα τα τηλεπαράθυρα επί μονίμου πλέον βάσεως.

Ξέρω και καταλαβαίνω ότι η εικόνα της ιστορικής πραγματικότητας εύκολα θολώνει, και προσφέρεται έτσι σε διαφορετικές ερμηνείες, όταν εστιάσει κανείς στις πολλές και φωτεινές εξαιρέσεις στο σώμα της Εκκλησίας. Το ίδιο συμβαίνει και όταν ο ρόλος ή η δράση της Εκκλησίας συγχέεται με την ευεργετική για πολύ κόσμο επίδραση της θρησκείας, είτε μέσω της Εκκλησίας είτε, πολλές φορές, ερήμην της (αναφέρομαι στην πίστη των ανθρώπων που θέλουν και μπορούν και επικοινωνούν με το Θεό τους, πέρα από την όποια ηθική, φερειπείν, των εκπροσώπων του). Αν λοιπόν όλα αυτά μπορεί να παρουσιαστούν και διαφορετικά, δύο στοιχεία δεν επιδέχονται αμφισβήτηση από ιστορική άποψη: (α) η όψιμη και για συγκεκριμένους σκοπούς συγκρότηση του ιδεολογήματος, αρχικά, της κυρίαρχης ιδεολογίας κατόπιν, του περίφημου «ελληνοχριστιανικού πολιτισμού»· ενώ (β) ιδρυτική ίσα ίσα πράξη του χριστιανισμού ήταν η ρήξη της συνέχειας με τον ελληνικό πολιτισμό, κάτι ωστόσο απολύτως φυσικό, στον αγώνα για την επικράτηση της νέας θρησκείας.

Ειδικότερα για το ρόλο της Εκκλησίας στη συνέχεια της γλώσσας θα συνεχίσω.


* Ματθαίος, 5.38 κ.ε.: Ηκούσατε ότι ερρέθη, οφθαλμόν αντί οφθαλμού και οδόντα αντί οδόντος. Εγώ δε λέγω υμίν μη αντιστήναι τω πονηρώ· αλλ’ όστις σε ραπίσει επί την δεξιάν σιαγόνα, στρέψον αυτώ και την άλλην… κτλ. Και παρακάτω, 5.43 κ.ε.: Ηκούσατε ότι ερρέθη, αγαπήσεις τον πλησίον σου και μισήσεις τον εχθρόν σου. Εγώ δε λέγω υμίν, αγαπάτε τους εχθρούς υμών, ευλογείτε τους καταρωμένους υμάς… κτλ. Δε θα μάθουμε ποτέ τι διάβαζε (και) στα εφτά χρόνια της δικτατορίας ο μακαριότατος. Λίγο λίγο όμως μαθαίνουμε τι δεν διάβασε εντέλει.

buzz it!

Βαράτε βιολιτζήδες

Τα Νέα, 12.11.05

H «ολισθηρή πορεία των γλωσσικών μας πραγμάτων», που λέει η Ιερά Σύνοδος;


Αν η θρησκεία είναι καλό για πολλούς, πάρα πολλούς ανθρώπους, η Εκκλησία μπορεί να είναι κακό για ακόμα πιο πολλούς, προπάντων για την ίδια τη θρησκεία

το πλήρες κείμενο:

Τι νταμπλ, τι τριπλ… Σωστή τεσσάρα, στο γήπεδο το γλωσσικό. Νικητής, οι εντυπώσεις. Ηττημένος, η κοινή λογική. Τόσο δραματικά; Όχι βεβαίως. Κι ας το ’θελαν, κι ας το θέλουν, οι επιτιθέμενοι εδώ, που δίνουν ακριβώς τον τόνο, με σάλπιγγες και καραμούζες.

Κατεβασιά γερή λοιπόν, στο γήπεδο όπου σκηνοθετείται από αμνημονεύτων χρόνων το μέγα δράμα: «ο θάνατος της γλώσσας». Και η τεσσάρα;

1. Εν αρχή εποίησεν ο Θεός Παπαθεμελή και Πολύδωρα, που ζήτησαν να ρυθμιστεί νομοθετικά –ας το μεταφέρω όμως καλύτερα όπως το βρήκα σε πολεμική ιστοσελίδα μακεδονομάχων, με τίτλο «Ο λόγιος ΒΥΡΩΝ της ελληνικής γλώσσας»: «με ερώτησή του προς τους Υπουργούς Εσωτερικών και Παιδείας, ο κ. Πολύδωρας ζητά να μάθει “εάν είναι στις προθέσεις της κυβέρνησης η νομοθετική ρύθμιση για την άρση της επικρατούσας αντισυνταγματικότητας, με την εισαγωγή της προαιρετικής χρήσης του πολυτονικού συστήματος γραφής στο δημόσιο και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα”». Δεν ξέρω τι εσωκομματικές ισορροπίες αποτυπώνει η συγκεκριμένη ιστοσελίδα, προβάλλοντας μόνο τον «λόγιο ΒΥΡΩΝΑ» και όχι και τον κ. Παπαθεμελή, που έχει μάλιστα διατελέσει υπουργός παιδείας. Τη χρησιμοποίησα όμως σαν πηγή, όχι βεβαίως για να βάλω τους δύο βουλευτές να τσακωθούν, αλλά επειδή δεν βρήκα αλλού τα περί «επικρατούσας αντισυνταγματικότητας», τα οποία μου χρειάζονταν π.χ. για να υποδείξω τους δραματικούς τόνους που είπα στην αρχή.

2. Και είδεν ότι καλόν. Βγαίνει δηλαδή η Ιερά Σύνοδος (19.10.05), και «συγχαίρει τους δύο κοινοβουλευτικούς άνδρες». Και λιγότερο πονηρή από τους δύο κοινοβουλευτικούς άνδρες, που μιλούν για προαιρετική χρήση, έτσι, για τη συνταγματικότητα ρε γαμώτο, η Ι.Σ. προτείνει «να επανέλθει παντού το παραδοσιακό τονικό σύστημα», καθώς μάλιστα «η χρήση του μονοτονικού αύξησε την δυσλεξία στα παιδιά».

3. Ή παίζουμε μπάλα ή δεν παίζουμε. Με ζηλευτό συγχρονισμό, σε πρωτοσέλιδο της Απογευματινής (31.10.05), αναγγέλλεται, ποια δυσλεξία πια, ο αφανισμός της γλώσσας, με βάση την (αλχημιστική) ανάγνωση μιας (αλχημιστικής) «έρευνας-σοκ», την οποία πραγματοποίησε το Ινστιτούτο Επικοινωνίας, με την υποστήριξη της γενικής γραμματείας Νέας Γενιάς. «Χάνεται η ελληνική γλώσσα!» είναι ο τίτλος, «Ξεχάσαμε τα ελληνικά, σύμφωνα με έρευνα-σοκ του Ινστιτούτου Επικοινωνίας» ο υπέρτιτλος. Και η έρευνα παρουσιάστηκε επισήμως στη Στοά του Βιβλίου (3.11.05), όπου η υπουργός αρχαίας παιδείας «δεσμεύτηκε για αξιοποίηση των ευρημάτων της έρευνας».

4. Δυσλεξία είπατε; είπε δηλαδή η Ιερά Σύνοδος, πως είπαν «πειράματα και μελέτες ψυχιάτρων»; Αμέσως! Άρθρο στην Καθημερινή (28.10.05), με τίτλο «Αρχαία Ελληνικά κατά δυσλεξίας», με την παρουσίαση άλλης έρευνας, που είχε ήδη παρουσιαστεί ένα χρόνο πριν (π.χ. Νέα 18.5.04): μόνη της όμως τότε, τι σκορ να σημειώσει, έπεσε στο κενό. Ξαναβγαίνει έτσι στη σκηνή, ευλογημένη από την Ιερά Σύνοδο, και νά η τεσσάρα. Ανεπαισθήτως στην αρχή, με το άρθρο της Καθημερινής, στην οποία όμως έστειλε δυο μόλις αράδες ο γνωστός ψυχίατρος Θανάσης Τζαβάρας, που αρνείται να πάρει στα σοβαρά την καινούρια αυτή καραμέλα, τζούφια κροτίδα στο οπλοστάσιο κατά του μονοτονικού και της νεοελληνικής γενικότερα. Και ήρθε τότε απάντηση στην Καθημερινή (6.11.05), από ψυχολόγο-ψυχοθεραπευτή, που ήθελε να βάλει τον κ. Τζαβάρα και τα πράγματα στη θέση τους, πέτυχε όμως ουσιαστικά ένα μοναδικό αυτογκόλ, καθώς «καρφώθηκε» με μια του φράση και κατέρριψε την αξιοπιστία της περίφημης έρευνας. Αυτά όμως στη σειρά τους.

Εδώ, από Θεού άρξασθε, δηλαδή από εκπροσώπων Του, από Ιεράς Συνόδου, αφού η ερώτηση-πρόταση των βουλευτών είναι απολύτως μέσα στο πνεύμα των καιρών, της παράταξης και της ιδεολογίας της/τους, και οπωσδήποτε δεν μπορούμε να μην της αναγνωρίσουμε τον ρεαλιστικό της χαρακτήρα: έτσι κι αλλιώς θύλακες αντίστασης στο μονοτονικό υπάρχουν πολλοί και σοβαροί, σε όλους ανεξαιρέτως τους (ιδεολογικούς) χώρους.

Αλλά αν η πρόταση των δύο βουλευτών είναι στο πνεύμα των καιρών και της ιδεολογίας τους, δεν είναι τάχα το ίδιο και η πρόταση των εκπροσώπων του Θεού; Είναι. Ακριβώς όσο ήταν, μόλις χτες, στο πνεύμα των καιρών και της ιδεολογίας τους, της λαϊκιστικής αυτήν τη φορά, η ανάγνωση του ευαγγελίου στη δημοτική, σαπουνόφουσκα που έσκασε πριν καλά καλά σχηματιστεί, ή η έγκριση της Ι.Σ., το 1988, να κυκλοφορήσει μονοτονικά μετάφραση της Καινής Διαθήκης, σε έκδοση της Βιβλικής Εταιρίας (βλ. τις εκτενείς επιφυλλίδες του Παντ. Μπουκάλα στην Καθημερινή: «Οι τόνοι και το “πνεύμα της παραδόσεως”, 30.10, και «Η δυσλεξία, η αριστεροχειρία και το μονοτονικό», 6.11.05). Είδαν όμως και αυτοί, από το 1988, μέσα σ’ αυτά τα 17 χρόνια, την «ολισθηρή πορεία των γλωσσικών μας πραγμάτων» γενικότερα, τη «δυσλεξία» ειδικότερα, και αλλάζουν ρότα, «όπισθεν ολοταχώς», κατά το γνωστό κήρυγμα του Πιο Εκπροσώπου απ’ αυτούς.

Επειδή λοιπόν οι άγιοι πατέρες, εκτός από το τονικό σύστημα, θίγουν το θέμα της γλώσσας γενικά, και μαζί κάποια άλλα, πολύ γενικότερα και κρισιμότερα θέματα, γι’ αυτό από Θεού αρξώμεθα. Και επειδή πρέπει κάθε φορά να επανερχόμαστε και να θυμόμαστε όχι μόνο τι μας λένε αλλά και ποιοι μας το λένε.

Τι λέει λοιπόν πρώτα η περίφημη πρόταση της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος;

«Θεωρεί ότι είναι καιρός να γίνει ένας ευρύτερος απολογισμός των αρνητικών συνεπειών από την καθιέρωση του μονοτονικού συστήματος και προτείνει για λόγους εθνικούς, πολιτιστικούς και εκπαιδευτικούς να επανέλθει σε όλα τα επίπεδα η χρήση του παραδοσιακού τονικού συστήματος (πολυτονικού)». Γιατί «είναι οφθαλμοφανές ότι η χρήση του μονοτονικού δεν βελτίωσε την ορθογραφική ικανότητα των μαθητών», τους απέκοψε «από τις παλαιότερες μορφές της μιας και ενιαίας ελληνικής γλώσσας», και τους προκάλεσε, «δυσλεξία». Διά ταύτα, καταλήγει το κείμενο, η Ι.Σ. «εύχεται να σταματήσει η ολισθηρή πορεία των γλωσσικών μας πραγμάτων και να επανέλθει παντού το παραδοσιακό τονικό σύστημα. Έτσι θα είμαστε συνεπείς προς την συνέχεια και την διαχρονικότητα του Ελληνισμού, υπέρ της οποίας η ορθόδοξος Εκκλησία έχει δώσει σκληρούς αγώνας καταθέτουσα το πνεύμα Της και το αίμα Της».

Αυτά είναι τα γενικότερα που έλεγα. Φαίνονται έτσι καλύτερα, όπως κλιμακώνονται μέσα στο κείμενο, με τις λέξεις που υπογράμμισα, από τις αναμενόμενες κενορητορικές, περί εθνικών, πολιτιστικών και εκπαιδευτικών λόγων, ώς τις αυθαίρετες, τα οφθαλμοφανή και τα περί δυσλεξίας, για να κορυφωθούν στο τέλος στα απλώς ψευδή.

Τα απλώς ψευδή

Και ποια τα ψεύδη; Η βιβλιογραφία είναι πλούσια, έχει μιλήσει αμετάκλητα η Ιστορία, ωστόσο πρέπει, όπως είπα, να επανερχόμαστε ολοένα, όσο συχνά και όσο κουραστικά το απαιτεί η περίσταση, όσο συχνά δηλαδή και κουραστικά ακούγεται ο λόγος ο παραπλανητικός ή και ψευδής.

Πρώτα, η πάντοτε απαραίτητη υπόμνηση πως άλλο η θρησκεία, άλλο η Εκκλησία (και ακόμα πιο πολύ οι εκπρόσωποί της)· κι αν μάλιστα η θρησκεία αντιπροσωπεύει, είναι, κάτι ιδιαίτερα σημαντικό, πολύτιμο, καλό για πολλούς, πάρα πολλούς ανθρώπους, η Εκκλησία μπορεί να αντιπροσωπεύει, να είναι, κακό για ακόμα πιο πολλούς, προπάντων για την ίδια τη θρησκεία.

Ξέρουμε λοιπόν από την Ιστορία πως η Εκκλησία, η επίσημη Εκκλησία, και πάλι όχι οι όσες κι όσο φωτεινές εξαιρέσεις, η επίσημη λοιπόν Εκκλησία, που εμφανίζεται και πάλι εγγυητής της συνέχειας και της διαχρονικότητας του Ελληνισμού, γενικά, θεματοφύλακας της γλώσσας ειδικά, όπως το λέει σ’ άλλες περιστάσεις, υπήρξε πάντοτε και είναι ακόμα εγγυητής της συντήρησης, της οπισθοδρόμησης, της αντίδρασης, με την παντί τρόπω και αφειδώλευτη στήριξη που παρείχε σε κάθε λογής καταπιεστικό-τυραννικό καθεστώς, ξένο (οθωμανικός ζυγός) ή ντόπιο (δικτατορικά καθεστώτα). Όσο για τη γλώσσα, εδώ η Ι.Σ. υπήρξε πάντοτε και είναι ακόμα ο σφοδρότερος πολέμιος της συνέχειας και της εξέλιξής της. Γιατί η εξέλιξη είναι η συνέχεια.

Κι εδώ έχουμε πολλά να πούμε: υπομονή.

buzz it!

16/3/08

Μπεστ σέλερ κοινοτοπίες

«Σύντομα θα κυκλοφορήσει το νέο του βιβλίο με τίτλο Εγχειρίδιο βλακείας. Ένας προβοκατόρικος τίτλος είναι πάντα μια καλή αφορμή για συζήτηση. Με κεντρικό θέμα τη βλακεία, πού θα τη συναντήσουμε και πώς θα την αναγνωρίσουμε…»

Πού θα τη συναντήσουμε και πώς θα την αναγνωρίσουμε; Ιδού:

διαβάστε τη συνέχεια...

Συνέντευξη του συγγραφέα Διονύση Χαριτόπουλου, του ικανότατου πλασιέ μπεστ σέλερ στερεοτύπων και κοινοτοπιών, στον Απόστολο Διαμαντή, κύλησε ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι δηλαδή, στο «Ε» της Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας 2.3.08 (απ’ όπου και η πρώτη παράγραφος εδώ):

Ο λόγος, μεταξύ άλλων, για τη σημερινή Ελλάδα, που άλλαξε, προς το χειρότερο, ούτε λόγος… Και η επόμενη ερώτηση:

«Οι αλλαγές αυτές καθρεφτίζονται και στη γλώσσα; Φτωχαίνει;»

Απάντηση:

«Η ανησυχία για την πτώχευση της γλώσσας και την αλλοίωση των νοημάτων δεν είναι υπερβολική. Μόνο που η γλώσσα αλλάζει αργότερα από τα ήθη, πρώτα αλλοιώνεται και ξεστρατίζει το ανθρώπινο φέρεσθαι και μετά το ομιλείν. Όσες λέξεις χρειάζονταν πιο παλιά δύο αχθοφόροι για να συνεννοηθούν στη δουλειά τους τόσες –και ίσως λιγότερες– χρειάζονται σήμερα δύο γιάπηδες με πανεπιστημιακά διπλώματα. Το φαινόμενο είναι παγκόσμιο, καθώς οι επιπτώσεις της τεχνικής σκέψης στην “ουσία” του ανθρώπου είναι ήδη εμφανείς».

Άλλα αποσπάσματα:

Α.Δ. «Παρεμπιπτόντως, τι γνώμη έχετε για τον νέο αρχιεπίσκοπο;»
Δ.Χ. «Δεν με αφορά το θέμα, άρα δεν ανακατεύομαι. Βέβαια, μου τη δίνει ο χλευασμός και η επιθετικότητα των τάχα προοδευτικών και μοντέρνων εναντίον της θρησκείας. [...] Η θρησκεία είναι μια λαϊκή φιλοσοφία και μια ικανή παρηγοριά για τη μεταφυσική αγωνία του απλού ανθρώπου. Αν του την πάρουμε, με τι θα αναπληρώσουμε το κενό, με την εικόνα του Ρουβά ή της Φαραντούρη;»

(Όχι σχόλιο, εννοείται, μόνο την υπενθύμιση ότι ο Διονύσης Χαριτόπουλος, που δεν τον αφορά το θέμα, άρα δεν ανακατεύεται, πρόσφατα ακόμα, στις πιο άγριες χριστοδουλικές ημέρες, είχε υπογράψει υπέρ της αναγραφής του θρησκεύματος στις αστυνομικές ταυτότητες και της διεξαγωγής δημοψηφίσματος –βλ. παλαιότερη συνέντευξή του στη Μικέλα Χαρτουλάρη, Ταχυδρόμος 262, 5.3.05.)

Α.Δ. «Πώς σας φάνηκε η ήττα του Τάσσου Παπαδόπουλου στην Κύπρο;»
Δ.Χ. «Κρίμα. Είναι πραγματικά σπουδαίος πολιτικός, με σπάνιο ήθος και αξιοπρέπεια.»

Α.Δ. «Γιατί αρνηθήκατε να μεταφραστούν τα βιβλία σας στην Τουρκία;»
Δ.Χ. «Είναι σαν να απειλούν το σπίτι σου οι τραμπούκοι της γειτονιάς κι εσύ να τους βγάζεις σοκολατάκια!»

Μακάρι να ’ταν μοναχά βλακεία…

buzz it!

9/3/08

Ροϊχλίνειος και Σοσάρα ή η τετραχοτόμηση ενός λεξικού

Τα Νέα, 8 ΜαρτΙου 2008

Ο Ρωμαίος και η Ιουλιέτα, από τα θρυλικά ζευγάρια της ιστορίας της λογοτεχνίας· ενώ ο Ροϊχλίνειος και η Σοσάρα διεκδικούν μια θέση στην ιστορία της λεξικογραφίας


Γίνεται να λημματογραφείς τον ροϊχλίνειο, το φυτούλι και τη σοσάρα και να απουσιάζει π.χ. το πασίγνωστο σήμερα αλλά διόλου σημερινό μπλογκ, καθώς και η ελληνική του απόδοση, το ιστολόγιο;

το πλήρες κείμενο:

Βέλθανδρος και Χρυσάντζα, Λίβιστρος και Ροδάμνη, Φλώριος και Πλατζιαφλώρα, Ιμπέριος και Μαργαρώνα, Καλλίμαχος και Χρυσορρόη, μορφές από τα βυζαντινά ιπποτικά μυθιστορήματα, ή Ερωτόκριτος και Αρετούσα, τώρα Ροϊχλίνειος και Σοσάρα.
Το πάντρεμα του παλιού με το νέο, η διαχρονία της ελληνικής, έστω σε μικρό της μέρος, ο Ροϊχλίνειος, με κάτι από τον αέρα μεσαιωνικού έπους, και η Σοσάρα, θαρρείς από λαϊκή αυλή του Μεταξουργείου, Σοσάρα όπως Φροσάρα φερειπείν.

Όμως πεζή είναι η πραγματικότητα, έτσι και δούμε τα δυο ονόματα γραμμένα με πεζό το αρχικό: ροϊχλίνειος και σοσάρα –πουφ, πάει η ποίηση όλη…

Αν μάλιστα τα συναντήσουμε σε ορθογραφικό λεξικό, χωρίς ερμήνευμα δηλαδή, περνάμε στο χώρο του μυστηρίου, στις πύλες του ανεξήγητου, στον αθέατο κόσμο του Χαρδαβέλα ή στα λιβάδια του Λιακόπουλου.

Η σοσάρα λοιπόν: ψάχνω Μπαμπινιώτη, τίποτα· ψάχνω Τριανταφυλλίδη, τίποτα· μεγάλο Δημητράκο, ούτε· ψάχνω στο ίντερνετ: α, από τα θέματα σος στις εξετάσεις, το κατεξοχήν θέμα σος, η σοσάρα! Λέξη της νεανικής-μαθητικής αργκό δηλαδή, με μόλις 7 εγγραφές στη διαδικτυακή μηχανή αναζήτησης γκουγκλ, λέξη που βρήκε όμως τη θέση της σε ορθογραφικό λεξικό, και μάλιστα επίτομο. Μαζί με τον κατά πολύ γνωστότερο φύτουλα, αλλά και το φυτούλι, τον παλαιότερο σπασίκλα δηλαδή, που κι αυτός λημματογραφείται, όπως και η σπασίκλω, σε χωριστό λήμμα. Κι όταν, από την άλλη, δεν υπάρχει το πολύ πιο γνωστό μπάζο. Δηλαδή υπερβολή; Σίγουρα η γνωστή λεξικογραφική βουλιμία, με αδιαφανείς αρχές, άρα μάλλον η επίσης γνωστή προχειρογραφία. Ή μήπως υπερβολές δικές μου;

Ο ροϊχλίνειος τώρα: κοιτάζω πάλι Μπαμπινιώτη, την πρώτη έκδοση που έχω, τίποτα· και τα άλλα μεγάλα λεξικά, τίποτα· τώρα όμως ούτε στο ίντερνετ, τίποτα απολύτως. Αναζήτησα τότε, όπως όφειλα, την τελευταία έκδοση του μεγάλου Λεξικού Μπαμπινιώτη, και ιδού το φως: «αυτός που αναφέρεται στον Γερμανό ελληνιστή J. Reuchlin»· και παράδειγμα, η ροϊχλίνεια προφορά, που αντιδιαστέλλεται προς την ερασμιακή. Αυτό κι αν είναι υπερβολή… Αλλά ροϊχλίνειος σε επίτομο ορθογραφικό λεξικό δεν είναι απλώς υπερβολή, είναι –και λίγα λέω– λάθος. Και, για να το συνεχίσω τότε: αν ροϊχλίνεια προφορά, ροϊχλίνειος τι θα μπορούσε να ’ναι; Μήπως «ο σουαρές» (βλ. παρακάτω); Και επίσης, αφού ο ροϊχλίνειος από τον Reuchlin, που μεταγράφεται Ρόυχλιν, με -υ, σύμφωνα και με τον Μπαμπινιώτη (Μπ.), τότε δε θα ’πρεπε να είναι «ροϋχλίνειος» –όπως κεϋνσιανισμός, από τον Κέυνς (πάλι σύμφωνα και με τον Μπ.);

Ο λόγος για το Ορθογραφικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής του Μπ., το οποίο κυκλοφόρησε αυτές τις μέρες, λουσμένο, όπως είναι φυσικό, στα φώτα της δημοσιότητας. Έπειτα από το μεγάλο Λεξικό του Μπαμπινιώτη, στην αχρηστεμένη ουσιαστικά από τον ίδιο πρώτη του έκδοση, έπειτα από μια «επανεκτύπωση» με ριζικές αλλαγές και μια λεγόμενη δεύτερη έκδοση, με ακόμα πιο ριζικές αλλαγές· έπειτα από το Λεξικό για το Γραφείο και το Σχολείο, επιτομή ουσιαστικά του Μεγάλου· και από μια επιτομή της επιτομής, ή μια επιτομικότερη επιτομή του Μεγάλου, το Μικρό Λεξικό, ήρθε τώρα, τέταρτο στη σειρά, το Ορθογραφικό, και αναγγέλλεται η έκδοση και πέμπτου, ετυμολογικού. Η τετραχοτόμηση δηλαδή και οσονούπω πενταχοτόμηση ενός λεξικού: ο κομπιούτορας να ’ναι καλά, που τον ταΐζουμε όλες τις λέξεις, και ιδού λημματολόγιο νέο, βαλμένο μία έτσι, μια αλλιώς, οριζοντίως, διαγωνίως και καθέτως, κι έχουμε όσα λεξικά ποθεί η ψυχή μας: για κοντινές εξορμήσεις στο βουνό, για κοντινές εξορμήσεις στη θάλασσα, για μακρινά ταξίδια αεροπορικώς, για υπερπόντια ακτοπλοϊκώς, για την κουζίνα και το μπάνιο, για τη βεράντα και τον κήπο κ.ο.κ.

Αλλά πώς παρουσιάζεται το καινούριο, το Ορθογραφικό Λεξικό; πώς αιτιολογείται η έκδοσή του; «Εξηγεί και διδάσκει την ορθογραφία», αυτό είναι το διαφημιστικό σλόγκαν: «συλλάβαμε την ιδέα και δουλέψαμε σκληρά» γράφει ο συντάκτης του, έτσι, στο α΄ πληθυντικό παντού, «για να δώσουμε ένα Ειδικό [κεφαλαίο Ε!] Ορθογραφικό Λεξικό, στο οποίο να εξηγείται και να διδάσκεται συγχρόνως η ορθογραφία της Ελληνικής»: να εξηγείται; και να διδάσκεται; Πώς; Με τα «3.500 ορθογραφικά σχόλια για τη σωστή ορθογραφία των λέξεων» ίσως. Που από αυτά τα περισσότερα αφορούν την αντιδιαστολή προς την μπαμπινιωτική ορθογραφία, όπως αποτυπώθηκε στο Μεγάλο. Μα και το Μεγάλο Λεξικό έχει δεν ξέρω πόσες χιλιάδες σχόλια, σίγουρα και εύλογα πολύ περισσότερες από το Ορθογραφικό. Εκείνο δηλαδή δεν εξηγεί και δεν διδάσκει;

Γιατί λοιπόν το Ορθογραφικό δεν είναι, γιατί να μην είναι απλώς ένα όντως επίτομο ορθογραφικό λεξικό, πολύτιμο με τα σχόλιά του κτλ.; Γιατί κάτι τέτοιο θα απαιτούσε όντως «σκληρή δουλειά», περισσότερη από το τάισμα του υπολογιστή π.χ., όπως θα δούμε παρακάτω, οπότε κι έχουμε απλώς το ερζάτς του Μεγάλου, ίσως και σε ακόμα πιο αδόκιμη εκδοχή, όσον αφορά το λημματολόγιο. Και το λημματολόγιο είναι αυτό που χαρακτηρίζει καταρχήν ένα λεξικό, πόσο μάλλον, ή κυρίως, ένα ορθογραφικό λεξικό.

Αν λοιπόν (και) αυτό το λεξικό εξηγεί και διδάσκει όσο τουλάχιστον το Μεγάλο, ή αν εγκαταλείψουμε επιτέλους το σχετικό διαφημιστικό εύρημα, πού αλλού βασίστηκε η προβολή του Ορθογραφικού; στο πώς γράφονται και πώς «θα έπρεπε» να γράφονται οι λέξεις.

Γινόμαστε αφόρητα ανιαροί –ας μου επιτραπεί κι εμένα τώρα το α΄ πληθυντικό, παρότι δεν είναι της μεγαλοπρεπείας, ίσα ίσα απηχεί ευτυχώς μια πραγματικότητα: όπως έχω ξαναγράψει, όλο και πιο συστηματικός εμφανίζεται ο αντίλογος, π.χ. στο διαδίκτυο, από νεότερους επιστήμονες, φιλολόγους και γλωσσολόγους, τεκμηριωμένος αντίλογος στο μπαμπινιωτικό οικοδόμημα, ιδίως το ορθογραφικό. Γινόμαστε λοιπόν ανιαροί, γράφοντας τα ίδια και τα ίδια, προσωπικά όλο και με μεγαλύτερη δυσφορία καταπιάνομαι με τα μπαμπινιωτικά έργα, ίδια και απαράλλαχτα στην ουσία, αλλά ντυμένα μία έτσι, μια αλλιώς, ανάλογα με τις εκάστοτε προτεραιότητες και σκοπιμότητες, με το εκάστοτε ακροατήριο.

Αναδίπλωση; Και το επιστημονικό όραμα;

Χρειάζεται όμως ψυχραιμία, και ναι, επανάληψη, ξανά και ξανά, όσο ξανά και ξανά εμφανίζονται τα άλλα, με τυμπανοκρουσίες και ταρατατζούμ, από κανάλια και εφημερίδες. Το καινούριο λοιπόν στοιχείο είναι ελαφρά παραλλαγμένο το παλιό: το αγόρι, λέει τώρα, «θα έπρεπε» να γράφεται «αγώρι», και το τσιρότο «θα έπρεπε» να γράφεται «τσηρώτο», και τι πάει να πει συνήθεια, λέει, μάλλον είπε ο συντάκτης του λεξικού, σαν κάπως επιθετικά ή απηυδισμένος κατά την παρουσίαση του Ορθογραφικού Λεξικού, μια δυο φορές να το γράψουμε, πάει, το συνηθίσαμε. Έτσι, το Ορθογραφικό Λεξικό κυκλοφορεί «βασισμένο στη σχολική ορθογραφία», όπως σημειώνεται στο εξώφυλλο κιόλας. «Απλώς», στις «λιγοστές» λέξεις που αποκλίνουν από τη σχολική ορθογραφία, δίνεται σε σχόλιο η «ορθή ετυμολογική γραφή». Οπότε το αγόρι λημματογραφείται με -ο, σύμφωνα με τη σχολική ορθογραφία, αλλά σε σχόλιο εξηγείται η προέλευσή του και γιατί θα έπρεπε να είναι με -ω. Και υπάρχει και λήμμα αγώρι, που παραπέμεπει απλώς στο αγόρι. (Αλλά γιατί να υπάρχει λήμμα αγώρι; Πού απαντά το αγώρι, εκτός από το Μεγάλο του Μπαμπινιώτη, ώστε να λημματογραφηθεί, έστω και για να παραπέμψει αλλού; Ψιλά πάλι γράμματα, αλλά έχουν να κάνουν με στοιχειώδεις αρχές της λεξικογραφίας.)

Πόσο καινούρια όμως είναι αυτή η ιστορία;

Εν αρχή λοιπόν το Μεγάλο με την μπαμπινιωτική ορθογραφία, με τις συστατικές της αδυναμίες και ασυνέπειες, που τις έχουμε ήδη επισημάνει και θα τις ξαναδούμε στη συνέχεια. Ανεώχθησαν τότε οι ουρανοί, τα ύδατα εταράχθησαν, σίγουρα δημιουργήθηκε γενική, εκτεταμένη σύγχυση, πάντως η νέα ορθογραφία έγινε μόδα, λαϊφστάιλ. Παράλληλα υπήρξε και έντονη κριτική από σημαντική μερίδα του επιστημονικού κόσμου. Να θεωρήσουμε άραγε αναδίπλωση ότι το Λεξικό για το Γραφείο και το Σχολείο καθώς και το Μικρό Λεξικό εμφανίστηκαν με τη σχολική ορθογραφία, όσο πιο αθόρυβα όμως γινόταν; Και τώρα, ίσως επειδή η Ακαδημία Αθηνών ετοιμάζει το επίτομο δικό της λεξικό, με τη σχολική ορθογραφία κι αυτή, χρειάστηκε εσπευσμένα να εμφανιστεί ένα Ορθογραφικό, αλλά να διατυμπανιστεί πως είναι «βασισμένο στη σχολική ορθογραφία», και μαζί να μνημειωθεί μέσα από τα σχόλια το μπαμπινιωτικό σύστημα, μ’ ένα σμπάρο δηλαδή πολλά τρυγόνια, κανένα όμως, φοβάμαι, αυστηρά επιστημονικών προθέσεων.

Θα συνεχίσουμε όμως, κυρίως με το αλλοπρόσαλλο λημματολόγιο. Στο επόμενο, ο Ρώθων και η Σολίτσα.

buzz it!

3/3/08

0. Πρόλογος

από το βιβλίο Η γλώσσα, τα λάθη και τα πάθη, εκδ. Πόλις, Αθήνα α΄ έκδ. Οκτ. 2003, β΄ έκδ. Δεκ. 2003, γ΄ έκδ. 2008, που συγκεντρώνει τις επιφυλλίδες των Νέων, 1999-2003, με διορθώσεις και προσθήκες (εδώ κατηγορία "γλωσσικά Α")

σχεδόν ολόκληρος (απλώς χωρίς τα ιστορικά της έκδοσης, τις ευχαριστίες κτλ.) ο πρόλογος δημοσιεύτηκε εδώ, πρώτο ποστ του μπλογκ


το πλήρες κείμενο:

1. Κείμενα για τη γλώσσα, για τις στάσεις απέναντι στη σημερινή γλώσσα, και ιδιαίτερα στις παλαιότερες μορφές της· κείμενα για την εξελικτική πορεία της γλώσσας, για την εξέλιξη μέσα από τα λάθη· κείμενα για τα λάθη και τη συχνά ακαταμάχητη λογική τους, κείμενα που παρακολουθούν την εξελικτική πορεία του λάθους, τις αλλαγές στη γλώσσα γενικότερα, κείμενα που θα επιχειρήσουν να βαδίσουν μέσα από λάθη και περίπλοκα συντακτικά, κυρίως, φαινόμενα.

Έτσι σκέφτηκα να ανταποκριθώ στην ανοιχτή πρόταση των Νέων για συνεργασία, με μια σειρά που θα αξιοποιούσε σκόρπιες σημειώσεις από μια τριαντάχρονη επαγγελματική τριβή με κείμενα. Έτσι γεννήθηκαν τα Μικρά Γλωσσικά, οι επιφυλλίδες που αθροίζονται τώρα σ’ αυτό το βιβλίο· μικρά, επειδή δεν θέλησαν και δεν επιδίωξαν το ανέφικτο, να αποτελέσουν πλήρη γλωσσικό οδηγό και να καλύψουν όλα τα γραμματικοσυντακτικά φαινόμενα, αλλά ούτε και να κινηθούν με οργανωμένο σχέδιο και συγκεκριμένους άξονες.

Όχι οδηγός λοιπόν, αλλά ναι, σίγουρα οδηγίες, ή τουλάχιστον εξέταση ενός φαινομένου και ψηλάφηση του ενδεχόμενου αδιεξόδου σε πολυδαίδαλα θέματα, όπως λ.χ. το ως και το σαν, οδηγίες που θα μπορούσαν να βοηθήσουν τον απλό χρήστη, κάποιον συνάδελφο διορθωτή, τον επαγγελματία γραφιά γενικότερα.

2. Ώστε κείμενα για λάθη, βιβλίο ώς έναν μεγάλο βαθμό για λάθη, που όμως ελπίζει πως διαφοροποιείται διπλά από την πλούσια λαθοθηρική γραμματεία, και καταρχήν προγραμματικά: δεν πρόκειται για λάθη από γραπτά μαθητών και φοιτητών, από αυτά που παρουσιάζονται κάθε τόσο για να τεκμηριώσουν –κι εδώ είναι το δεύτερο σημείο διαφοροποίησης– τη «φτωχή» γλώσσα των νέων, και γενικότερα την παρακμή, το θάνατο κτλ. της γλώσσας· ούτε για λάθη ανθρώπων που τους αιφνιδιάζουν στο δρόμο μ’ ένα μικρόφωνο και μια κάμερα. Δεν είναι δηλαδή λάθη που προέρχονται από απαράσκευους ακόμη χρήστες ή από τρομοκρατημένους πολίτες, ολιγογράμματους ενδεχομένως, λάθη που γεννιούνται κατά κύριο λόγο σε εκβιασμένες, ψευδείς συνθήκες «γλωσσικής πραγμάτωσης», όπως λένε οι γλωσσολόγοι, και επικοινωνίας. Είναι λάθη δικά μου, δικά μας, λάθη από επαγγελματίες χρήστες, από δόκιμους δημοσιογράφους, μεταφραστές, συγγραφείς, αλλά συχνά επίσης λάθη από διαπρεπείς λαθολόγους, τιμητές ακριβώς της γλώσσας των νέων κτλ., επαγγελματίες θρηνωδούς της κατάντιας της ελληνικής γλώσσας γενικότερα και προφήτες του επικείμενου θανάτου της.

Και είναι έτσι σκόπιμα διαλεγμένα τα λάθη όχι για να δείξουν το φόρο που πληρώνουμε όλοι μας στην κοινή αγραμματοσύνη (όπως είπε ο Κοραής όταν τον διόρθωσαν για ένα «των νηών όντων», αντί ουσών) αλλά κυρίως για να φανεί αυτό που αποτελεί κοινό τόπο κι ωστόσο πάντα το ξεχνούμε: πως η εκμάθηση της γλώσσας είναι τεράστια υπόθεση, πως ο αγώνας για την κατάκτηση της γλώσσας είναι αγώνας ζωής.

Και τελικά, μέσα από την εξαντλητική ορισμένες φορές προσέγγιση διάφορων γλωσσικών φαινομένων, μέσα από τις εξαιρετικά λεπτές αποχρώσεις που διακυβεύονται σε μια μηχανική λ.χ. μεταφορά ξενικών συντακτικών τρόπων, μέσα λοιπόν από τα λάθη, να φανεί –όσο αφήνει και η δική μου, εμμανής πολλές φορές, αντιμετώπιση του λάθους– όχι η παρακμή αλλά ίσα ίσα η δυναμική της γλώσσας, που αξιοποιεί ακριβώς τα λάθη, τα αφομοιώνει δηλαδή και τα μετατρέπει σε πλούτο, και έτσι προχωρεί.

3. Εδώ, και όσο επιτρέπει τον προσωπικότερο τόνο ένας πρόλογος, θα ’θελα να πω πως, όταν ξεκίνησα τη σταδιοδρομία μου, πριν από τριάντα κάτι χρόνια, με το κόκκινο στιλό του διορθωτή στο χέρι, διορθώνοντας ακόμα και τον κατάλογο του εστιατορίου (όπως με κορόιδευαν οι φίλοι μου, αλλά ήταν αλήθεια…), δεν μπορούσα βεβαίως να διανοηθώ πως, χωρίς να πάψω ποτέ να κυνηγάω τα λάθη, θα έφτανα μια μέρα και να τα υπερασπίζομαι. Μου πήρε χρόνια να συμφιλιωθώ με την ιδέα ότι αυτά που διόρθωνα σαν λάθη είχαν καταρχήν κάποια λογική, κάποτε άτεγκτη, που καμία γραμματική σοφία δεν μπορούσε να της παραβγεί, κι έπειτα πως αυτά τα λάθη θα ήταν πιθανότατα τα αυριανά σωστά.

Γιατί, μπροστά στο λάθος, κυρίαρχη είναι πάντοτε η συναισθηματική αντίδραση· έπειτα έρχονται τα διδάγματα της ιστορίας γενικότερα, και ειδικότερα της ιστορίας των γλωσσών, και μαζί τα πορίσματα της γλωσσολογίας, που δείχνουν πως η εξέλιξη μιας γλώσσας περνάει μέσα και από την αφομοίωση των λαθών της.
Γιατί, μπροστά στην παντοδυναμία του συναισθήματος και της άμεσης εποπτείας, αυτής που ανάβει αμέσως κόκκινο και σημαίνει συναγερμό με την εμφάνιση κάθε λάθους, η ψυχρή γνώση μοιάζει αδύναμη. Πάντα το λάθος έχει την πιο δυνατή φωνή. Και ο φόβος. Ο φόβος πως με το λάθος χάνω τη λέξη μου, χάνω τη γλώσσα μου, άρα την ταυτότητά μου. Και είναι απολύτως κατανοητός αυτός ο φόβος. Και μπροστά σ’ αυτόν το φόβο, δεν πά’ να λέει η επιστήμη!

4. Τι λέει όμως η επιστήμη; Που της το λέει δηλαδή η ιστορία; Ότι από το δείκνυμι στο δεικνύω, κι από κει στο δείχνω· από το ους - του ωτός στο (υποκοριστικό) ωτίον, κι από κει στο αφτί· από τα σπλάγχνα στα σπλάχνα κι από τους όρνιθες=όλα τα πουλιά, στις όρνιθες=οι κότες· από το όμνυμι και το ομνύω στο ορκίζομαι· από το όρημι της Σαπφώς, πλάι στο ορώ του Ομήρου, που είναι πια βλέπω στον Ελύτη, μέσα δηλαδή από κάθε λογής αλλαγές και με εξέλιξη ποτέ σχεδόν γραμμική αλλά πάντοτε δαιδαλώδη· με τύπους που μετεξελίσσονται ο ένας στον άλλο ή και συνυπάρχουν, αλλά δίνουν έπειτα τη θέση τους σε κάποιον τρίτο, επίσης παλαιό ή και νεότερο· μέσα από όλα αυτά, μαζί με όλα αυτά, η γλώσσα προχωρεί.

Και ότι τέτοιου τύπου αλλαγές δεν έγιναν ποτέ με την προτροπή ή την απόφαση κάποιου σοφού γραμματικού, αλλά ήταν κατά κανόνα μια μακρόχρονη διαδικασία διάδοσης και εδραίωσης κάποιου λάθους, ενός λάθους συχνότατα από άγνοια, που ανταποκρινόταν όμως σε τάσεις γενικότερες, συνήθως απλολογίας ή συμμόρφωσης προς άλλα, ισχυρότερα –φωνολογικά, μορφολογικά, γενικότερα λεξιλογικά και συντακτικά– πρότυπα (νόμος της έλξης και της αναλογίας).

Και λέει ακόμα η ιστορία ότι σε κάθε γλωσσική περίοδο κάθε δημιουργός δημιούργησε το έργο του με τον τύπο που «του βρέθηκε», με στοιχεία που θα αποτελούσαν ένδειξη «φθοράς» στα πρώτα τους βήματα, κι όμως κανένας δεν ένιωσε πως του λείπαν τα «σωστά» υλικά για τη δημιουργία του. Και όταν λόγου χάρη ο Ελύτης λέει: εξόριστε ποιητή, στον αιώνα σου λέγε τι β λ έ π ε ι ς; δεν του ’λειψε ούτε το όρημι της «μακρινής εξαδέλφης» του, όπως λέει για τη Σαπφώ, ούτε το κοινότερο κτήμα όλων μας ορώ· ούτε πολύ περισσότερο του έλειψε για το λέγε το δίχως απογόνους ενέπω, αυτό με το οποίο επικαλείται ο άλλος ποιητής τη μούσα του: άνδρα μοι έννεπε, Μούσα, πολύτροπον.

Έτσι λοιπόν η επιστήμη καταλήγει ότι, αυτό που φοβόμαστε ή και πιστεύουμε πως είναι φθορά της γλώσσας, στοιχειοθετεί ίσα ίσα την αφθαρσία της γλώσσας –και μάλιστα η επιστήμη δεν δέχεται καν αυτούς τους όρους, δεν δέχεται δηλαδή να ερμηνεύεται με όρους βιολογικούς μια «φυσική» διαδικασία, ούτε γενικότερα να προσεγγίζεται με όρους ανθρωπομορφικούς το φαινόμενο της γλώσσας, όταν λόγου χάρη λέμε πως μια γλώσσα ασθενεί ή είναι υγιής, πεθαίνει ή είναι ζωντανή κτλ.

5. Αλλά τι να ανατρέχουμε στους αρχαίους χρόνους και στο όρημι; Εδώ και τώρα ανοίγω μια μεγάλη παρένθεση και ξαναδιαβάζω μαζί με τον αναγνώστη όσα έγραψα λίγο πιο πάνω, π.χ. στην ενότητα 3. Και ξαναπαίρνω το παλιό κόκκινο στιλό και με «διορθώνω», έτσι, για να δούμε τις αλλαγές της γλώσσας, που συντελούνται σχεδόν ανεπαίσθητα μπροστά στα μάτια μας: «όταν ξεκίνησα τη σταδιοδρομία μου», έγραψα λοιπόν παραπάνω, και έχουμε όλοι ακούσει την κατακραυγή που ξεσηκώνει αυτή η νεότερη χρήση τού ξεκινώ, αντί για το αρχίζω· και έγραψα «υπερασπίζομαι», αντί για το σωστό υπερασπίζω· ή πως «μου πήρε χρόνια», υιοθετώντας δηλαδή το ξενικό it took me years· και προσπερνώ τρεχάτος και αμήχανος το «σαν λάθη», το σαν που μου καίει το χέρι όποτε το γράφω και με κάνει να νιώθω περίπου παλαιολιθικό ον, έτσι όπως έχει για την ώρα διαδοθεί το ως, ακόμα και εκεί όπου σύμφωνα με όλες τις γραμματικές είναι λάθος· κι έγραψα καταρχήν, αντί για καταρχάς, όχι μόνο επειδή στη συγκεκριμένη εδώ χρήση έχει και τις δύο έννοιες αλλά επειδή θεωρώ πως έχει χαθεί πια η διαφορά· έπειτα έγραψα «κάποτε άτεγκτη», υπερασπιζόμενος (υπερασπίζοντας!) αυτά τα εκφραστικότατα κάποιος, κάπου, κάποτε, που επίσης πολλοί τα καταδικάζουν· και χρησιμοποίησα την έκφραση ανάβει κόκκινο, που τη βρίσκω πολύ παραστατική· κι έγραψα «πάντα το λάθος…» κτλ., αντί για πάντοτε, εδώ· ή «φοβόμαστε», όπως έχει επικρατήσει, αντί φοβούμαστε, και άλλα, που ενδεχομένως δεν τα πήρα καν είδηση.

Και πού να δούμε, έπειτα, πώς μερικά από τα λάθη που σχολίαζα στις πρώτες επιφυλλίδες της σειράς, τώρα, έπειτα από τέσσερα-πέντε μόλις χρόνια, μοιάζει να χλευάζουν τη διορθωτική μου χείρα, ή πάντως να γεννούν στον αναγνώστη αμηχανία –τόσο που έχουν διαδοθεί στο μεταξύ! Και ούτε που να φανταστώ τις αντιδράσεις σε άλλα τόσα χρόνια, αν ξετρυπώσει κανείς πουθενά αυτό το βιβλίο και του αφιερώσει λίγο χρόνο… Αλλά μ’ αυτήν τη ματαιόδοξη φράση κλείνω την παρένθεση, που πιστεύω ωστόσο πως εικονογραφεί τα όσα λέγονται τώρα εδώ –και παρακάτω, μέσα στο βιβλίο.

6. Αν τώρα η στοιχειώδης ανάγνωση της ιστορίας, η ανάγνωση δηλαδή που μας δείχνει πως, ό,τι εμφανίζεται σαν φθορά κατά τη συγχρονική θεώρηση της γλώσσας, διαχρονικά τεκμηριώνει ουσιαστικά την αφθαρσία της γλώσσας· αν λοιπόν η ανάγνωση αυτή μπορεί να θεωρηθεί αισιόδοξη άποψη για τη γλώσσα και την πορεία της, τόσο το καλύτερο. Αυτή την «αισιόδοξη» άποψη ευελπιστεί ότι υπηρετεί το βιβλίο, μέσα ακριβώς από την επισήμανση των λαθών· όχι όμως των λαθών των δόλιων των μαθητών, όπως είπα παραπάνω, αλλά των δικών μας λαθών, κάτι που θα βοηθούσε ίσως έμμεσα να αποενοχοποιηθεί ο κοινός χρήστης.

Αλλά έτσι κι αλλιώς, θα πει εύλογα κανείς, και πρέπει εγώ πρώτος να πω στον εαυτό μου, αν τα σημερινά λάθη είναι τα αυριανά σωστά, έτσι όπως τα σημερινά σωστά είναι τα χτεσινά λάθη, τι δουλειά κάνω τότε τριάντα τόσα χρόνια, με τι γεμίζω όλο αυτό το βιβλίο, και ποια υπεράσπιση του λάθους και αποενοχοποίηση του χρήστη, αφού όλο για λάθη γράφω εδώ μέσα; Το ερώτημα δηλαδή είναι γιατί τα διορθώνουμε τα λάθη και δεν αφήνουμε ελεύθερο τον χρήστη να εκφράζεται όπως θέλει.

Επειδή οι βασικοί κανόνες της επικοινωνίας, αν μη τι άλλο, απαιτούν να ακολουθούμε τις εκάστοτε συμβάσεις, για να συνεννοούμαστε δηλαδή. Έτσι, και ώσπου να αποφασίσει η ίδια η γλώσσα ποια από τα λάθη θα κρατήσει, ποια δηλαδή από τα λάθη θα γίνουν μια μέρα σωστά, τα λάθη θα είναι λάθη, οπότε και τα επισημαίνουμε και τα διορθώνουμε.

Έχει όμως, όπως φαίνεται και από τα παραπάνω, καθοριστική σημασία ο τρόπος με τον οποίο προσεγγίζουμε το λάθος. Έχει καθοριστική σημασία η όλη στάση μας απέναντι στη γλώσσα γενικά, πέρα από τη μυθολόγηση και την υπερπροστασία, που οδηγούν εντέλει στην παραμορφωτική αντίληψη της γλώσσας, και από κει στην απαξίωση της σημερινής λόγου χάρη μορφής της, την ίδια στιγμή που τονίζουμε τη συνέχεια της γλώσσας.

Και η απαξίωση της γλώσσας από εμάς τους ίδιους τους προασπιστές της συνιστά, από μιαν άποψη, ασφαλή τρόπο για την υπονόμευσή της, για την υπονόμευση της θέσης της στη συνείδησή μας πρώτα, στη συνείδηση των παιδιών μας ιδιαίτερα, και έπειτα στον σημερινό κόσμο, πολύ περισσότερο από όσο η δαιμονολογημένη παγκοσμιοποίηση και η επέλαση της αγγλοαμερικανικής.

7. Και με τι είδους λάθη ασχολήθηκαν τα Μικρά Γλωσσικά; Κυρίως δύο τύποι λαθών αποτέλεσαν τις εμμονές της σειράς, αφού προηγουμένως αποκλείστηκαν λάθη που πρώτον επισημαίνονται κατά κόρον και δεύτερον είναι από εκείνα που κατεξοχήν γεννιούνται στα κενά του γλωσσικού συστήματος, από εκείνα που μάλλον σίγουρα θα επικρατήσουν· λάθη που ακολουθούν, όπως είπα, ενδιάθετες τάσεις και νόμους της γλώσσας, π.χ. το διαρρέω που το βλέπουμε να γίνεται μεταβατικό (όπως έγινε παλαιότερα το ανεβαίνω: ανεβαίνω τη σκάλα, ή γίνεται επίσης στις μέρες μας, αλλά χωρίς αντίδραση τώρα, το απαντώ: «απαντώ το ερώτημα»), όπως το «όλους όσους» αντί για το όλους όσοι, το «απ’ ανέκαθεν» κτλ.

Δόθηκε έτσι έμφαση –ο πρώτος τύπος– σε λάθη κυρίως συντακτικά, λάθη που σχετίζονται δηλαδή με τη δομή της γλώσσας, άρα εμποδίζουν την ασφαλή και αβίαστη μετάδοση του νοήματος πολύ περισσότερο απ’ όσο οι μεμονωμένες λέξεις –που επίσης και κατά κύριο, αν όχι αποκλειστικό, λόγο αποτελούν αντικείμενο κριτικής των λαθολόγων. Και τέτοια λάθη οφείλονται κατά κανόνα στην επίδραση ξένων γλωσσών, είναι οι περίφημοι ξενισμοί, που αρχίζουν τη σταδιοδρομία τους από τις μεταφράσεις, ευδοκιμούν περισσότερο στον γραπτό λόγο, και σπανιότερα ή πολύ αργότερα περνούν ενδεχομένως και στον προφορικό.

Εδώ θα παρατηρήσει κανείς πως είναι κι αυτός ένας βασικός τρόπος δανεισμού και εμπλουτισμού των γλωσσών, ή ότι μέσα και από αυτά τα λάθη θα προχωρήσει επίσης η γλώσσα. Σίγουρα: ισχύουν και εδώ όσα είπαμε γενικά για τα λάθη που γίνονται κάποια μέρα σωστά, όπως ισχύει γενικότερα ότι ούτε με τις αλλαγές στη δομή παρακμάζει, πεθαίνει κτλ. η γλώσσα –έτσι όπως φτάσαμε άλλωστε στην αναλυτική νεοελληνική γλώσσα από τη συνθετική αρχαία. Αλλά εξίσου ισχύει και το άλλο, πως δηλαδή τα λάθη, ώσπου να επικρατήσουν, τα επισημαίνουμε και τα διορθώνουμε. Και για τον πρόσθετο λόγο που ήδη ανέφερα, πως οι συντακτικές παραβάσεις είναι καθοριστικές για τη μετάδοση του νοήματος, για την επικοινωνία.

8. Ο δεύτερος τύπος λαθών με τον οποίο ασχολήθηκαν τα Μικρά Γλωσσικά, βγάζοντας τη φορά αυτή φωνή μεγάλη, χωρίς δηλαδή να καταφέρουν να επιδείξουν –αμαρτία εξομολογημένη– την ανοχή που προγραμματικά και καταστατικά υποστηρίζουν απέναντι στα λάθη, είναι αυτά που γεννιούνται από την παλαιότερη και κυρίως τη νεότερη, όλο και πιο ανθηρή «καθαρολογία». Και πάλι, όχι τα λάθη του τρομοκρατημένου απλού χρήστη, όπως τα «περισυνελέξω», «επενέβησα» κ.τ.ό., λάθη που οφείλονται κατά κανόνα σε αμυντική στάση ή πάντως ψυχαναγκαστική προσαρμογή σε επιθετικά προβαλλόμενα πρότυπα, αλλά τα λάθη αυτών που δεν βολεύονται με το βλέπω του παραδείγματός μας και διεκδικούν, πάντοτε επιθετικά, το ορώ, σήμερα μάλιστα και το σπανιότερο, διαλεκτικό όρημι.

9. Γενικότερα η καθαρολογία απασχόλησε τα Μικρά Γλωσσικά, σαν σύμπτωμα ιδεολογικό καθαυτό και στο βαθμό που επηρεάζει μορφολογικά αλλά και συντακτικά τη γλώσσα, με επιπτώσεις κυρίως στο ύφος: δεν αναφέρομαι τόσο –ή και δεν αναφέρομαι καθόλου– στην παλαιάς κοπής καθαρολογία, σε άτομα που διαμορφώθηκαν μέσα από τη λογιότερη γλώσσα και ρητά απορρίπτουν τη δημοτική, αλλά στη νεότερη, που καλλιεργεί εμπρόθετα, συνειδητά, και επιθετικά, το ξαναλέω, μια στάση αποδοχής και προβολής της καθαρεύουσας καταρχήν, και πιο πίσω ακόμα, στοιχείων μορφοφωνολογικών και λεξιλογικών, αλλά συχνά και συντακτικών, από την αρχαία.

Η στάση ή τάση αυτή προϋποθέτει, έστω ασύνειδα, την από αιώνων εσχατολογία, η οποία πρεσβεύει την παρακμή της εκάστοτε γλωσσικής μορφής, όπως διακήρυσσαν οι αττικιστές κατά τους ελληνιστικούς χρόνους για την τότε Κοινή και τώρα ιερή για μας γλώσσα των Ευαγγελίων.

Και όπως πάντα, έτσι και σήμερα, η εσχατολογία αυτή δεν υποβάλλει στον στοιχειωδέστερο λογικό ή και εμπειρικό έλεγχο τα «πορίσματά» της, σ’ έναν έλεγχο που θα έλεγε πως, αν η γλώσσα παρακμάζει σταθερά κατά τη χιλιόχρονη διαδρομή της, και ήδη στους ελληνιστικούς χρόνους θεωρείται έκφυλος πάνυ και αηδής, τι γλωσσικά ράκη έφτασαν και μεγαλύνθηκαν στον Σολωμό, τον Παλαμά και τον Σικελιανό, στον Ρίτσο, τον Σεφέρη και τον Ελύτη;

Και όπως πάντα, έτσι και σήμερα, θεραπεία για την παρακμή της γλώσσας θεωρείται η προσφυγή στη λογιότερη μορφή της. Προσοχή, όχι η αποδοχή των στοιχείων που ακολούθησαν τη γλώσσα στην πορεία της, που επέζησαν αφομοιωμένα στη σημερινή μορφή και συν-αποτελούν τον εκφραστικό πλούτο της (μαζί με τα εξίσου πολύτιμα απολιθώματα, τις στερεότυπες εκφράσεις κτλ.), αλλά η ανάσυρση ανενεργών λέξεων και τύπων από τα λεξικά και η βίαιη εμφύτευσή τους στο σώμα της γλώσσας: όπου δεν μας αρκεί δηλαδή το απολιθωματικά σωσμένο έπεα πτερόεντα, αλλά θέλουμε και το έπεα σε πρώτη ζήτηση, ή και το Κύριος οίδε από πού αλιευμένο «ισχνέγχυλον του βίου μας» –κι όλα αυτά όχι σε λογοτεχνία, φερειπείν, αλλά στον καθημερινό μας λόγο, για τις καθημερινές επικοινωνιακές μας ανάγκες. Και, ανάλογα, επανέρχονται λόγια συντακτικά σχήματα, και με βάση αυτά, ή αναζητώντας έναν ολοένα και λογιότερο τρόπο έκφρασης, συντάσσουμε αίφνης με γενική ρήματα που ουδέποτε τη γνώρισαν στον μακρότατο βίο τους (μετέρχομαι, απάδω, διαφεύγω κ.ά.).

10. Έτσι κι αλλιώς, η τάση αυτή, μαζί με τη θεωρία περί ανεπάρκειας της σημερινής γλώσσας, και για να μπορέσει ακριβώς να θεραπεύσει την «πάσχουσα» γλώσσα, αρνείται κάτι που είναι αυτονόητο οπουδήποτε αλλού και σε οποιαδήποτε γλώσσα, την εφαρμογή του πλέγματος κανόνων το οποίο διέπει πάντοτε μια γλώσσα.

Εδώ όμως υπόκειται ένα δίδυμο παρανοήσεων: (α) πως όλα τα λέμε σε μια γλώσσα, δηλαδή τύπους κάπου και κάποτε ίσως υπαρκτούς αλλά και τύπους ανύπαρκτους, και (β) πως όλα δικά μας είναι. Έτσι, χωρίς να λογοδοτούμε σε κανέναν κανόνα και προπαντός σε κανένα γλωσσικό αίσθημα, λέμε απ’ τη μια «των κουλτούρων» και απ’ την άλλη αυτό το «ισχνέγχυλον». Αλλά (α) ποτέ καμία γλώσσα δεν τα λέει όλα, πάντα υπάρχουν δηλαδή ελλείψεις, ασάφειες και κενά (στο προκείμενο, μας αρέσει δε μας αρέσει, η γενική πτώση είναι προβληματική στη γλώσσα μας, και δεν φταίει γι’ αυτό κανένας γραμματικός και καμία γραμματική). Και η δημιουργία μέσα ακριβώς απ’ τις ελλείψεις, τις ασάφειες και τα κενά είναι το στοίχημα του ύφους, πάντα, σε κάθε γλώσσα. Και (β) παρόλο που είναι όλα δικά μας, δεν τα κρεμάμε πάνω μας να βγούμε έτσι στο δρόμο, δεν φοράμε το όντως δικό μας, κληρονομιά και ιστορία μας και πολύτιμο κειμήλιο, το νυφικό φουστάνι λ.χ. της γιαγιάς, για να πάμε στο γραφείο, στη λαϊκή, ή και σε δεξίωση ακόμη.

11. Γιατί κάθε γλώσσα είναι σύνολο συμβάσεων και κανόνων. Και κανόνας δεν είναι μόνο το με ποια πτώση συντάσσεται ένα ρήμα, που κι αυτός πάντως, όπως είπα, καταστρατηγείται. Κανόνας είναι επίσης, και μάλιστα βασικός, ότι στην εκάστοτε φάση της γλώσσας σωστό είναι το δείκνυμι, το δεικνύω ή το δείχνω (κι ας έχουμε παράλληλα το δεικνύω ατόφιο μέσα στο υποδεικνύω κ.α.)· το ους ή το αφτί· το όρημι, το ορώ ή το βλέπω. Όχι όλα μαζί, όσο κι αν είναι –όλα– κομμάτια της ίδιας γλώσσας. Και το τίμημα για το λάθος θα είναι κάθε φορά διαφορετικό: Αν αίφνης «διάβαζε» κάποιος διαφορετικά τον Ελύτη: «εξόριστε ποιητή, στον αιώνα σου λέγε τι όρεις;» το αποτέλεσμα θα ήταν απορία. Αν πάλι «διάβαζε»: «εξόριστε ποιητή, στον αιώνα σου λέγε τι οράς;» το αποτέλεσμα θα ήταν αν μη τι άλλο μειδίαμα.

Ασεβές το παράδειγμα; Ναι –ελπίζω ναι: ελπίζω δηλαδή να θεωρείται από όλους ασεβές. Κι όμως, η εν λόγω τάση δείχνει ότι δεν είναι τουλάχιστον εξωπραγματικό. Κι αν δεν φτάσαμε ακόμη να «διορθώσουμε» τον Ελύτη (που τον διορθώνουμε πάντως αλλού, όταν τον βάζουμε να έχει μεταφράσει ποίηση «της Σαπφούς», κι ενώ ο ίδιος έλεγε και έγραφε –όπως όλοι, λίγα μόλις χρόνια πριν– της Σαπφώς!), αν λοιπόν δεν φτάσαμε ακόμα ώς εκεί, διορθώνουμε ωστόσο τον Καβάφη, με το «ως έτοιμος από καιρό», και πολύ συχνότερα τον Εγγονόπουλο, με το «ωραίος ως Έλληνας»!

12. Αν όμως αποτελεί ευρύτερη τάση η σημερινή στροφή, σήμερα που είμαστε πια μακριά από τη βίαιη επιβολή της καθαρεύουσας και νοσταλγούμε είτε ρητά και απερίφραστα την ίδια είτε μια οπωσδήποτε πιο επίσημη, λογιότερη γλώσσα· και αν συνέπεια αυτής της ευρύτερης τάσης είναι και ορισμένα, έστω κραυγαλέα λάθη, γιατί τάχα εδώ δεν θα ισχύσουν τα περί ενσωμάτωσης των λαθών;

Η απάντηση δεν μπορεί να είναι αρνητική, πως δηλαδή δεν θα ισχύσουν ή δεν πρέπει να ισχύσουν. Απλώς, διορθώνουμε και εδώ, την ώρα που εμφανίζεται το λάθος με το άδηλο ακόμη μέλλον. Δεν νοείται όμως –και έτσι εννοείται ίσως και το πάθος– να μη σημειώσουμε ότι τα άλλα λάθη για τα οποία γίνεται συνήθως λόγος (διαρρέω κτλ.) είναι λάθη από άγνοια, που γεννιούνται μέσα σε κενά, σε προβληματικά σημεία του γλωσσικού συστήματος, εκεί όπου η γλώσσα προσπαθεί ακριβώς να εξομαλύνει, να προσαρμόσει. Εκεί δηλαδή όπου η γλώσσα κινείται προς τα εμπρός. Ενώ στα λογιόπληκτης καταγωγής η κίνηση είναι, συνειδητά τις περισσότερες φορές, προς τα πίσω.

Κι αυτή η κίνηση προς τα πίσω, η επιστροφή στην ασφαλή, αδιαμφισβήτητη και περικλεή μήτρα της αρχαίας, εξηγεί ίσως και το γιατί αυτού του είδους οι παρεκκλίσεις «προς τα δεξιά», με τα συνακόλουθα λάθη, από τα πιο απλά ώς τα πιο κραυγαλέα, δεν απασχολούν ποτέ τους άγρυπνους κατά τα άλλα φύλακες και τιμωρούς κάθε στραβοπατήματος «προς τα αριστερά»· ούτε επισημαίνονται ούτε και διορθώνονται ποτέ αυτά τα λάθη, από τις επιστολές που βομβαρδίζουν τις εφημερίδες ώς τα άρθρα που κυνηγούν π.χ. το λάθος σαν αλλά ποτέ το λάθος ως, και μέχρι τις ειδικές εκπομπές που κουνώντας το δάχτυλο μας ρωτούν αν «ομιλούμε» –μόνο: ούτε αν μιλάμε ούτε αν μιλούμε– ελληνικά.

13. Αυτές τις ομολογημένες εμμονές της υποστήριξε λοιπόν η σειρά των Μικρών Γλωσσικών, με το πάθος που χαρακτηρίζει πάντοτε τις κάθε λογής εμμονές –κι ας μην αναγνωρίζεται συνήθως αυτό το πάθος σαν πάθος για τη γλώσσα, έναν χαρακτηρισμό που τον διεκδικεί αποκλειστικά το πάθος για μια μυθολογημένη, άρα ψευδή εντέλει γλώσσα.
Όμως, και έτσι και αλλιώς η γλώσσα είναι εκεί, και θα είναι εκεί, πέρα, ή μάλλον όχι: μαζί με τα μικρά και τα μεγάλα πάθη και των μεν και των δε, όπως μαζί με τα μικρά και τα μεγάλα λάθη όλων μας.

                                                * * *

Οι επιφυλλίδες που ακολουθούν δημοσιεύτηκαν στα Νέα από τον Μάρτιο του 1999 ώς τον Φεβρουάριο του 2003: ξεκίνησαν μαζί σχεδόν με το σαββατιάτικο ένθετο Πρόσωπα, και, όταν σταμάτησε η έκδοσή του, ενσωματώθηκαν στις καινούριες ενότητες της εφημερίδας, πρώτα στο «Βιβλιοδρόμιο» και έπειτα στους «Ορίζοντες».

Εδώ αναδημοσιεύονται, οι περισσότερες με ελάχιστες αλλαγές, κάποιες άλλες με περισσότερες, και οι λιγότερες με πολλές. Κατά κανόνα προστέθηκαν σημειώσεις και παραδείγματα που είχαν μείνει έξω για λόγους χώρου ή που θεωρήθηκε ότι διευκολύνουν περισσότερο τον αναγνώστη.

Η δημοσίευση εδώ ακολουθεί υποχρεωτικά τη χρονολογική σειρά εμφάνισης στην εφημερίδα. Οποιαδήποτε αναδιάταξη, θεματική λόγου χάρη, που θα χώριζε τα θεωρητικά-ιδεολογικά κείμενα από τα πρακτικά, ήταν ανέφικτη, αφού συχνά τα δύο σκέλη συνυπάρχουν. Έπειτα, καθώς τις περισσότερες φορές το ένα θέμα εκβάλλει σε κάποιο άλλο, κι έπειτα διακόπτεται η σειρά με άλλα θέματα, γεννημένα από την επικαιρότητα, και όλα αυτά καθορίζουν π.χ. το εισαγωγικό και επιλογικό μέρος κάθε επιφυλλίδας, δεν θα ήταν εφικτό να διαταραχθεί η συγκεκριμένη ροή, εκτός κι αν ξαναγράφονταν εντέλει όλες απ’ την αρχή.

Έτσι, εγκαταλείφθηκαν και διάφορες σκέψεις που πολύ με έβαλαν σε πειρασμό κάποια στιγμή, π.χ. να προταχθούν τα επιλογικά κείμενα (κεφ. 90 κ.ε.), που συμπυκνώνουν κατά κάποιον τρόπο τον προβληματισμό όλης της σειράς· ή να αναδειχθούν άλλες ενότητες, όπως η μεγάλη για τον δανεισμό (κεφ. 78-89), ή οι μικρότερες, για τη σημερινή στάση απέναντι στη γλώσσα (κεφ. 16-20· ή 51-55, με αφορμή την έκκληση 40 ακαδημαϊκών για την προστασία του ελληνικού αλφαβήτου), για την άνθηση της παραδοσιακής μουσικής και γενικότερα για τη μουσική κουλτούρα των νέων (κεφ. 75-77) κτλ.

Προς αυτή την κατεύθυνση, για μια περιήγηση σ’ όλο το άτακτο υλικό, βοηθούν, πιστεύω, τα αναλυτικά ευρετήρια στο τέλος του βιβλίου. Ενώ εσωτερικές παραπομπές που τυπώνονται σε υποσημειώσεις υποδεικνύουν τώρα επαναλήψεις και επικαλύψεις, οι οποίες γίνονταν αναπόφευκτες από τη χρονική απόσταση και από το ίδιο το μέσο, την εφημερίδα –αλλά και πρόσθετα στοιχεία, διαφορετικά παραδείγματα ή και επιχειρήματα για κάποιο φαινόμενο που επανερχόταν χάρη στην επικαιρότητα ή τις δικές μου εμμονές.

                                                * * *

Το βιβλίο αυτό χρωστά την ύπαρξή του στην επιμονή της Μικέλας Χαρτουλάρη, που κατανίκησε την τεμπελιά και τους δισταγμούς μου για μια συνεργασία στη σχεδιαζόμενη τότε έκδοση των Προσώπων των Νέων. Την ευχαριστώ και από εδώ. Ευχαριστώ επίσης θερμά τον Λέοντα Καραπαναγιώτη, τότε διευθυντή της εφημερίδας, τον Παντελή Καψή, διευθυντή τότε των Προσώπων και τώρα της εφημερίδας, και τα άλλα μέλη της συντακτικής επιτροπής του περιοδικού, την Κατερίνα Άτση, τον Βαγγέλη Λαλιούτη, τον Μιχάλη Μητσό και τη Νατάσα Μπαστέα, που περιέβαλαν με απόλυτη εμπιστοσύνη την προσπάθειά μου.

Αλλά πολλά, πάμπολλα οφείλω σε πολλούς φίλους, άλλους που σε διάφορες φάσεις βοήθησαν με το εγρήγορο μάτι και τις υποδείξεις τους, όπως η Μαρία Λαϊνά, ο Χριστόφορος Λιοντάκης και η Τζένη Μαστοράκη, και άλλους που τους βασάνισα συστηματικά και μέχρι τέλους: τον Σεραφείμ Βελέντζα και τον Παντελή Μπουκάλα, τη Μάρω Κακριδή, την Εύα Καλπουρτζή και την Κοραλία Σωτηριάδου.

Αλλά και στους αναγνώστες της εφημερίδας οφείλω ευχαριστίες, ειδικά για μια εργασία όπως αυτή, που εκτέθηκε βήμα βήμα, και έτσι προχωρούσε, κάθε δεύτερο Σάββατο και επί τέσσερα χρόνια, στηριζόμενη στον ενθαρρυντικό αλλά και τον αντιρρητικό λόγο γνωστών και αγνώστων.

Σεπτέμβριος 2003

buzz it!

2/3/08

1. Η οδός Σαπφούς και το σπίτι της Μαρούς

Τα Νέα, 27 Μαρτίου 1999

Από τη μακρινή Σαπφώ επέζησε ώς σήμερα η «οδός Σαπφούς». Ανάλογα έμεινε κι απ’ τη Λητώ η «οδός Λητούς». Ενώ πάλι η αιδώς κρατάει όλα τα δικαιώματά της, και ειδικά σαν «προσβολή της δημοσίας αιδούς».

διαβάστε τη συνέχεια...

Απολιθώματα, όπως λέμε, που έχουν την αδιαφιλονίκητη θέση τους στη γλώσσα τη σημερινή –βεβαίως, πλάι στα απολύτως ζωντανά πλάσματα και ονόματα, που έζησαν και ζουν έξω απ’ τα βιβλία, που δεν είναι είδωλα νεκρά, περίκλειστα στην ιστορία της Τρισχιλιετούς. Γιατί η Σαπφώ δεν έμεινε ανάδελφη, όνομα-λέξη άπαξ. Νά η Θεοφανώ και η Μαντώ. Η θεια-Μαθηνώ του Παπαδιαμάντη και η Μυρτώ τού Άξιον εστί. Αλλά κι η φίλη μου η Μυρτώ, η φίλη μου η Αννιώ και η φίλη μου η Λητώ, κάποια συνάδελφος, γειτόνισσα κ.ά.

Ούτως ή άλλως, η ίδια η Σαπφώ δεν επέζησε μόνο κατεψυγμένη, ή σαν ταμπέλα στη γωνία του δρόμου. Μιλήθηκε και μιλιέται. Γράφτηκε και γράφεται ακόμα. Η ποίηση της Σαπφώς, ο λυρισμός της Σαπφώς, και τόσα άλλα, αλίμονο αν χρειάζονται παραδείγματα. Αλλά και πώς αλλιώς να είχε γίνει, αφού είναι λέξη στο σώμα γλώσσας ζωντανής.

Τι έγινε όμως τώρα, εντελώς πρόσφατα, και άλμα προς τα πίσω ανέσυρε τη γενική σε -ούς και την άπλωσε γενναιόδωρα, μαρμελάδα στο ψωμί των ΜΜΕ ή όπου αλλού: της Σαπφούς και κόντρα της Σαπφούς διαβάζουμε κι ακούμε, όλο και πιο συχνά· της Ερατούς και ξανά της Ερατούς, για την τσιγγανοπούλα Ερατώ του γνωστού σίριαλ (και γιά φανταστείτε, σαν να μην έφτανε το όνομα Ερατώ για τσιγγανοπούλα, φανταστείτε τη μάνα της να φωνάζει, ας πούμε: «μη, αυτό είναι της Ερατούς»)· ή «της Ινούς Αφεντούλη», όπως σημείωνε για τη συνάδελφό του κάποιος δημοσιογράφος, που, δεν μπορεί, θα ήταν και χτες συνάδελφός της, και σίγουρα δεν θα ’λεγε «το ρεπορτάζ της Ινούς» –αν τάχα έτσι λέει τώρα, ή απλώς το γράφει.

Βρήκαμε εδώ το κλειδί; Υπόκειται άραγε και εδώ ο ψυχαναγκασμός του ιδεολογήματος, εν πολλοίς, πως άλλος είναι ο προφορικός και άλλος ο γραπτός μας λόγος; Να ’ναι μια μόδα ακόμη, συνέχεια στα «Μιχαήλ», «Βασίλειος», και «να με λέτε Ιωάννη»; Κάτι σαν λανθάνων, στην καλύτερη περίπτωση, «νεοαττικισμός»;

Γιατί είναι τουλάχιστον περίεργο να παραμερίζεται μεμιάς ολόκληρος γλωσσικός πολιτισμός αιώνων, απ’ τη Σαπφώ και τη Μαντώ και τη Μυρτώ, ώς τη Λενιώ, την Αργυρώ, τη Μαρουσώ. Αλλά μήπως αυτά ακριβώς τα τελευταία, τα υποκοριστικά ή και ολίγον λαϊκά ή «βουκολικά», μήπως αυτά μας κάνουν και ξινίζουμε τα μούτρα και μας χαλούν το λίμπρο ντ’ όρο της φυλής; Και πάμε να εξαφανίσουμε τη θεια τη Μαρουσώ, μπας και απλώσει μακριά τη χέρα και μαγαρίσει το πέπλο της «Σαπφούς»;

Λοιπόν; Βίαιος εξαρχαϊσμός των πάντων; Γιά να δοκιμάσουμε μαζί: της Μαρούς Σεφέρη, της Τασούς Καββαδία, της Φωφούς Βασιλακάκη, της Μαντούς Αραβαντινού, της Ρηνιούς Παπανικόλα, της Ζωζούς Σαπουντζάκη, της Γωγούς Αντζολετάκη, της Μυρτούς, της Κρινιούς, της Λενιούς κ.ο.κ.*

Εκτός κι αν τα κριτήρια είναι ταξικά, ή γενικότερα κοινωνικά. Οπότε τα «ευγενή», αρχαία ή αρχαιοπρεπή ονόματα θα αγλαΐζονται και θα μεγαλύνονται με τη γενική σε -ούς· τα λαϊκά ας μείνουν να κυλιούνται με τη γενική σε -ώς στον Μπύθουλα όπου τα καταδίκασε η εξέλιξη της γλώσσας, έτσι όπως τα χλευάζει, «τα πτωχά», η μαντάμ Σουσού της αρχαιολαγνείας των ημερών.

Ξεχάσαμε μονάχα τη Σαπφώ τη Νοταρά. Που κι αυτή είχε τη χαρά να αξιωθεί μετά θάνατον τη γενική σε -ούς: κάτι για «την ψυχή της Σαπφούς που θα μας βλέπει από ψηλά», είπε πρόσφατα κάποιος ηθοποιός, σε τηλεοπτικό αφιέρωμα στη λαμπρή κωμικό. Όποιος όμως τη γνώριζε, θα ακούει βροντερό το γέλιο της, να ξεχύνεται από ψηλά. Ίνα πληρωθεί το γνωστό γκράφιτι, πως ένα γέλιο θα μας θάψει.


* Μέσα σε τεσσεράμισι μόλις χρόνια, από τότε που γράφτηκε η επιφυλλίδα αυτή ώς την ένταξή της στο βιβλίο, όσα έμοιαζαν με επιστημονική ή αρρωστημένη γλωσσική φαντασία έγιναν πραγματικότητα: και «της Μαντούς» ακούσαμε και ακούμε, και «της Γωγούς» κ.ά. Βλ. και παρακάτω, 64, 90, 91.

buzz it!

2. Τα μπαρ της Νταϊάνας ή τα μπαρς της Νταϊάνα;

Τα Νέα, 9 Απριλίου 1999

Θέμα του προηγούμενου ήταν η εξάπλωση της γενικής σε -ούς: της Σαπφούς και της Λητούς. Στους αντίποδες βρίσκεται η τάση να διατηρούνται άκλιτα τα ξένα ή ξενικά ουσιαστικά και ονόματα που είναι ήδη συμμορφωμένα ή απολύτως συμμορφώσιμα με τις ελληνικές κλίσεις: «της Ατλάντα», «του Βατικανό», «της ιταλικής μαφία», και παράλληλα να μεταφέρονται στον πληθυντικό οι απροσάρμοστες ξένες λέξεις: «το μπαρ - τα μπαρς».

διαβάστε τη συνέχεια...

Πρόκειται ίσως για τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος, άσχετο αν το ονομάσουμε σχολαστικισμό ή ξιπασιά. Που, αν δεν αποτελεί τον κανόνα στο «η Σαπφώ - της Σαπφούς», είναι αδιαμφισβήτητη στη δεύτερη περίπτωση. Μία, η πλέον ανώδυνη, εκδοχή της είναι το bleu, που προφέρεται στα ελληνικά γαλλιστί, με κλειστό έψιλον, και η ζακέτα, με παχύ ζήτα, ή ο «Μπέετόβεν» και ο «Γκρέιαμ Σουίφτ».

Το φαινόμενο δεν σχετίζεται οπωσδήποτε με τη χρήση ξένων δανείων, ακόμη και με την άκριτη, όπως λέγεται συχνά, εισδοχή ξένων όρων και λέξεων: Άλλο είναι η ανάγκη, έστω η υποκειμενική ανάγκη, να προσφύγει κανείς σε ξένες λέξεις και άλλο η χρήση τους με την επιδεικτική προβολή της ξενικής ταυτότητάς τους.

Αρχή έγινε με ουσιαστικά που χρησιμοποιούνταν ευρύτατα από μακρού και απολύτως ομαλά, μολονότι απροσάρμοστα στο ελληνικό κλιτικό σύστημα: το κλαμπ, το γκολ, το όσκαρ, και ξαφνικά: «τα κλαμπς», «τα γκολς», «τα όσκαρς». Από κοντά και ο μπάρμαν - «οι μπάρμεν». Κι όλα αυτά, όχι πια μόνο στα λεγόμενα «λάιφστάιλ» περιοδικά ή στο χώρο της ξένης μουσικής και των σπορ («των σπορτς»!). Στα λημέρια λ.χ. της κλασικής μουσικής ακούμε και διαβάζουμε για τις «σοπράνι» και τις «άλτι», αλλά και για τα «κοντραμπάσι», τα «τρομπόνι» και τα «τύμπανι», ναι, τα «τύμπανι»! Για πλήθος lapsus calami, πάλι, θέλησε να γράψει κάποιος, και τα ’κανε «lapsi»: αλλά ο καθαριστικός ζήλος του είχε την ατυχία να πέσει πάνω στο lapsus, το οποίο μένει lapsus και στον πληθυντικό· αντίθετα από το forum, πληθ. fora, όπως επιμένουν να το μεταφέρουν συχνά και στα ελληνικά: «τα διεθνή φόρα».

Το ακριβώς αντίστοιχο φαινόμενο είναι ο άκλιτος τύπος κυρίων, κατά κανόνα, ονομάτων, που είναι ή εμφανίζονται απολύτως προσαρμοσμένα στο ελληνικό κλιτικό σύστημα: η Νταϊάνα, η Νικαράγουα κτλ. Η αλήθεια είναι ότι δεν ισχύει κάποιος γενικός κανόνας, να κλίνονται λ.χ. όλα τα θηλυκά σε -α, και ακόμη περισσότερο τα ουδέτερα σε -ο: είπαμε και λέμε το Μαρόκο - του Μαρόκου, και το Μιλάνο - του Μιλάνου, αλλά δεν είπαμε, ακόμα και σε εποχή που η υποδοχή και η προσαρμογή γινόταν όντως ευκολότερα,* το Μονακό - «του Μονακού», ή το Κογκό - «του Κογκού».

Τα όρια είναι πολλές φορές δυσδιάκριτα, αλλά οπωσδήποτε όχι ανύπαρκτα. Και, πάντως, επειδή παρουσιάζουν δυσκολίες ορισμένα ονόματα, δεν σημαίνει ότι θα γίνουν τώρα άκλιτα τα πάντα. Γιατί τάχα η Καμεράτα - «της Καμεράτα»; Και η λαίδη Νταϊάνα - «της λαίδης Νταϊάνα», όπως χορτάσαμε πρόσφατα να ακούμε; Που θα συμπαρασύρει ίσως την Ελληνίδα Ντιάνα, ή την Νταϊάνα (δόξα τω Θεώ, «της Νταϊάνας Κόχυλα» διαβάζω σε τούτη την εφημερίδα). Ή θα μένει άκλιτη η ξένη και θα κλίνεται η δική μας; Ή θα βαρύνει ο τίτλος; Τότε, θα πούμε τάχα «της Άντζελα Δημητρίου», καθότι λαίδη, ή επειδή το Άντζελα είναι ξενικό; Ή δεν ισχύουν αυτά για Ελληνίδα; Και θα γλιτώσει έτσι τη γενική «της Μικέλα» η φίλη και οικοδέσποινα στο περιοδικό αυτό; Και άλλο τάχα η σκάλα του σπιτιού μας, άλλο κοτζάμ Σκάλα του Μιλάνου («του Μιλάνο» μήπως;), και γι’ αυτό ακούμε από το Τρίτο Πρόγραμμα συχνά τη γενική «της Σκάλα»; Και πώς φτάσαμε στον τύπο «της Μαρία Κάλλας»;**

Το περίεργο είναι ότι η τάση αυτή βρήκε εντελώς απρόσμενα τον θεωρητικό της στο πρόσωπο του Γιάννη Π. Τζαννετάκου. Λέω «απρόσμενα», γιατί ο Γιάννης Τζαννετάκος είναι γνωστός για τις κατά κανόνα συντηρητικές γλωσσικές επιλογές και προτάσεις του. Στο φιλόδοξο έργο του Λόγος ελληνικός στη δημοσιογραφία (εκδ. Λύχνος, χ.χ., σ. 26) διαβάζουμε ότι κλίνονται τα εξελληνισμένα ονόματα: ο Λουδοβίκος - του Λουδοβίκου κτλ., όχι όμως όσα «δίνουν την ψευδή εντύπωση ότι πρόκειται για πρωτόκλιτα ονόματα τα οποία ακολουθούν το ελληνικό τυπικό της γραμματικής. Π.χ. Νικαράγουα, Γουατεμάλα, Βενεζουέλα, Χοντούρα.*** Έτσι προφέρονται μεν, αλλά δεν παύουν να είναι στην ισπανική γλώσσα»!

Μα εδώ προσθέσαμε ένα γιώτα ή ένα ήτα, για να μπορούμε να λέμε το Παρίσι - του Παρισιού, η Στοκχόλμη - της Στοκχόλμης, και τη Νικαράγουα, που μας έρχεται πανέτοιμη, την καταδικάζουμε «επί ψευδεί εντυπώσει»; Θα κυκλοφορούν δηλαδή οι λέξεις με διαβατήριο, και αναλόγως θα αποφασίζουμε πώς θα τους συμπεριφερθούμε; Αίφνης, η Ρουμανία και η Βουλγαρία, που κλίνονται ομαλά, είναι πρωτόκλιτα ελληνικά; Ενώ δεν είναι η Μέκκα, και την ακούγαμε όλες αυτές τις μέρες άκλιτη («το προσκύνημα της Μέκκα»); Ή η επίκαιρη Κένυα, που πολλές φορές έμεινε «της Κένυα»;

Σε εφημερίδες πάλι διαβάζουμε: «της Βίκυ», «της Πέγκυ» και «της Σάντυ», μα και «της Λίλυ», πλάι βεβαίως στο η Λίλη - της Λίλης: εδώ πια ο χρήστης κάνει τάχα τη διάκριση ύψιλον και ήτα –που θα την κάνει, φαίνεται, κι όταν μιλά, γνήσιος κληρονόμος της αρχαίας προσωδίας!

Είπαμε ότι τα όρια είναι κάποτε ασαφή. Γι’ αυτό και είναι ίσως κατανοητό να προβληματιστεί κανείς μ’ ένα άγνωστο έως πρόσφατα όνομα, που αρχίζει να κοινολεκτείται: της Πρίστινα ή της Πρίστινας, του Κόσοβο ή του Κόσοβου. Αλλά τόσο μόνο. Το γλωσσικό επιτέλους ένστικτο είναι οδηγός κατά κανόνα ασφαλής. Αρκεί βεβαίως να μας οδηγεί αυτό, και όχι ανάγκες άλλες.


* Για τον διαφορετικό ρυθμό προσαρμογής και τις πιθανές αιτίες του βλ. κεφ. 88.

** Βλ. και παρακάτω, άκλιτα ελληνικά ονόματα, κεφ. 64, 91 κ.ά.

*** Δεν έτυχε να το ξανακούσω το «Χοντούρα» αυτό: αν όχι Ονδούρα, όπως λέγαμε πάντα, οπωσδήποτε Οντούρα.

buzz it!