10/2/08

Η πολλαπλή ύβρις

Τα Νέα, 9 Φεβρουαρίου 2008

Τα ανέκδοτα και το περίφημο άνοιγμα στους νέους στάθηκαν σωσίβιο σε όσους δεν θέλησαν να αντιταχτούν στο «κοινό αίσθημα» με μια οφειλόμενη αναδρομή στην εν γένει αντιδραστική ιδεολογικά πολιτεία του Χριστόδουλου


Στις δημοσκοπήσεις ιδιαίτερα μεγάλο ποσοστό ήθελε πάλι αρχιεπίσκοπο σαν τον Χριστόδουλο, και μεγάλο επίσης ποσοστό ήθελε τον ιδεολογικά όμοιό του Άνθιμο. Καλά έσπειρε ο μεταστάς, κι εμείς μαζί

το πλήρες κείμενο:

Κι όμως, τη στιγμή που είπε το ανήκουστο για άνθρωπο της εκκλησίας «Γιατί εγώ, Θεέ μου…», εκείνη τη στιγμή, για μία έστω στιγμή, προσωπικά μου έγινε συμπαθής.

Γιατί, ακόμα κι αν δεν άρμοζε σε άνθρωπο της εκκλησίας, ήταν βαθιά ανθρώπινο. Μιλούσε επιτέλους άνθρωπος, ο άνθρωπος. Κι ας το συμπλήρωσε, αμέσως μετά: «Γιατί σ’ εμένα και όχι κάπου αλλού…» Γιατί, ακόμα κι εδώ, όσο ακριβώς γινόταν πια απάνθρωπος, έδειχνε πως ήταν ακριβώς άνθρωπος. Με τη συστατική αδυναμία δηλαδή του ανθρώπου –την αδυναμία που μπορεί να φτάσει ώς την απανθρωπία.

Το ίδιο κι όταν, με την αμέσως επόμενη φράση: «Όμως, τελικά το πήρα πίσω, γιατί έμοιαζε με ύβρι, ήταν σαν να ελέγχω τον Θεό…», έγινε πια άνθρωπος μικρός, αφού από το φόβο και μόνο του Θεού του πήρε πίσω τον ανήκουστο λόγο.

Αλλά, ακόμα κι έτσι, ο άνθρωπος ο μικρός, ο ολίγιστος, πάντα άνθρωπος είναι. Κι ο άνθρωπος τον φοβάται το θάνατο. Μπροστά στο θάνατο, ανθρώπινο είναι να χάσει τον έλεγχο. Βαθιά ανθρώπινο, γι’ αυτό και συγκινητικό.

Τώρα πώς από κει βρέθηκε ξαφνικά να είναι αυτός, λέει, που στάθηκε γενναίος, βράχος, ήρωας μπροστά στο θάνατο… Γιατί; Επειδή δε δέχτηκε, λέει, να νοσηλευτεί στο νοσοκομείο.

Μοιάζει μικρόχαρος αυτός ο έλεγχος, αλλά είναι, δυστυχώς, αναγκαίος. Γιατί σ’ όλο αυτό το αλλιώς ασεβές κατασκεύασμα, αυτό που αρνείται την ανθρώπινη πλευρά, βρήκε ασφαλές καταφύγιο η υποκρισία των πολλών και η ατολμία άλλων, που έμειναν να αποθαυμάζουν αυτή την ουσιαστικά αμάρτυρη γενναιότητα, παρασιωπώντας αυτά που έπρεπε να τονιστούν σ’ έναν στοιχειώδη απολογισμό του βίου και της πολιτείας ενός προσώπου που σημάδεψε την ιστορία των τελευταίων χρόνων.

Μήπως όμως, από άλλη οπωσδήποτε σκοπιά, τίποτα δεν κατάλαβε ο εκλιπών, ούτε μπροστά στο θάνατο; Γι’ αυτό και αρκετές φορές έσπευσε να πει το λογάκι του, για το Μακεδονικό, ξανά για το Διαφωτισμό κ.ά.; Ή, το βασικότατο, γι’ αυτό και δε διανοήθηκε, ο κατεξοχήν χριστιανός, να ζητήσει μια συγνώμη, ό,τι δηλαδή χαρακτηρίζει κατ’ ελάχιστο έναν χριστιανό; Παρά βγήκε ίσα ίσα να συγχωρέσει, λέει, όσους τον πίκραναν.

Αλλά γιά να δούμε –και να φύγουμε αμέσως από την παγίδα που μας έστησαν– γιατί στάθηκε γενναίος που δεν πήγε στο νοσοκομείο; Μόνοι τους μαρτυρήθηκαν: στο Μαϊάμι, λέει, μάλλον το είπε ο ίδιος, έτυχε κάποια μέρα να βρεθεί πέντε ολόκληρες ώρες μόνος του στο θάλαμο· δεν ήθελε να ξαναπεράσει τέτοια δοκιμασία, και γι’ αυτό ζήτησε να μείνει πια στο σπίτι του, αφού μάλιστα ήξερε πως πάλι θα ’χει την καλύτερη δυνατή φροντίδα, στις καλύτερες δυνατές συνθήκες. Ποιος τάχα δε θα το ’θελε αυτό; Εδώ σπεύδω να διευκρινίσω ότι δεν συμμερίζομαι καθόλου την κριτική που του ασκήθηκε επειδή πήγε στο Μαϊάμι και δέχτηκε να μπει πρώτος στη λίστα για μεταμόσχευση, στερώντας ουσιαστικά το πολυπόθητο μόσχευμα από έναν νεότερο λόγου χάρη: αλίμονο, Χριστόδουλος Ξεχριστόδουλος, ο αρχιεπίσκοπος είναι αρχιεπίσκοπος, το ίδιο κι ένας πρωθυπουργός, ένα σημαίνον πρόσωπο γενικότερα –είναι αναπόφευκτο, εννοώ, να έχει ειδική μεταχείριση, την καλύτερη δυνατή.

Γενναιότητα λοιπόν η ευλογότατη επιδίωξη των καλύτερων δυνατών συνθηκών; Οπωσδήποτε ύβρις κι αυτό, για όσους πορεύονται με το κεφάλι ψηλά προς το θάνατο, πουλώντας το σπίτι τους για το φακελάκι, στοιβαγμένοι στα εξωτερικά ιατρεία, πάνω σ’ ένα ράντζο στο διάδρομο ή μέσα σ’ έναν βρομερό θάλαμο. Αλλά νά τη η παγίδα, του λαϊκισμού δηλαδή. Σταματώ. Αφού συνοψίσω πως είναι εξοργιστικό πώς του θολώσανε εκείνο του το δάκρυ μπροστά στην κάμερα, ακόμα κι εκείνο το γλυκερό κατά τα άλλα «είμαι ο Χριστόδουλός σας», που, αν στο στόμα του ηχούσε σπαραχτικά ανθρώπινο, έγινε αφόρητα γελοίο στις οθόνες και σε τίτλους, πως «η Ελλάδα αποχαιρετά τον Χριστόδουλό της».

Όπως αφόρητα γελοία ήταν όλα τα γνωστά εξάλλου κι από άλλοτε αμετροεπή, με όλον το θίασο μαυροφορεμένο και με τσακισμένη φωνή, Αυτιάδες, Τέρενς, Κωσταπρέκες, Δρούζες, ή με τη Λαμπίρη να χάνει, είπε, τη γη κάτω απ’ τα πόδια της.

Ας φύγουμε όμως απ’ αυτή την τελευταία απρέπεια, εκεί που εκείνος θέλησε, ή που αφέθηκε έστω μια στιγμή να είναι ανθρώπινος, κι έσπευσαν εν χορώ οι δικοί του να στήσουνε το ξόανο του Ατρόμητου, να προσκυνάνε. Αυτοί, αλλά και οι άλλοι, οι νηφάλιοι ή και αντίθετοι.

Περίσσεψαν έτσι τα «παρόλο που», τα «αν και», τα «μολονότι» και τα «ανεξάρτητα από». Τέτοια μεγαθυμία, τέτοια χριστιανική συγνώμη –αζήτητη μάλιστα απ’ τον ίδιο, όπως είπα παραπάνω…

Διότι, γιά φαντάσου, είπε στους νέους πως τους πάει, και τους είπε επίσης να πάνε στην εκκλησία του με το σκουλαρίκι τους. Σαν να μην είδαμε ποτέ ξανά δημαγωγό και λαοπλάνο. Και γιά φαντάσου, έλεγε ανέκδοτα –και πρώτος γέλαγε αυτός, όπως βρήκε να εκθειάσει ο Σαββόπουλος. Πού ο Σαββόπουλος; Σε σαλόνι του κυριακάτικου Βήματος 3/2, όπου 12 νομάτοι μάς λένε «Τι θα θυμόμαστε», κι απ’ όλους αυτούς μόνο ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος υπήρξε απερίφραστα και έντονα επικριτικός, και έπειτα, μ’ έναν δικό του, έμμεσο αλλά σαφή τρόπο, ο Ροβήρος Μανθούλης.

Έστω πως στάθηκε όμως ήρωας ο Χριστόδουλος στο τέλος. Ή ότι ήταν, και όντως ήταν, χαρισματικός και με ταλέντο. Αλλά από πότε το ταλέντο έχει σώνει και καλά θετικό πρόσημο; Αφού ακόμα και εγκληματίες, ή τύραννοι και σφαγείς που σφράγισαν την ιστορία της ανθρωπότητας, με χάρισμα και με ταλέντο έφτασαν όπου έφτασαν.

Είναι λοιπόν νοητό με τα ανέκδοτα να διαγράφεται ολόκληρη πολιτεία, που σφράγισε κι αυτή, εδώ στα δικά μας τώρα, ολόκληρη δεκαετία;


Το τέλος που θ’ αργήσει να ’ρθει

Αυτό κι αν είναι, λέω τώρα, κατεξοχήν ύβρις. Ένας άτολμος, λειψός απολογισμός, που πίσω από μια –ας το δεχτούμε προς στιγμήν– γενναία τελευταία στάση ή χειρονομία κρύβει τον υβριστή προσώπων και θεσμών. Αυτόν που διέβρωσε συνειδήσεις. Και –ξανά– θεσμούς. Που χλεύασε και πολέμησε βασικές έννοιες και κατακτήσεις της κοινωνίας των ανθρώπων, του πολιτισμού του ανθρώπου.

Και άνοιξε δρόμους. Γκρεμίζοντας, εννοείται. Όσα έφτανε κι όσα μπορούσε απ’ όσα έχτιζαν και χτίζουμε αιώνες τώρα, με και για την κοινωνία των εθνών, με και για τα ανθρώπινα δικαιώματα, με και για τον εξανθρωπισμό του ανθρώπου. Άνοιξε λοιπόν δρόμους, δημιούργησε προηγούμενα και «δεδικασμένα». Έτσι, ακόμα και με το θάνατό του, δεν θα κλείσει ένα κεφάλαιο (τι κεφάλαιο! τόμος ολόκληρος) της ζοφερής μας ιστορίας, δεν θα ξυπνήσουμε δηλαδή από ’ναν εφιάλτη, αλλά θα συνεχίσουμε να τον ζούμε τον εφιάλτη που μας δημιούργησε.

Γι’ αυτό και μόνο γι’ αυτό, γι’ αυτά δηλαδή που πρέπει να παλέψουμε να τα στήσουμε ξανά απ’ την αρχή, έτσι δεκαετίες πίσω που μας πήγε, γι’ αυτό και μόνο δεν μπορούμε να είμαστε χαρούμενοι τώρα που πέθανε, πως τάχα κλείνει μια παρένθεση.

Γι’ αυτό, και για έναν ακόμα λόγο.

Γιατί τον εφιάλτη αυτόν δεν μπόρεσε να τον δημιουργήσει μόνος του αυτός ο ένας και οσοδήποτε ικανός. Υπήρχε, όπως σε όλες τις άλλες περιπτώσεις στην ιστορία, από απλούς δημαγωγούς έως αιμοσταγείς δικτάτορες τυράννους, υπήρχε μια κοινωνία έτοιμη να τους υποδεχτεί –και να τους ακολουθήσει. Και τότε τις ευθύνες θα τις ζητήσουμε από τον εαυτό μας, από τους δικούς, και όχι από τους τυπικώς ομοϊδεάτες τού εν λόγω.

Έτσι, την ώρα αυτή του απολογισμού, μόνο ανατριχίλα μού προξενεί η δήθεν ή και όντως χριστιανική ή απλώς, λέει, ανθρωπιστική συμπόνια ή «συγνώμη».

Γιατί κάθε κροκοδείλιο ή και –ακόμα χειρότερα– ειλικρινές δάκρυ είναι απλούστατα ύβρις. Στην ιστορία, στον πολιτισμό, στις ιδέες, στους θεσμούς, σε όσα χλεύασε και πολέμησε, ξαναλέω, ο Χριστόδουλος. Ύβρις σε όσους μέσα στους αιώνες αγωνίστηκαν ή και έδωσαν και τη ζωή τους για όλα αυτά που χλεύασε και πολέμησε ο Χριστόδουλος.

Ύβρις ίδια με την ύβρη την οποία προσωποποίησε όσο ζούσε ο Χριστόδουλος.


Σημείωση: Στο δεύτερο μέρος της επιφυλλίδας, θα το αναγνώρισαν ίσως οι αναγνώστες του μπλογκ, αναδημοσιεύεται με ελάχιστες αλλαγές το παλαιότερο εδώ ποστ, γραμμένο όταν είχε αρρωστήσει ο Χριστόδουλος.

buzz it!