7/12/07

27. Δύο σε ένα

Τα Νέα, 11 Μαρτίου 2000


Και η θρυλική φράση «me Jane, you Τarzan» ιδρύει επικοινωνία και θεμελιώνει σχέση ζωής, και τα «εγώ θέλει φάει» μεταφέρουν το μήνυμά τους, και συνιστούν εντέλει κώδικα, μα όχι γλώσσα

το πλήρες κείμενο:

Βρισκόμαστε στον αστερισμό της οικονομίας στη γλώσσα, εκεί που τσιγκουνευόμαστε τις λέξεις μας, υπακούοντας στις ανάγκες του δημοσιογραφικού και γενικότερα του γραπτού λόγου, ή υποκύπτοντας στην επιρροή ξένης σύνταξης, κάποτε και σ’ έναν δηλωμένο πόθο για πιο συνθετική σύνταξη: δύσκολο να πει κανείς τι απ’ όλα αυτά καθοδηγεί κάθε φορά τον λόγο μας, και δεν έχει τόση σημασία εδώ. Αντίθετα, σημασία έχει να ξεκαθαρίσουμε πως ο γραπτός λόγος έχει βεβαίως τους δικούς του κώδικες και διαφέρει από τον προφορικό: απαιτεί ακριβολογία, καθώς δεν μπορεί να έχει την καθοριστική βοήθεια των στοιχείων που παρακολουθούν τον προφορικό λόγο (τονισμός, χροιά φωνής, έκφραση προσώπου, χειρονομίες κ.ά.), επιζητεί πυκνότητα, χρειάζεται πλουσιότερο και εξειδικευμένο λεξιλόγιο· παρ’ όλα αυτά, δεν νοείται να παραβιάζει τη σύνταξη και να κάνει έτσι παραχωρήσεις στην πρωταρχική απαίτηση που έχουμε από τη γλώσσα: την απαίτηση για αμεσότητα και σαφήνεια κατά τη μετάδοση της πληροφορίας. Και να ξεκαθαρίσουμε επίσης ότι από τις ξένες γλώσσες δανειζόμαστε και οικειοποιούμαστε λέξεις, κυρίως λέξεις, αλλά και συντακτικούς τρόπους, ακόμη και ιδιωτισμούς, και ό,τι άλλο θέλουμε, ό,τι μας λείπει κι ό,τι μας αρέσει και το χρειαζόμαστε, αλλά με τον όρο ότι δεν παραβιάζονται οι βασικοί κανόνες που εξασφαλίζουν την απρόσκοπτη επικοινωνία.

Σχολιάσαμε ήδη ορισμένα φαινόμενα, όπως «οι Γιώργος, Μαρία, Νίκος και Θωμάς» και «η φίλη μου Νίκη», όπου είναι έκδηλη η επίδραση των ξένων γλωσσών. Το ίδιο ξενική είναι η σύνταξη που θα δούμε σήμερα: η σύναψη σε μία πρόταση δύο ή περισσότερων ρημάτων που απαιτούν διαφορετική πρόθεση ή αναφέρονται σε διαφορετική χρονική στιγμή.

Στο απλούστατο παράδειγμα: «ο Μάικ Τάυσον δάγκωσε και έκοψε το αφτί του αντιπάλου του» δεν υπάρχει πρόβλημα σαφήνειας, αλλά η ομαλότερη σύνταξη: ο Τάυσον δάγκωσε το αφτί του αντιπάλου του και το έκοψε αποδίδει ακριβώς την πράξη και το αποτέλεσμα, έτσι όπως διηγούμαστε συνήθως μια ιστορία, με διακριτά τα διαφορετικά, χρονικά ή άλλα επίπεδα, με την αρχή, τη μέση και το τέλος, την κορύφωσή της. Τι πάμε άλλωστε να εξοικονομήσουμε; Ένα «το», εν προκειμένω: «το έκοψε».

Πιο χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα όπου ο Χ «θεραπεύει και παντρεύεται τη Νικόλ»: η θεραπεία και ο γάμος αποτελούν βεβαίως διαφορετικές φάσεις, απομακρυσμένες χρονικά μεταξύ τους: θεραπεύει –λοιπόν– τη Νικόλ και (έπειτα, σε μια μέρα, σε έναν μήνα, σε έναν χρόνο...) την παντρεύεται.

Γενικά, μπορούμε να πούμε ότι κάποιοι φωνάζουν και χειρονομούν, ταυτόχρονα, στην ίδια συζήτηση, στην ίδια περίσταση, ή ότι τρώνε και πίνουν όταν πάνε στην ταβέρνα, όχι όμως ότι «μένουν και κάνουν μεταπτυχιακά στο Παρίσι»: εδώ πια είναι ολοφάνερες οι δύο προτάσεις: μένουν στο Παρίσι, όπου κάνουν μεταπτυχιακά.

Στην ταινία Εξότικα του Εγκογιάν οι πελάτες ενός νυχτερινού κέντρου «μπορούν να βλέπουν, αλλά απαγορεύεται να αγγίζουν τις χορεύτριες»: αλίμονο, το ρήμα θέλει το αντικείμενό του, κι όταν ο αναγνώστης φτάνει στο «βλέπουν» περιμένει να μάθει τι βλέπουν: βλέπουν –λοιπόν– τις χορεύτριες αλλά απαγορεύεται να τις αγγίζουν.

Επίσης: οι Αυστριακοί ισχυρίστηκαν πως «όχι μόνο δεν συνέδραμαν αλλά υπήρξαν τα πρώτα θύματα του Χίτλερ στην Ευρώπη»: όχι μόνο δεν συνέδραμαν τον Χίτλερ αλλά υπήρξαν τα πρώτα θύματά του στην Ευρώπη.

Ανάλογα:

«[ένας σκηνοθέτης] που υπερασπίστηκε με πάθος, όσο λίγοι, και που ανέβασε τις μεταφράσεις του Ρώτα»: στο «υπερασπίστηκε» περιμένουμε αντικείμενο, μα δεν υπάρχει· ακολουθεί και το «όσο λίγοι», κι αρχίζει άλλη πρόταση: «και που ανέβασε τις μεταφράσεις...» –κι αυτό τώρα το αντικείμενο (τις μεταφράσεις) πρέπει να το πάρουμε και να πάμε πίσω, να το διαβάσουμε στη θέση του·

«αν δείτε τα κοράκια να χτυπούν και να κάνουν περίεργες κινήσεις με τα φτερά τους...»: να χτυπούν τι; Τα φτερά τους, θα καταλάβουμε αργότερα, και ανασυντάσσουμε αυτό που έμοιαζε μισοτελειωμένο παζλ: να χτυπούν τα φτερά τους και να κάνουν περίεργες κινήσεις μ’ αυτά.

Άλλα: «οι άνθρωποι που ζουν κοντά και χάρη στον μολυσμένο Δούναβη»· «μου υποσχέθηκε και μου έδωσε ένα γρόσι».

Ακόμη χειρότερα είναι τα πράγματα όταν στο τσουβάλιασμα έχουμε ρήματα που συντάσσονται με διαφορετική πρόθεση. Άρα, εξόφθαλμη ασυνταξία, πέρα από την αγκυλωμένη διατύπωση:

«τους επέτρεψαν να συναντήσουν και να μιλήσουν με τους συντελεστές της σειράς...»: βεβαίως, συναντώ τους συντελεστές, αλλά μιλάω με τους συντελεστές, οπότε: τους επέτρεψαν να συναντήσουν τους συντελεστές της σειράς και να μιλήσουν μαζί τους·

κάποιος «γνωρίζει και γίνεται φίλος μ’ ένα παιδί»: γνωρίζω ένα παιδί, αλλά γίνομαι φίλος με ένα παιδί· ενώ επίσης πρώτα γνωρίζω, κι έπειτα γίνομαι φίλος·

στο τέλος ενός αγώνα μπάσκετ, κάποιος, δεν θυμάμαι τώρα ποιος, «ήταν ο μόνος που έδωσε το χέρι του και φίλησε σταυρωτά τον Ιωαννίδη»: έδωσε το χέρι του στον Ιωαννίδη και τον φίλησε σταυρωτά.

Επίσης: «Ελληνοπόντια κακοποιούσε και αδιαφορούσε για τα παιδιά της»· κάποιος «περιγράφει την εικόνα γυναικών που σημάδεψαν ή πέρασαν από τη ζωή του»· και το αρχιεπισκοπικό: «αναλάβαμε αγώνα εν ονόματι και μαζί με τον λαό».

Και ακόμα πιο χαρακτηριστικό: «ο Χ παρέσυρε και ασέλγησε εις βάρος των παιδιών».

Μεγαλύτερη είναι η δουλεία του δοκιμιακού και επιστημονικού λόγου στην ξενική σύνταξη, δουλεία πάντως ευεξήγητη εκεί ακριβώς όπου είναι αυξημένες οι ανάγκες για βραχυλογία· δεν θα ’πρεπε όμως να περνά και στον δημοσιογραφικό λόγο και να δίνει διατυπώσεις όπως η ακόλουθη: «το ΠΑΣΟΚ δεν σταμάτησε ούτε λεπτό να στηρίζει τις και να στηρίζεται στις παντοειδείς υπηρεσίες των Ναξάκηδων...»

«Θα και πρέπει να ξεσπάση [...]. Η σύνταξις αύτη η ξένην έχουσα την καταγωγήν, είναι ομοία ταις “μετά ή άνευ, προ και μετά, οι συν και οι αντιπολιτευόμενοι”» σχολίαζε το 1900 ο Στέφανος Κουμανούδης (Συναγωγή νέων λέξεων, όπ. παρ. 463· βλ. και 838, για το «προ και μετά τον θάνατον»). Έναν ολόκληρο αιώνα μετά, ας παρηγορηθούμε που δεν παγιώθηκαν αυτοί οι συντακτικοί τρόποι και παραμένουν στα όρια του γραπτού λόγου· απλώς, περιστασιακά, μας ρίχνουν σε μεγάλη γκρίνια. Μοιάζουν όντως μεμψιμοιρία όλα αυτά και υπερβολή, αλλά δεν είναι: έτσι είναι η γλώσσα, κάθε γλώσσα, το αρτιωμένο, πλήρες σύνολο, και όχι τα «πάνω κάτω» και «περίπου». Αλλιώς, και η θρυλική φράση «me Jane, you Tarzan» ιδρύει επικοινωνία και θεμελιώνει σχέση ζωής, και τα «εγώ θέλει φάει» μεταφέρουν κάλλιστα το μήνυμά τους. Και συνιστούν εντέλει κώδικα και αυτά, μα όχι γλώσσα.

buzz it!