26/11/07

Βιβλία ταυτότητες, βιβλία σημαιάκια [γραμματική Μπαμπινιώτη, α΄]

Τα Νέα, 11 Ιουνίου 2005

Από το Όνομα του ρόδου του Ουμπέρτο Έκο ώς τον Ιούδα που φιλούσε υπέροχα ή τις Μάγισσες της Σμύρνης, από την απαιτητική δηλαδή λογοτεχνία ώς την περίπου απροκάλυπτη παραλογοτεχνία, βιβλία κάθε λογής γίνονται κατά καιρούς σήμα μιας εποχής, ενός ρεύματος, έστω (δεν είναι πάντως λίγο!) ενός καλοκαιριού.

διαβάστε τη συνέχεια...

Δεν έχει να κάνει με την ποιότητα αυτό όσο με το μάρκετινγκ, κάποτε όμως αρκεί απλώς ο αέρας της εποχής. Μόνο ένα ολόκληρο πλέγμα παραγόντων μπορεί να ερμηνεύσει, ούτε καν: να προσεγγίσει τέτοια φαινόμενα. Και είναι πλέγμα ολόκληρο, γιατί, στα πρόχειρα δείγματά μου, δεν θα μπορούσαμε να αντιστοιχίσουμε με ακρίβεια ανάλογα ή και μεγαλύτερα μπεστ σέλερ, όπως τα Εκατό χρόνια μοναξιά του Μάρκες (απέναντι στον Έκο) ή τα ετοιμοπαράδοτα για τηλεοπτικά σίριαλ μυθιστορήματα της Ντόρας Γιαννακοπούλου (απέναντι στον Ιούδα και τις Μάγισσες). Εννοώ ότι ο Μάρκες, λόγου χάρη, όσο κι αν πούλησε περισσότερο από τον Έκο, όσο κι αν δεν αμφισβητήθηκε η λογοτεχνική του αξία, όσο κι αν διαβάζεται στο κάτω κάτω δέκα φορές πιο απολαυστικά από τον Έκο, υπήρξε ένα τεράστιο μπεστ σέλερ, αλλά δεν αποτέλεσε αυτό που αποκαλώ βιβλίο ταυτότητα, σήμα, βιβλίο σημαία.

Είπα ότι δεν έχει να κάνει με την ποιότητα το φαινόμενο αυτό, και σπεύδω να δηλώσω ότι δεν είμαι από τους πολέμιους της παραλογοτεχνίας –αρκεί κάθε φορά να συμφωνούμε εμείς μεταξύ μας ότι έχουμε να κάνουμε ακριβώς με παραλογοτεχνία και όχι με Κάφκα και με Τζόυς. Λέω «εμείς», γιατί το αναγνωστικό κοινό της παραλογοτεχνίας (ένα κοινό που διόλου δεν το κλέβει η παραλογοτεχνία από την καθαυτό λογοτεχνία!) δεν το απασχολεί, και ορθώς, η όποια ονομασία του είδους, και πολύ περισσότερο η όποια δική μας περιφρόνηση απέναντι στο είδος.

Ό,τι ισχύει όμως με τη λογοτεχνία, δεν ισχύει με την επιστήμη. Αν τα παραλογοτεχνικά βιβλία δεν βλάπτουν δα τον αναγνώστη –ίσα ίσα, ισχυρίζομαι ότι μπορεί από μιαν άποψη και να τον ωφελούν–, δεν ισχύει το ίδιο με τα παραεπιστημονικά.

Τα πράγματα γίνονται πιο σοβαρά, αν φύγουμε από την εύκολη, υποτίθεται, περίπτωση της παραλογοτεχνίας, με το δικό της κοινό –αν καταρχήν δεχτούμε ότι είναι σαφώς διακριτό αυτό το κοινό–, και της παραεπιστήμης, με το επίσης δικό της κοινό (για το οποίο πάντως θα μπορούσε εξίσου να ισχυριστεί κανείς πως, δε βαριέσαι, αν αποφάσισαν να εμπιστευτούν Καρατζαφέρη-Πλεύρη και Λιακόπουλο, ήδη πιστεύουν ότι καταγόμαστε απ’ τον Σείριο, Έλληνες εμείς του προηλιακού συστήματος). Αν λοιπόν φύγουμε από το χώρο τού παρα- και μείνουμε εντεύθεν των ορίων της καθαυτό λογοτεχνίας και της καθαυτό επιστήμης, τότε, όπως επιμένει λ.χ. ο Κούντερα, και η μέτρια λογοτεχνία βλάπτει, πόσο μάλλον η κακή –πόσο μάλλον, λοιπόν, η μέτρια ή η κακή επιστήμη.

Εδώ όμως πια τα μονοπάτια είναι εξαιρετικά δύσβατα, στα όρια μάλιστα μιας επιφυλλίδας. Προσγειώνω έτσι τον μακρύ αυτό πρόλογο σε έναν ισχυρισμό που θέλω να πιστεύω ότι είναι προφανής: πως, πιο πολύ κι από τα μέτρια ή τα κακά ή και τα ολέθρια βιβλία, μπορεί να βλάψουν, στο χώρο πια της επιστήμης, τα βιβλία που δεν τα διαβάζει κανείς, παρά τα χρησιμοποιεί σαν σηματάκι απλώς στο πέτο, ταυτότητα με αναγραφή θρησκεύματος, παρακαλώ· τα βιβλία που, ανεξάρτητα πολλές φορές από την καθαυτό αξία τους, γίνονται μόδα πιο πολύ κι από φορείς ιδεολογίας –κάτι που είναι, βεβαίως, εξ ορισμού–, και έτσι σ’ αυτά προβάλλει και διαβάζει κανείς αυτό που θέλει, παρακινημένος από γενικότερες, ιδεολογικές πάντα και κοινωνικές, ανάγκες, επιθυμίες, επιταγές.

Ούτε Έκο ούτε Μάιρα Τάδε, ούτε καλή ούτε κακή λογοτεχνία ή επιστήμη: δεν μπορώ να φανταστώ χαρακτηριστικότερο δείγμα βιβλίου-ταυτότητας από το Λεξικό και τώρα τη Γραμματική του Μπαμπινιώτη (λέω «Γραμματική Μπαμπινιώτη», κατά σύμβαση, όπως λέμε «Γραμματική Τριανταφυλλίδη», αδικώντας κάθε φορά τους συνεργάτες τους· αλλά πολύ περισσότερο για το θέμα μου, το βιβλίο ταυτότητα, η αναφορά πρέπει να γίνεται αποκλειστικά στον Γ. Μπαμπινιώτη).

Μια τεράστια παρανόηση συνόδευσε από την έκδοσή του το Λεξικό Μπαμπινιώτη και το συνοδεύει, εννοείται, ακόμα, η ίδια που περιέβαλε αμέσως και τη Γραμματική του, πριν καλά καλά κυκλοφορήσει –οπωσδήποτε, πριν καλά καλά φυλλομετρήσει κανείς τις 1.200 σελίδες της.*

Στην παρανόηση αυτή ελάχιστο ρόλο έχει παίξει η όποια επιστημονική αξία του έργου του Μπαμπινιώτη, για να μην πω ότι δεν έπαιξε κανένα ρόλο, καθώς μάλιστα, όπως ισχυρίζομαι, δεν έχει μελετηθεί –ή δεν έχει ακολουθηθεί με συνέπεια, για να περιοριστώ στο Λεξικό. Αλλά και πώς να μελετήσει και ιδιαίτερα να κρίνει ο κάθε χρήστης ένα ογκωδέστατο Λεξικό, τώρα και μιαν εξίσου ογκώδη Γραμματική; Περιορίζεται ευλόγως στο όνομα του συντάκτη, που αποτελεί, αυτονόητα, εγγύηση για το περιεχόμενο. Τίποτα παράδοξο ώς εδώ, καθένας μας έτσι ακριβώς αγοράζει, με βάση τη μάρκα και τον κατασκευαστή. Με την ιδεολογία, δηλαδή. Ο καθένας μας με την ιδεολογία του, με βάση και απόλυτο κριτήριο την ιδεολογία του, αγοράζει επιστημονικές και άλλες απόψεις, είτε πρόκειται για την καταγωγή του ανθρώπου, κατά Δαρβίνο ή κατά τας Γραφάς, είτε πρόκειται για τη γλώσσα, όπως στην περίπτωσή μας εδώ.

Έτσι, και απολύτως εύλογα, κανένα ρόλο δεν έχει παίξει στη διάδοση του έργου του Μπαμπινιώτη η υπεύθυνη τοποθέτηση της επιστημονικής κοινότητας, όταν π.χ. επισήμαινε έγκαιρα την παρανόηση των εννοιών του Σωσσύρ και του Τσόμσκι στην οποία στήριξε τη θεωρία του ο Μπαμπινιώτης (από τους καθηγητές της Θεσσαλονίκης Γιάννη Βελούδη και Α.-Φ. Χριστίδη, λόγου χάρη, ή από τον Γ. Καρανάσιο, λέκτορα τότε του πανεπιστημίου Κύπρου· χώρια η πανστρατιά για το Λεξικό, αλλά και για τη Γραμματική, όταν κυκλοφορούσε σε μεμονωμένους τόμους)· ή, αν έχει παίξει κάποιο ρόλο, έχει παίξει ρόλο εκ των πραγμάτων περισσότερο σαν ιδεολογικός λόγος παρά σαν επιστημονικός, ορίζοντας έτσι εντονότερα τα διαφορετικά στρατόπεδα, με συνέπεια να συσπειρώνει ακόμα περισσότερο τους μεν και τους δε.

Ώς εδώ τα πράγματα είναι φυσιολογικά. Το θέμα είναι ότι το κοινό που αναγνωρίζεται ιδεολογικά στο πρόσωπο του Γ. Μπαμπινιώτη έχει πάψει να παρακολουθεί την πορεία του και το έργο του στα καθέκαστά τους, έχει χάσει, όπως θα λέγαμε, συνέχειες, και απλώς έμεινε να κρατάει στο χέρι μια σημαία. Πρόκειται άραγε για μια πορεία, μια εξέλιξη, που δεν έτυχε ή αδυνατεί ή αρνείται να την παρακολουθήσει το συγκεκριμένο κοινό, ή είναι εντέλει η ίδια πάντα ιστορία, με μικροπαραλλαγές για κάθε χρήση, ενώ παράλληλα ο Οδηγός κλείνει το μάτι στο κοινό του, πως, μη φοβάστε, εδώ είμαι πάντα εγώ, ο ην, ο ων –πάντα ο ίδιος.

Παράδειγμα, για να περάσω πιο συγκεκριμένα πια στο θέμα μου, στο οποίο θα επεκταθώ στην επόμενη επιφυλλίδα: αν ανοίξει κανείς τη Γραμματική στη σελίδα 34, θα διαβάσει τους εξής ομοιόπτωτους προσδιορισμούς: δύο λίτρα νερό, μία σταγόνα λάδι, ένας τόνος πετρέλαιο, και όχι βέβαια «λίτρα νερού», «σταγόνα λαδιού» και «τόνος πετρελαίου», όπως υπάρχει η τάση, για να μην πω το πείσμα, να γράφονται τελευταία. Στο εξώφυλλο όμως διαβάζουμε: «χρήση με χιλιάδες παραδειγμάτων». «Πολύ χαίρομαι» του είπε τις προάλλες η κ. Παναγιωταρέα σε τηλεοπτική συνέντευξη «που γράφετε “με χιλιάδες παραδειγμάτων” και όχι “με χιλιάδες παραδείγματα”, όπως γράφουν μερικοί» –η πλέμπα, εννοούσε, αφού η ίδια θα αγοράζει ένα κιλό «κουλουρακιών», ή ακόμα πιο κομψά: «κουλουρακίων». «Βέβαια, με χιλιάδες παραδειγμάτων!» απάντησε ο κ. Μπαμπινιώτης.

Το κλείσιμο ματιού, που έλεγα, στο κοινό του. Η μούντζα σ’ εμάς. Ή αλλιώς: η αναγραφή θρησκεύματος –μπροστά μπροστά, εννοείται, στο εξώφυλλο.


* Βλ. ενδεικτικά Κ. Γεωργουσόπουλος, «Κοπερνίκεια γλωσσική επανάσταση», Τα Νέα 14 Μαΐου 2005, μια επιφυλλίδα που συνιστά καθαυτήν πλήρη παρανόηση. Ο κ. Γεωργουσόπουλος, γνωρίζοντας προφανώς τις ιδέες του κ. Μπαμπινιώτη, θεώρησε πως έχει μπροστά του μια γραμματική της ενιαίας ελληνικής γλώσσας, στη διαχρονία της, έπειτα από την οποία καμιά «ρυθμιστική φασκιά», όπως τονίζει, δε θα τον εμποδίσει να πει και να γράψει: «Συνάντησα τη μητέρα του Ερμή στην οδό Ερμού». Όμως στη Γραμματική αυτή δεν θα βρει, εύλογα, γενική «του Ερμού», ίσα ίσα θα βρει το «Ωδείο του Ηρώδη Αττικού»· και πολύ περισσότερο, διόλου εύλογα τη φορά αυτή, δεν θα βρει το «μύες-μυς» γιατί, όπως γράφει ο κ. Μπαμπινιώτης σε κείμενο-απάντησή του στις επιφυλλίδες αυτές, η λέξη "μυς" είναι καθαρεύουσα!

buzz it!