30/11/07

Η μονοτυπική πολυτυπία [γραμματική Μπαμπινιώτη, β΄]

Τα Νέα, 25 Ιουνίου 2005

Βιβλία σημαιάκια, βιβλία ταυτότητες, λογοτεχνικά ή επιστημονικά, είδαμε πως είναι αυτά που γίνονται σημείο αναφοράς κυρίως χάρη στο μάρκετινγκ, άσχετα από την οποιαδήποτε αξία τους.

Βιβλία που υπακούουν σε κάποια μόδα ή και δημιουργούν τα ίδια μόδα, από την άλλη όμως ανταποκρίνονται συχνά σε γενικότερες ανάγκες: κοινωνικές, πολιτικές, ιδεολογικές –περισσότερο κι από το καθαυτό αντικείμενό τους, το αμιγώς λογοτεχνικό ενός λογοτεχνικού βιβλίου, ή το εξειδικευμένα επιστημονικό ενός επιστημονικού. Ακραίο παράδειγμα, μια γραμματική.

διαβάστε τη συνέχεια...

Λέω μια γραμματική, περισσότερο από ένα λεξικό, γιατί λεξικό έχουν σχεδόν όλα τα σπίτια, όλοι καταφεύγουν κατά καιρούς σ’ αυτό, έστω για να λύσουν σταυρόλεξο ή για να παίξουν σκραμπλ. Αλλά η γραμματική, καλώς ή κακώς, ανήκε πάντοτε αυστηρώς στα σχολικά βιβλία, καμία γραμματική δεν επέζησε σε μια υποτυπώδη βιβλιοθήκη, κανένας δεν ξανάνοιξε γραμματική έπειτα απ’ το σχολείο. Και αν αυτά ισχύουν ευλόγως γενικά, σ’ εμάς ειδικότερα έχουν περίπου συνταγματική ισχύ. Αναφέρομαι στην αντίθεση ή και αποστροφή προς τους κανόνες, όπως εκδηλώνεται από τον πιο απλό χρήστη της γλώσσας ώς τον ειδικό, τον επιστήμονα, τον λόγιο γενικά, ακόμα και τον εκπαιδευτικό, καθώς διεκδικούμε πια όλο τον πλούτο όλης της γλώσσας σ’ όλη της την πορεία, λεξιλογικά, αλλά και γραμματικοσυντακτικά! Κυριαρχεί έτσι η αντίθεση σε οποιαδήποτε ρύθμιση, σε κάθε ρυθμιστική γραμματική, και εξυμνείται το φετίχ της πολυτυπίας, λατρεύεται το τοτέμ μιας περιγραφικής γραμματικής.

Στη θεωρία λαμπρά, στην πράξη όμως; Γιά να το δούμε το τοτέμ· είναι τίποτα περισσότερο από ’να σκέτο ξύλο;

Μιλάω γενικά, αλλά οπωσδήποτε έχω παράδειγμα το Λεξικό και τη Γραμματική του Μπαμπινιώτη, όπως ξεκίνησα από την προηγούμενη επιφυλλίδα, κατεξοχήν βιβλία ταυτότητες, που, όπως όλα τα βιβλία αυτής της κατηγορίας, αγοράζονται κυρίως για λόγους αναγνώρισης, κάτι σαν συνδρομή ή συμβολή στον έρανο υπέρ…, υπέρ μιας ιδέας προφανώς, μιας ιδεολογίας. Αλλά, αντίθετα από πολλά από αυτά τα βιβλία, που διαβάζονται έστω ψυχαναγκαστικά, τα εν λόγω δεν διαβάζονται. Και πώς να διαβάσεις ένα ολόκληρο λεξικό, και τώρα μια γραμματική; Όμως αυτό, το πρακτικό σκέλος, είναι το αφενός· σημασία έχει το αφετέρου: πως τα αγοράζουν μα δεν τα διαβάζουν, ειδικά τώρα οι επαγγελματίες: ανοίγουν απλώς και κορφολογούν, ενώ κατά τα άλλα αρκούνται στον διαφημιστικό λόγο των δελτίων τύπου, των συνεντεύξεων, του μάρκετινγκ εν γένει.

Εδώ όμως οι συνέπειες μπορεί να είναι πολύ σοβαρότερες και μεγαλύτερες από τις μικρές ενδεχομένως παρανοήσεις που συνοδεύουν τα συγκεκριμένα έργα, όπως ξανάλεγα, ξεκινώντας από τη στοιχειώδη παρατήρηση ότι τα έργα αυτά είναι και επιγράφονται λεξικό και γραμματική «της Νέας Ελληνικής» και όχι της Ελληνικής γενικώς και αορίστως.

Τι θα ήταν όμως μια αυστηρώς περιγραφική γραμματική, μια γραμματική που θα αποτύπωνε την πολυτυπία της γλώσσας;

Ένα παράδειγμα, ο παρατατικός τού κάθομαι:

εκαθόμουν, καθόμουν, καθόμουνα, κάθομουν, κάθομαν…
εκαθόσουν, καθόσουν, καθόσουνα, κάθοσουν, κάθοσαν
… κτλ.·

ιδιαίτερα το γ΄ ενικό:
εκαθόταν, καθόταν, καθότανε, κάθοταν…, αλλά και* κάθονταν, καθόνταν, καθόντανε… κτλ.

και το γ΄ πληθυντικό:
εκάθονταν, κάθονταν, καθόντανε, καθόντουσαν, καθόσαντε, καθόντουσταν…, αλλά και καθόταν, καθότανε, κάθοταν

Όχι, δεν θα πω, πάρτε την και διδάξτε την στο σχολείο, αν μπορείτε, τέτοια γραμματική –οι εκπαιδευτικοί, εννοώ, όταν μιλούν κι αυτοί για περιγραφική γραμματική. Απλώς δεν είδαμε ώς τώρα τέτοια γραμματική. Τέτοια όμως περίπου θα έπρεπε να είναι μια περιγραφική γραμματική της Νέας Ελληνικής. Αλλά τέτοια βεβαίως δεν τη θέλουν. Άλλο τους λείπει. Η γραμματική Όλης της Ελληνικής. Ωραία, προσθέτουμε και το εκαθήμην

εκαθήμην, εκαθόμουν, καθόμουν, καθόμουνα, κάθομουν, κάθομαν…
εκάθησο, εκαθόσουν, καθόσουν, καθόσουνα, κάθοσουν, κάθοσαν
… κτλ.
εκάθηντο, εκάθονταν, κάθονταν, καθόντανε, καθόντουσαν, καθόσαντε, καθόντουσταν…, αλλά και καθόταν, καθότανε, κάθοταν

Μπα, ούτε αυτό τους κάνει. Τι θέλουν τότε; Τι είναι αυτό που διεκδικούν ουσιαστικά στην πράξη; Τι γράφουν δηλαδή, άρα τι θέλουν να γράφουν, άρα τι ζητούν να τους προμηθεύσει ή να τους δικαιολογήσει μια γραμματική; Την ελευθερία να χρησιμοποιούν κατά βούληση, μαζί με τον ένα και μόνο, «καθωσπρέπει» τύπο, το καθόμουν δηλαδή, και τον αρχαϊκό τύπο, το εκαθήμην δηλαδή, πλάι στα εξίσου γνωστά μας: συνεπήγετο, ηρνείτο κτλ., που τα διαβάζουμε κάθε μέρα στις εφημερίδες μας. Πάνε περίπατο τα περί πολυτυπίας. Και ίσα ίσα, απαγορεύονται ρητά –και από το σχολείο και από την κοινωνία– όλοι οι διαλεκτικοί, λαϊκότεροι τύποι, επί ποινή κοκκινίλας στο τετράδιο, χλεύης στην καθημερινή ζωή. Μόνο εκαθήμην και καθόμουν, άντε και, στα όρια του ανεκτού, καθόμουνα.

Αλλά τέτοια γραμματική, είπαμε, είτε με την όντως πολυτυπία είτε με τη δική τους, την ευκταία Αρχαιο-Νέα «πολυτυπία», δεν υπάρχει. Και ούτε και του Μπαμπινιώτη είναι τέτοια. Αντίθετα, θα επιχειρήσω να δείξω παρακάτω πως μάλλον είναι η πιο ρυθμιστική από τις έως τώρα υπάρχουσες γραμματικές.

Αυτό ήταν το θέμα μου από την αρχή, τι ρεύμα δημιουργείται με τα έργα αυτά, τι ρεύμα δημιουργούν ή ενισχύουν τα έργα αυτά, που, επειδή ακριβώς δεν τα μελετάει κανείς, μάλλον τη σύγχυση ενσπείρουν. Διαφορετικά, όπως είπα, και το Λεξικό και η Γραμματική, όταν κυκλοφορούσε σε μεμονωμένους τόμους, κρίθηκαν αρμοδίως. Ειδικότερα για τη Γραμματική, ελπίζω πως θα κριθεί διεξοδικότερα και πάντα αρμοδίως, τώρα που εμφανίστηκε ολοκληρωμένη (ή περίπου –αφού στην αμέσως επόμενη έκδοση θα περιλαμβάνεται και ένα σημαντικό κεφάλαιο, όπως δηλώνεται από τώρα στον πρόλογο!). Εγώ εδώ περιορίζομαι σ’ ένα ξεφύλλισμα, σαν απλός χρήστης και σε σχέση κυρίως με τον λόγο της αγοράς, ο οποίος έσπευσε να την αναδείξει ακριβώς σε βιβλίο ταυτότητα, πριν καλά καλά κυκλοφορήσει.

Τώρα με τη Γραμματική λοιπόν, πλάι στο Λεξικό, έχει σημασία να δούμε τι κυρίως δεν περιλαμβάνουν αυτές οι «ταυτότητες», πέρα από τα στοιχεία και τη φωτογραφία των συντακτών και των πιστών τους –μιλάω για πιστούς, αφού δεν πρόκειται, όπως θα δούμε, για αναγνώστες.

Ξεφυλλίζω και σημειώνω. Πρώτα παραβάλλω ενδεικτικά δύο από τους τόμους που κυκλοφόρησαν μεμονωμένα, το Όνομα και το Ρήμα: αλλαγές ελάχιστες, κυρίως σε ελάχιστα παραδείγματα, της τάξης τού 1% (τόσο που να μοιάζει αδικαιολόγητο ότι δεν κυκλοφόρησε σε αυτοτελή τόμο και το τελευταίο, 5ο μέρος). Πάντως, μία από τις αλλαγές είναι η ορθογραφική συμμόρφωση με το Λεξικό: το ερημοκλήσι γίνεται ερημοκκλήσι, ο λίβελος - λίβελλος, αλλά η φτώχεια - φτώχια!

Έχω ξαναπεί ότι η νέα ορθογραφία του Λεξικού Μπαμπινιώτη, εγχείρημα που μεθοδολογικά ισοδυναμεί με σφάλμα απαράδεκτο ακόμα και για πρωτοετή της Γλωσσολογίας, αφού από τη μια δέχεται το μείζον, την αλλαγή της σημασίας μιας λέξης, και από την άλλη ανατρέπει το έλασσον, τη γραφή μιας λέξης, αυτό λοιπόν το εγχείρημα ευθύνεται για μιαν αύξουσα σύγχυση στα ορθογραφικά, εν προκειμένω, πράγματα. Θεωρήθηκε, κυρίως με τις «αναπαλαιώσεις» (λίβελλος κτλ.), ότι μπορούμε πια να ξαναγράφουμε όπως τον παλιό καλό καιρό, πριν μας αλλάξουν τάχα την ορθογραφία μας οι «παλαιοδημοτικιστές» και «μαλλιαροί» του Τριανταφυλλίδη, το ΠΑΣΟΚ ή ό,τι άλλο χαρακτηρίστηκε υπεύθυνο για τη διατάραξη της ορθογραφικής μακαριότητάς μας –που ωστόσο ποτέ δεν απειλήθηκε από κάποια δραστική αλλαγή, ούτε από εγκατάλειψη της ιστορικής ορθογραφίας, παρά από μια πάντοτε περιορισμένη εξορθολογίκευση της ορθογραφίας, έτσι όπως λ.χ. ο Βασίλης γραφόταν ήδη με -η κι όχι με -ει, κι ας βγαίνει απ’ το Βασίλειος.

Το Λεξικό ήταν ο ασκός του Αιόλου που άνοιξε. Μαζί με τον λίβελλο, αχ με τα δυο του λάμδα, νά σου πάλι στις εφημερίδες η καμμία και το ψέμμα με τα δυο τους -μ, κι ενώ ο Μπ. τα έχει μόνο με ένα. Παίρνουν ό,τι νομίζουν, όπως είπα, το παραπανήσιος έτσι, με -η, αλλά αφήνουν ή δεν είδαν καν το ρωδάκινο ή το αγώρι με -ω! Από την άλλη όμως, όπως βλέπω και στη Γραμματική: τρένο και πορτρέτο με -ε, φλιτζάνι, μαντίλι, γλιστράω με -ι, ξεριζώθηκαν με ένα -ρ: όχι, δεν ξαναγράφουμε όπως τον παλιό καλό καιρό. Μα την πλημύρα, το είδαν; Θα τη γράφουμε έτσι, με ένα -μ;

Είπα για κραυγαλέο μεθοδολογικό σφάλμα. Και θα μου πουν ότι έστω έργο οφειλόμενο η ριζική συμμόρφωση με κάποια επανετυμολόγηση, κι ας είναι το έλασσον, αρκεί να μπει μια τάξη. Καλά. Όμως με τι επιτέλους αρχές δεχόμαστε λ.χ. τη γραφή πολυθρόνα (από το ιταλικό poltrona, άρα πολιθρόνα), που οφείλεται σε παρετυμολογία, όχι όμως και την «πυλωτή», που επίσης οφείλεται σε παρετυμολογία, και τη γράφουμε πιλοτή (από το γαλλ. pilotis); Να φανταστώ πως δεχόμαστε την πολυθρόνα επειδή έχει ήδη μακρότατο βίο; Μα τότε το ροδάκινο, το αγόρι;

Άντε να τους μαζέψει τους ανέμους που ξαμόλησε ο κ. Μπαμπινιώτης.

Αλλά στο θέμα μας: Τι πιο ρυθμιστικό από ένα τέτοιο Λεξικό; Όπως και η Γραμματική: στο επόμενο όμως.


* Ειδικά στο γ΄ ενικό και πληθυντικό, είναι χαρακτηριστική η εναλλαγή καθόταν / κάθονταν και κάθονταν / καθόταν, όχι σε τίποτα χωριά με έντονα διαλεκτικά στοιχεία αλλά στον λόγο Αθήνας / Θεσσαλονίκης!

buzz it!

28/11/07

στις επάλξεις [7], ή πώς περισπάται η μουσική

«Χωρίς τη δασεία δεν μπορείς να αναπνεύσεις», «Μελοποιώ με βάση τους τόνους και τα πνεύματα· όταν η λέξη περισπάται, περισπώ τη μουσική»: από τα πολλά που είπε ο Νίκος Παπάζογλου στη Βίκυ Φλέσσα, Παρασκευή ξημερώνοντας Σάββατο 23/11, προφανώς επανάληψη δεν ξέρω ποιας εκπομπής από τη σειρά «Στα άκρα». Που εδώ ο τίτλος, με τέτοιες απόψεις, που ως γνωστόν ούτε η «δεξιά» γλωσσολογία δεν τις υποστηρίζει πια, πέφτει διάνα.

διαβάστε τη συνέχεια...

Θρήνος και πάλι για τα πνεύματα και τους τόνους, «που όμως υπάρχουν»: αυτά του είχε μάθει ο φίλος του ο Σαββόπουλος με τους παλμογράφους του, που κι αν δεν πείστηκε απ’ τον αντίλογο, έξυπνος άνθρωπος είναι, και πολιτικάντης, τέτοιες ασύστατες ανοησίες δεν τις ξεστόμισε ξανά, έμειναν οι φίλοι και μαθητές του να τις αναχαράζουν, παρέα με τον Γιανναρά και τον «λόγιο Βύρωνα», με τον εθνοπατέρα πλέον Άδωνη και την κυρία Τζιροπούλου –α, και τον Τσέγκο!

«Πάει, χάθηκαν πια αυτά» έλεγε η οικοδέσποινα της εκπομπής με το μονίμως λιγωμένο μάτι, και μνημόνευσε το περισπούδαστο εμπειρίκειο για τα ελληνικά, τη μόνη γλώσσα όπου μπορείς να βάλεις ένα κύμα (=περισπωμένη) πάνω στη λέξη κύμα!

Ω της ανίας πια. Και επιτέλους, ας διαλέξουν, σου ’ρχεται να πεις: χαθήκαν ή υπάρχουν;

Και συνεχίστηκε ο θρήνος, τώρα για την ελληνική μουσική, που όλη πια είναι γραμμένη σε 2/4, με κάτι «χέρια ψηλά» –υπαινιγμός στον Χατζηγιάννη, θαρρείς κι όλη η ελληνική μουσική είναι ο Χατζηγιάννης, ενώ ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου λόγου χάρη ζει σε άλλη ήπειρο. Όμως το μάθαμε από καιρό όλο αυτό, πως όταν θρηνολογούμε ότι τα πάντα έχουν πια χαθεί, σημαίνει ότι μείναμε μόνοι Εμείς, όταν όλοι μιλούν τρισβάρβαρα ελληνικά, μόνο Εμείς μιλούμε τα πριγκιπικά, και όταν όλοι γράφουν μουσική σε 2/4, μόνο Εμείς γράφουμε σε 9/8, αυτά που έρχονται συνέχεια από τον Όμηρο τον ίδιο. Γιατί σε 9/8 είναι γραμμένη, λέει, η Οδύσσεια: «άνδρα μοι / έννεπε / μούσα πο / λύτροπον» απάγγειλε τους δακτυλικούς εξάμετρους ο Παπάζογλου στη λιγωμένη κυρία, που όλο κατένευε και αναστέναζε.

Τόση αλήθεια μοναξιά, κι ας είσαι στα ψηλά, πώς να την αντέξεις;


ΥΓ. Μία μόλις βδομάδα πριν, σε ολοσέλιδη συνέντευξή του στην κυριακάτικη Καθημερινή της 18/11 ο ίδιος μοναχικός-και-άρα-μοναδικός καλλιτέχνης ελεεινολογούσε τους σημερινούς νέους της πόλης του (α, μόνο της Θεσσαλονίκης λοιπόν; να ανακουφιστούμε οι άλλοι εμείς;) που «μιλούν με 120 λέξεις»! Άραγε να τη διάβασε την απάντηση που κατά σύμπτωση του έδινε απ’ την αντικρινή ακριβώς σελίδα ο Παντελής Μπουκάλας, με τίτλο «Οι μαθητές, η γλώσσα και οι δάσκαλοί της»;

buzz it!

27/11/07

Brothers in arms (β΄)

Τα Νέα, 24 Νοεμβρίου 2007

Από τα γλωσσικά (και πολιτικοποιημένα) μπλογκ, οι («ανορθογραφίες»), και μια ουσιαστική παρέμβαση στον γλωσσοεκπαιδευτικό χώρο, «Η γλώσσα στο γυμνάσιο: Σκέψεις και προβληματισμοί σχετικά με τη διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας», του Γιάννη Παπαθανασίου

Όσοι θαμπώθηκαν από τα λιλιά της «ορθογραφίας» των «αίολων» κτλ., τι θα κάνουν με την επικείμενη έκδοση του λεξικού της Ακαδημίας, που θα ακολουθεί τη λεγόμενη «ορθογραφία Τριανταφυλλίδη»;

το πλήρες κείμενο:

Μπορεί στις εφημερίδες να κυριαρχεί μια τάση καθαρολογίας, από το λεξιλογικό και το συντακτικό επίπεδο ώς το ορθογραφικό, ακολουθώντας διδασκαλίες του συρμού, στον αχανή όμως κόσμο του διαδικτύου καλλιεργείται ένας άλλος λόγος, καθαρά επιστημονικός και τεκμηριωμένος.

Έτσι ξεκίνησα να γράφω την περασμένη φορά για τα γλωσσικά ιστολόγια (μπλογκ), απ’ όπου βάσιμα μπορεί να ελπίζει κανείς ότι θα ανανεωθεί ο λόγος για τη γλώσσα, ή τουλάχιστον απ’ όπου μπορεί να αντλήσει ο καλόπιστος αναγνώστης στοιχεία, πληροφορίες, γνώση που ξεφεύγουν από την κυρίαρχη ιδεολογία, η οποία μοιάζει να έχει στρογγυλοκαθίσει στα ΜΜΕ.

Γράφω, κι ακούω ειδήσεις: υπερχείλισαν πάλι τα ποτάμια, γιατί αν ξεχείλιζαν, βλέπεις, θα ’ταν μικρότερη η φυσική καταστροφή και μεγαλύτερη η καταστροφή της γλώσσας. Της «Γωγούς Μαστροκώστα» διάβασα πάλι στο κυριακάτικο Βήμα (πρέπει να λέμε ονόματα καμιά φορά, κυρίως όταν σου ’ρχεται από κει που δεν το περιμένεις), κι άντε να ήταν, λέει, ειρωνική η χρήση αυτή, όμως στο Βήμα λ.χ. διαπίστωσα τελευταία ότι έχει προγραφεί η λέξη πυρκαγιά, και μόνο «πυρκαϊά» γράφεται απ’ άκρου εις άκρον σ’ όλη την εφημερίδα, από ρεπορτάζ έως ευθυμογραφικά σχόλια. Ψιλολόγια πάλι, θα πείτε, όμως αυτή η εμμονή στον τύπο της καθαρεύουσας και κυρίως η επιβολή του σε ολόκληρη την εφημερίδα δείχνει τον κλεφτοπόλεμο για τον οποίο έγραφα. Στο ίδιο φύλλο με τη «Γωγού» διάβασα για «τα φάρμακα τα οποία λαμβάνει» ο Χριστόδουλος, βαρέθηκα να γράφω γι’ αυτό το λαμβάνω, που έχει κατακλύσει όλες τις εφημερίδες, και τη δική μας εδωπέρα, δεν παύω ωστόσο να εκπλήσσομαι κάθε φορά με το πείσμα με το οποίο παραβιάζει ο άλλος το γλωσσικό του αισθητήριο (θυσία στον Αγώνα τον καλό;), θαρρείς και του ’πε ποτέ κανείς γιατρός: «να λάβετε αυτό το φάρμακο», «να το λαμβάνετε τρεις φορές τη μέρα» ή είπε και ο ίδιος ότι «έλαβα κάτι χάπια που με πείραξαν στο στομάχι».

Κατονόμασα το Βήμα, επειδή μοιάζει να έχει συγκεκριμένες επιλογές, που τις ακολουθεί συστηματικά, αλλιώς δεν είναι καθόλου διαφορετική η κατάσταση και στις άλλες προοδευτικές εφημερίδες, με την Ελευθεροτυπία να κρατά τα θλιβερά πρωτεία, καθώς τετράδα ολόκληρη πια δίνει τον τόνο με πολεμικές κραυγές επί παντός, και ειδικότερα σε εθνοπατριωτικά και γλωσσικά θέματα. Κι όσο για τα καθαρώς ορθογραφικά, η σύγχυση είναι ίδια σε όλες, ανεξαιρέτως θα έλεγα, τις εφημερίδες, όπου μια επιπόλαιη ματιά στο μπαμπινιώτειο ορθογραφικό «σύστημα», κι ένα εξίσου επιπόλαιο τσιμπολόγημα απ’ αυτό, έχει οδηγήσει σε αλυσιδωτές παρανοήσεις, με αποτέλεσμα μια εκτεταμένη, λογιότροπη ανορθογραφία, που αντιβαίνει ακόμα και στο αρχικό «πρότυπο».

Αντίβαρο σ’ όλα αυτά τα απελπιστικώς ατεκμηρίωτα ανέφερα στην προηγούμενη επιφυλλίδα το πιο πολιτικοποιημένο και ενημερωμένο γλωσσολογικά μπλογκ ανορθογραφίες και το επίσης ενημερωμένο επιστημονικά περιγλώσσιο, όπου θα βρει κανείς εξαντλητικά κείμενα και ακόμα πιο εξαντλητικές συζητήσεις για τη συνέχεια, ή την (α)συνέχεια, της γλώσσας, για τη θεωρία του λάθους, για τη σχέση μας με τα αρχαία ελληνικά, τη σχέση των αρχαίων με τα νέα, για τη θέση τους στην εκπαίδευση, για τη θέση του πολυτονικού στα νέα ελληνικά, για την ούτως ή άλλως πεπερασμένη φύση του πολυτονικού κτλ.

Ίδια θεματολογία, ίδιος προβληματισμός κυριαρχεί και σε πολλά άλλα γλωσσικά μπλογκ. Νέοι επιστήμονες, ή και φοιτητές ορισμένοι, ενώνουν τις δυνάμεις τους στον δαιδαλώδη «υπόγειο» κόσμο του ίντερνετ, και ακόμα και μέσα από διαφωνίες και αντιπαραθέσεις συγκλίνουν στα βασικά και θεμελιώδη για την κατανόηση του μηχανισμού, άρα και της εξέλιξης της γλώσσας, θέματα στα οποία γυρνούν προκλητικά την πλάτη οι «υπέργειοι» κλειδοκράτορες, που από κρίσιμα πόστα, π.χ. τη διόρθωση των εντύπων, μπορούν και γλωσσολογούν εμπράκτως και, όπως είδαμε, κατά το δοκούν.

«Το πολυτονικό δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αληθινά τονικό σύστημα, γιατί μάλλον ποτέ δεν χρησιμοποιήθηκε ως τέτοιο» γράφουν αίφνης τα λογοράμματα, ένα μπλογκ με το οποίο έχω έρθει αρκετές φορές σε αντιπαράθεση (όπως και με το περιγλώσσιο εξάλλου), και δεν το σημειώνω αυτό για να κρατήσω τις αποστάσεις μου ή για την… ιστορική αλήθεια, αλλά για να επιβεβαιώσω τα παραπάνω, ότι, παρά τις αντιπαραθέσεις και τις διαφωνίες, υπάρχει μια κοινή γραμμή πλεύσης κόντρα στο ρεύμα της κυρίαρχης ιδεολογίας των στερεοτύπων.

Από τους ιδρυτές του περιγλώσσιου, ο Βασ. Αργυρόπουλος, με την προσωπική του ιστοσελίδα «Θέματα ετυμολογίας και ορθογραφίας: Απαντήσεις σε “αρχαιολάτρες”» ανέλαβε, όπως δείχνει ο εύγλωττος υπότιτλος, το άχαρο έργο να ασχοληθεί εξαντλητικά με τα απόνερα της (εθνικιστικής) παραγλωσσολογίας, μ’ αυτά με τα οποία μπορεί να γελάμε, όμως αυτά κατέκλυσαν πια και τα σοβαρά κανάλια, ενώ εκπρόσωποί τους μπήκανε και στη Βουλή.

Ενδεικτικά του κοινού προβληματισμού, μεταφέρω ελάχιστα, από τα πολλά γλωσσικά μπλογκ που δεν είναι δυνατό να αναφερθούν εδώ: τον «Θάνατο των γλωσσών», το «Γλώσσα και φύλο» με την υπογραφή Φωτεινή παντογνώστρα· «Πότε γεννιούνται και πόσο ζουν οι γλώσσες», «Άσε με να κάνω λάθος», «Κινδυνεύει η ελληνική γλώσσα;» του Φοίβου Παναγιωτίδη στο μπλογκ Γλωσσογραφίες, δημοσιευμένα αυτά στον Πολίτη της Κύπρου).

Δυναμικά μας καλημέρισε ο όνομα και πράμα σε σχολαστικότητα Τιπούκειτος, με το επίσης εύγλωττο «Πόσω (!) μάλλον: Η καθαρεύουσα από την πίσω πόρτα», όπου και παραδείγματα με τη χρήση τού πόσΟ μάλλον –όπως το γράφαμε όλοι προμπαμπινιωτικά– από τον Γρηγόριο τον Ναζιανζηνό, τον Ιωάννη Δαμασκηνό κ.ά. Και συνεχίζει στην ίδια γραμμή, με την εξέταση της ετυμολογίας του καρμίρη, που ο Μπαμπινιώτης τον θέλει «καρμοίρη»: περιμένουμε λοιπόν πολλά από αυτόν.

Από την ίδια εποχή, από τον κατεξοχήν λόγιο Μ. Βασίλειο, ο δαιμόνιος Νίκος Σαραντάκος αποδελτιώνει το: παν μέτρον άριστον, και η παροιμία φησίν, σύμφωνα με την παροιμία δηλαδή, ενώ εμείς του 20ού και 21ου αιώνα, λογιότεροι, αρχαϊστές, επιμένουμε στο μέτρον άριστον. Χωρίς μέτρο, όπως πάντα.

Μπόρα είναι, θα περάσει;

Άφησα τελευταίο τον Σαραντάκο, και στέκομαι λίγο παραπάνω σ’ αυτόν, επειδή μόλις τον τελευταίο μήνα βγήκε από τον κόσμο του διαδικτύου, συγκεντρώνοντας μεγάλο μέρος της δουλειάς του σ’ έναν χορταστικό τόμο με τίτλο Γλώσσα μετ’ εμποδίων (Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου). Δεν θα υποκαταστήσω εδώ βεβαίως την κριτική (το βιβλίο δέχτηκε πάντως ήδη τον κριτικό έπαινο του Παντελή Μπουκάλα, Καθημερινή 6/11, αλλά και του γλωσσολόγου Θ. Μωυσιάδη, στο διαδίκτυο, στο πλούσιο σε ύλη μπλογκ του), ούτε καν παρουσίαση όλων των απολαυστικών περιεχομένων του έχω την ευχέρεια να κάνω. Μικρό όμως δείγμα οι ενότητες «Μύθοι για τη γλώσσα» όπου καταρρίπτονται μεθοδικά πολλοί από τους περίφημους μύθους, π.χ. για τις 6 εκατομμύρια λέξεις της ελληνικής, που είναι τάχα και η γλώσσα των ηλεκτρονικών υπολογιστών· «Λαθοθηρίας έλεγχος», που μικρό δείγμα του είναι το παν μέτρον άριστον, ή τα γνωστά μας πια μπαμπινιώτεια «τσηρώτα», «αίολος» κτλ.· «Δασείας καταίρεσις», για τα ιδεολογήματα και τους μύθους που συνοδεύουν το πολυτονικό, από καθαρά επιστημονική σκοπιά ώς τα ευρείας καταναλώσεως ψεύδη, εντέλει, για τη μεταμεσονύχτια και περίπου εν κρυπτώ ψήφιση του μονοτονικού: εδώ ο Σαραντάκος κάνει επίσης όλη τη βρόμικη δουλειά, αλλά με μαχαιροπίρουνο παρακαλώ, ανατρέχοντας στα πρακτικά της Βουλής και συνθέτοντας ολόκληρη αστυνομική ιστορία, λεπτό προς λεπτό, ψηφίδα την ψηφίδα –και πάντοτε με χιούμορ.

Ώστε «υπάρχει ελπίς»; Ούτε λόγος. Ότι κι αυτός ο πόλεμος ή κλεφτοπόλεμος θα σβήσει μέσα στη μακρά ιστορία της γλώσσας, αυτήν που κατάπιε από τον Φρύνιχο ώς τον Μιστριώτη, αττικισμούς και νεοαττικισμούς, ήταν δεδομένο. Ότι θα βλέπαμε να αρχίζει τόσο γρήγορα το ξήλωμα ενός υπερπροβεβλημένου (λόγω εποχής, εποχής των μίντια και του σταρ σίστεμ) -ισμού ήταν μια ευχάριστη έκπληξη. Κι αν η τελευταία μάχη αυτού του πολέμου είναι κυρίως το ορθογραφικό, κι αν ούτε το καινούριο λεξικό του Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη ούτε οι προσπάθειες των νεότερων γλωσσολόγων είναι αρκετά να ξυπνήσουν τα μάτια όλων αυτών που θαμπώθηκαν και υπνωτίστηκαν από τα λιλιά της «ορθογραφίας» των «αίολων» κτλ., τι θα κάνουν με το λεξικό της Ακαδημίας Αθηνών, που ετοιμάζεται με την εποπτεία του καθηγητή Χριστόφορου Χαραλαμπάκη και αν μη τι άλλο θα ακολουθεί τη λεγόμενη «ορθογραφία Τριανταφυλλίδη»;

buzz it!

26/11/07

Βιβλία ταυτότητες, βιβλία σημαιάκια [γραμματική Μπαμπινιώτη, α΄]

Τα Νέα, 11 Ιουνίου 2005

Από το Όνομα του ρόδου του Ουμπέρτο Έκο ώς τον Ιούδα που φιλούσε υπέροχα ή τις Μάγισσες της Σμύρνης, από την απαιτητική δηλαδή λογοτεχνία ώς την περίπου απροκάλυπτη παραλογοτεχνία, βιβλία κάθε λογής γίνονται κατά καιρούς σήμα μιας εποχής, ενός ρεύματος, έστω (δεν είναι πάντως λίγο!) ενός καλοκαιριού.

διαβάστε τη συνέχεια...

Δεν έχει να κάνει με την ποιότητα αυτό όσο με το μάρκετινγκ, κάποτε όμως αρκεί απλώς ο αέρας της εποχής. Μόνο ένα ολόκληρο πλέγμα παραγόντων μπορεί να ερμηνεύσει, ούτε καν: να προσεγγίσει τέτοια φαινόμενα. Και είναι πλέγμα ολόκληρο, γιατί, στα πρόχειρα δείγματά μου, δεν θα μπορούσαμε να αντιστοιχίσουμε με ακρίβεια ανάλογα ή και μεγαλύτερα μπεστ σέλερ, όπως τα Εκατό χρόνια μοναξιά του Μάρκες (απέναντι στον Έκο) ή τα ετοιμοπαράδοτα για τηλεοπτικά σίριαλ μυθιστορήματα της Ντόρας Γιαννακοπούλου (απέναντι στον Ιούδα και τις Μάγισσες). Εννοώ ότι ο Μάρκες, λόγου χάρη, όσο κι αν πούλησε περισσότερο από τον Έκο, όσο κι αν δεν αμφισβητήθηκε η λογοτεχνική του αξία, όσο κι αν διαβάζεται στο κάτω κάτω δέκα φορές πιο απολαυστικά από τον Έκο, υπήρξε ένα τεράστιο μπεστ σέλερ, αλλά δεν αποτέλεσε αυτό που αποκαλώ βιβλίο ταυτότητα, σήμα, βιβλίο σημαία.

Είπα ότι δεν έχει να κάνει με την ποιότητα το φαινόμενο αυτό, και σπεύδω να δηλώσω ότι δεν είμαι από τους πολέμιους της παραλογοτεχνίας –αρκεί κάθε φορά να συμφωνούμε εμείς μεταξύ μας ότι έχουμε να κάνουμε ακριβώς με παραλογοτεχνία και όχι με Κάφκα και με Τζόυς. Λέω «εμείς», γιατί το αναγνωστικό κοινό της παραλογοτεχνίας (ένα κοινό που διόλου δεν το κλέβει η παραλογοτεχνία από την καθαυτό λογοτεχνία!) δεν το απασχολεί, και ορθώς, η όποια ονομασία του είδους, και πολύ περισσότερο η όποια δική μας περιφρόνηση απέναντι στο είδος.

Ό,τι ισχύει όμως με τη λογοτεχνία, δεν ισχύει με την επιστήμη. Αν τα παραλογοτεχνικά βιβλία δεν βλάπτουν δα τον αναγνώστη –ίσα ίσα, ισχυρίζομαι ότι μπορεί από μιαν άποψη και να τον ωφελούν–, δεν ισχύει το ίδιο με τα παραεπιστημονικά.

Τα πράγματα γίνονται πιο σοβαρά, αν φύγουμε από την εύκολη, υποτίθεται, περίπτωση της παραλογοτεχνίας, με το δικό της κοινό –αν καταρχήν δεχτούμε ότι είναι σαφώς διακριτό αυτό το κοινό–, και της παραεπιστήμης, με το επίσης δικό της κοινό (για το οποίο πάντως θα μπορούσε εξίσου να ισχυριστεί κανείς πως, δε βαριέσαι, αν αποφάσισαν να εμπιστευτούν Καρατζαφέρη-Πλεύρη και Λιακόπουλο, ήδη πιστεύουν ότι καταγόμαστε απ’ τον Σείριο, Έλληνες εμείς του προηλιακού συστήματος). Αν λοιπόν φύγουμε από το χώρο τού παρα- και μείνουμε εντεύθεν των ορίων της καθαυτό λογοτεχνίας και της καθαυτό επιστήμης, τότε, όπως επιμένει λ.χ. ο Κούντερα, και η μέτρια λογοτεχνία βλάπτει, πόσο μάλλον η κακή –πόσο μάλλον, λοιπόν, η μέτρια ή η κακή επιστήμη.

Εδώ όμως πια τα μονοπάτια είναι εξαιρετικά δύσβατα, στα όρια μάλιστα μιας επιφυλλίδας. Προσγειώνω έτσι τον μακρύ αυτό πρόλογο σε έναν ισχυρισμό που θέλω να πιστεύω ότι είναι προφανής: πως, πιο πολύ κι από τα μέτρια ή τα κακά ή και τα ολέθρια βιβλία, μπορεί να βλάψουν, στο χώρο πια της επιστήμης, τα βιβλία που δεν τα διαβάζει κανείς, παρά τα χρησιμοποιεί σαν σηματάκι απλώς στο πέτο, ταυτότητα με αναγραφή θρησκεύματος, παρακαλώ· τα βιβλία που, ανεξάρτητα πολλές φορές από την καθαυτό αξία τους, γίνονται μόδα πιο πολύ κι από φορείς ιδεολογίας –κάτι που είναι, βεβαίως, εξ ορισμού–, και έτσι σ’ αυτά προβάλλει και διαβάζει κανείς αυτό που θέλει, παρακινημένος από γενικότερες, ιδεολογικές πάντα και κοινωνικές, ανάγκες, επιθυμίες, επιταγές.

Ούτε Έκο ούτε Μάιρα Τάδε, ούτε καλή ούτε κακή λογοτεχνία ή επιστήμη: δεν μπορώ να φανταστώ χαρακτηριστικότερο δείγμα βιβλίου-ταυτότητας από το Λεξικό και τώρα τη Γραμματική του Μπαμπινιώτη (λέω «Γραμματική Μπαμπινιώτη», κατά σύμβαση, όπως λέμε «Γραμματική Τριανταφυλλίδη», αδικώντας κάθε φορά τους συνεργάτες τους· αλλά πολύ περισσότερο για το θέμα μου, το βιβλίο ταυτότητα, η αναφορά πρέπει να γίνεται αποκλειστικά στον Γ. Μπαμπινιώτη).

Μια τεράστια παρανόηση συνόδευσε από την έκδοσή του το Λεξικό Μπαμπινιώτη και το συνοδεύει, εννοείται, ακόμα, η ίδια που περιέβαλε αμέσως και τη Γραμματική του, πριν καλά καλά κυκλοφορήσει –οπωσδήποτε, πριν καλά καλά φυλλομετρήσει κανείς τις 1.200 σελίδες της.*

Στην παρανόηση αυτή ελάχιστο ρόλο έχει παίξει η όποια επιστημονική αξία του έργου του Μπαμπινιώτη, για να μην πω ότι δεν έπαιξε κανένα ρόλο, καθώς μάλιστα, όπως ισχυρίζομαι, δεν έχει μελετηθεί –ή δεν έχει ακολουθηθεί με συνέπεια, για να περιοριστώ στο Λεξικό. Αλλά και πώς να μελετήσει και ιδιαίτερα να κρίνει ο κάθε χρήστης ένα ογκωδέστατο Λεξικό, τώρα και μιαν εξίσου ογκώδη Γραμματική; Περιορίζεται ευλόγως στο όνομα του συντάκτη, που αποτελεί, αυτονόητα, εγγύηση για το περιεχόμενο. Τίποτα παράδοξο ώς εδώ, καθένας μας έτσι ακριβώς αγοράζει, με βάση τη μάρκα και τον κατασκευαστή. Με την ιδεολογία, δηλαδή. Ο καθένας μας με την ιδεολογία του, με βάση και απόλυτο κριτήριο την ιδεολογία του, αγοράζει επιστημονικές και άλλες απόψεις, είτε πρόκειται για την καταγωγή του ανθρώπου, κατά Δαρβίνο ή κατά τας Γραφάς, είτε πρόκειται για τη γλώσσα, όπως στην περίπτωσή μας εδώ.

Έτσι, και απολύτως εύλογα, κανένα ρόλο δεν έχει παίξει στη διάδοση του έργου του Μπαμπινιώτη η υπεύθυνη τοποθέτηση της επιστημονικής κοινότητας, όταν π.χ. επισήμαινε έγκαιρα την παρανόηση των εννοιών του Σωσσύρ και του Τσόμσκι στην οποία στήριξε τη θεωρία του ο Μπαμπινιώτης (από τους καθηγητές της Θεσσαλονίκης Γιάννη Βελούδη και Α.-Φ. Χριστίδη, λόγου χάρη, ή από τον Γ. Καρανάσιο, λέκτορα τότε του πανεπιστημίου Κύπρου· χώρια η πανστρατιά για το Λεξικό, αλλά και για τη Γραμματική, όταν κυκλοφορούσε σε μεμονωμένους τόμους)· ή, αν έχει παίξει κάποιο ρόλο, έχει παίξει ρόλο εκ των πραγμάτων περισσότερο σαν ιδεολογικός λόγος παρά σαν επιστημονικός, ορίζοντας έτσι εντονότερα τα διαφορετικά στρατόπεδα, με συνέπεια να συσπειρώνει ακόμα περισσότερο τους μεν και τους δε.

Ώς εδώ τα πράγματα είναι φυσιολογικά. Το θέμα είναι ότι το κοινό που αναγνωρίζεται ιδεολογικά στο πρόσωπο του Γ. Μπαμπινιώτη έχει πάψει να παρακολουθεί την πορεία του και το έργο του στα καθέκαστά τους, έχει χάσει, όπως θα λέγαμε, συνέχειες, και απλώς έμεινε να κρατάει στο χέρι μια σημαία. Πρόκειται άραγε για μια πορεία, μια εξέλιξη, που δεν έτυχε ή αδυνατεί ή αρνείται να την παρακολουθήσει το συγκεκριμένο κοινό, ή είναι εντέλει η ίδια πάντα ιστορία, με μικροπαραλλαγές για κάθε χρήση, ενώ παράλληλα ο Οδηγός κλείνει το μάτι στο κοινό του, πως, μη φοβάστε, εδώ είμαι πάντα εγώ, ο ην, ο ων –πάντα ο ίδιος.

Παράδειγμα, για να περάσω πιο συγκεκριμένα πια στο θέμα μου, στο οποίο θα επεκταθώ στην επόμενη επιφυλλίδα: αν ανοίξει κανείς τη Γραμματική στη σελίδα 34, θα διαβάσει τους εξής ομοιόπτωτους προσδιορισμούς: δύο λίτρα νερό, μία σταγόνα λάδι, ένας τόνος πετρέλαιο, και όχι βέβαια «λίτρα νερού», «σταγόνα λαδιού» και «τόνος πετρελαίου», όπως υπάρχει η τάση, για να μην πω το πείσμα, να γράφονται τελευταία. Στο εξώφυλλο όμως διαβάζουμε: «χρήση με χιλιάδες παραδειγμάτων». «Πολύ χαίρομαι» του είπε τις προάλλες η κ. Παναγιωταρέα σε τηλεοπτική συνέντευξη «που γράφετε “με χιλιάδες παραδειγμάτων” και όχι “με χιλιάδες παραδείγματα”, όπως γράφουν μερικοί» –η πλέμπα, εννοούσε, αφού η ίδια θα αγοράζει ένα κιλό «κουλουρακιών», ή ακόμα πιο κομψά: «κουλουρακίων». «Βέβαια, με χιλιάδες παραδειγμάτων!» απάντησε ο κ. Μπαμπινιώτης.

Το κλείσιμο ματιού, που έλεγα, στο κοινό του. Η μούντζα σ’ εμάς. Ή αλλιώς: η αναγραφή θρησκεύματος –μπροστά μπροστά, εννοείται, στο εξώφυλλο.


* Βλ. ενδεικτικά Κ. Γεωργουσόπουλος, «Κοπερνίκεια γλωσσική επανάσταση», Τα Νέα 14 Μαΐου 2005, μια επιφυλλίδα που συνιστά καθαυτήν πλήρη παρανόηση. Ο κ. Γεωργουσόπουλος, γνωρίζοντας προφανώς τις ιδέες του κ. Μπαμπινιώτη, θεώρησε πως έχει μπροστά του μια γραμματική της ενιαίας ελληνικής γλώσσας, στη διαχρονία της, έπειτα από την οποία καμιά «ρυθμιστική φασκιά», όπως τονίζει, δε θα τον εμποδίσει να πει και να γράψει: «Συνάντησα τη μητέρα του Ερμή στην οδό Ερμού». Όμως στη Γραμματική αυτή δεν θα βρει, εύλογα, γενική «του Ερμού», ίσα ίσα θα βρει το «Ωδείο του Ηρώδη Αττικού»· και πολύ περισσότερο, διόλου εύλογα τη φορά αυτή, δεν θα βρει το «μύες-μυς» γιατί, όπως γράφει ο κ. Μπαμπινιώτης σε κείμενο-απάντησή του στις επιφυλλίδες αυτές, η λέξη "μυς" είναι καθαρεύουσα!

buzz it!

23/11/07

Μικρές παρανοήσεις, μεγάλες συνέπειες

Τα Νέα, 28 Μαΐου 2005

1. Αρχαίον άχθος

Τι σημαίνει «χρήστης»; Δανειστής; Και ο «λογάς»; Επίλεκτος; Και υπάρχει ρήμα «αποχρώμαι»; Ας δοκιμάσει ο αναγνώστης τις γνώσεις του, έτσι όπως με δοκίμασε η αγωνία της μικρής μου φίλης που ετοιμαζόταν για τις απολυτήριες εξετάσεις της πρώτης γυμνασίου.

διαβάστε τη συνέχεια...

Τρία αμήχανα «όχι, δε νομίζω» εισέπραξε η μελλοθάνατη της γλωσσοεκπαιδευτικής πολιτικής μας, για να μην πω από τώρα της ιδεοληψίας μας, και συμφώνησαν αμέσως μαζί μου τα δύο πρόσφατα και ογκωδέστατα λεξικά, του Μπαμπινιώτη και του Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη: χρήστης είναι αυτό που όλοι ξέρουμε, αυτός που κάτι χρησιμοποιεί, μια συσκευή, ένα μηχάνημα κτλ., και λογάς αυτό που επίσης όλοι ξέρουμε, αυτός που όλο λέει… λέει… λέει… Και ρήμα αποχρώμαι δεν υπάρχει. Μόνο ο αποχρών λόγος ή οι αποχρώσες ενδείξεις, απ’ όπου τίποτα δεν έδειχνε κάποια συγγένεια με τη σημασία εκμεταλλεύομαι, με την οποία το είχε δώσει η φιλόλογος στον πίνακα και το είχε και το βιβλίο. Να κάνει λάθος, λάθη, τρία στη σειρά, η φιλόλογος; Έστω. Αλλά και το βιβλίο;

Μα ποιο βιβλίο; «Των αρχαίων», με συνέφεραν οι ακόμα πιο κατάπληκτοι γονείς της μικρής, που είχαν ήδη σηκώσει τα χέρια ψηλά –άνθρωποι εγγράμματοι και οι δύο, επιστήμονες. (Ας το κρατήσουμε και αυτό, έστω σημείωση, τι σημαίνει δηλαδή για ένα παιδί το «δεν ξέρω» από τους γονείς του, όχι σε τίποτα μοντέρνα μαθηματικά, αλλά στη γλώσσα που μιλούν.) Και πάμε στα λεξικά. Σε ακόμα πιο μεγάλα λεξικά, που δεν νοείται, φυσικά, να τα έχει κάθε σπίτι, όπως το πολύτομο του Δημητράκου. Ώστε καλά τα έλεγε το βιβλίο: χρήστης ήταν κάποτε και ο δανειστής, «ο δανείζων χρήματα, ο τοκογλύφος» (αλλά και «ο δανειζόμενος, ο οφειλέτης»! γιατί δεν το περιέλαβαν κι αυτό, να τα ξεκάνουν δηλαδή μια και καλή τα παιδιά;). Και ναι: ο/η λογάς, γενική λογάδος, ήταν ο «εκλεκτός, επίλεκτος, διαλεχτός». Και πάλι ναι, υπήρχε το αποχρώμαι, και σήμαινε εκμεταλλεύομαι.

Αυτά έμαθα τώρα κι εγώ μαζί με τη μικρή μου φίλη, που αυτή όμως θα τα μάθει πιο καλά, με την άσκηση που της ορίζουν: να σχηματίσει φράσεις με τις λέξεις αυτές! Να στραμπουλήξει δηλαδή ένα παιδί το μυαλό και το αισθητήριό του, να μάθει προπαντός να γράφει ψέματα –αφού αυτό που θα γράψει δεν θα ανταποκρίνεται σε καμία πραγματικότητα· ίσα ίσα, θα την αντιστρατεύεται, θα τη διαψεύδει. Ή αλλιώς: πριν καλά καλά μάθει τι σημαίνει σήμερα επακριβώς χρήστης ή λογάς, μια, ας πούμε, λογιότερη και μια λαϊκότερη λέξη, θα μάθει τι σήμαιναν, μα δεν σημαίνουν και ούτε θα ξανασημάνουν πια.

Το κερασάκι είναι το αποχρώμαι. Θα μάθει το παιδί, όχι τώρα μιαν άγνωστη σημασία μιας γνωστής του λέξης, αλλά μιαν άγνωστη και άχρηστη προ πολλού λέξη, και με αυτή θα φτιάξει πρόταση δική του: θα την εντάξει δηλαδή, υποτίθεται, στη γλωσσική του πραγματικότητα, συνταιριάζοντας μιαν άκυρη πλέον λέξη με τις γνωστές του. Θα σχηματίσει δηλαδή –το ξαναγράφω για να το συλλάβω, το ασύλληπτο και εξωφρενικό–, θα σχηματίσει πρόταση στη γλώσσα του, στα νέα ελληνικά, με λέξεις των νέων ελληνικών, όπου θα ξεφυτρώνει και μία λέξη απ’ τα αρχαία, λέξη αν όχι νεκρή, πάντως αδρανής! Δηλαδή, με ρώτησε η μητέρα του παιδιού, κάτι σαν «εκμεταλλεύομαι της εμπιστοσύνης κάποιου;», και οπ, ιδού, στη βεβιασμένη, διατεταγμένη πια και όχι φυσική γλωσσική λειτουργία, η εγγράμματη, ξαναλέω, μητέρα του παιδιού, κατέφυγε αυθόρμητα και ευλογότατα σε σύνταξη «μετά γενικής».

Αν τώρα αυτού του είδους οι ανορθολογικές-αντιορθολογικές και αντιεπιστημονικές προσεγγίσεις αποσυντονίζουν εμάς τους ενηλίκους, πόσο άγευστος από κάθε έννοια παιδοψυχολογίας πρέπει να ’ναι κανείς για να πιστεύει πως έτσι διευρύνει το παιδί τους γλωσσικούς ορίζοντές του, και επιπλέον μαθαίνει, λέει, καλύτερα τη γλώσσα του, τη γλώσσα τη σημερινή;

Χρησιμοποίησα τα επίθετα ανορθολογικός και αντιεπιστημονικός. Το ουσιαστικό, με τη γραμματική και την κυριολεκτική πια σημασία, είναι: έγκλημα –προκειμένου μάλιστα για παιδιά και στο πλαίσιο της υποχρεωτικής εκπαίδευσης.

Τουλάχιστον να μας βοηθούσε το ελάχιστο αυτό παράδειγμα, με τον χρήστη και τον λογά, και με τη σύνταξη με γενική, με τις ανατροπές δηλαδή και τα άλματα και στο λεξιλογικό/σημασιολογικό και στο γραμματικοσυντακτικό επίπεδο, να μας βοηθούσε, λέω, να αντιληφθούμε για ποιον λόγο μάθαιναν και μαθαίνουν εύκολα οι ξένοι αρχαία ελληνικά, ενώ ούτε μάθαμε ούτε μοιάζει, για την ώρα, να μαθαίνουμε εμείς; Και να αντιληφθούμε έτσι για ποιον, αν μη τι άλλο πρακτικότατο, λόγο προτείνεται από παλιά από ειδικούς επιστήμονες, και όχι αποκλειστικά «δημοτικιστές», να διδάσκονται τα αρχαία σαν ξένη γλώσσα;

2. Ο όντως αθέατος κόσμος ή Ο παρακόσμος

Δεν τα θυμήθηκα τυχαία όλα αυτά, με αφορμή μονάχα τις εξετάσεις της μικρής μου φίλης. Δεν πάνε ούτε δυο βδομάδες που έπεσα τυχαία στον «Αθέατο κόσμο» του Κ. Χαρδαβέλα, που, πιστός στα διάφορα «παρα-», τα παραφυσικά φαινόμενα, τα παραθρησκευτικά κ.ά. τα οποία μελετά, αφιέρωσε μια εκπομπή στα αρχαία, από παραεπιστημονική –λέω εγώ– σκοπιά. Η σύνθεση των ομιλητών ήταν απόλυτα, σκανδαλωδώς ομοιογενής, εξέφραζε μάλιστα όχι απλώς μία συγκεκριμένη άποψη, αλλά το απώτατο άκρο της άποψης αυτής, με πιο χαρακτηριστικές παρουσίες τον παλαιόθεν γνωστό Σαράντο Καργάκο και τον εκπρόσωπο του ΛΑΟΣ Άδωνι Γεωργιάδη, των καθημερινών, πολύωρων αρχαιοτάδε εκπομπών στα γνωστά παρακάναλα, καθώς και με εκπροσώπους της «Ελληνικής Γλωσσικής Κληρονομιάς».

Μαζί με όλα τα αναμενόμενα, ακούστηκαν και τα λιγότερο γνωστά, για τις «επιστημονικές» έρευνες και μετρήσεις σύμφωνα με τις οποίες η εκμάθηση των αρχαίων προλαμβάνει ή θεραπεύει ακόμα και ψυχικές παθήσεις («Και γιατί τότε τρελάθηκε ο Ηρακλής ή ο Αίαντας;» χαριτολόγησε φίλος που τα άκουγε). Στη μειωμένη διδασκαλία των αρχαίων απέδωσε λ.χ. τη δυσλεξία ο κ. Καργάκος, γιατί όταν παλαιότερα ο μαθητής υποχρεωνόταν να αποστηθίσει το «πεπαίδευκα, πεπαίδευκες, πεπαίδευκε, πεπαιδεύκαμεν…» κτλ. αποκτούσε μια «λαλητική τριβή» (αν συγκράτησα καλά τον όρο) και δεν πάθαινε δυσλεξία! Να σχολιάσει τι, κανείς; Ότι η δυσλεξία δεν έχει σχέση με «λαλιά» και προφορά; Και άραγε η όποια δυσλεξία προλαμβάνεται όταν αποστηθίζει κανείς το «πεπαίδευκα» έτσι όπως το προφέρουμε σήμερα εμείς ή όπως το πρόφεραν οι αρχαίοι; Δηλαδή: πεπέδεφκα, ή κάτι σαν πεπαϊντέουκα; (Α, μήπως γι’ αυτό τρελαίνονταν ακόμα και οι αρχαίοι;)

3. Βιβλία ταυτότητες

Και πρέπει δηλαδή να ασχολούμαστε κάθε φορά με ό,τι αυθαίρετο ή αντιεπιστημονικό ξεφουρνίζει ο καθένας οπουδήποτε, ακόμα κι αν είναι γνωστός και σε γνωστό κανάλι, σε γνωστή εκπομπή, ή αν εμφανίζεται άλλη μια φορά δημόσια η περίφημη «Ελληνική Γλωσσική Κληρονομιά», ένας όμιλος, όπως έχω ξαναγράψει, με κάπου 200 ιδρυτικά μέλη, επιστήμονες, καλλιτέχνες, πολιτικούς, στρατιωτικούς κ.ά., μα με κανέναν γλωσσολόγο ανάμεσά τους, και όπου παγιδεύτηκαν, με την υπογραφή τους, και άνθρωποι σοβαροί;

Μάλλον όχι, θα ήταν η απάντηση, δεν αξίζει σώνει και καλά να ασχολούμαστε, κι ας λιπαίνονται έτσι παμπάλαιοι μύθοι και ακλόνητα στερεότυπα. Αλλά, όπως το ένα φέρνει το άλλο, έτσι οδηγήθηκα και αναφέρθηκα στην εκπομπή αυτή, τώρα με την έκδοση της Γραμματικής της Νέας Ελληνικής των Κλαίρη-Μπαμπινιώτη, που χαιρετίστηκε σαν γραμματική της πολυτυπίας, σαν έργο, στην πράξη, όπου άλλη μια φορά –όπως και με το Λεξικό Μπαμπινιώτη– διαβάζει ή προβάλλει ο καθένας ό,τι θέλει. Όμως, ώς την επόμενη επιφυλλίδα όπου θα ασχοληθούμε με το θέμα αυτό, ας κρατήσουμε ορισμένα, ελάχιστα μα βασικότατα δεδομένα: πως η γραμματική αυτή είναι της Νέας Ελληνικής και όχι εν γένει της Ελληνικής, και όχι, ούτε «του μαθητού» κλίνει μέσα, ούτε «της γλώσσης» και ξανά «της γλώσσης» ή του «Οδυσσέως Ελύτου», όπως έλεγε λόγου χάρη ο εκπρόσωπος του κόμματος Καρατζαφέρη.

buzz it!

19/11/07

Η κοινωνία ριάλιτι στον καθρέφτη των ριάλιτι [β΄]

Τα Νέα, 5 Αυγούστου 2006

Μια επιδειξιομανής κοινωνία, ή μ’ ένα κινητό στ’ αφτί στην παραλία, στο θέατρο, ή μέσα, ναι, στην εκκλησία, δύσκολα θα μπορούσε να εντοπίσει το ξεπούλημα του ιδιωτικού αποκλειστικά στα ριάλιτι

το πλήρες κείμενο:

Με τα ριάλιτι ασχολήθηκα στην περασμένη επιφυλλίδα, στην πιο εξελιγμένη και ηπιότερη εκδοχή τους, τα τάλεντ σόου, που εφέτος ειδικά έδωσαν πλούσια αποτελέσματα, για όποιον δεχτεί να χρησιμοποιήσει στοιχειώδη αριθμητική.

Έτσι, λόγου χάρη, μπορούμε να μετρήσουμε και να πούμε πως, όχι, ο Σταμάτης Κραουνάκης δεν κατέβασε φέτος στη μικρή Επίδαυρο όσες φωνές δεν έβγαλαν και ούτε θα βγάλουν ποτέ (!) όλα τα τάλεντ σόου μαζί –όπως διάβασα σε σχόλιο μεγάλης εφημερίδας. Θέλω να πω ότι μπορεί να μη μας αρέσουν τα τάλεντ σόου, να τα βδελυσσόμαστε. Μπορεί κυρίως να μας γοητεύει η δουλειά του Κραουνάκη, και η συνθετική και η «παιδαγωγική», απέναντι μάλιστα στα παλαιάς κοπής ή και νεότερα νούμερα (θα το πω απερίφραστα), που με ελάχιστες εξαιρέσεις παριστάνουν τους «καθηγητές» στα εν λόγω τάλεντ σόου. Όμως, αν μετρούμε φωνές, που δεν είναι υποχρεωτικό να υπηρετήσουν σώνει και καλά το είδος της μουσικής που εμείς επιθυμούμε, οφείλουμε να μείνουμε στην απλή αριθμητική, και τότε να δούμε ότι στα φετινά και μόνο τάλεντ σόου είχαμε κάτι παραπάνω από περίσσεια φωνών.

Έμεινα όμως, όπως έγραφα, στα πιο «ανώδυνα» ριάλιτι, που εμφανίζονται με άλλοθι ή όντως απαιτήσεις ποιότητας. Που είναι το ότι κάποιοι νέοι αναζητούν το δρόμο τους ή απλώς την προβολή και την καριέρα τους στη μουσική.

Έχουμε δηλαδή νέα παιδιά, ατάλαντα και ταλαντούχα, ψώνια και μη, που δοκιμάζουν να μπουν στην αγορά της τέχνης. Της τέχνης με μικρό ή κεφαλαίο ταυ, όπως κι αν την εννοούν ή τη θέλουν, από την πίστα του σκυλάδικου ώς τα μάρμαρα του Ηρωδείου. Σήμερα, τα παιχνίδια αυτά συνιστούν μια δυνατότητα, είναι ίσως μια πόρτα. Γιατί είναι έγκλημα καθοσιώσεως να δοκιμάσουνε να τη διαβούν;

Επειδή εμείς ιδρώσαμε, λένε οι παλαιότεροι, φιλήσαμε ποδιές κατουρημένες, προσθέτουν οι ειλικρινέστεροι (κι ας το προσέξουμε ιδιαίτερα αυτό!). Μα κι αν ακόμα είναι άκοπη κι ανέξοδη αυτή η πολύμηνη έκθεση κι ο εγκλεισμός, ποια μικρόψυχη λογική επιβάλλει –ξαφνικά και μόνο εδώ– ότι, αν φτύσαμε αίμα εμείς, πρέπει να φτύσουν σώνει και καλά και τα παιδιά μας; (Πίσω τότε και στο εξαήμερο σχολείο, ή στη 48ωρη δουλειά την εβδομάδα;)

Όμως δεν είναι αυτή η ουσία των ενστάσεων απέναντι στα ριάλιτι, και μάλιστα τα δίχως το λούστρο της μουσικής.

Πάμε λίγα χρόνια πίσω, στα καθαυτό ριάλιτι, τα πρώτα Big Brother, όταν μερικοί ακαμάτηδες ή ψώνια, όπως τους είπαν, δέχτηκαν να κλειστούν σ’ ένα σπίτι χωρίς ασχολία άλλη από το να εκθέσουν δημόσια την προσωπική τους ζωή, την προσωπικότητά τους. «Ανήθικο», ήταν το λιγότερο που ακούστηκε, για αυτό που εύκολα χαρακτηρίστηκε «ξεπούλημα» της ιδιωτικής ζωής, από μια κοινωνία, οποία ειρωνεία, κατεξοχήν επιδειξιομανή, που έχει προ πολλού ξοφλήσει τους λογαριασμούς της με το ιδιωτικό, και τρόμαξε μονάχα όταν είδε μπροστά της τη συμπύκνωση, τη θεωρητικοποίηση αυτής της απαξίωσης του ιδιωτικού –χωρίς όμως και πάλι να αντιληφθεί ότι απλώς τον εαυτό της κοιτούσε σε καθρέφτη. Ή μήπως, έστω υποσυνείδητα, το είχε αντιληφθεί, και έτσι εξηγείται (στοιχειώδεις ψυχολογικοί μηχανισμοί!) και το μένος της απέναντι στο είδος; Ή μήπως, σκέφτομαι και λέω, καν δεν τρόμαξε; Παρά ήταν η πάγια αντίδραση στο άλλο, στο νεότερο, απ’ τη μια, στο ασόβαρο και παιγνιώδες απ’ την άλλη;

Ώστε παιχνίδι το Big Brother; Παιχνίδι ο εφιάλτης του Όργουελ, το μάτι του Μεγάλου Αδερφού που τα πάνθ’ ορά; Ναι, επιτρέψτε μου, παιχνίδι, κι η μόνη πάντως σοβαρή ένσταση που άκουσα γι’ αυτό ήταν του Παντελή Μπουκάλα, για τον αμοραλισμό που σήμερα ένα παιχνίδι το ονομάζει Big Brother, κι αύριο ίσως κάποιο άλλο «Τελική λύση» ή «Ολοκαύτωμα». Αυτή η λεπτή παρατήρηση με έβαλε, ομολογώ, σε σκέψεις –γιατί τα άλλα, την εκχώρηση δηλαδή του ιδιωτικού, τα άκουγα, επιτρέψτε μου, βερεσέ. Δεν το ξεπέρασα το σημείο αυτό, απλώς τα κουκούλωσα σκεφτόμενος π.χ. τον ανάλογο αμοραλισμό εκείνων (και ημών που το δεχτήκαμε εντέλει) που μια ωραία πρωία έδωσαν στην Αστυνομία το όνομα του ΕΛΑΣ!

Αφήνοντας για άλλη φορά ένα τεράστιο κεφάλαιο που θα μπορούσε να ονομαστεί «Η ψευδής συνείδηση των ριάλιτι» και έχει να κάνει με συμπεριφορές που αναπτύσσονται γύρω από ψευδεπίγραφες αξίες όπως «να είσαι ο εαυτός σου», «αξίες» που καταργούν ούτε λίγο ούτε πολύ την έννοια της κοινωνικής συνύπαρξης, με άλλα λόγια τη συγκρότησή μας σε κοινωνία, θα μείνω στον χαρακτήρα του παιχνιδιού. Που εμπεριέχει, όπως κάθε παιχνίδι, το καλό και το άδικο, χειρότερα ίσως εδώ: τον εθισμό στο άδικο, σκληρές αναμετρήσεις και συγκρούσεις, αλλού, σε άλλα παιχνίδια εννοώ, ακόμα και θανατηφόρες.

Καμία έκθεση λοιπόν του προσωπικού. Ρόλους υποδύονται εξ ορισμού, αυτή είναι η «ουσία της ουσίας» του παιχνιδιού, ενός παιχνιδιού μοιραία «στημένου», όχι μόνο από την παραγωγή, αλλά από τους ίδιους τους παίκτες, που δέχονται ακριβώς να εκτεθούν στο άγρυπνο μάτι μιας κάμερας, άρα άγρυπνοι οι ίδιοι να φροντίζουν την εικόνα τους, το παίξιμό τους.

Δε θα μας ένοιαζε όμως το παιχνίδι αυτό, αν δεν υπήρχαν δύο ουσιαστικές παράμετροι. Η μία είναι, όπως έλεγα και για τα τάλεντ σόου, η αναζήτηση απλούστατα μιας ευκαιρίας από νέα παιδιά, με μέσα ή και με ταπεινώσεις, μην κοροϊδευόμαστε, όχι πάντοτε χειρότερες από άλλες κι άλλες, σ’ άλλες δουλειές (βλέπε κι εδώ παραπάνω, για τις «κατουρημένες ποδιές»). Από κοντά όμως, θα πείτε, και τα ψώνια! Μα είναι τάχα περισσότερα απ’ ό,τι σε οποιονδήποτε άλλο χώρο, π.χ. στο χώρο των μίντια, εκεί δηλαδή απ’ όπου εκπορεύεται ο ηθικός στιγματισμός των ριάλιτι;

Η άλλη παράμετρος, με δόση τώρα τραγική, είναι η λειτουργία των παιχνιδιών αυτών στη σημερινή κοινωνία, με το κομμάτι μοναξιάς που θεραπεύουν. Πολύ περισσότερο κι από τα σίριαλ, εδώ οι ήρωες είναι άνθρωποι «κανονικοί» και όχι επαγγελματίες ηθοποιοί· ακόμα και η αφόρητα πληκτική καθημερινότητά τους ανταποκρίνεται στην κάποτε αφόρητα κενή –πρακτικά ή κυρίως συναισθηματικά– στιγμή, ώρα, ημέρα, κάποτε ζωή ολόκληρη πολλών από μας. Ανοίγεις την τηλεόραση, και ούτε ταινία ούτε σίριαλ, παρά μια φέτα έστω αδρανούς ζωής· ούτε Βίρνα, ούτε Γιάγκος, ούτε κανείς απόλυτα προσδιορισμένος από κάποιον Φώσκολο ή Ακρίτα, παρά ο Πρόδρομος, ο Τσάκας και η Δώρα, από το σπίτι του Big Brother κατευθείαν στο δικό σου.

Υποκατάστατο, βεβαίως, ψευδαίσθηση κοινωνικής ζωής. Τάχα η μόνη; Ή είναι λίγη και αυτή, όταν πραγματική, έστω περιστασιακά, μπορεί και να μην έχεις;

Όμοιος ομοίω

Τα υπόλοιπα, επιγραμματικά, αφού η συζήτηση όχι απλώς δεν κλείνει, και προπαντός δεν κλείνει τις πολλές της τρύπες, αλλά ίσα ίσα τώρα θα μπορούσε να αρχίζει:

Βρίσκω από φαιδρό έως υποκριτικό να καταδικάζονται, ακόμα χειρότερα: να χλευάζονται καθημερινά, παιδιά μιας κοινωνίας ακριβώς ριάλιτι, έτσι λ.χ. όπως εκφράζεται καθημερινά μέσα από τα απολύτως ριαλιτζίδικης έμπνευσης δελτία ειδήσεων και τοκ σόου, με τα γνωστά πρόσωπα και τη συμπεριφορά που πρόσφατα χαρακτήρισα καλτ.

Όσο για την κρισιμότατη ένσταση απέναντι στην προϊούσα απαξίωση της ιδιωτικότητας, όπου το ιδιωτικό προελαύνει και εισβάλλει στο χώρο του δημοσίου, και μολονότι έδειξα πως δεν ισχύει ακριβώς αυτό στα απ’ τη σύλληψή τους στημένα ριάλιτι, πάλι βρίσκω από φαιδρό έως υποκριτικό αι γενεαί πάσαι π.χ. του κινητού τηλεφώνου να απομονώνουν και να εξετάζουν εργαστηριακά μια νεότερη γενιά, και ούτε καν: ένα τμήμα της γενιάς των νέων.

Αλλά και πάλι, κι αν όλα όσα είπα ώς εδώ μοιάζουν αυθαίρετα και υποκειμενικά, φοβάμαι ότι είναι πολύ περισσότερο επικίνδυνη (ή εν πάση περιπτώσει νοσηρή σαν στάση) για την υγεία του κοινωνικού ιστού η μικροψυχία, η μικρολογία, έστω απλώς ο αρνητισμός και, στη χειρότερη περίπτωση, η υποκρισία, απ’ το αν δέκα, είκοσι ή χίλια είκοσι παιδιά κάνουν εντέλει την πλάκα τους, ή προβάλλουν την ψωνάρα τους, υποχείρια έστω κάποιων σατανικών και ό,τι άλλο θέλετε εγκεφάλων.

buzz it!

Υπέρ ριάλιτι; [α΄]

Τα Νέα, 22 Ιουνίου 2006

Άλλα δύο ριάλιτι, τάλεντ σόου ακριβέστερα, τέλειωσαν, με μικρότερη από άλλοτε τηλεθέαση και προβολή, αλλά και μετριασμένη την κατακραυγή εναντίον τους. Αναμενόμενο το πρώτο, κάποτε περνάει η αρχική περιέργεια. Και αναπόφευκτο το δεύτερο, αφού ετούτη τη φορά και το στοιχείο «ριάλιτι» είχε αισθητά υποχωρήσει και τραγουδιστές αναμφισβήτητα καλοί έφτασαν επάξια στον τελικό και στη νίκη.

διαβάστε τη συνέχεια...

Διάλειμμα καλοκαιρινό λοιπόν από τα γλωσσικά, που παραπέσανε πολλά εσχάτως, τι εσχάτως, κοντά ένα χρόνο τώρα, και σε σελίδα που στο κάτω κάτω δεν προσδιορίζεται σαν γλωσσική –άλλο αν πρώτα βγαίνει η ψυχή και μετά το χούι. Γι’ αυτό εξάλλου λέω «διάλειμμα», γιατί σέρνονται ακόμα διάφορα θέματα γλωσσικά, π.χ. τελευταία η συζήτηση για τη μετάφραση έργων από παλαιότερη γλωσσική μορφή στη σημερινή, μια συζήτηση που επανέφερε στο προσκήνιο παλιές απόψεις για τη γλώσσα και το γλωσσικό. Εννοώ, για να επιγράψω πρόχειρα τώρα την άποψή μου, ότι πίσω από τη θέση για τη στενότατη σχέση γλώσσας, ύφους και λογοτεχνήματος (θέση που επιτέλους δεν την αμφισβητεί ο υπέρ μεταφράσεων λόγος) εμφανίστηκε, απερίφραστα τις περισσότερες φορές, η ιδεολογία περί μοναδικής γλώσσας και τα συναφή. Μέγα ατύχημα ήταν ότι στην έτσι κι αλλιώς περίπλοκη συζήτηση προσφέρθηκε, λάδι στη φωτιά, κάτι σαν (εξ αντικειμένου, εννοείται) προβοκάτσια, η «παράφραση» της σολωμικής Γυναίκας της Ζάκυθος, έργου συστατικού της νεοελληνικής γλώσσας!

Άλλη φορά όμως αυτά. Τώρα, από τα γλωσσικά στα ριάλιτι: το γράφω έτσι, με αυτό το σχήμα, γιατί θέματα κοινωνικής οργάνωσης και συμπεριφοράς είθισται να θεωρούνται παρακατιανά –και πού να γράψω (αν και παρεμπιπτόντως το ’χω κι άλλοτε δηλώσει, κι όχι μόνο μια φορά) ότι παρακολουθώ αρκετά συστηματικά τις σχετικές εκπομπές, και όχι από καμιά «επαγγελματικού τύπου» τάχα περιέργεια! Σκέφτομαι μάλιστα, καθώς τα γράφω τώρα αυτά, την αποστροφή παλιού άσπονδου «φίλου» (τον θυμήθηκα με τα περί μεταγλωττίσεων, που βγήκε και με κάτι ποιήματα χλεύαζε τους «μεταγλωττιστές»), όταν παλιά, μαζί με μια μετάφρασή του, σχολίαζα και κάποιες τουλάχιστον αμετροεπείς αναφορές του στον Μότσαρτ· κι είχε απαντήσει τότε ότι ο Μότσαρτ με μάρανε, όταν από την άλλη υπεράσπιζα «το δίκιο των μπουζουκομάγαζων» (ήταν η εποχή με την επιβολή νυχτερινού ωραρίου)! Κι ας είναι καλά ο Αντρέας Παππάς, που επισήμανε με επιστολή του (και) τη μουσική παιδεία του μύστη του Μότσαρτ, που σε άλλη του μετάφραση «επεξηγούσε» σε υποσημείωση ότι το μπάσο κοντίνουο (μουσική συνοδεία από ένα ή περισσότερα όργανα, κυρίως σε μουσική μπαρόκ) είναι μουσικό όργανο!

Φτάνουν όμως οι παρεκβάσεις ή οι αναμνήσεις, όσο κι αν αυτές όντως αλαφραίνουν την ατμόσφαιρα.

Ξεκίνησα με τα φετινά ριάλιτι, το Dream show και το Fame story, που, όπως είπα, αντιμετώπισαν μετριοπαθέστερη κριτική, καθώς εμφανίστηκαν σαφώς «βελτιωμένα». Στέκομαι λίγο σ’ αυτά, ενώ σπεύδω να δηλώσω εξαρχής ότι ο «υπερασπιστικός» μου λόγος δεν αφορά μόνο τα βελτιωμένα, αλλά και τα προγενέστερα, τα μη μουσικά και «αμιγώς» ριάλιτι, τύπου Big Brother. Ποια είναι λοιπόν τα στοιχεία που έκαναν να πέσει ο άγρια καταγγελτικός τόνος της κριτικής;

Πρώτα και γενικότερα ότι όλο και μειώνεται το ενδιαφέρον του τηλεοπτικού κοινού, κάτι που θεωρήθηκε «υγιής αντίδραση». Προσωπικά πιστεύω ότι η μείωση του ενδιαφέροντος δεν έχει να κάνει ούτε με «μεταστροφή» ή «ανάνηψη» του κοινού, ούτε απλούστερα με μπούχτισμα· απλώς, το κάποτε καινούριο εξάντλησε τα όριά του και βρίσκει τις πραγματικές του διαστάσεις, άρα το πραγματικό κοινό του.

Έπειτα, όλοι εθιζόμαστε κάποια στιγμή στο «σκάνδαλο», πόσο μάλλον που αυτό το σκάνδαλο χάνει πολλά από τα κραυγαλέα του στοιχεία: έτσι, στα τελευταία ριάλιτι υποχωρούν ακριβώς τα στοιχεία τού ριάλιτι, ίσως και γιατί η επιλογή των παικτών δεν γίνεται αποκλειστικά με γνώμονα την παραγωγή θεάματος. Αυτό τουλάχιστον συνέβη με το Dream show, γεγονός ακόμα πιο αξιοπερίεργο, μια και παρουσιαστής ήταν ο αρχιμάγειρας του είδους Μικρούτσικος, που όμως ελάχιστα άσκησε την παλιά, γνωστή του τέχνη!

Έτσι κι αλλιώς, αυτή η εκδοχή των ριάλιτι, τα τάλεντ σόου, διεκδικούσαν εξαρχής μερίδιο στην ποιότητα, καθώς λειτουργούσαν όντως σαν φυτώρια ταλέντων, έστω μαζί με διάφορα άλλα φρούτα –κι ας μη μείνουμε στο εκάστοτε επίπεδο των παικτών: καμία σύγκριση δεν θα το αποδείξει κατώτερο από τη μέγιστη μερίδα της σχετικής πιάτσας. Και δεν αναφέρομαι μόνο στην πιάτσα του ανάλογου είδους, αφού σε γενικές γραμμές τα ριάλιτι αυτά υπηρετούσαν το ελαφροπόπ είδος, αλλά και στα πιο δικά μας, του λεγόμενου ποιοτικού τραγουδιού. Δεν ήταν δηλαδή καθόλου χειρότερα ή φάλτσα ή ό,τι άλλο τα παιδιά από πάμπολλους φτασμένους ήδη, και από πολλούς όντως καλούς, όχι δηλαδή μόνο από Άντζελες και Λεπάδες.

Κι όμως, η σύγκριση των άβγαλτων νέων παιδιών γινόταν πάντοτε ακριβώς με τους φτασμένους. Μικρόψυχη μου φαινόταν έτσι η κριτική αυτή, μαζί με τη στηλίτευση της φιλοδοξίας να γίνουν όλοι σ’ αυτή τη χώρα τραγουδιστές, με τον ίδιο τρόπο που άλλοτε, αλλού, πάλι χλευάζουμε ότι όλοι οι νέοι θέλουν να γίνουν επιστήμονες, γιατροί και δικηγόροι. Και μάλλον χαιρέκακη, και οπωσδήποτε άτοπη, έβρισκα την παρατήρηση «πού χάθηκαν ήδη όλοι αυτοί», θαρρείς και θα ’πρεπε πρώτον να βγαίνουν δέκα δέκα οι γερές φωνές, και το κυριότερο να κάνουνε καριέρα μέσα σε μια μέρα –αυτό δηλαδή που τους καταλογιζόταν σαν φιλοδοξία τους και στόχος απ’ την άλλη.

Όμως, και αφού λογιστικά τα υπολογίζουμε, ακόμα και μία φωνή να αναδεικνυόταν από κάθε παιχνίδι, για να μην πω από όλα αυτά τα παιχνίδια όλα αυτά τα χρόνια, θα ήταν οπωσδήποτε κέρδος. Αλλά τα κέρδη ήταν πολλά, πολλές δηλαδή οι φωνές, άσχετα τι θα κάνουν αύριο στην αγορά, τι τραγούδια λ.χ. θα βρουν να πουν, αν και πώς θα σταθούν μέσα στο σύστημα με τους σκληρούς έως απάνθρωπους νόμους κτλ. Πειράζει όμως που δοκίμασαν, που έδειξαν πως υπάρχουν;

Habemus φωνές και ερμηνεία

Αλλά ποια η σοδειά; Αρκετές αξιόλογες παρουσίες σε κάθε παιχνίδι, π.χ. ο λαϊκός Πετρέλης, ο Γ. Λιανός, ή μία «του κλασικού», Αναστασία, ξεχνώ το επίθετό της, κ.ά. Αλλά, πέρα από απλώς (;) αξιόλογες, εντυπωσιακή βρίσκω την περίπτωση του νικητή του Pop idol Σταύρου Κωνσταντίνου, ενός νεαρότατου σε ηλικία αλλά ώριμου, «έτοιμου», λαϊκού τραγουδιστή, περίπτωση που από μόνη της θα συνιστούσε κέρδος, όπως το όρισα. Ακόμα πιο εντυπωσιακό είναι ότι σε διαγωνισμό για είδωλο ποπ, νίκησε ό,τι πιο… αντι-ποπ και αντι-είδωλο μπορούσε να υπάρξει, και σαν φωνή και σαν γενικότερη παρουσία.

Στα φετινά πλέον παιχνίδια ήταν παραπάνω από εντυπωσιακό πόσες και πόσο ωραίες φωνές συμμετείχαν, όλα νεότατα παιδιά, πολλά επίσης «έτοιμα» ερμηνευτικά. Και τέτοιες περιπτώσεις ήταν και οι νικητές, αντίθετα από την ώς τώρα γραμμή να επικρατούν οι περισσότερο επικοινωνιακοί (Καλομοίρα, Περικλής) –κι αυτό στα πιο πρόσφατα πάλι παιχνίδια, γιατί στα πρώτα, τα «αμιγώς» Big Brother, κανόνας ήταν να αναδεικνύονται οι όσο πιο γίνεται «ανύπαρκτοι» ή οι όσο πιο προκλητικά μας πουλούσαν τρέλα, μοσχομαγκιά και γλείψιμο (Τσάκας, Αλέξανδρος κτλ.).

Έτσι, στο Dream show έφτασαν στον τελικό τέσσερις διαλεχτές φωνές, θέλω να τα αναφέρω και τα τέσσερα ονόματα, με τη δική μου, επιτρέψτε μου, σειρά: ο ολοκληρωμένος Θάνος Τζάννης, ο λαϊκός και με αυτοσχεδιαστικό οίστρο Διονύσης Μακρής, μαζί μια πολύ ενδιαφέρουσα συγγενής φωνή (και δεν είναι κακό αυτό) της Πρωτοψάλτη, η Όλγα Βενετσάνου, και μια γνήσια λαϊκορεμπέτικη φωνή, αδούλευτη τεχνικά ακόμα, η Αμαλία Αυγουστάκη. Εξίσου ιδιαίτερες φωνές και ολοκληρωμένοι τραγουδιστές, που δεν έφτασαν στον τελικό, ήταν π.χ. η Νίκη Κωνσταντινίδη και ο Νίκος Απέργης, κι ένα τρελό ροκάκι, ο Γιώργος Βάνας. Αυτό κι αν είναι ανθοφορία.

Το ίδιο και στο Fame story, αναδείχτηκαν γερές φωνές και ερμηνευτικές παρουσίες, οπωσδήποτε ο άξιος νικητής Λεωνίδας Μπαλάφας, κι ας μην έλειψαν εδώ, κατά τη γνωστή συνταγή (που όμως ατύχησε στα αδέξια χέρια της παρουσιάστριας), νούμερα και νουμεράκια, διάδοχοι της Άσπας, Ελληναράδες κι άλλοι.

Σίγουρα περιορίστηκα αρκετά στη ρεπορταζιακή πλευρά και προπαντός στη μουσική, και έμεινε απ’ έξω για την ώρα η ηθική διάσταση, που είναι και το καίριο στα παιχνίδια αυτά. Στο επόμενο.

buzz it!

16/11/07

29. Ο Σεφέρης, η Ιστορία και ο κ. Μπαμπινιώτης

Τα Νέα, 8 Απριλίου 2000

"Η γλώσσα που γράφουμε όλοι μας [...] δεν είναι μήτε η καθαρεύουσα μήτε η δημοτική μήτε τα “νεοελληνικά”, αλλά η σημερινή ελληνική γλώσσα»: αυτά έγραφε ο Σεφέρης «ήδη το 1937», όπως μας θυμίζει ο Γ. Μπαμπινιώτης σε αφιέρωμα του Βήματος στον Γιώργο Σεφέρη (27.2.2000). Και την άποψη του ποιητή για τη χρήση του όρου «ελληνικά» αντί για «νεοελληνικά» την «έχει υποστηρίξει και ο γράφων [ο κ. Μπαμπινιώτης] σε δύο κείμενά του...»

Εγώ θα συνεχίσω τον λόγο του ποιητή εκεί ακριβώς όπου τον έκοψε ο κ. Μπαμπινιώτης. Μετά τη «σημερινή ελληνική γλώσσα» σημειώνει ο Σεφέρης: «Αν τα πανεπιστήμια, οι ακαδημίες, η διοίκηση και οι εφημερίδες βρίσκουν περισσότερο σκόπιμο να χρησιμοποιούν ορισμένα σχηματικά ιδιώματα, αυτό δεν είναι δουλειά της λογοτεχνίας ως λογοτεχνίας» (Δοκιμές, 1944, γ΄ έκδ. Αθήνα 1974, τόμ. α΄, σ. 66).

διαβάστε τη συνέχεια...

Ο ποιητής μοιάζει νηφάλιος, αν και ελαφρά ειρωνικός, απέναντι στους φορείς της εξουσίας και στην πιο ακραία τότε καθαρεύουσά τους. Σήμερα όμως δεν επιτρέπεται καμία νηφαλιότητα, αν αυτό που ήταν «σημερινή γλώσσα», ήδη την εποχή εκείνη, το αντιπαραβάλουμε με τα «σχηματικά ιδιώματα», αυτά που την υπέσκαπταν ή την πολεμούσαν απροκάλυπτα, τότε αλλά και για πολύν καιρό ακόμα. Και μπορεί να μην είναι δουλειά της λογοτεχνίας, είναι όμως δουλειά της Ιστορίας. Πάντως, εγώ θα το πω εξαρχής: το άρθρο του κ. Μπαμπινιώτη το θεωρώ αν μη τι άλλο σκανδαλώδες. Διότι ο Σεφέρης μπορεί και λέει αυτά που λέει επειδή έχει λύσει στη δική του συνείδηση το γλωσσικό, επειδή «ήδη το 1937» ο Σεφέρης ως προς το γλωσσικό βρίσκεται –μαζί με άλλους πολλούς, οπωσδήποτε– μπροστά από την εποχή του, ενώ ο κ. Μπαμπινιώτης, ολόκληρες δεκαετίες αργότερα –όσο κι αν συμφωνούσε θεωρητικά με τον Σεφέρη–, είχε επιλέξει, για λόγους δικούς του, να στέκεται πίσω πολύ. Ας δούμε όμως τι λέει η Ιστορία.

«Ήδη το 1937» αυτά τα λόγια ο Σεφέρης τα έγραφε στη γλώσσα τη «σημερινή», τη γλώσσα που ονομάζεται, για ιστορικούς και τεχνικούς έστω λόγους, «δημοτική». Δεν ήταν απολύτως αποδεκτό αυτό τότε, και δεν ήταν ούτε κι αργότερα. Με αγώνες σκληρότατους κατακτήθηκε αυτό που μοιάζει σήμερα αυτονόητο, αυτό που εμείς το βρήκαμε εντέλει έτοιμο. Τότε, και πιο πριν, και αρκετά πιο ύστερα, δεν ήταν. Τότε ήταν πόλεμος. Πολέμησε σκληρά η γλώσσα, δηλαδή πολέμησαν σκληρά οι άνθρωποι, διώχτηκαν, και πλήρωσαν, πολλοί πολλά. Και τα στρατόπεδα, τότε ακόμα, ήταν σαφώς διακριτά. Αυτά λοιπόν ο Σεφέρης, «ήδη το 1937». Τριάντα χρόνια αργότερα, το 1967, ο σημερινός συνοδοιπόρος του τη δική του γραμματική την προλόγιζε στην καθαρεύουσα (Γ. Μπαμπινιώτη - Π. Κοντού, Συγχρονική γραμματική της κοινής νέας ελληνικής, Αθήναι 1967, σ. 5-8): σύμφωνοι, στην ενιαία ελληνική γλώσσα, αλλά στην απολύτως συγκεκριμένη μορφή που ονομαζόταν και ονομάζεται καθαρεύουσα.

Δεν είναι δηλαδή «αλήθεια» αυτό που λέει ο Σεφέρης, ότι «η γλώσσα που γράφουμε όλοι μας δεν είναι μήτε η καθαρεύουσα μήτε η δημοτική...» Η γλώσσα η δική του είναι η δημοτική, έστω και μόνο για το λόγο ότι η γλώσσα άλλων είναι η καθαρεύουσα. Δεν είναι αλήθεια και το «όλοι μας»: κάποιοι αποκλείονται, αυτοαποκλείονται, επειδή οι ίδιοι το θέλησαν, επειδή έχουν διαφορετικές απόψεις στο θέμα, επειδή άλλα πρεσβεύουν και υπηρετούν. Και αυτά που πάντοτε πρεσβεύει και υπηρετεί ο καθένας μας δεν νοείται να εξετάζονται σε κενό αέρος, παρά μέσα ακριβώς στις ιστορικές συνθήκες που τα γέννησαν και τα στηρίζουν.

Ο Σεφέρης πεθαίνει το 1971· δυο χρόνια πριν είχε κάνει την περίφημη δήλωσή του εναντίον της χούντας, τη δήλωση που τον ξεπέρασε ιδεολογικά και τον ίδιο και στάθηκε, από μιαν άποψη, σήμα της αντίστασης στο καθεστώς των συνταγματαρχών. Το 1972, ενδεικτικά και πάλι, ο κ. Μπαμπινιώτης δημοσιεύει στο Δελτίον της Εταιρείας Ελλήνων Φιλολόγων «Πλάτων» άρθρο του στην καθαρεύουσα («Κοινή νέα ελληνική, “αντιγλώσσα” και διγλωσσία»). Διαβάστε τις πρώτες γραμμές από το άρθρο του κ. Μπαμπινιώτη:

«Τον τελευταίον καιρόν το θέμα της γλώσσης έχει έλθει εκ νέου εις το προσκήνιον των δημοσίων συζητήσεων. Άρθρα, επιστολαί, συζητήσεις, συνεντεύξεις, δημοσιογραφικαί έρευναι κ.λπ. εμφανίζονται συχνά από των στηλών του ημερησίου και περιοδικού τύπου ως και εις εκπομπάς του ραδιοφώνου και της τηλεοράσεως...»

Αλίμονο αν η κοινή πίστη στον ενιαίο χαρακτήρα της ελληνικής γλώσσας μπορεί να σμίξει αυτούς τους δύο διαμετρικά αντίθετους κόσμους, τότε που η μορφή δεν ήταν απλώς ένδυμα περιπάτου αλλά η ουσία της γλώσσας, της ιδεολογίας και της ηθικής της γλώσσας. Δεν υπαινίσσομαι απολύτως τίποτα για την ιδεολογική και πολιτική ταυτότητα του κ. Μπαμπινιώτη, την οποία αγνοώ και δεν με ενδιαφέρει. Άλλωστε ούτε το ότι ο Σεφέρης έγραφε στη δημοτική σήμαινε κατανάγκην κάτι για τη δική του πολιτική ταυτότητα. Σήμαινε όμως πάντα κάτι το να γράφει κανείς στη δημοτική, όπως και σήμαινε πάντα κάτι το να γράφει κανείς στη γλώσσα της εξουσίας –πάντα, και ιδιαίτερα στα πιο μαύρα χρόνια της πρόσφατης ιστορίας.

Αξίζει μάλιστα να σημειωθεί ότι το άρθρο αυτό ο κ. Μπαμπινιώτης, όταν το περιλαμβάνει το 1979 στο βιβλίο του Νεοελληνική Κοινή, το «μεταγλωττίζει» (δηλώνοντάς το πάντως). Κι όμως, δεν πρόκειται για κείμενο γραμμένο σε αρχαΐζουσα: απλή, στρωτή καθαρεύουσα είναι, και με τον αέρα της εποχής που μεταφέρουν πάντα τα παλαιότερα κείμενα. Φαίνεται όμως ότι αυτόν ακριβώς τον αέρα της εποχής θέλησε να απαλείψει ο κ. Μπαμπινιώτης, αυτός που τόσον αγώνα δίνει για την επαφή των μαθητών με τα «παλιότερα ελληνικά».

Αλλά ο κ. Μπαμπινιώτης έχει πλέον απομακρυνθεί και από τη γλωσσική μορφή την οποία υπηρέτησε παλαιότερα και από τις θέσεις που υποστήριζε παλαιότερα. Αναφέρομαι στις θέσεις του για την «αποπτώχευση» της γλώσσας, οι οποίες, όπως σημείωσα άλλοτε εδώ, αποτέλεσαν το ιδεολογικό θεμέλιο του Ελληνικού Γλωσσικού Ομίλου και έθρεψαν στρατιές διανοουμένων, δημοσιογράφων και λοιπών ανησυχούντων. Η «αποπτώχευση» αυτή, στην κοινή πια αίσθηση, «τεκμηριωνόταν» από τα διάφορα λάθη που αλιεύει κανείς πάντα, όπου σταματήσει το βλέμμα ή το αφτί του, τα οποία όμως αποδίδονταν στην κατάργηση της διδασκαλίας των αρχαίων στο γυμνάσιο, κατάργηση που συνόδευσε την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 1976. Τα τελευταία χρόνια ο κ. Μπαμπινιώτης, αντίθετα από τους έως πρόσφατα συνοδοιπόρους του που επιμένουν ότι πέθανε η γλώσσα, δηλώνει ότι η ποιότητα της γλώσσας έχει βελτιωθεί ή ότι η γλωσσική μεταρρύθμιση του 1976 πέτυχε και οι προοπτικές για τη γλώσσα είναι ευοίωνες.

Αλλάζουν οι ιδέες, πόσο μάλλον οι άνθρωποι. Και η αλλαγή του κ. Μπαμπινιώτη οφείλεται, ισχυρίζομαι εγώ, στη δυναμική της γλώσσας, όσο κι αν ο κ. Μπαμπινιώτης ενδέχεται να βλέπει αλλαγή της γλώσσας, θεωρώντας ίσως ότι η επαναφορά των αρχαίων στο γυμνάσιο, για την οποία τόσο αγωνίστηκε, έδωσε τους καρπούς της. Προσωπικά θεωρώ ιδιαίτερα σημαντικό το ότι οι θέσεις για την ευοίωνη πορεία της γλώσσας ακούγονται τώρα και από τον κ. Μπαμπινιώτη, ειδικό επιστήμονα, γλωσσολόγο, με κύρος και εξουσία στην πνευματική ζωή του τόπου, και δεν θα έπρεπε εδώ να νομιστεί ότι ζητά κανείς τον αιώνιο κολασμό ή την αυτοκριτική του.

Όμως: όπως οι μεγάλες ιδέες, έτσι και οι μικρές ιδέες του καθενός μας έχουν κι αυτές την ιστορία τους, και πρέπει πάντοτε τα λόγια και οι ιδέες και οι πράξεις μας να διαβάζονται στο ιστορικό τους πλαίσιο, με όλα τα συμφραζόμενά τους. Στο προκείμενο: ο Σεφέρης και ο κ. Μπαμπινιώτης υπήρξαν θέσει και δυνάμει αντίθετοι, πολέμιοι, εχθροί –δεν αναφέρομαι στα «φυσικά», όπως λέγεται, πρόσωπα αλλά στην ιστορική υπόσταση των προσώπων και των ιδεών τους. Ή δηλώνεται αυτό, ή αλλιώς πλαστογραφείται η Ιστορία. Και καμιά ιστορική ακροβασία δεν θα τους φέρει να βαδίζουν πλάι πλάι, στο δρόμο έστω τον γλωσσικό. Μας αρέσει δε μας αρέσει, «ό,τι πέρασε πέρασε σωστά», όπως είναι ο λόγος του ποιητή.*



* Τώρα, με το λιωμένο μολύβι του κλήδονα
το λαμπύρισμα του καλοκαιρινού πελάγου,
η γύμνια ολόκληρης της ζωής·
και το πέρασμα και το σταμάτημα
και το πλάγιασμα και το τίναγμα
τα χείλια το χαϊδεμένο δέρας,
όλα γυρεύουν να καούν.
......................................
φώναξε τα παιδιά να μαζέψουν τη στάχτη
και να τη σπείρουν.
Ό,τι πέρασε πέρασε σωστά.

......................................
(Γιώργος Σεφέρης, από τα «Τρία κρυφά ποιήματα»)

buzz it!

12/11/07

Brothers in arms (α΄)

Τα Νέα, 10 Νοεμβρίου 2007

Αν ελάχιστα περνούν στις εφημερίδες, όπου κρατούν τον έλεγχο οι νεοκαθαρολόγοι, πολλά γράφονται και διαδραματίζονται στον «υπόγειο» κόσμο του διαδικτύου, από νέους και ενημερωμένους γλωσσολόγους

Βrothers in arms, ή Εν όπλοις αδελφοί, ή η ανακουφιστική αίσθηση ότι μοιράζεσαι τις απόψεις σου και μ΄ άλλους (φωτογραφία του Γιάννη Μπεχράκη από την έκθεση «Από την πρώτη γραμμή»)

το πλήρες κείμενο:

Η υπέροχη ροκ μπαλάντα των Dire Straits, που έδωσε το όνομά της και σ’ ολόκληρο τον δίσκο τους του 1985, μου ήρθε στο νου, με όλη τη γλυκιά μελαγχολία της, όταν έγραφα στις δύο προηγούμενες επιφυλλίδες για έναν γλωσσικό οδηγό.

Brothers in arms λοιπόν, ή Εν όπλοις αδελφοί, κάτι παραπάνω από συμπολεμιστές δηλαδή, σκεφτόμουν όταν επισήμαινα διάφορα «άστοχα», κατά την άποψή μου, κι αμέσως ανακουφιζόμουν πως δεν ήταν μόνο άποψη δική μου, πως κι άλλοι, όχι λίγοι, τα έχουν επισημάνει, τα ίδια ή άλλα, παραπλήσια.

Αλλά γιατί μελαγχολία; Επειδή «εν όπλοις». Και γιατί «εν όπλοις», ποιος τάχα ο πόλεμος; Αφού το γλωσσικό έχει λυθεί, μας το διαβεβαιώνουν και οι γλωσσολόγοι, και ιδιαίτερα όσοι πολέμησαν ακριβώς για να μη λυθεί, κι από κοντά τους οι των «ίσων αποστάσεων».

Εντάξει, ας κατεβάσω τον τόνο, εκεί που η μελαγχολία πάει να δώσει τη θέση της στην οργή, άρα και στην υπερβολή. Σίγουρα δεν είναι πλέον πόλεμος, καρικατούρα πολέμου είναι, αλλά παραταύτα, απ’ τη μεριά των άλλων, πόλεμος, άλλοτε ανοιχτός άλλοτε καλυμμένος, μια για τα αρχαία, μια για το πολυτονικό, ή και τα δυο μαζί, άλλοτε μέσα από φαινομενικώς αθώα ορθογραφικά ζητήματα. Κι αν το γλωσσικό έχει ουσιαστικά λυθεί, κι αν η γλώσσα μακροπρόθεσμα τα ξεράσει όλα αυτά, όλους αυτούς κι όλους εμάς, για την ώρα παίζουμε (κλεφτο)πόλεμο, αφού τον πολεμικό τόνο αυτοί τον δίνουν, κι εμείς τρέχουμε από κοντά, στο σκοπό τους χορεύουμε, δυστυχώς πλην μοιραία.

Μέσα στον ορυμαγδό αυτό ο χρήστης τρομοκρατημένος καταναλώνει ό,τι του προσφέρεται, όπως του προσφέρεται, με μεσολαβητές και κύριους υπεύθυνους πια όχι τόσο τους κάθε λογής γραφιάδες όσο τους εντεταλμένους να διορθώνουν, τους διορθωτές. Και τρομοκρατημένος, λέω, υπερθεματίζει: πρόσφατα έστειλα σε κάποιον σύλλογο χρήματα εκ μέρους μιας θείας μου, «αντί στεφάνου», για το θάνατο άλλου θείου. Τη θεία τη λένε Μελπομένη, Μέλπω. Το ευχαριστήριο γράμμα το οποίο κοινοποίησε ο σύλλογος στη χήρα του θανόντος μιλούσε για τη δωρεά της «Μέλπους» τάδε!

Γράφει κανείς και ξαναγράφει, κι όχι δικές του σοφίες, προσωπικά δίνω παραπομπές παραπάνω απ’ όσο νοείται για επιφυλλίδα, σκόπιμα μάλιστα παραπέμπω στον συντηρητικό Γ. Ν. Χατζιδάκι, ακόμα και στον Μπαμπινιώτη για αρκετά – μπα, δε βαριέσαι! Πού να τους πεις για Τριανταφυλλίδη ή για Κριαρά, καγχασμό θα εισπράξεις, κι ας μην έχουν διαβάσει γραμμή τους. Όπως συχνά δεν έχουν διαβάσει γραμμή κανενός.

Πάνε δυο χρόνια, ο γνωστός σκιτσογράφος στοχαστής και προκλητικά αδαής αρχαιολάγνος, που στα πέντε αρχαία που πετά κάθε φορά (ας περιοριστώ σ’ αυτά, μια και το «οι δρόμοι διεπλέοντο αυτοκινήτων» είναι, υποτίθεται, νεοελληνικά) κάνει λάθος και στα… δέκα, ο εν λόγω λοιπόν φωτογράφιζε την αφεντιά μου και με αφορμή πρόσφατες επιφυλλίδες μου κατέγραφε «τρία κυρίως συμπεράσματα» στα οποία επανέρχομαι, έλεγε, με «ανιαρή επιμονή»: «(α) την ασυνέχεια της ελληνικής, (β) τη (γλωσσική) νομιμοποίηση του λάθους, αν η επανάληψή του αναγκάσει τη γλώσσα να το αποδεχθεί, (γ) [...] να διδάσκονται τα αρχαία ελληνικά στα παιδιά ως ξένη γλώσσα».

Τρία στα τρία, επίδοση εκπληκτική! Δεν είχε διαβάσει λοιπόν (α) ούτε καν εκείνες τις επιφυλλίδες μου, αφού (και) σ’ εκείνες αναφερόμουν στη συνέχεια της γλώσσας, μ’ όλες ωστόσο τις διαφορετικές μορφές της, (β) δεν είχε διαβάσει ποτέ κανένα βιβλίο, άρθρο κτλ. πλείστων όσων γλωσσολόγων, με την κοινή πλέον θέση ότι το λάθος με τη χρήση απολανθάνεται, (γ) δεν είχε διαβάσει στην ίδια του την εφημερίδα την άποψη του Τάσου Χριστίδη ή, λίγες μόλις μέρες πριν στα Νέα, τον Εμμ. Κριαρά, που τόνιζε ότι τα αρχαία πρέπει να διδαχτούν σαν ξένη γλώσσα (απροπό, «να διδαΧΘούν» του το είχαν διορθώσει, ποιανού, του Κριαρά, στον τίτλο: ιδού ο κλεφτοπόλεμος που λέγαμε!). Το φαιδρότερο; Στο ίδιο χρονογράφημά του ο στοχαστής εξυμνούσε τον Κριαρά για το Μεσαιωνικό λεξικό του: «ο μέγας Κριαράς» έγραφε, σημάδι πως δεν είχε διαβάσει όχι τα περί αρχαίων μόνο, αλλά ποτέ τίποτα του Κριαρά, αλλιώς θα ήξερε ότι ο βεβαίως μέγας Κριαράς μια ζωή αγωνίζεται για απόψεις διαμετρικά αντίθετες απ’ τις δικές του.

Παντελής άγνοια λοιπόν, ή απλούστατα απάτη, γιατί έτσι είναι εύκολο να κρεμάς κουδούνια και να χτυπάς τις απόψεις, υποτίθεται, του όποιου Χάρη, αντί να τα βάλεις με τον Κριαρά ή με τον Χριστίδη –αν τον έχεις ακουστά αυτόν, που έφυγε άλλωστε τόσο νωρίς, κοντά τρία χρόνια τώρα.

Είτε λοιπόν δεν τον διαβάζουν τον «μαλλιαριστή», όπως λένε, Κριαρά, είτε τον πετάνε στ’ άχρηστα μαζί με τον Τριανταφυλλίδη κι όλη τη σχολή του δημοτικισμού, τ’ αφτιά τους μένουν πεισματικά κλειστά και σε νεότερες φωνές, δε λέω απ’ τη Θεσσαλονίκη, προγραμμένη την έχουν κι αυτήν, αλλά κι απ’ το παραδοσιακά συντηρητικό Αθήνησι, φωνές που κάτω απ’ τη σκιά του Μπαμπινιώτη κατόρθωσαν και πέρασαν απόψεις και ιδέες, της σύγχρονης απλούστατα γλωσσολογίας, που ξεβολεύουν όμως τους νεοκαθαριστές. Πού να τους βρουν όμως αυτούς τους άλλους και πού να τους διαβάσουν, όταν, όπως είπαμε, δεν διαβάζουν τα ελάχιστα που έχουν μπροστά στα μάτια τους, στην εφημερίδα τους.

Αν όμως είναι ελάχιστα αυτά που περνούν στις εφημερίδες, είναι πολλά αυτά που γράφονται και διαδραματίζονται στον «υπόγειο» κόσμο του διαδικτύου, μέσα από ιστοσελίδες και ιστολόγια (μπλογκ), από νέους κατά κανόνα επιστήμονες γλωσσολόγους, ή ακόμα φοιτητές, «παιδιά» τα περισσότερα του Μπαμπινιώτη και της εποχής του, ορισμένα με σεβασμό ή και θαυμασμό για τον δάσκαλό τους, παρότι με κατασταλαγμένες, αντίθετες απόψεις! Κείμενα θεωρητικά, με εξαντλητική πολλές φορές τεκμηρίωση, κείμενα που συχνά προκαλούν ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες συζητήσεις –με τη δυνατότητα που παρέχεται ειδικά στα μπλογκ– θα μπορούσαν να λύσουν πολλές απορίες, αν θελήσει κανείς να περιπλανηθεί στον αχανή αυτό κόσμο.

Στον εύφορο κόσμο του διαδικτύου

Μοιραία θα σταθώ, και κατανάγκην τηλεγραφικά, σε ελάχιστα από όσα γνωρίζω:


Με αφορμή μια παρουσίαση της περιλάλητης «Ελληνικής Γλωσσικής Κληρονομίας» είχα και άλλοτε παραπέμψει στις ανορθογραφίες (anorthografies.blogspot.com), ένα μπλογκ, το πιο πολιτικοποιημένο, που το υπογράφουν νεαρότατα παιδιά αλλά εξαιρετικά ενημερωμένα ως προς τις βαθύτερες αρχές της γλωσσολογίας, ο Μιχάλης Καλαμαράς, ο Θοδωρής Μαρκόπουλος και ο Βαγγέλης Τόλης. Θέματα όπως «Ομιλείτε ομηρικά», «Η γλωσσική ιδεολογία του “σωστού” και του “λάθους”», «Τα αρχαία ελληνικά, τελευταία γραμμή άμυνας της καθαρεύουσας», και, το κυριότερο, πολλά για τις γλώσσες των μειονοτήτων κτλ., αποτελούν ζωτικής σημασίας ανάσα εκεί όπου «η ηγεμονία των νεοκαθαρευουσιάνων είναι καταθλιπτική», καθώς «διαπερνά όλους τους πολιτικούς χώρους» και έχει μάλιστα «διεμβολίσει το ιστορικό δημοτικιστικό μπλοκ»: έτσι γράφουν στο ιδρυτικό κείμενό τους, τονίζοντας την «ανάγκη για δημόσια πολιτική παρέμβαση στα ζητήματα της γλώσσας και της γλωσσικής πολιτικής», αφού «η γλώσσα είναι πολιτικό ζήτημα».

Από τα παλαιότερα και πλουσιότατα σε ύλη γλωσσικά μπλογκ, το περιγλώσσιο (periglwssio.blogspot.com), που το γράφουν ο Φοινικιστής, ο Τέττιξ και ο Στωικός, αντιγράφω μια εμπνευσμένη παρωδία του καβαφικού ποιήματος «Ποσειδωνιάται», διά χειρός Τέττιγος:

Πολυτονιάται, στα 2050 μ.Χ.

Το σύστημα το πολυτονικό οι Ποσειδωνιάται
Εξέχασαν τόσους αιώνας ανακατευμένοι
Με προοδευτικούς, κουλτουριαρέους και γλωσσολόγους
Το μόνο που τους έμενε πολυτονικό
Ήταν μια μυστική γιορτή, με οξείες και με περισπωμένες.
Κι είχαν συνήθειο προς το τέλος της γιορτής
Κανόνες τονισμού να απαγγέλλουν,
Που μόλις πια τους καταλάμβαναν ολίγοι:
«Η προπαραλήγουσα ποτέ δεν στεφανούται
Όταν τους προεξανισταμένους εν τοις αγώσι ραπίζουσι.
Αχ, άμα, αδέρφια, ενεθυμούμασταν το δίγαμμα και τη δασεία,
Δεν θα παθαίναμε όλοι μας σαν κόπανοι τη δυσλεξία».
Και έτσι μελαγχολικά ετέλειωνε συνήθως η εορτή των.
Γιατί θυμούνταν που ήσαν πολυτονιστές κι αυτοί μία φορά
Και είχαν για καμάρι τη βιτσιά του δάσκαλου για το έψιλον περισπωμένη.
Και τώρα πώς εξέπεσαν, πώς έγιναν,
Να γράφουν και να ομιλούν βλαχοαγγλικά,
Βγαλμένοι, φευ και τρισαλί, από τον πο-λυ-το-νι-σμό.


Υπάρχουν κι άλλοι, για την επόμενη επιφυλλίδα, από τον δυναμικά νεοαφιχθέντα Τιπούκειτο ώς τον βετεράνο στον χώρο Νίκο Σαραντάκο, γνωστό ήδη απ’ τη σελίδα αυτή, που βγήκε όμως τις μέρες μόλις αυτές από τον «υπόγειο» κόσμο του διαδικτύου και μας συστήνεται μέσα από τις Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου με τη Γλώσσα μετ’ εμποδίων.

buzz it!

9/11/07

30. Γλώσσα= λέξεις; και πόσες;

Τα Νέα, 22 Απριλίου 2000

Ο δανεισμός στη γλώσσα θα έπρεπε να γίνεται για τους λόγους ακριβώς για τους οποίους δανειζόμαστε οτιδήποτε: για να αναπληρώσουμε κάτι που δεν έχουμε ή για να βελτιώσουμε κάτι που έχουμε

το πλήρες κείμενο:

Με τα γενέθλια της σελίδας αυτής και άλλη μια επικαιρική παρέκβαση ξεμακρύναμε από τα συντακτικά μας, αυτά που μαρτυρούν επίδραση ξένων γλωσσών. Επιμένω στα συντακτικά μικροπροβλήματα, διότι η γλώσσα είναι κυρίως η δομή της, και πάνω εκεί έρχονται να συναρμοστούν λέξεις, κι άλλες λέξεις, ανάλογα με την παιδεία του χρήστη και πάντοτε ανάλογα με την περίσταση, ανάλογα με τις εκφραστικές ανάγκες. Γλώσσα, δηλαδή, χωρίς δομή δεν είναι γλώσσα, όσο κι αν λέξεις μόνες μπορούν, κάποτε, να ανταποκριθούν σε στοιχειώδεις ανάγκες επικοινωνίας. Γι’ αυτό και μια γλώσσα αλλάζει κυρίως μέσα από αλλαγές στη δομή της: γίνεται περισσότερο συνθετική ή περισσότερο αναλυτική κτλ. Και αν στο χώρο των λέξεων παρατηρείται πάντοτε μεγάλη ρευστότητα: εισαγωγή, δανεισμός, υιοθεσία ξένων λέξεων, αλλά και δημιουργία νέων λέξεων, στη σύνταξη τα πράγματα είναι πάντοτε περισσότερο παγιωμένα, η δομή είναι σχετικά περισσότερο δεδομένη, και εκεί οι ριζικές αλλαγές οφείλονται κατά κανόνα σε επιδράσεις από άλλες γλώσσες. Πιο απλά: ο καθένας μπορεί να επινοήσει μια λέξη, να πλάσει μια νέα λέξη, δεν επινοεί όμως κάποιο νέο συντακτικό σχήμα. Η δομή είναι, όπως είπα, δεδομένη, γι’ αυτό και λέμε ότι ένα παιδί είναι κάτοχος της γλώσσας του προτού πάει στο σχολείο, προτού μάθει να ονοματίζει αυτά τα οποία χρησιμοποιεί ήδη χωρίς να του έχει πει κανένας το όνομά τους: το υποκείμενο και το αντικείμενο και τον εμπρόθετο προσδιορισμό, και φυσικά χωρίς να του έχει πει ποτέ κανένας σε ποια σειρά να τα βάζει, ώστε να παράγει το σωστό νόημα.

Κοινότοπα είναι όλα αυτά, που όλοι τα ξέρουμε και τα δεχόμαστε· κι ωστόσο, την ίδια στιγμή μετρούμε τη γλώσσα με τις λέξεις, την κρίνουμε από τις λέξεις της, νομίζουμε ότι η γλώσσα είναι λέξεις. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι ο λόγος περί φθοράς της γλώσσας βασίζει κατά κανόνα τις εκτιμήσεις του και τα συμπεράσματά του στη διακίνηση των λέξεων, στις ξένες λέξεις που εισάγονται, στις λέξεις που αλλάζουν σημασία, στις λέξεις που εξαφανίζονται κάποια στιγμή, στις λέξεις που πλάθονται, και μαζί στα φωνολογικά και άλλα, γραμματικής τάξεως, πάθη των λέξεων: σε αλλαγές στα συμφωνικά συμπλέγματα, λόγου χάρη, ή στις καταλήξεις.

Ανεξάρτητα από τις προθέσεις, ο λόγος αυτός καταλήγει να είναι λαϊκιστικός, καθώς ανεκδοτολογεί και γαργαλάει το κοινό αίσθημα, μπουκώνοντάς το με τα γνωστά «μαργαριτάρια» ενώ του κλείνει το μάτι, πως εμείς όμως, δηλαδή εσύ που σου το λέω και φυσικά πρώτος εγώ που σου το λέω, το ξέρουμε το σωστό, ξέρουμε τι είναι και η ευδοκίμηση και η αρωγή (που δεν τις ήξεραν, θυμάστε, κάποια άμοιρα παιδιά την ώρα των εξετάσεων στην έκθεση, σ’ ένα αφόρητα βερμπαλιστικό θέμα). Σπάνια θα δούμε παρατηρήσεις σχετικά με το κυρίως σώμα της γλώσσας, τη δομή. Άγνοια; Μπορεί· αφού ο λόγος αυτός, ειδικά κατά τη μεταπολιτευτική περίοδο και τη δεκαετία του ’80, έμοιαζε συχνά μετάφραση εκ της γαλλικής!

Στα σοβαρά όμως: είναι σοβαρό να δούμε ότι γλώσσα είναι η δομή και όχι οι λέξεις: η παραδοχή αυτή θα σήμαινε την απεμπλοκή μας ώς έναν μεγάλο βαθμό από το ζύγισμα των γλωσσών και την κατάταξή τους σε πλούσιες και φτωχές. Γιατί πράγματι, όταν μετρούμε πλούτη, μετρούμε λέξεις· τις λέξεις βάζουμε στη ζυγαριά, γιατί αυτές μπορεί να μετρηθούν, γιατί αυτές βλέπουμε, αυτές είναι το ντύμα της γλώσσας, η εξωτερική μορφή της, κι εμάς το μάτι μας στα λούσα: αυτά τραβούν την προσοχή.

Κι επειδή είναι δύσκολο να δούμε ο καθένας τη γλώσσα του –τις λέξεις του εννοώ– στον καθρέφτη, ας πάμε στη λογοτεχνία, που θεωρείται μάλιστα κορυφαία εκδήλωση της γλώσσας. Εδώ νιώθει κανείς τον πειρασμό να ρωτήσει αν έχουν καταμετρηθεί οι λέξεις του Καβάφη ή του Σεφέρη σε σχέση, αίφνης, με τις λέξεις του Καζαντζάκη, ώστε να αποφανθούμε τότε πως ο Καβάφης, τάχα, υστερεί ως προς τον Καζαντζάκη! Δεν πρέπει όμως να το δούμε αξιολογικά. Και για μεγαλύτερη ασφάλεια, ας φύγουμε από την ελληνική λογοτεχνία. Μας οδηγεί ο Μίλαν Κούντερα, μέσα από τις Προδομένες διαθήκες του (Αθήνα 1995, σ. 125):

«Ο λεξιλογικός πλούτος καθαυτόν δεν αντιπροσωπεύει καμιά αξία. Το εύρος του λεξιλογίου εξαρτάται από την αισθητική πρόθεση η οποία οργανώνει το έργο. Το λεξιλόγιο του Κάρλος Φουέντες είναι ιλιγγιωδώς πλούσιο. Αλλά το λεξιλόγιο του Χέμινγουέι είναι υπερβολικά λιτό. Η ομορφιά της πεζογραφίας του Φουέντες συνδέεται με το πλούσιο λεξιλόγιο, η ομορφιά του Χέμινγουέι με το λιτό. Το λεξιλόγιο του Κάφκα επίσης είναι σχετικά περιορισμένο. Αυτός ο περιορισμός ερμηνεύτηκε συχνά σαν ασκητισμός του Κάφκα. Σαν μη εστετισμός. Σαν αδιαφορία απέναντι στην ομορφιά. Ή σαν φόρος υποτελείας στη γερμανική γλώσσα της Πράγας, που αφυδατωνόταν καθώς είχε αποσπασθεί από τον λαϊκό περίγυρο. Κανένας δεν θέλησε να παραδεχτεί ότι η απογύμνωση του λεξιλογίου του Κάφκα εκφράζει την αισθητική του πρόθεση, είναι διακριτικό γνώρισμα της ομορφιάς της πεζογραφίας του».

Ας επιστρέψουμε στον κεντρικό συλλογισμό, ότι γλώσσα είναι κυρίως η δομή. Από αυτή την άποψη αντιλαμβάνεται κανείς πόσο πιο σοβαρά ή όντως σοβαρά μπορεί να είναι τα πράγματα όταν επεμβαίνουμε στο κυρίως σώμα της γλώσσας. Γι’ αυτό θα επιμείνω από τη σελίδα αυτή σε θέματα –δεν ξέρω αν συνιστούν πάντοτε προβλήματα– ξενικής σύνταξης. Πρέπει όμως να τονίσω άλλη μια φορά ότι, μαζί με τις λέξεις που δανειζόμαστε από οποιαδήποτε ξένη γλώσσα, καλά κάνουμε και δανειζόμαστε, ακόμα και ιδιωτισμούς, εκφράσεις και συντακτικούς τρόπους, αρκεί να μην παραβιάζονται οι βασικοί κανόνες που εξασφαλίζουν την ομαλή επικοινωνία.

Αλλά προπάντων: ο δανεισμός θα έπρεπε να γίνεται για τους λόγους ακριβώς για τους οποίους δανειζόμαστε οτιδήποτε στη ζωή μας: για να αναπληρώσουμε κάτι που δεν έχουμε, ή για να βελτιώσουμε και να εμπλουτίσουμε κάτι που έχουμε. Είπα «θα έπρεπε». Η γλώσσα όμως δεν είναι μηχάνημα, εργαλείο που το φτιάξαμε κάποια ωραία πρωία εμείς, και άρα το ελέγχουμε απολύτως· δεν γίνονται όλα προγραμματικά, βάσει σχεδίου και συνειδητά· τα καινούρια στοιχεία δεν τα επιλέγουμε πάντοτε εμείς: γι’ αυτό άλλωστε μιλούμε για επιδράσεις· και οι επιδράσεις δεν περνούν από κάποια υπηρεσία η οποία μετρά την αποτελεσματικότητα ή και την αισθητική τους. Πρέπει όμως, χωρίς την ψευδαίσθηση ότι μπορεί να γίνουμε εμείς αυτό το ιδιότυπο τελωνείο, να παρακολουθούμε κατά το δυνατόν τα στοιχεία που δυσχεραίνουν καταρχήν την επικοινωνία.

Παραμάκρυνε η εισαγωγή αυτή· θα συνεχίσω στο επόμενο, με τα μικροσυντακτικά μας.

buzz it!

31. Ο τρόμος της επανάληψης

Τα Νέα, 6 Μαΐου 2000

Διάφοροι απλουστευτικοί «κανόνες» βαλτώνουν στην προεπιστημονική ηλικία της διδασκαλίας της γλώσσας, και μας κρατούν εκεί καθηλωμένους, με τη μαγική ισχύ που χαρακτηρίζει τα γλωσσικά ξόανα και τοτέμ

το πλήρες κείμενο:

Επιστρέφουμε στα συντακτικά προβλήματα, εκεί όπου σκοντάφτουμε σε ξενική σύνταξη και στη μηχανική μεταφορά γενικευτικών ρήσεων που διεκδικούν την ισχύ κανόνων. Τέτοια φιρμάνια τα θυμόμαστε, φαντάζομαι, όλοι, με το υψωμένο απειλητικά δάχτυλο της δασκάλας: «δεν βάζουμε κόμμα πριν από το και», «θέλει πάντοτε κόμμα πριν από το που» και, το σημερινό θέμα μας, «μη χρησιμοποιείτε δυο φορές την ίδια λέξη» –απαγορεύσεις που αποτυπώνονται βαθιά στη γλωσσική μνήμη, όπως όλα τα μη της παιδικής ηλικίας.

Δεν είναι τυχαία η αναφορά μου στη σχολική ηλικία και τις απαγορεύσεις της: τέτοιου τύπου «κανόνες» σταθμεύουν, βαλτώνουν καλύτερα, στην παιδική, την προεπιστημονική ηλικία της διδασκαλίας της γλώσσας, κι εκεί μας κρατούν καθηλωμένους, με τη μαγική ισχύ που χαρακτηρίζει τα γλωσσικά ξόανα και τοτέμ. Μας πήρε χρόνια να ανακαλύψουμε –αν το ανακαλύψαμε εντέλει– ότι σχεδόν τις μισές φορές είναι απαραίτητο να μπει κόμμα πριν από το και, κι άλλες τόσες επιβάλλεται να μην μπει πριν από το που·* αλλιώς, το τίμημα είναι βαρύ: σύγχυση των διαφόρων όρων μιας πρότασης ή των όρων διαφορετικών προτάσεων, άρα σύγχυση του νοήματος. Δεν είναι δηλαδή απλές λεπτομέρειες υφολογικού χαρακτήρα, αλλά βασικοί συντελεστές για τη μετάδοση του νοήματος.

Ευτυχώς, είναι λιγότερο κρίσιμη η κατάσταση με την αποφυγή της επανάληψης. Πρόκειται όμως και εδώ για άσκοπη αλλά και υπεραπλουστευτική μεταφορά των αγγλικών, κυρίως, συντακτικών τρόπων και υφολογικών «κανόνων». Και ενώ στις περιπτώσεις του κόμματος ή του μη κόμματος ένας διορθωτής ή έστω μια δεύτερη ανάγνωση σώζουν την κατάσταση, τα αποτελέσματα από την αποφυγή της επανάληψης παραμένουν στο κείμενο, απαιτώντας δραστικότερη επέμβαση, και συχνά ανασύνταξη της φράσης, κάτι που δεν είναι πάντοτε επιτρεπτό, ή και για διάφορους λόγους εφικτό.

Ως προς το υφολογικό μέρος, ξεφεύγει από τα όρια της σελίδας αυτής να εξετάσουμε τη σημασία της επανάληψης. Θα παραπέμψω πάλι στον Κούντερα, όπως και στην προηγούμενη επιφυλλίδα, πάλι στις Προδομένες διαθήκες, όπου βρίσκουμε μια από τις πιο πρόσφατες θεωρήσεις για το «σημασιολογικό νόημα της επανάληψης», τη «μελωδική σπουδαιότητα», την «ομορφιά», και μάλιστα την «τέχνη της επανάληψης» (σ. 126-32).

Και θυμίζω τον Έλιοτ, με το περίφημο

Time present and time past
Are both perhaps present in time future
And time future contained in time past.
If all time is eternally present
All time is unredeemable…


από τα Τέσσερα Κουαρτέτα, ή το

There will be time to murder and create,
and time for all the works and days of hands
That lift and drop a question on your plate;
Time for you and time for me,
And time yet for a hundred indecisions…


από το Ερωτικό τραγούδι του Τζ. Άλφρεντ Προύφροκ, το οποίο απηχεί –στη γλώσσα που δεν ανέχεται, υποτίθεται, την επανάληψη– τον λόγο του Εκκλησιαστή: καιρός του αποκτείναι και καιρός του ιάσασθαι...

Αν όμως εδώ μπορούμε επιτέλους να καταλάβουμε τη σημασία της επανάληψης, καθώς επαναλαμβάνεται εμφατικά μια λέξη, έννοια-κλειδί για το νόημα ή το ύφος ενός λογοτεχνικού κειμένου, θα δούμε με αποτροπιασμό, φαντάζομαι, την επανάληψη μιας αντωνυμίας ή, χειρότερα, την παρήχηση συνδέσμου και αντωνυμίας: that that was what they had to do… Κι όμως, Κάθρην Μάνσφηλντ εδώ, η γνωστή για το ύφος της συγγραφέας (“Her first ball”, από τη συλλογή διηγημάτων The Garden Party).

Ας φύγουμε από τα επικίνδυνα χωράφια της λογοτεχνίας, αν και δεν θα ξεφύγουμε εύκολα από την οπωσδήποτε υποκειμενική αισθητική. Θέλω να δούμε την αποφυγή της επανάληψης που αντικαθιστά το ουσιαστικό με τη δεικτική αντωνυμία «αυτός» ή «εκείνος», ακόμα κι όταν δεν χρειάζεται τίποτε απολύτως:

«η μεγαλύτερη καταδίκη που αντιμετωπίζουν οι κατηγορούμενοι είναι αυτή της ισόβιας κάθειρξης»: δεν χρειάζεται όμως να επαναλάβουμε το «καταδίκη», ούτε να προσφύγουμε στο αυτή, που μας κουβαλάει και μια γενική πτώση· απλώς: η μεγαλύτερη καταδίκη... είναι η ισόβια κάθειρξη·

«ο αριθμός των επισκεπτών που έρχονται στα αρχαία με δικό τους μέσο είναι πολύ μεγαλύτερος από αυτόν εκείνων που φτάνουν με οργανωμένα τουρ»: εδώ πια «χτυπήσαμε νταμπλ»: για να μην ξαναπεί ο συντάκτης «από τον αριθμό των επισκεπτών», βάζει ένα αυτόν για τον «αριθμό» κι ένα εκείνων για τους «επισκέπτες», και γλίτωσε την επανάληψη· πάντως, και «ο αριθμός των επισκεπτών» θα μπορούσε να είναι απλώς «οι επισκέπτες»: οι επισκέπτες που έρχονται στα αρχαία... είναι πολύ περισσότεροι από τους επισκέπτες που φτάνουν [ή: από όσους φτάνουν] με οργανωμένα τουρ.

Κι άλλα, όπου πάλι είναι περιττό το αυτός ή εκείνος:

«Ήταν όλα τους υγρά λόγω της βροχής, εκτός από ένα ζευγάρι [παπούτσια]: εκείνο της κόρης του οδοντογιατρού»·

«έπειτα από τη μάχη του παρκέ ακολούθησε αυτή της λουλουδομάχης»: εδώ, ούτως ή άλλως, έχουμε μάχη και λουλουδομάχη· δεν χρειάζεται όμως και το αυτή, με τη γενική αποπάνω: έπειτα από τη μάχη του παρκέ, ακολούθησε λουλουδομάχη.

Διαβάζουμε: «από τις πολυάριθμες θέσεις που κατείχε, αυτή [1] που της άρεσε περισσότερο είναι πολύ πιθανόν ότι ήταν αυτή [2] της προέδρου του Κεντρικού Συμβουλίου...» Σ’ αυτή την περίπτωση, θα ενοχλούσε τάχα η επανάληψη της λέξης θέση, και δεν ενοχλεί η επανάληψη της λέξης αυτή; Εδώ όμως έχουμε και το άλλο ανυπόφορο αγγλογαλλικό: «είναι ότι ήταν...» Τελικά: από τις πολυάριθμες θέσεις που κατείχε είναι πολύ πιθανόν ότι της άρεσε περισσότερο η θέση της προέδρου...

Μετάφραση θυμίζουν όλα αυτά,** ακόμα κι αν τα διαβάζουμε σε πρωτότυπη λογοτεχνία, και μάλιστα καλή λογοτεχνία:

«την επιταγή την έστειλα κατευθείαν στο όνομα του κ. Ν., και όχι σε εκείνο του κ. Τσ.»: μα ακριβώς η επιθυμητή έμφαση, ο τονισμός της διάκρισης, απαιτεί και εδώ την επανάληψη –αλλιώς, και πάλι δεν χρειάζεται τίποτα· και τελευταίο, από άλλον σημαντικό συγγραφέα:

«δεν θέλει να επιβάλει τις ιδέες του, ίσως κιόλας να μην έχει καμιάν ιδέα πλην εκείνης της νεότητας...»: εδώ περιττεύει η επανάληψη, και πιο πολύ το εκείνης· που μοιάζει μάλιστα να αναφέρεται στη νεότητα και όχι στην ιδέα: «εκείνη η νεότητα»: η εκδίκηση της αγγλογαλλικής.***

Με τον τρόμο της επανάληψης σχετίζεται και ένας άλλος ξενισμός, να ταξινομούνται και να αριθμούνται κάποιοι όροι, μην τυχόν και ξανακουστεί το όνομά τους. Αναφερόμαστε λόγου χάρη στους Γερμανούς που έκαναν αυτό και στους Σουηδούς που έκαναν το άλλο, και καθώς συνεχίζουμε γράφουμε ότι «οι πρώτοι έκαναν αυτό... και οι δεύτεροι το άλλο», «οι τελευταίοι αυτό... ενώ οι πρώτοι το άλλο...»

Κάποτε παίρνουμε φόρα μεγάλη:

«Οι κρατούμενοι αψηφούν την εξουσία των δεσμοφυλάκων, αναγκάζοντας τους τελευταίους να εφεύρουν διάφορους τρόπους επιβολής της τάξης», ενώ εδώ δεν χρειαζόταν ούτε επανάληψη ούτε πρωτοτελευταίους· απλώς: αναγκάζοντάς τους! Και το ίδιο:

«το πρώτο γεγονός αναφέρεται στην αντιμετώπιση των συνεργατών του πριν και μετά την απόφαση των τελευταίων να συνεχίσουν την έκδοση»: πριν και μετά την απόφασή τους

Καταντά ψυχαναγκασμός η αποφυγή της επανάληψης. Τα αποτελέσματα μοιάζουν κάποτε κωμικά, και προπαντός μας βάζουν κάθε φορά να γυρίζουμε και να ψάχνουμε, ιδίως σε αναπτυγμένη σύνταξη, ποιος ο πρώτος και ποιος ο τελευταίος. Πού μας οδηγεί η αρχή αυτή; Εάν, εκτός από τους Γερμανούς και τους Σουηδούς, ήταν οι γνωστοί Άγγλοι, Γάλλοι, Πορτογάλοι, Σέρβοι, Βούλγαροι, Ρουμάνοι, Πολωνοί..., Ρώσοι, Μπόερς κι Οθωμανοί, του χατζιδακικού τραγουδιού, τι θα κάναμε; Θα μετρούσαμε: πρώτοι, δεύτεροι, τρίτοι, τέταρτοι κ.ο.κ.; Μαζί με τη γραμματική λοιπόν, την αγγλική βεβαίως, και λίγη αριθμητική;


* Βλ. εκτενώς παρακάτω, στο κεφ. 65, και ιδίως στο 71.

** Ο Κουμανούδης αφιερώνει πάνω από μισή σελίδα του λεξικού του (Συναγωγή…, όπ. παρ. 997) στον ξενισμό αυτό, αποδελτιώνοντας πλήθος τέτοια παραδείγματα: «Είχες επιστολήν; –Χθες έλαβον τοιαύτην», ή «Εάν δεν έχετε γέροντα, αγοράσατε τοιούτον», και ξεσπά: «Ουδείς, ισχυρίζομ’ εγώ, εμβαλωματής ή παντοπώλης Έλλην ούτω θα εξεφράζετο, αλλά θα έστεκε μετά το αγοράσατε, οιονεί τελείαν θέτων στιγμήν, ως του νοήματος ουδέν μέρος λόγου άλλο απαιτούντος εν Ελλάδι ούτε νυν, ούτε επί Ομήρου, ούτε ύστερον μέχρις ημών των ξενιζόντων».

*** Είναι επιβεβλημένη σ’ αυτές τις περιπτώσεις η επανάληψη, επιμένει ο Δημ. Λυπουρλής (Γλωσσικές παρατηρήσεις, Θεσσαλονίκη 1994, τόμ. α΄, σ. 153): «με την επανάληψη άλλωστε αυτή αποφεύγονται σε ορισμένες περιπτώσεις και κάποιες συγχύσεις, σαν αυτήν π.χ. που μπορεί να υπάρξει στη φράση “Μεταξύ των ομάδων των αγοριών και εκείνων των κοριτσιών υπάρχει μια βασική διαφορά”» –όπου το εκείνων αντικαθιστά το ουσιαστικό ομάδων (= και των ομάδων των κοριτσιών), μοιάζει όμως δεικτικό!

buzz it!

5/11/07

Καλτ, ή Ο τρελός με την τρελάρα του

Τα Νέα, 27 Μαΐου 2006

Γραφικότητα, αμετροέπεια, ασυναρτησία, ιταμότητα, τσαμπουκάς, βωμολοχία, μεμονωμένα, σε διάφορους συνδυασμούς ή όλα μαζί βαφτίζονται καλτ και εξασφαλίζουν προβεβλημένη, πρώτη θέση σε εφημερίδες, και κυρίως σε τηλεπαράθυρα

το πλήρες κείμενο:

Γιατί δεν βγήκε άραγε ο Μπερλουσκόνι; ή, γιατί να μην έβγαινε δηλαδή ο Μπερλουσκόνι; εντέλει, πώς και δεν βγήκε ο Μπερλουσκόνι;

Γύρω από αυτά τα φαινομενικώς προβοκατόρικα ερωτήματα, που αποπνέουν πολιτικό αμοραλισμό, οργάνωνα την περασμένη επιφυλλίδα. Γιατί τα ερωτήματα αυτά τα υποστηρίζει ο φόβος, που μοιάζει όμως βεβαιότητα, ότι ο Μπερλουσκόνι, ο με 25.000 μόλις ψήφους ηττημένος των πρόσφατων ιταλικών εκλογών, άρα ο μέγας θριαμβευτής από μιαν άποψη αυτών των εκλογών, ο Μπερλουσκόνι λοιπόν έφτασε να επιζήσει από τα πάσης φύσεως σκάνδαλα, συν την αναμενόμενη φθορά της κυβερνητικής θητείας, χάρη στην κραυγαλέα, προκλητική δημόσια εικόνα του φαιδρού, του σαλτιμπάγκου.

Δεν θέλω να φανεί ότι παραγνωρίζω ένα άλλο βασικό στοιχείο που οδήγησε στο ουσιαστικά ισόπαλο αποτέλεσμα των ιταλικών εκλογών, τη σύγκλιση δηλαδή και τις ομοιότητες των δύο εξίσου ετερόκλητων συνασπισμών, που οι πολιτικές τους διαφορές κρίνονταν εν πολλοίς στα σημεία: το θέμα έχει επισημανθεί από ειδικούς πολιτικούς αναλυτές, ο ίδιος έχω πολλές φορές αναφερθεί στον πολιτικό και ιδεολογικό χυλό που εμφανίζεται σαν «δημοκρατικότητα» ή τάχα μου πολιτική «ανεξιθρησκία», και πολλά οφείλει, ας το πω παρεμπιπτόντως, στο σύστημα του δικομματισμού. Θα μείνω έτσι σ’ αυτό το «κάτι άλλο», που αποδιοργανώνει την πολιτική σκέψη: πώς στάθηκε τόσον καιρό ο Μπερλουσκόνι, όχι στον πρωθυπουργικό θώκο, γιατί εκεί η διαφθορά και μαζί η ιδιοκτησία σημαντικού μέρους των μέσων ενημέρωσης καθώς και μιας μεγάλης ποδοσφαιρικής ομάδας αποδείχτηκαν όντως αποτελεσματικότατα εργαλεία, όχι λοιπόν απλώς στον πρωθυπουργικό θώκο μιας προηγμένης δυτικής δημοκρατίας, αλλά στον θρόνο μιας προηγμένης δυτικής κοινωνίας. «Καλτ» είναι το password.

Και καλτ είπαμε ότι είναι μάλλον σήμερα το trash, το «σκουπίδι», έτσι όπως χρησιμοποιείται πια ο όρος, που έπαψε να προσδιορίζει κυρίως περιθωριακές κινήσεις, πρόσωπα και καταστάσεις, είτε της «βαριάς» κουλτούρας είτε ενός καθαυτό περιθωρίου χαλαρότερων πολιτισμικά μορφών και προϊόντων. Ήδη σε μια προ δεκαετίας σχεδόν έρευνα των Νέων (8.11.97), από την οποία χρησιμοποίησα εκτενή αποσπάσματα στην προηγούμενη επιφυλλίδα, χαρακτηρίζονταν καλτ σημαντικοί δημιουργοί όπως ο Μιχάλης Κατσαρός, ο Μίλτος Σαχτούρης, ο Ε. Χ. Γονατάς, η Κική Δημουλά, ο Δημήτρης Νόλλας κ.ά.

Από τότε άλλαξαν πολλά, όχι επειδή η Κική Δημουλά λόγου χάρη έγινε ακαδημαϊκός αλλά και ευρύτερα γνωστή ως ποιήτρια, βγήκε δηλαδή από τον στενό κύκλο των μυημένων, αλλά επειδή απλούστατα, στην κοινή χρήση, νομιμοποιήθηκε η συστέγαση «βαριάς» και λάιτ κουλτούρας κάτω απ’ τον ίδιο όρο –με τη λάιτ να κερδίζει έδαφος ολοένα. Σήμερα ο ρευστός ορισμός τού καλτ κατασταλάζει στο γραφικό, στο πέρα από μας πλην λαϊκό και κατά τεκμήριο, τάχα, αυθεντικό, συχνότατα στο trash, είτε μέσα από έναν «διανοητικό σνομπισμό», όπως επισήμαινε ο Δημ. Κούρτοβικ σ’ εκείνη την έρευνα, είτε μέσα από μια αθώα διάθεση απλώς και μόνο για χαβαλέ.

Ήδη τα τρία τελευταία χρόνια έχουν γίνει ισάριθμα φεστιβάλ καλτ ελληνικού κινηματογράφου, με b-movies του ’60 και του ’70, όπου αποθεώνεται ο Σουγκλάκος και βραβεύεται ο Γκουσγκούνης, το χιουμοριστικό κάποτε άλλοθι για λίγη επιτέλους τσόντα. Καλτ κατεξοχήν χαρακτηρίζεται ο Φλωρινιώτης, που όμως μας τον τάισε με τσέμπαλο από το Τρίτο ο Χατζιδάκις. Καλτ ο Μαργαρίτης, που βρέθηκε όμως στο πλευρό του Σαββόπουλου, αναβαθμισμένος λόγω επετηρίδας, κατά τον ίδιο τον εξαγνιστή. Καλτ και σ’ όλα τα λιγωμένα «σοβαρά» πολιτιστικά μαγκαζίνο κρατικών καναλιών ο Γιώργος Μάγκας, το όνειδος της δημοτικής μουσικής, του κλαρίνου του ίδιου, γιατί δεν είναι σώνει και καλά μουσική η οσοδήποτε μεγάλη δεξιοτεχνία (πρόσφατα αναδημοσίευαν τα περισσότερα έντυπα την «καλτ», λέει, δήλωσή του σε τηλεοπτική εκπομπή, πως άμα έχει πόνο κάνα κοριτσάκι, του βγάζει, λέει, το σουτιενάκι και του κάνει «μασαζοκλαρίνο»). Καλτ και οι παπαροκάδες, πρώτο τραπέζι πίστα και αυτοί σε όλα τα κανάλια, και με δική τους μάλιστα εκπομπή σε κάποιο.

Υπάρχουν διαφορές ανάμεσα σε όλους αυτούς; Προφανώς· τους έβαλα απλώς όλους μαζί, έτσι όπως τους συναντά κανείς, με αυτόν ακριβώς τον κοινό χαρακτηρισμό, στα μίντια. Γιατί στην πραγματικότητα η γκάμα είναι μεγάλη, από αγαθά ψώνια έως παμπόνηρους εμπόρους, μικροπωλητές και αγύρτες, χωρίς να λείπουν και αυτοί που θα τους πω κι εγώ «αυθεντικούς», εν προκειμένω ο Μαργαρίτης.

Τώρα, είναι άραγε καλτ ο Μπερλουσκόνι, απ’ τον οποίο ξεκινήσαμε; Είναι καλτ και εντέλει «κέρδισε», όπως λένε, χάρη σ’ αυτή την ιδιότητα και τις συμπεριφορές που σχετίζονται ή απορρέουν από αυτή του την ιδιότητα; Δεν ξέρω· γράφτηκε πάντως πολλές φορές κάτι τέτοιο· και αυτό ακριβώς έχει σημασία, το ότι γράφτηκε, το ότι φτάσαμε να πιστεύουμε ότι μπορεί το καλτ να αναδείξει «νικητή». Και όντως, αρκεί μια γρήγορη ματιά π.χ. στην τηλεόρασή μας, στο είδος που ευδοκιμεί και άρα προβάλλεται, όχι πια μόνο και αποκλειστικά από τις εκπομπές της λεγόμενης trash tv, π.χ. της μαστόρισσας του είδους Ανίτας Πάνια, ή από τις σατιρικές, αλλά από τα πάσης φύσεως πάνελ σοβαρών και έγκυρων καναλιών, από τα τηλεπαράθυρα των δελτίων ειδήσεων κτλ.

Εν αρχή ην η Μαρίκα Παλαίστη

Κάποτε ήταν η παλαίμαχη αοιδός Μαρίκα Παλαίστη, φιγούρα γραφική της δεκαετίας του ’60, που έβγαζε λόγους προεκλογικούς κι έσπαγε ο κόσμος πλάκα, ζητώντας να καταργηθεί η τρύπα στις δεκάρες. Μόνο που τότε τα όρια ήταν ευδιάκριτα, σαφή· ήξεραν όλοι ότι πρόκειται για μια καλοκάγαθη φευγάτη. Σήμερα ο άλλος είναι, ήταν μέχρι χτες, πρωθυπουργός μιας προηγμένης χώρας· πρωθυπουργός ένας άνθρωπος που λειτουργεί σαν «εστεμμένος καραγκιόζης, ρητορεύει κραυγάζοντας σαν ήρωας της κομέντια ντελ άρτε, μακιγιάρεται σαν πόρνη, βωμολοχεί σαν καραγωγέας και αυτοπροβάλλεται σαν αυτάρεσκος τραγουδιστής της Γιουροβίζιον», όπως εύστοχα τον σκιαγράφησε ο καθηγητής Κωνσταντίνος Τσουκαλάς· ο οποίος συνέχιζε: «ένας άνθρωπος δηλαδή που δεν χρησιμοποιεί απλώς ευκαιριακά αλλά ταυτίζεται απολύτως και επί μονίμου βάσεως με τα μέσα και τις μεθόδους της μαζικής πολιτικής επικοινωνίας, μετατοπίζοντας έτσι αποφασιστικά τη λειτουργία αλλά και το νόημα της πολιτικής δημοσιότητας και της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας» (Βήμα 30.4.06).

Πράγματι, μ’ αυτήν τη χρησιμοποίηση των μέσων έχουμε να κάνουμε, συνειδητή και εκ προθέσεως, όπου προβάλλεται ακριβώς και επιπλέον μεγεθύνεται η παραβίαση, το σπάσιμο των κωδίκων –από τους απλούστερους, της καλής, της κόσμιας, της κοινωνικής συμπεριφοράς, ώς τους κώδικες του επαγγέλματος ή του λειτουργήματος (η περίπτωση λ.χ. των παπαροκάδων). Ψευδεπίγραφες αξίες, όπως «αυθορμησία», «ντομπροσύνη», ή το περίφημο φετίχ των ριάλιτι «να είσαι ο εαυτός σου», ό,τι δηλαδή συνιστά από μιαν άποψη άρνηση της κοινωνικότητας, άρνηση της συνείδησης της συλλογικής μας οντότητας, όλα αυτά καθοδηγούν τη δημόσια εικόνα καλλιτεχνών, πολιτικών, τηλεανθρώπων, που μας ταΐζουν ακριβώς μαγκιά και τσαμπουκά, με κύριο στόχο τους την προβολή, τη δημοσιότητα. Για να το πω απλούστερα, εν ονόματι τάχα αυτών των στερεότυπων «αξιών» παραβιάζεται προγραμματικά και με τον πλέον αυτάρεσκο τρόπο ό,τι συνιστά στοιχειώδη, πρωταρχική σύμβαση για την ένταξη και τη λειτουργία του ατόμου σε μια συλλογική οντότητα, εν προκειμένω την κοινωνία, ό,τι συνιστά νέτα σκέτα το πρώτο βήμα του ανθρώπου έξω από το παλαιολιθικό του σπήλαιο, από το «εγώ» στο «εμείς», στην προσπάθεια να επικοινωνήσει και να συνυπάρξει με τον άλλον, ό,τι συνιστά απλώς, απλούστατα, πολιτισμό της καθημερινής ζωής.

Το θέμα, το πρόβλημα, αλλά και το κλειδί, για το θέμα, είναι πως όλες αυτές οι συμπεριφορές, ναι, και η ιταμότητα, και η βωμολοχία, και ο απροκάλυπτος τσαμπουκάς, όλα αυτά μας κάνουν πιο οικεία, μας φέρνουν πιο κοντά πρόσωπα που χωρίς την τηλεόραση θα έμεναν απρόσιτα και μακρινά, χαμένα στα υψηλά αξιώματα και τις θέσεις τους στον δημόσιο βίο. Τώρα, καλλιτέχνες, πολιτικοί μικροί και μεγάλοι, γιά δες, ίδιοι μ’ εμάς, άνθρωποι βρε παιδί μου και αυτοί, συγχύζονται, ε, λεν και μια κουβέντα παραπάνω, άντε και καμιά χριστοπαναγία, μα τι καλά όμως που τους τα ’πανε, των αλλωνών, των αντιπάλων τους όταν τυχαίνει να ’ναι και αντίπαλοι δικοί μας, πες τα ορέ κρητίκαρε Κακαουνάκη, όρμα τους παπα-Τσάκαλε, πέταξέ τους καμιά καλλίπυγο μαγωδία Κώστα Ζουράρι, ρίξε τα μπινελίκια σου καινοφανή αστέρα, όνομα και πράμα Ανευλαβή, απάνω τους Καρατζαφέρη και Λιακόπουλε, άλα μαγκίτισσα Λιάνα Κανέλλη!

Πώς και δεν βγήκε ο Μπερλουσκόνι;

buzz it!