23/10/07

39. Η χλιδάτη κουρελού

Τα Νέα, 26 Αυγούστου 2000

Πού να το φανταζόταν πόσους μιμητές θα 'βρισκε σήμερα ο Μποστ -αλλά στα σοβαρά αυτοί! (Σκίτσα και κείμενα, Καστανιώτης, 1996)

Το σίγουρο είναι ένα, πως ο καημός της πολυτυπίας και του πλουραλισμού αλληθωρίζει προς μία πάντοτε πλευρά, την καθαρεύουσα

το πλήρες κείμενο:

Αρκετά μακριά μάς τράβηξε σ’ αυτήν τη σειρά η νεοκαθαρεύουσα, για την ακρίβεια ο αφρόντιστος λόγος που κορφολογάει από δω κι από κει γραμματικούς κυρίως τύπους, εν ονόματι της μιας και ενιαίας γλώσσας, που το ιδεολόγημα για τη μοναδικότητά της διεκδικεί και μιαν άλλη μοναδικότητα στο χώρο των γλωσσών: την ανυπαρξία κανόνων. Πράγματι, μόνο στην ελληνική γλώσσα προβάλλει σαν διεκδίκηση η ανυπαρξία κανόνων, την ίδια μάλιστα στιγμή που μας βασανίζει, υποτίθεται, το ότι δεν υπάρχουν, τάχα, κανόνες. Μετρώ πρόχειρα: γραμματική Τριανταφυλλίδη, γραμματική Τσοπανάκη, γραμματική Holton-Mackridge-Φιλιππάκη Warburton, και άλλες, συν το συντακτικό Τζαρτζάνου. Τι έχουν μέσα; Κανόνες, φυσικά.

Και καλά, δεν διδαχτήκαμε τέτοιες γραμματικές στο σχολείο, αλλά ούτε και έπειτα τις ανοίξαμε ποτέ, ακόμα κι εμείς, οι επαγγελματίες χρήστες, δημοσιογράφοι, διορθωτές, μεταφραστές, και φυσικά συγγραφείς. «Δυστυχώς, δεν υπάρχουν κανόνες» αναστενάζουμε, μα μόλις μας υποδείξουν κάποιον κανόνα, φοράμε την αντιεξουσιαστική μάσκα και πιάνουμε τον αντιρυθμιστικό σκοπό: η γλώσσα δεν επιδέχεται κανόνες, και ποιος θα μας τους επιβάλει τάχα τους κανόνες, και δεν νοείται ρυθμιστική γραμματική. Άντε τώρα να διδάξεις, λ.χ., «μη ρυθμιστική» γραμματική στο σχολείο: κάθονταν και καθόντουσαν και καθόσαντε και καθόντουσταν. Εδώ, ο οίστρος της πολυτυπίας και του πλουραλισμού φρενάρει απότομα: κάθονταν μόνο, θα σας πουν, κι άλλοι καθόντουσαν· τα άλλα, γρήγορα να τα κρύψουμε, που μας ντροπιάζουν, τα βλαχαδερά· αλλά να μην ξεχάσουμε, λέει, το εκάθηντο: διότι αυτό –κι εδώ γυαλίζει πια το μάτι– «ποιος θα το αποβάλει από τη γλώσσα, τη μία και ενιαία, ποιος θα μας το στερήσει, και γιατί»...

Νά ο καημός, νά ο πλουραλισμός, εντέλει γλωσσικός σουρεαλισμός. Το σίγουρο είναι ένα, πως ο καημός της πολυτυπίας και του πλουραλισμού αλληθωρίζει προς μία πάντοτε πλευρά. Ελευθερία, λέει, να λέμε εργαζόταν αλλά κατειργάζετο, δεχόταν αλλά υπεδέχετο, και γιατί όχι και εδέχετο! Και όλα τ’ άλλα επιγράφονται ανέξοδα δικτατορία, και φασισμός, και ακρωτηριασμός ή αφυδάτωση της γλώσσας...

Κι όμως. Υπάρχουν όρια στη χρήση λόγιων τύπων. Υπάρχουν όρια ανάμεσα στα διαφορετικά στάδια της γλώσσας. Κάποτε ασαφή, δυσδιάκριτα. Αλλά υπάρχουν. Επιπλέον –για να περάσουμε στο σημερινό θέμα–, απομακρυνθήκαμε πια αισθητά, απομακρυνόμαστε ολοένα και περισσότερο από την καθαρεύουσα, από την εποχή που κάτι σήμαινε, κάτι αντιπροσώπευε η καθαρεύουσα στην καθημερινή μας ζωή: σαν κυρίαρχη, καταπιεστική δύναμη καταρχήν, που γεννούσε αυτόματα την αντίδραση αλλά και την ανατρεπτική σάτιρα, η οποία βρήκε τη μνημειώδη έκφρασή της στο πρόσωπο του Μποστ. Σήμερα, το ιδιοφυές έργο του Μποστ δεν μπορεί να βρει μιμητές, δεν μπορεί καν να έχει την απήχηση που είχε στην εποχή του. Όποιος δεν βόγκηξε πάνω στο η αηδών - της αηδόνος καθώς και στην οδό Μαιζώνος, δεν θα εκτιμήσει την έξοχα ευρηματική γενική της σαλόνος. Σήμερα δεν έχει νόημα να σατιρίσεις την καθαρεύουσα της εξουσίας, του στρατού, της άρχουσας τάξης, απλούστατα επειδή ούτε η εξουσία ούτε ο στρατός ούτε η άρχουσα τάξη μιλούν καθαρεύουσα. Σήμερα, η ίδια η καθαρεύουσα δεν αποτελεί εξουσία, δεν μας επιβάλλεται σε κανέναν δημόσιο τομέα, στην εκπαίδευση ή αλλού, άρα η σάτιρα δεν μπορεί να έχει πλέον στόχο, δεν έχει λόγο γενέσεως, και θα είναι, όλο και περισσότερο, άσφαιρα τα πυρά της.

Το χειρότερο: είπαμε ότι ποτέ δεν διδάχτηκε και δεν μαθεύτηκε σωστά η καθαρεύουσα, για λόγους που έχουν να κάνουν περισσότερο με την ίδια παρά με την αδυναμία του εκπαιδευτικού συστήματος, λ.χ., ή του χρήστη της γλώσσας· σήμερα, και όσο απομακρυνόμαστε από αυτήν, η πάντα λειψή γνώση μας θα μας εκθέτει όλο και πιο πολύ, κι αυτό είναι η πιο γλυκιά εκδίκηση της γλώσσας. Οπωσδήποτε, είναι ακόμη αυτόματη, σχεδόν ανακλαστική, η χρήση της καθαρεύουσας, σε ειρωνικό π.χ. λόγο. Πρέπει όμως κι αυτό, με τον καιρό, να το ξανασκεφτούμε, αν θέλουμε να ξεφύγουμε από λόγο πια ναρκισσιστικό και βαθμιαία αυτιστικό, που θα κλείνει το μάτι σε όλο και πιο λίγους –και, όλο και πιο συχνά, μάλλον θα μας στραβώνει, με τη σωρεία λαθών στη χρήση ακριβώς μιας πάντα αναφομοίωτης και πλέον ξεχασμένης μορφής της γλώσσας.

Από τους κριτικούς, ο Παντελής Μπουκάλας έχει συχνά επισημάνει τέτοια εσφαλμένη χρήση σε λογοτεχνικά κείμενα, που φιλοδοξούν να αποτυπώσουν τα «διαφορετικά γλωσσικά επίπεδα», την καθαρεύουσα κάποιου ήρωα του βιβλίου: εσφαλμένοι τύποι όπως αι ακτίναι, απρόβλεπται αντιδράσεις, ένδοξαι μάχαι, την σάρκαν κ.ά. (αντί: αι ακτίνες, απρόβλεπτοι αντιδράσεις, ένδοξοι μάχαι, την σάρκα) κυκλοφορούν ανέμελα, φορώντας μια one size κατάληξη -αι κι ένα τελικό -ν μαϊντανό, και μάλιστα κυκλοφορούν σαν αυταξίες, λέξεις σκέτες που λησμόνησαν ότι θα έπρεπε να υπάρχει και τυπικό να τις στηρίξει, εν προκειμένω να τις κάνει καθαρεύουσα της προκοπής.

Τυχαία επιλέγω δύο κείμενα, που τα διάβασα πρόσφατα. Είναι από αυτά όπου η χρήση «ολίγης από καθαρεύουσα» εκφράζει, κατά την προφανή βούληση του συντάκτη, ειρωνεία. Το πρώτο κείμενο:

«Αι γυναίκες ροδοκόκκιναι από το πασχαλινόν μακιγιάζ των μεγάλων οίκων κοσμετολογίας, ξαναμμέναι εκ της οδοιπορίας, [...] αενάως κελαδούσαι και καγχάζουσαι με την κινητή τηλεφωνία τους, ετίναξαν τη σκόνην των βεγγαλικών από τα παντελόνια αυθεντικού πύθωνος...» κτλ. Είναι οπωσδήποτε άδικο αλλά και άτοπο να κρίνει κανείς ένα παιγνιώδες κείμενο με όρους αυστηρά γλωσσικούς· ήθελα όμως να σημειώσω πού καταλήγει η διαμεσολαβημένη εντέλει έκφραση, η έκφραση που παραιτείται από τη φυσικότητα και τον αυτοματισμό της, πιστεύοντας ότι εξίσου άνετα βαδίζει και στ’ αγκάθια, χωρίς να δει πως είναι από καιρό –και όχι, όπως είπα, από δικό της σφάλμα– ξυπόλυτη. Και νά: αι ροδοκόκκιναι και ξαναμμέναι, με τη σκόνην και, παρακάτω, στη Μύκονον, όπου παρέθεσαν parties, και όπως ηκούσθη και περί την δείλην και επί εικοσιτετραώρου βάσης και άλλα πολλά, προκαλούν το μοιραίο, που πιστεύω ακράδαντα ότι δεν θα είχε συντελεστεί σε πορεία επί ομαλού εδάφους: στη λεζάντα μιας φωτογραφίας που συνοδεύει το κείμενο αυτό η γλώσσα παίρνει το αίμα της πίσω: «Εξήλθον όλοι εις την ύπαιθρον των γραφικών πλακόστρωτων της Μυκόνου. Κεχαριτωμέναι οικογένειαι σαν αυτήν του καλαθοσφαιριστή του ΠΑΟΚ Κλαούντιο Κολντεμπέλα και της συζύγου του ενζενί Χριστίνας Παππά μετά του υιού της από πρωθύστερο γάμο της». Θεωρώ εντελώς απίθανο να αγνοεί ο συντάκτης τη σημασία της λέξης πρωθύστερος. Αλλά θεωρώ εντελώς φυσικό να γλιστρήσει κανείς και να γκρεμοτσακιστεί, έτσι και χειρότερα ακόμα, εάν βαδίζει ξαφνικά με ψηλοτάκουνα, γόβα στιλέτο, σε δρόμο πλακόστρωτο, Μυκόνου ή μη.

Το δεύτερο κείμενο, με τον εύγλωττο για τις προθέσεις του τίτλο «Ιστορίες φεστιβαλικής τρέλας», ασφυκτιά κάτω από τόνους καθαρευουσιανισμό, από λέξεις πάλι και τύπους ατάκτως ερριμμένους: κατέστη, ήτοι σε δύο μόλις μήνες, υπεδέχθη, ως αντιλαμβάνεσθε ουδέν πρόβλημα..., θα ενθυμείσθε, εξ ου και δεν ηδύνατο να φαντασθεί, όπερ και έπραξε... μετά πάσης φροντίδος, ενεθυμήθησαν, απεφάνθη, επελέγη, καθ’ ομολογίαν απάντων των κριτικών, του σκηνοθέτου, έτερός τις, πολλάκις επεσκέφθη, και πλείστα άλλα, πλάι στα μπλόκαρε, ασορτί και στάνταρ, σε άνομη και απροσδιόνυση οπωσδήποτε συνάντηση: «με το που ετοιμάστηκαν μακέτες..., ευρέθη ο θίασος», «παζάρι ολκής» κ.ά.

Κατάληξη: «Και εκείνη, όπως οιοσδήποτε θα έπραττε, φρόντισε να κλείσει το πρόγραμμά της με άλλες εκδηλώσεις, μακράν φερεγγυοτέρων φορέων εξ αυτών της ημεδαπής...» Νά το κοκτέιλ φαρμάκι: όπως οιοσδήποτε θα έπραττε: πρώτα, ο οιοσδήποτε και το έπραττε θα ήθελαν ως, και όχι όπως, καθώς μάλιστα το ως χρησιμοποιείται κατά κόρον στο κείμενο· μα προπαντός, σε «οιανδήποτε» μορφή της ελληνικής γλώσσας, αντίθετα λ.χ. από την αγγλική, το υποκείμενο εδώ θα έμπαινε μετά το ρήμα· δηλαδή: όπως θα έπραττε οιοσδήποτε.* Και τι να πρωτοπεί κανείς για το «κερασάκι», αυτό το «μακράν φερεγγυοτέρων φορέων εξ αυτών της ημεδαπής», όπου καμαρώνει και το επίσης αγγλικό μακράν, και θέλει κιόλας να συνταχτεί με το εξ αυτών: ασύντακτο απλώς. Κι άλλα αγγλικά: «το ΔΣ επιθυμούσε μεν η Μενανδρέα να πραγματοποιηθεί, δεν επιθυμούσε όμως...» κτλ. (=επιθυμούσε μεν να πραγματοποιηθεί η Μενανδρέα...).

Είναι, πιστεύω, φανερό ότι κοινός παρονομαστής των δύο κειμένων είναι η εκζήτηση. Και εδώ θα ήθελα να επανέλθω σ’ αυτά που έγραψα στην αρχή για τη θέση της καθαρεύουσας, έστω στον σατιρικό και ειρωνικό λόγο: Λίγο πιο παλιά, κάποια σκόπιμη «ελληνικούρα» ή εμβόλιμη χρήση κάποιου καθαρεύοντος τύπου ήταν ένα νεύμα που απευθυνόταν σε όλους μας, που λειτουργούσε ανακλαστικά ή κινούσε ακριβώς τα ανακλαστικά όλων μας. Σήμερα –που καταρχήν δεν ξέρει πια κανείς αν η «ελληνικούρα» είναι εμπρόθετη ή όχι– η χρήση αυτή τείνει να αποτελέσει ιδιόλεκτο, ένα άλλο είδος γλώσσας λάιφστάιλ. Αντίθετα όμως από το γνωστό έως τώρα «ελληνοαγγλικό» λάιφστάιλ, που μεγαλώνει τον κύκλο των αποδεκτών του χάρη στην ευρύτερη διάδοση των αγγλικών, αυτό το καινούριο, το «νεοκαθαρεύον», θα καταντήσει γραφικό ιδίωμα, κάπως σαν τα γαλλικά, παλιά, των κυριών με τα φασαμαίν στα φιλανθρωπικά τέια: «ω, ma chère, είναι très chic, μ’ αυτή την écharpe σε vert-amande και gris argent...» Και η θυμηδία μας θα μεταφέρεται από τα σατιριζόμενα στους σατιρίζοντες...

Διότι, «ως ήταν φυσικό», σύμφωνα με το δεύτερο κείμενο, «τελικώς ο κόμπος έφθασε στη δυστυχή συνάντησή του με το χτένι»: αμήν αμήν. Γιατί έχει και το κοκτέιλ νόμους αυστηρούς, ακόμα και η κουρελού.

Και καταρχήν, αν θέλουμε καθαρεύουσα, πότε και πού και πόση, αν θέλουμε αρχαία, πότε και πού και πόσα, πρέπει ανά πάσα στιγμή να είμαστε σε θέση να το υπερασπίσουμε, μέσα στο κείμενό μας και στον λόγο μας, και πρώτα πρώτα, απαραιτήτως, με τη γνώση: δεν είναι σέικερ η γλώσσα, να φτιάχνουμε, αραχτοί στην παραλία, φραπεδιά. Το ουσιώδες όμως είναι να διακρίνουμε το κατανοητό και σεβαστό, από μιαν άποψη, «γιατί έτσι μ’ αρέσει» από το αβασάνιστο «δεν μπορώ να το διατυπώσω αλλιώς». Νεαρότατος φίλος μού έλεγε πως δεν μπορεί να εκφράσει πάντοτε αυτό που θέλει στη δημοτική. Σκέφτομαι τότε ότι με τη δημοτική ο Ελύτης και ο Σεφέρης πήραν Νόμπελ, ότι εν πάση περιπτώσει σε δημοτική έδωσαν και το ογκωδέστερο δοκιμιακό έργο τους, μπόρεσαν δηλαδή να ανταποκριθούν και στις ιδιαίτερες απαιτήσεις του δοκιμιακού λόγου, χωρίς κανένα αντελήφθην και άλλα παρόμοια, και προπαντός χωρίς καμία παρέκκλιση από το τυπικό –αυτό και πάντοτε αυτό– της γλώσσας.


* Για τη θέση του υποκειμένου στις δευτερεύουσες προτάσεις βλ. κεφ. 40.

buzz it!