28/4/07

Η «απολιτικοποίηση» της τρομοκρατίας [α΄]

Τα Νέα, 10 Ιανουαρίου 2004

Η «17 Νοέμβρη» ουσιαστικά εξαρθρώθηκε, η δίκη της οργάνωσης τελείωσε, αλλά το θέμα της τρομοκρατίας έμεινε ανοιχτό, μάλλον δεν συζητήθηκε.

Λίγο μετά το τέλος της δίκης, προτού όμως κλείσουμε, ίσως οριστικά, το πολλαπλώς ενοχλητικό κεφάλαιο της 17Ν στο συρτάρι, καλό θα ήταν να ξαναδούμε τη στάση μας απέναντι σ’ αυτό το σημαντικό κεφάλαιο της νεότερης ιστορίας, στο οποίο συνοψίζεται παραδειγματικά το μείζον θέμα της τρομοκρατίας.

διαβάστε τη συνέχεια...

Τελείωσε λοιπόν η δίκη, μέσα σε πλήρη αδιαφορία, έκλεισε ένα ενοχλητικό –ξαναχρησιμοποιώ τη λέξη– κεφάλαιο μέσα σε γενική ανακούφιση, όπως έπειτα από μακροχρόνιο πόλεμο, όπου μας κουράζει πια το τόσο αίμα και η τόση δυστυχία μέσα στο καθιστικό μας, στον καναπέ μπροστά στην τηλεόραση, να μας ροκανίζουν τα σίριαλ και τα ριάλιτί μας. 


Γι’ αυτό και είπα και ξανάπα «ενοχλητικό», για ένα θέμα και μια έννοια κατεξοχήν πολιτικά, αφού όμως καταβλήθηκε η μέγιστη δυνατή προσπάθεια να εμφανιστούν απολιτικά. Γι’ αυτό, απ’ την άλλη, αντιμετωπίστηκε με χασμουρητό η δίκη, και ας ξοδεύτηκαν τόνοι ολόκληροι μελάνι και χαρτί, συν τα μονίμως ανοιχτά τηλεπαράθυρα. Τι γράφτηκε όμως και πώς; Ή μήπως οι τόνοι ακριβώς αυτοί, αυτός ο όγκος της πληροφορίας συνέθλιψε κάτω απ’ το βάρος του το όποιο ενδιαφέρον;

Και είδαμε δημοσκοπήσεις όπου το 60% του κόσμου δεν παρακολούθησε σχεδόν καθόλου τη δίκη, όπως καλύφθηκε από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Άρα δεν είδε και δεν διάβασε και όσα αναπόφευκτα χάθηκαν στον ωκεανό της δημοσιογραφικής κάλυψης, δεν έμαθε λόγου χάρη για τις κάθε λογής παρατυπίες, από την ποσοστιαία αναγνώριση κατηγορουμένων που ζητήθηκε από τους μάρτυρες (σε τι ποσοστό δηλαδή ήταν σίγουροι, 40, 50 ή 90%;) ώς την εκφώνηση της απόφασης χωρίς το σκεπτικό της. Έτσι κι αλλιώς, οι παρατυπίες αυτές περνούσαν αυτομάτως σε δεύτερη μοίρα, χάρη στον γενικότερα δεξιοτεχνικό τρόπο του προέδρου, ή ισοσκελίζονταν, την ίδια στιγμή που επισημαίνονταν, από τη «μη δίκη» που επιφύλασσαν στα θύματά τους οι τρομοκράτες. Παραταύτα, στις ίδιες δημοσκοπήσεις, η δίκη θεωρήθηκε «μάλλον δίκαιη» από ποσοστό σχεδόν 80%, ενώ πάνω από 50% επέμειναν να θεωρούν ενόχους ακόμα και όσους αθωώθηκαν από την ίδια διαδικασία.

Όμως, το ουσιώδες που πρέπει να μας απασχολεί είναι η δίκη που δεν έγινε, η συζήτηση δηλαδή για την τρομοκρατία. Γιατί η γενικευτική και γενικευμένη καταδίκη της τρομοκρατίας από όλο σχεδόν το πολιτικό φάσμα και οι λιγότερες αλλά διεξοδικές και καίριες αναλύσεις του φαινομένου, στον τύπο της αριστεράς κυρίως, π.χ. του Άγγελου Ελεφάντη στην Αυγή ή στον Πολίτη, δεν συνιστούν από μόνες τους διάλογο, και προπάντων με ευρύτερα κοινωνικά στρώματα. Και αν η δίκη της 17Ν υπήρξε πολύμηνη και εξαντλητική, η δίκη της τρομοκρατίας έγινε με συνοπτικές διαδικασίες, περίπου κεκλεισμένων των θυρών.

Ιδρυτική, θα έλεγα, πράξη της απολιτικοποίησης της τρομοκρατίας –και με το φαινομενικά παράδοξο αυτό σχήμα εννοώ την απολιτικοποιημένη συζήτηση για την τρομοκρατία– υπήρξε η απολιτικοποίηση της δίκης της 17Ν, αλλά και της ίδιας της οργάνωσης και της δράσης της! Και αυτή η απολιτικοποίηση έγινε λιγότερο με τη διαδικασία την οποία υποδηλώνει η λέξη, δηλαδή με την απόφαση ότι τα εγκλήματα της 17Ν είναι ποινικά, και περισσότερο με τον τρόπο με τον οποίο έγινε η σχετική συζήτηση. Ήδη από εκείνη την αρχική φάση, ο μέσος –και όχι μόνο– αναγνώστης εγκατέλειψε καταπτοημένος την παρακολούθηση της υπόθεσης, χαμένος στους ατέλειωτους νομικούς βυζαντινισμούς, ανίκανος ευλόγως να παρακολουθήσει μια διαμάχη ειδικών επιστημόνων και να πάρει θέση. Τον βόλευε άλλωστε αυτό, από μιαν άποψη. Ήδη τον είχαν ενοχοποιήσει, πως κάποια στιγμή ανέχτηκε, επέτρεψε ή και συμπάθησε, πως δεν κατέδωσε και άλλα πολλά, περίπου ψιλοτρομοκράτης δηλαδή κι αυτός, ή πάντως συνεργός!

Έτσι κι αλλιώς, η δίκη αυτή, όπως προετοιμάστηκε αλλά και όπως έγινε, ήταν μια δίκη που δίκαζε –και κυρίως καταδίκαζε, και μάλιστα εκ προοιμίου– την αριστερά, την αντιδικτατορική δράση, κι ακόμα παραπέρα την «παριζιάνικη κουλτούρα» (εισαγγελέας Λάμπρου, ο ίδιος που μεταχειρίστηκε π.χ. τον όρο «τροτσκιστής» σαν αυτονόητη μομφή), την ίδια την παραμονή και τις σπουδές στο Παρίσι, το ίδιο το Παρίσι –τον Διαφωτισμό εντέλει (σύμφωνα με τον Παντελή Μπουκάλα), όσο κι αν μοιάζει τραβηγμένο απ’ τα μαλλιά. Η 17Ν θαρρείς και από σπόντα βρέθηκε, περαστική, σ’ αυτήν τη δίκη, απλή αφορμή, ένα πρόσχημα. Κι αφού από τη σύλληψή της ήδη, τη σύλληψη εννοείται των μελών της, δεν είχε σταθεί στο ύψος μιας «κανονικής» επαναστατικής οργάνωσης, της έλειπε και ένας αρχηγός λεβέντης, γόης, παλικάρι, γρήγορα κατεβάσαμε τα ρολά.

Τον κενό χώρο τον κατέλαβε αυτοδικαίως πια η ηθικολογία. Η εκστρατεία απαξίωσης των συγκεκριμένων τρομοκρατών και της συγκεκριμένης οργάνωσης ήταν η χειρότερη συνεισφορά στη συζήτηση και τον αγώνα που έπρεπε να γίνει για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας με ιδεολογικούς όρους.

«Ο εξοστρακισμός του ζητήματος στην ποινική σφαίρα δεν ωφελεί τη δημοκρατία. Η ηθική απονομιμοποίηση της υποτιθέμενης “επανάστασης” των τρομοκρατών περιλαμβάνει μια πολιτική συζήτηση ώστε οι πολίτες να καθορίσουν μια υπεύθυνη, συνειδητή στάση απέναντι στο φαινόμενο της τρομοκρατίας, αναθεωρώντας αντιλήψεις και στάσεις που κυριάρχησαν στο παρελθόν. Αυτό δεν θα γίνει αν ενθαρρύνουμε την ελληνική κοινωνία σ’ ένα άλμα από την προηγούμενη ανοχή της τρομοκρατίας στη μονοδιάστατη παραδοχή ότι οι δράστες ήταν, τελικά, μια κοινή μαφία»: αυτά έγραφε έγκαιρα, στις 10.9.2002, από αυτήν εδώ την εφημερίδα ο Αλέξης Καλοκαιρινός, σ’ ένα εξαιρετικά πυκνό άρθρο, με τον εύγλωττο τίτλο και υπότιτλο «Μια δίκη για πολιτικά εγκλήματα δεν είναι πολιτική δίκη, δεν δικαιώνει τους τρομοκράτες». Δε βαριέσαι. Κυριάρχησαν οι Κακαουνάκηδες. Ίσως και γιατί έτσι βόλευε. Είναι πιο εύκολο και προπαντός πιο τηλεοπτικό να έχεις απέναντί σου κοινούς ποινικούς, ν’ ανοίγει ο στόμας σου και να ξερνάει νταηλίκια και βρισιές, παρά να αρθρώσεις λόγο πολιτικό και να βουτήξεις στα βαθιά, και να τα βάλεις με την αριστερά, αν είσαι απ’ τους απέξω, ή, ακόμα πιο δύσκολο, με τον αριστερό εαυτό σου, αν είσαι από μέσα. Και να συζητήσεις, να διαφωνήσεις, να τσακωθείς με τους συντρόφους σου. Γιατί ήταν μεγάλο το αγκάθι, το αν η 17Ν και η δράση της ήταν πολιτική. Και για πολλούς από εμάς το αγκάθι αυτό ήταν διπλό, αν δηλαδή η 17Ν ήταν οργάνωση πολιτική και μάλιστα αριστερή.

Εδώ πάλι μας βόλεψε όλους πια η απαξίωση, και συνακόλουθα το ηθικό λιντσάρισμα. Οι
«καταδότες» και «ληστές», οι «λούμπεν» και «με έλλειμμα πολιτικού λόγου», «οι τρομοκράτες που μας αξίζαν» (γράφτηκε κι αυτό, και όχι μόνο μία φορά!) έκλεισαν στα γρήγορα το «ενοχλητικό» κεφάλαιο: δεν είναι πολιτικοί εγκληματίες, και προπαντός αριστεροί. Μας είχαν άλλωστε αφήσει έκθετους πολλαπλά, είχαν αποδειχτεί αυτοσχέδιοι και ερασιτέχνες, εκεί που εμείς αναλύαμε περιδεείς την άρτια συγκρότηση και την οργάνωσή τους, χωρίς «αξίες και ιδανικά», εκεί που τους ονειρευόμασταν, ή άντε τους σκεφτόμασταν, Ρομπέν των Δασών, ή έστω εκτός τόπου Τσε Γκεβάρα.

Μας έλειψε εντέλει η πολιτική γενναιότητα, και μιλώ τώρα πια για τους αριστερούς, να τους αναγνωρίσουμε σαν αυτό που ήθελαν οι ίδιοι, να αναλάβουμε το κόστος αυτό, και έτσι πια να τους πολεμήσουμε και να τους εξουδετερώσουμε, στα μάτια τα δικά μας, των παιδιών μας, της κοινωνίας. Πολιτικά, δηλαδή, και ιδεολογικά.

Αλλά θα συνεχίσω.

buzz it!

Δεν υπάρχουν σχόλια: