6/3/07

87. «Νο μορ= όχι άλλο, όχι πια» [δανεισμός, ι΄]

Τα Νέα, 6 Ιουλίου 2002

«Όσο περνούν τα χρόνια, η γλώσσα μας νοθεύεται σ’ επικίνδυνο βαθμό, ενώ καθίσταται συρμός (μόδα, όπως λέγουν) η χρήση ενός μεικτού γλωσσικού ιδιώματος για την αμφίβολη πλέον επικοινωνία μας.»

διαβάστε τη συνέχεια...

Στερεότυπες εκφράσεις του στερεότυπου λόγου κατά των δανείων αδιακρίτως, που η βαθύτερη ιδεολογία του άλλοτε προδίδεται ερήμην του φορέα και άλλοτε προβάλλει αυτάρεσκα: ιδού που και η λέξη μόδα χαρακτηρίζεται εμμέσως ανεπιθύμητη, ή πάντως μένει να χαρακτηρίζει –μέσα από μιαν αφόρητα, για τη δική μου αίσθηση, αριστοκρατική διατύπωση– κάποιους «άλλους», που τάχα αγνοούν, λησμόνησαν ή πρόδωσαν τον ελληνικότερο «συρμό». Κι ωστόσο η πρόταση αυτή του Γιάννη Π. Τζαννετάκου («Λέξεις ξενικής προέλευσης…», σ. 153 κ.ε.) είναι η πιο μετριοπαθής. Είχα αρχίσει στο προηγούμενο την εξέταση της εργασίας αυτής, επειδή είναι από τις πιο συστηματικές και συγκεντρώνει, όπως έλεγα, όλες τις βασικές αδυναμίες της μετάφρασης ξένων δανείων, και μάλιστα σε μεγέθυνση –ή σαν καρικατούρα, προσθέτω τώρα.

«Τα τελευταία χρόνια, όλοι μας έχουμε εντοπίσει ολόκληρες σελίδες σ’ εφημερίδες και σε περιοδικά, αλλά και περιοδικά στο σύνολό τους, τα οποία προωθούν ένα αηδές γλωσσικό ομοίωμα, προϊόν “διανοίας” φραγκολεβαντίνων, Ελλήνων κατά την ταυτότητα, αλλά μειωμένης εθνικής συνείδησης», γράφει σε άλλο σημείο (σ. 155), και παίρνει επάνω του όλη «την οξύτητα των προηγηθεισών διαπιστώσεων».

Άγνωστο όμως πού ξεχωρίζουν μέσα σ’ αυτό τον αμετροεπή πύρινο λόγο οι σουσουδισμοί των περιοδικών λάιφστάιλ από την αμετάφραστη ακόμα ή και γενικά δυσμετάφραστη τεχνική ορολογία, και προπάντων από τις πλήθος λαϊκές λέξεις, νεότερες αλλά και παλαιότερες, έτσι όπως συμφύρονται στο λεξιλόγιο που κατάρτισε ο κ. Τζαννετάκος, τέλη του 20ού αιώνα.

Σήμερα θα επιχειρήσω να ταξινομήσω το υλικό του κ. Τζαννετάκου σε κατηγορίες, που συχνά όμως αλληλοεπικαλύπτονται (σε παρένθεση σημειώνω με πλάγια, κυρίως όπου μοιάζει απίστευτο, τα μεταφράσματά του):

1. λέξεις υπεράνω πάσης υποψίας, όπως μακάβριος και μεσσίας·

2. λέξεις κοινές, λαϊκές, που πολλές μάλιστα μετρούν ή ήδη μέτρησαν τις μέρες τους: αλμπάνης (=πεταλωτής· δηλ. ο γιατρός ο σκιτζής είναι «ένας πεταλωτής γιατρός»;), αφιονίζω, αχούρι, άχτι, άιντε, αλισβερίσι, αρίδες, βεντέτα (=εκδίκηση· ώστε θα λέμε για την «περίφημη κρητική ή μανιάτικη εκδίκηση»; –και πού είναι η βεντέτα με την έννοια της διασημότητας;), γάμπα (=πόδι!), γαλαρία, γιαπί (=μη αποπερατωθείσα οικοδομή· δηλαδή «μπροστά στο σπίτι μου είναι μια μη αποπερατωθείσα οικοδομή»;), γιαπράκι (=φύλλο· έτσι σε τούρκικο λεξικό· σ’ εμάς=ντολμαδάκι με αμπελόφυλλο), γινάτι, γκαζόζα (=αεριούχο ποτό),* γκαρσόνι (=περιποιητής πελατών σ’ εστιατόριο), γκίνια, γκριμάτσα, ζαρζαβάτι (=λαχανικό), ζάφτι, καβαλιέρος, καλαμπούρι, καμπόης (=παλικάρι!), καραβάνα, καραούλι, καρντάσης, κολαούζος, κουρμπέτι (=ξενιτιά· ενώ η φράση «βγαίνω στο κουρμπέτι» σημαίνει βγαίνω στη ζωή, ή «στην πιάτσα»), λεβέντης (=αρρενωπός!), μάγκας, μιζέρια, μουράγιο, μπαγάσας (=αχρείος, επιτήδειος, πορνοβοσκός!, και ενώ σήμερα μάλλον τρυφερά λέγεται η λέξη, κάτι σαν «πονηρούλης»), καντάρι (=ζυγαριά· δηλ. «έβρεχε με τη ζυγαριά»), μαχμουρλής, μπαμπάς (=πατέρας), μπελάς, νάζι, μπουκάλα, μπούκλα, νταής, ρεζίλι, ρεμάλι, τσαντήρι, τσατίζω, τσιράκι, τσιφτετέλι (=δίχορδος, διπλοπενιά· δηλ. «χόρεψέ μου δίχορδο, να σε δω, να σε χαρώ»), τσογλάνι (=νεαρός παθητικός ομοφυλόφιλος, κακότροπος, γενίτσαρος· που τίποτε απ’ όλα αυτά δεν είναι σήμερα), φάρσα, φασίνα, φάτσα, χάζι, χαλάλι, χαλβάς·

3. λέξεις λαϊκές, σε αχρηστία πια, πολλές της αργκό, με περιορισμένη και τότε χρήση: αβανιά, βλάμης, ζαρίφης (=κομψός, ευγενής), ζεϊμπέκης (=άγριος άντρας· το ζεϊμπέκικο ευτυχώς δεν μεταφράζεται), καζάντι, καζίκι, αλτιμπαρμάκης (=τετραπέρατος άνθρωπος), βακέτα (=κομψευόμενη γριά), γκανιότα (=βιδάνιο· και ποιος θα μας μεταφράσει το βιδάνιο;), καρατζόβας (=αγροίκος), κιμπάρης, κουμαρτζής (=επαγγελματίας χαρτοπαίκτης), λοκάντα, μαλαπέρδα (=πέος), μαχμουρλής, μινάρω (=ανοίγω υπόνομο), μινέτο (=προσυνουσιακή στοματική δραστηριότητα επί των γεννητικών οργάνων), μπομπόνι, μπριγκέτα (=πετροκάρβουνο), ρομπατσίνα (=επίπληξη), σκουλαμέντο, ταμάχι (=πλεονεξία), τζουμπές (=μακρύς επενδύτης

4. λέξεις απροσάρμοστες, αλλά πάντοτε κοινότατες: αλαλούμ, αμόκ, βερεσέ, γιαλαντζί, γιοκ, γκελ (=αναπήδημα), ζιγκολό (=εραστής επί χρήμασι, τεκνό· όμως «τεκνό», λέξη της αργκό έτσι κι αλλιώς, που δεν τη μεταφράζει ο κ. Τζαννετάκος, είναι κάθε όμορφο νεαρό αγόρι), κοτζάμ, λακριντί, μπουγιουρντί·

5. λέξεις συνδεδεμένες με συγκεκριμένη ιστορική εποχή, παλαιότερη: αγάς, άφεριμ, βοεβόδας, δερβέναγας, δερβένι, δερβίσης, δοβλέτι και (χωριστό λήμμα) ντοβλέτι, δραγουμάνος, μουλάς· και νεότερη: απαράτ, απαράτσικος, κομμούνα, κομισάριος, κοοπτάτσια, ράιχ (=κράτος· δηλαδή «το 3ο Κράτος»;)·

6. λέξεις με ειδικό σημασιολογικό βάρος στο χώρο των ιδεών και των τεχνών: ακτιβισμός (=ενεργητικότητα· και ο ακτιβιστής;), ιμπεριαλισμός (=επεκτατισμός), κομφορμισμός (=προσαρμογή· και ο κομφορμιστής;), μινιμαλισμός (=ικανοποίηση με το ελάχιστο· και ο μινιμαλιστής συνθέτης, λόγου χάρη;), μπελκάντο (=ωδές μελοδράματος!)·

7. λέξεις κοινές με την αρχαΐζουσα μετάφρασή τους,
(α) προσαρμοσμένες στο τυπικό της γλώσσας:
βεντάλια (=ριπίδιο), γάντι (=χειρόκτιο), γαρνιτούρα (=ποίκιλμα), γκέτα (=περιαστραγαλίς ανδρών), γραβάτα (=λαιμοδέτης), ζαρτιέρα (=περικνημίδιο εξάρτημα για τη συγκράτηση περιποδίων), κάλτσα (=περιπόδιο), καπότα (=περικαυλίς), ομπρέλα (=αλεξιβρόχιο, αλεξήλιο), παρασόλι (=αλεξήλιο), περούκα (=φενάκη), και
(β) απροσάρμοστες: βόλλεϋ μπωλ (=πετοσφαίριση), κασκόλ (=περιλαίμιο), κραγιόν (=χρωστική μολυβδίδα ψιμυθίωσης), μασάζ (=χειρομάλαξη σώματος), μεντεσές πόρτας (=στροφέας πόρτας), ντους (=υδάτινη καταιόνηση), πικ απ (=δισκοφόρος), σάντουιτς (=αμφίψωμο: κατασκευή του Άγγ. Βλάχου, ο οποίος πάντως την παρουσίαζε γράφοντας πως «σκοπός μου δεν είναι [...] να διασκεδάσω μεταφράζοντας [...] το σάντουιτς σε αμφίψωμο», όμως ο κ. Τζαννετάκος το πήρε στα σοβαρά!)·

8. νεότερες ξένες λέξεις, που ολοένα διευρύνεται η χρήση τους (αντίθετα, λ.χ. με τις λέξεις της κατηγορίας 9): γιάπις (=νέα γενιά αστών με σταδιοδρομικούς στόχους!), κούριερ (=αγγελιοφόρος), νοκ άουτ (=εξουθένωση· δηλ. «τον έριξε εξουθένωση»), ρεσιτάλ (=συναυλία· βεβαίως όχι!), τζελ (=γέλη, γλοιώδης αλοιφή), φανταμέταλιστ (=θεμελιστής), χούλιγκαν (=αντιεξουσιαστικός αλητόπαις

9. και ξένες λέξεις, που σίγουρα κάπου τις διάβασε ο κ. Τζαννετάκος, αλλά μόνο περιστασιακά χρησιμοποιούνται, και οπωσδήποτε δεν είναι από «τις πλέον συνήθεις λέξεις καθημερινής χρήσης», όπως σημειώνει: ακομοντέισονς, αντιντάμπινγκ, απλικασιόν, αρμπιτράζ, γιουτόριτι, γκατς (=όρχεις), γουέστ κόουστ και ιστ κόουστ, γουόρντιγκ, κολέκτορς άιτεμ, κονσιούμερ, κορτ, λαρζ, λέιζουρ, μάιντ μασίν, μούχτιν, μπαϊλίνγκουαλ, μπιζιμποντισμός, μπιλμπόρντ, μπόντι λάνγκουιτς, ντάμπινγκ, ντεζάστρ, ντράμστικ, οβερφλόου, όφντορ, παίη ρολ, παρολί, πόιντ αβεραίητζ, ραν, σι νωτίκ, τατς, τσίκεν ραίης, χόμλες, χούπις, μαζί με τα παλαιότερα γαλλικά ζαντίλ (=ευγενής), ζεστ, ζιγκολέτ (=ερωμένη επί χρήμασι), μπιζουτερί. Ακόμα, μεταφράζει: νο μορ (=όχι άλλο, όχι πια), γκόου χόουμ (=φύγετε στην πατρίδα σας), σουτ δεμ απ (=πυροβολήστε τους), φακ δεμ ολ (=πήδα τους όλους) και φάκεν (=γαμημένος)! Νόου κόμμεντ.

Εδώ τελειώνει η πρόχειρη αλλά ήδη μακρά περιπλάνησή μας στο χώρο της μετάφρασης ξένων δανείων, που υπήρξε όμως πολλαπλά, πιστεύω, αποκαλυπτική.

«Νο μορ»=«όχι άλλο, όχι πια», όπως μεταφράζει ο κ. Τζαννετάκος κι όπως θα ανακράζει ασφαλώς και ο αναγνώστης.


* Εδώ πια, όπως και παραπάνω στη βεντέτα και στο γιαπί, και σε πολλά άλλα παρακάτω, ο κ. Τζαννετάκος προφανώς ερμηνεύει και δεν μεταφράζει: λόγοι δικαιοσύνης επιβάλλουν αυτή την επισήμανση, ενώ από την άλλη θέλω να προλάβω πιθανή ένσταση, ότι εντέλει (και παρά τις διακηρύξεις του συντάκτη) έχουμε ακριβώς να κάνουμε με ένα είδος λεξικού και όχι με προτάσεις· τότε όμως θα έπρεπε να ερμηνεύεται επίσης, να περιγράφεται, τι είναι (τι ήταν) π.χ. η γκέτα, και όχι να νεκρανασταίνεται η περιαστραγαλίς!

buzz it!

Δεν υπάρχουν σχόλια: